Νέες ταινίες: Ο Άνταμ Ντράιβερ παίζει Ντον Ντελίλο και η Αντέλ Εξαρχόπουλος παίζει με μαγικό ρεαλισμό

Νέες ταινίες: Ο Άνταμ Ντράιβερ παίζει Ντον Ντελίλο και η Αντέλ Εξαρχόπουλος παίζει με μαγικό ρεαλισμό

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Λευκός Θόρυβος

2 / 5

(“White Noise”, Νόα Μπάουμπαχ, 2ω16λ)

Ο Νόα Μπάουμπαχ (“Marriage Story”, “Mistress America”) διασκευάζει βιβλίο του Ντον Ντελίλο που μάλλον από υπερβολική λατρεία απέναντί του, θεώρησε πως θέλει και μπορεί να το μεταφέρει στην οθόνη. Έπρεπε να το έχει σκεφτεί καλύτερα. Περιεχομενικά το φιλμ είναι εντελώς χαοτικό με ένα τρόπο που δύσκολα μανατζάρεται στην φιλμική αφήγηση.

Η ταινία ακολουθεί μια οικογένεια σε φαινομενικά τέλεια κατάσταση πλήρους ισορροπίας, με έναν τόνο σατιρικό, πολύχρωμο, «ευχάριστο» με έναν σχεδόν απωθητικό τρόπο– βάσει σχεδίου φυσικά. Ο Άνταμ Ντράιβερ παίζει έναν καθηγητή που διδάσκει βασικά οτιδήποτε σχετίζεται με τον Χίτλερ κι η Γκρέτα Γκέργουιγκ παίζει την Μπαμπέτ, σύζυγο με ένα διαρκές χαμόγελο στο πρόσωπο. Μαζί έχουν αθροιστικά 4 παιδιά (αν και καμιά φορά μπερδεύονται όταν τα απαριθμούν ή τα συστήνουν σε ξένους) και τα πάντα στο σπίτι τους μοιάζουν να κυλάνε ρολόι.

Όμως ο άνθρωπος βαθιά μέσα του έχει πάντα τη ροπή προς την καταστροφή, κι αν όχι ο άνθρωπος τότε σίγουρα η φύση. Ένα απίθανο συμβάν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τοξικού νέφους που απειλεί τους πάντες, ακόμα κι όταν εκείνοι αρνούνται να επεξεργαστούν τον κίνδυνο ως πραγματικότητα, απονευρωμένοι από τις διάφορες εκφάνσεις του στο entertainment και την καθημερινότητα της ενημέρωσης.

Ήδη αυτό το πρώτο μέρος είναι παράδοξο και στιλιστικά αμφίβολο. Ο Μπάουμπαχ μοιάζει σα να σκηνοθετεί μια αμερικάνικη ‘70s studio movie, παρέα με τις κοινωνικές και υπαρξιακές της αμφιβολίες, σα να επρόκειτο για μανιακή σκρούμπολ ταινία καταστροφής και δεσμών σε κρίση. Είναι ένας τόνος τον οποίο πετυχαίνει, ακόμα κι όταν δεν είναι σαφές τι προσφέρει αυτό στο κείμενο, πέρα από τις ικανότητες του σεναριογράφου και σκηνοθέτη σε αυτά τα είδη.

Υπάρχει μια αισθητική ασυμφωνία που διατρέχει αυτό το πρώτο μέρος του φιλμ. Ο ρυθμός των αστείων, η αίσθηση πως τίποτα δεν είναι πραγματικό, ο τρόπος με τον οποίο η ταινία κι οι χαρακτήρες της μιλάνε για τη βία, τον θάνατο και την υπερφόρτωση πληροφορίας– κι όλα αυτά με έναν αποστασιοποιημένα σατιρικό τρόπο που όμως δε μοιάζει ποτέ εστιασμένος.

Το δεύτερο –και πιο διασκεδαστικό– μέρος περιλαμβάνει ακόμα περισσότερα είδη, από ταινίες καταστροφής μέχρι ‘80s οικογενειακές κωμωδίες, ακόμα και 2-3 σκηνές σασπένς μέχρι και τρόμου πάνω στο νεφώδες φάσμα του θανάτου που περιβάλλει τον κεντρικό ήρωα. Αστείο και ενδιαφέρον, αυτό το τμήμα του φιλμ είναι ωστόσο ένα χάος με ιδέες και στιλιστικές αναφορές φορτωμένες η μία πάνω στην άλλη, όπου η κακοφωνία μοιάζει να είναι το ίδιο το νόημα– με το ίδιο το φιλμ να γίνεται ένας καταστροφικός περισπασμός, σαν αυτούς πάνω στους οποίους χτίζεται η μυθολογία του κακού.

Απολύτως τίποτα από όλα αυτά δεν ακολουθείται στην τελευταία πράξη, ένα γιγάντιο κινηματογραφικό ξεφούσκωμα όπου το φιλμ, αμήχανο πλέον τελείως, μοιάζει οριστικά χαμένο από τον έλεγχο του σκηνοθέτη. Πληροφορίες, ιδέες και θανατικά οράματα συνεχίζουν να προστίθενται, αλλά ο μακάβρια νηφάλιος τόνος φρενάρει κάθε αίσθηση ορμής την ώρα που χαρακτήρες και συμβάντα εισάγονται και εξαφανίζονται– σαφής περίπτωση λογοτεχνικής διασκευής που δε ξέρει τι να κάνει με τα μισά στοιχεία του βιβλίου.

Κάτω από όλο τον χαλασμό κρύβεται τελικά και πάλι μια ακόμα ιστορία για την προσωπική κρίση του να μεγαλώνεις και να αποκολλάσαι συναισθηματικά από τον κόσμο που έχεις φτιάξει για τον εαυτό σου– ένα είδος ιστορίας που ο Μπάουμπαχ έχει πει στο παρελθόν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Όμως μέσα στην φασαρία είναι σαν αυτή τη φορά ο φόβος, η αγωνία και το πάθος να έχουν αντικατασταθεί από μια γενικευμένη σύγχυση. Ίσως κι αυτό βέβαια είναι κομμάτι του να μεγαλώνεις.

Πιο Πολύ από Ποτέ

4 / 5

(“More Than Ever / Plus que Jamais”, Εμιλί Ατέφ, 2ω3λ)

Η τελευταία ταινία του Γκασπάρ Ουλιέλ, του υπέροχου γάλλου ηθοποιού που σκοτώθηκε σε τραγικά νεαρή ηλικία σε ατύχημα σκι. Στην ταινία παίζει έναν άντρα του οποίου η σύζυγος (Βίκι Κριπς, από τις αγαπημένες μας φεστιβαλικές μούσες του παγκόσμιου σινεμά) αργοπεθαίνει χάρη σε μια πάθηση του πνεύμονα. Αλλά πώς αντιμετωπίζεις μια τέτοια εν εξελίξει τραγωδία;

Από τα πιο συγκινητικά φιλμ των τελευταίων ετών, καθόλου όμως βασισμένο σε φτηνές μελοδραματικές εξάρσεις ή ανατροπές, παρά σε μια υπομονετική, ανθρωποκεντρική σπουδή χαρακτήρα, το πώς μετακινείται σε χώρους και το τι σημαίνει αυτό για την φυσική της και νοητική ύπαρξη. Η Κριπς (“Phantom Thread”, “Κορσές”) είναι συνταρακτική στο ρόλο μιας γυναίκας που νιώθει να έχει χάσει τον έλεγχο του σώματος και του εαυτού της, καθώς η κάμερα της Εμιλί Ατέφ την παρακολουθεί μέσα σε περιβάλλοντα ζησμένα προηγουμένως από την ίδια, σε μια παλιότερη εκδοχή του εαυτού της.

Ένα σαλόνι γεμάτο παλιούς φίλους, ένα κρεβάτι που ξαπλώνει ένας γνώριμος εραστής, ένας δρόμος όπου έχουν γίνει αμέτρητες διαδρομές. Η Ατέφ σκηνοθετεί την Κριπς σε μια κατάσταση ασφυξίας καθώς της είναι αδύνατον να έρθει σε επαφή με ό,τι απομένει από τον εαυτό της, λειτουργώντας ως αντικατοπτρισμός, ως αυτό το οποίο βλέπουν οι γύρω επάνω της. Είναι μια πολύ σκληρή διαπίστωση, το πώς η Χελέν σα να μη μπορεί να ακούσει την ίδια της την υπαρξιακή κραυγή, μέσα σε χώρους γεμάτους από προσδοκίες, από φόβους, από παρελθοντικά φαντάσματα. Τα πάντα κραυγάζουν κι είναι τελικά ο κοινωνικός θόρυβος που την καθορίζει.

Όταν η ταινία μετακινείται σε ένα απομακρυσμένο σκηνικό, κάπου στη φύση, δίχως γνώριμα πρόσωπα, δίχως καταστάσεις που συνεχίζονται από κατι προ-υπάρχον, η Χελέν βρίσκει το σώμα της. Τα κάδρα της Ατέφ γίνονται πιο γαλήνια, απορροφούν περισσότερη ομορφιά, κι η ησυχία του τοπίου συνδέεται με την εσωτερική κάλμα ενός νέου περιβάλλοντος που πλέον δεν ετεροκαθορίζει αυτή τη γυναίκα– δεν έχει καμία παρελθοντική προκατάληψη και καμία μελλοντική προσδοκία. Εκεί η Χελέν μπορεί απλά να υπάρχει.

Καθώς ανακαλύπτει πράγματα από την αρχή και καταφέρνει επιτέλους να ακούσει την ησυχία στον ορίζοντα, η Κριπς παίζει την Χελέν σαν μια γυναίκα ξανά υγιή– παρότι ποτέ φυσικά δεν ξεχνάμε την κατάστασή της. Η επανένωση με τον σύντροφό της (με τη μορφή του τραγικά αδικοχαμένου Ουλιέλ) έρχεται να ανατρέψει κάθε πιθανή εσωτερική και εξωτερική ισορροπία, καθώς όλες οι μικρές τραγωδίες του πρώτου μισού πλέκονται με μια χειροπιαστή, δυσθεώρητη. Πώς γίνεται να μην κλάψεις;

Η δραματική κορύφωση λειτουργεί ως κινηματογραφικό επίτευγμα σε κάθε περίπτωση. Ένα τελευταίο 15λεπτο σαρωτικής σιωπής, επίπονα κερδισμένης σωματικής και συναισθηματικής τρυφερότητας που κάνει τα πάντα επικά όσο και οικεία καθώς οι κόσμοι του φιλμ, της Χελέν, της Ατέφ συγκρούονται. Ένα λυτρωτικά συγκινητικό, ανθρώπινο δράμα πάνω στη θνητότητα, το σώμα μας και το πώς οι χώροι οδηγούν και σχηματίζουν τους εαυτούς μας.

Οι Πέντε Διάβολοι

3 / 5

(“The Five Devils / Les Cinq Diables”, Λεά Μισιούς, 1ω43λ)

Η Βίκι ζει με τη μητέρα της και τον πατέρα της, έναν άντρα που δυσκολεύεται να βρει τον αληθινό του τόπο στον κόσμο. Όταν η θεία της Βίκι έρθει σπίτι έχοντας μόλις αποφυλακιστεί, η παρουσία της φέρνει το παρελθόν στο παρόν με έναν βίαια μαγευτικό τρόπο.

Η ανερχόμενη Λεά Μισιούς (με Χρυσή Κάμερα στις Κάννες για την πρώτη ταινία της, “Ava” και πλέον σεναριογράφο της μισής γαλλικής παραγωγής) σκηνοθετεί την πάντα καλή Αντέλ Εξαρχόπουλος (και τη Δάφνη Πατακιά σε ένα μικρό, χαρακτηριστικό ρόλο). Ιστορία ενηλικίωσης για ένα μικρό κορίτσι που βλέπει την οικογένειά της να διαλύεται, αρχίζοντας να αμφισβητεί αν ήταν ποτέ όντως ενωμένη, η ταινία περνάει γνώριμα μοτίβα ωρίμανσης και απώλειας μέσα από μια πανέμορφα αλλόκοτη εικονογραφία που φλερτάρει με το θρίλερ και τον μυστικισμό.

Υπάρχει μια απλότητα στην ιστορία και στην φιλοδοξία της (δεν θα βρείτε κάτι συνταρακτικό ή σπουδαίο εδώ) που όμως επιτρέπει στον μαγικό ρεαλισμό και τον συμβολισμό του όλου στόρι να λειτουργήσει, δίχως να αφαιρέσει τίποτα από τη βαρύτητα των όσων βιώνουν οι κεντρικές ηρωίδες. Ευθύ, όμορφο και άφοβα αισθαντικό, το φιλμ της Μισιούς συνδέει τραύματα, αναμνήσεις, αισθήσεις και μυρωδιές μέσα σε μια στιγμή στο χρόνο. Δε θέλει και παραπάνω.

Κυκλοφορούν ακόμα

Η Ιστορία της Γυναίκας Μου: Η Ίλντικο Ενιέντι (“Η Ψυχή και το Σώμα”) σκηνοθετεί Λέα Σεϊντού και Λουί Γκαρέλ σε ένα αισθηματικό δράμα εποχής. Ναυτικός στο Παρίσι του περασμένου αιώνα στοιχηματίζει να παντρευτεί την πρώτη γυναίκα που θα αντικρύσει και κάπως έτσι ξεκινά ένας δύσκολος γάμος, κάθε άλλο παρά παιχνίδι.

Ησυχία 6-9: Ένας άντρας και μια γυναίκα συναντιούνται τυχαία σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη. Είναι οι μόνοι ξένοι σε μια πόλη γεμάτη με κεραίες που εκπέμπουν τις φωνές των Εξαφανισμένων, κατοίκων της που έχουν χαθεί ξαφνικά και αδικαιολόγητα. Καθώς παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή και τις παράξενες τακτικές που έχουν επινοήσει αυτοί που έμειναν πίσω, η Άννα και ο Άρης ερωτεύονται. Λίγες μέρες μετά, η Άννα εξαφανίζεται. To σόλο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηθοποιού Χρήστου Πασσαλή (“Κυνόδοντας”), με την Αγγελική Παπούλια και τον ίδιο.

R.M.N.: Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα Κριστιάν Μουντζίου (“4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες”) σκηνοθετεί ένα σύγχρονο κοινωνικό δράμα. Ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του και μαζί στην σύζυγο –και την ερωμένη– του, για να δει τις ισορροπίες της τοπικής κοινότητας να διαταράσσονται όταν φτάσουν νέοι εργάτες στο εργοστάσιο της περιοχής.

Στο Σκοτάδι: Μία οικογένεια που ζει στο Κόσοβο μεταπολεμικά, η οποία προστατεύεται από το KFOR (Kosovo Force : οργάνωση για τη διατήρηση της ειρήνης, ελεγχόμενη από το ΝΑΤΟ) κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν πέφτει το σκοτάδι βιώνει μια τρομακτική δοκιμασία. Τα μέλη της αγωνίζονται για να αποδείξουν πως ο φόβος τους είναι δικαιολογημένος, και πως θα κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν ζωντανοί.

Καραγκιόζης The Movie: Ο λαϊκός ήρωας του θεάτρου σκιών, Καραγκιόζης, σε μια κινηματογραφική περιπέτεια ψηφιακού animation. Ο Χατζηαβάτης αναλαμβάνει να βρει άνθρωπο για τη θέση του δημόσιου γραμματέα, για την οποία αυτοπροτείνεται ο Καραγκιόζης. Για πόσο καιρό όμως θα κοροϊδεύει τους πάντες;

Άγρια Νύχτα: Μια ομάδα μισθοφόρων εισβάλει την παραμονή των Χριστουγέννων στην έπαυλη μιας πλούσιας οικογένειας, παίρνοντας όλους όσους βρίσκονται μέσα για ομήρους. Ωστόσο δεν είναι προετοιμασμένοι για έναν μαχητή-έκπληξη: ο Άγιος Βασίλης τυγχάνει να βρίσκεται στη γειτονιά. Πρωταγωνιστεί ο Ντέιβιντ Χάρμπουρ του “Stranger Things”.

Dragon Ball Super: Super Hero: Ο Στρατός της Κόκκινης Κορδέλας είχε κάποτε διαλυθεί από τον Γκόκου. Κάποιοι που διατηρούν το σθένος και το όραμά του, δημιούργησαν τα απόλυτα ανδροειδή, τα οποία τώρα ξεκινούν την επίθεση. Με τι στόχο όμως; Ποια είναι η αποστολή του Νέου Στρατού της Κόκκινης Κορδέλας; Μετά την επιτυχημένη κυκλοφορία του anime “One Piece” πριν λίγες εβδομάδες, ένα ακόμα κλασικό anime έρχεται στις ελληνικές αίθουσες.

Η Πηγή των Παρθένων: Ένα ζευγάρι χριστιανών στη Σουηδία του 14ου αιώνα στέλνουν τις κόρες τους σε μια αποστολή παράδοσης σε μια μακρινή εκκλησία. Καθώς διασχίζουν το δάσος, οι δύο κοπέλες θα πέσουν θύματα επίθεσης από γιδοβοσκούς, με τη μία να βιάζεται και να δολοφονείται ενώ η άλλη παραμένει κρυμμένη. Όταν οι φονιάδες αναζητήσουν καταφύγιο στη φάρμα των γονιών τους, η εκδίκηση αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Σοκαριστικός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν σε επανέκδοση, με παγανισμό, μοραλισμό και θρησκευτική ηθική να μπλέκονται σε μια οργισμένη ιστορία εκδίκησης, όπου ένα σχετικά αργό πρώτο μέρος δίνει τη θέση του σε ένα καθηλωτικά καδραρισμένο, εκρηκτικό δεύτερο. Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. (3.5*)

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα