Νέες ταινίες: Ο Κώστας Γαβράς επιστρέφει με την θαρραλέα και φιλοσοφημένη “Τελευταία Πνοή”
Διαβάζεται σε 10'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 20 Φεβρουαρίου 2025 07:24
Στην 1η θέση αλλά με χαμηλές πτήσεις βρέθηκε ο νέος, ιπτάμενος Captain America, με τον “Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο” να κόβει 26.000 εισιτήρια. Το στόρι όμως παραμένει το “Brutalist” που σε 10 μέρες έχει κόψει σχεδόν 40.000 εισιτήρια. Ένα εντυπωσιακό μέχρι τώρα αποτέλεσμα για την ταινία, που θα καταφέρει να ξεπεράσει πολλές από τις αντίστοιχες ταινίες του φετινού φεστιβαλικού κυκλώματος – και με τα Όσκαρ φυσικά στον ορίζοντα.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Presence
(Στίβεν Σόντερμπεργκ, 1ω24λ)
★★★½
Μια οικογένεια μετακομίζει σε σπίτι στα προάστια και αρχίζουν πιστεύουν πως δεν είναι μόνοι εκεί. Αλλά αυτή την ιστορία, θα την δούμε μέσα από τα μάτια του φαντάσματος.
Σε 25 λέξεις: Έξυπνη και εντυπωσιακή χρήση POV αφήγησης, σκηνοθετική βιρτουοζιτέ και ένα δυνατό πορτρέτο οικογένειας σε κρίση.
Κριτική
Είναι η πρώτη ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ στα ελληνικά σινεμά μετά από 7-8 χρόνια(!) κι εδώ ο ακούραστος και πάντα ευρηματικός δημιουργός επιστρέφει στο θρίλερ και μάλιστα αυτή τη φορά το μεταφυσικό, έχοντας ως βάση ένα πρωτότυπο σενάριο του Ντέιβιντ Κεπ (“Οι Ψίθυροι των Πνευμάτων”, “Jurassic Park”). Η συνεργασία τους έχει αποτέλεσμα ένα μικρών διαστάσεων αλλά συναρπαστικής οπτικής θρίλερ όπου η βάση δίνεται περισσότερο στο συναισθηματικό προφίλ μιας οικογένειας σε κρίση παρά στο όποιο εύκολο τίναγμα.
Ο Σόντερμπεργκ αφηγείται την ιστορία ενός στοιχειωμένου σπιτιού μέσα από την οπτική του φαντάσματος που το στοιχειώνει, κάτι που κάνει κάθε αναμενόμενο κλισέ ή εξέλιξη να αποκτά νέες πτυχές. Η κίνηση της κάμερας αναλαμβάνει έναν επιπλέον ρόλο πρωταγωνιστή, καθώς εκτός από την ίδια την κεντρική αφήση προς εμάς τους θεατές, χτίζει και τον κεντρικό χαρακτήρα του φαντάσματος με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε κι αν το φάντασμα ήταν μες στο κάδρο. Μια διστακτική κίνηση της κάμερας-φαντάσματος, μια επίμονη αναζήτηση, μια ταραγμένη κίνηση – τα πάντα σκιαγραφούν ένα κρυφό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα.
Είναι μια ταινία που δεν εξαντλείται στο έτσι κι αλλιώς διασκεδαστικό της τρίκ: Το στοίχημα το κερδίζει όταν καταφέρνει να δώσει ψυχή στην άκρως θλιμμένη ιστορία εγκατάλειψης, αδελφικότητας και μοναξιάς που λέει, καταφέρνοντας να είναι κάτι παραπάνω από μια επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ. Μια νεαρή κοπέλα που θρηνεί βουβά (πιστεύει πως το φάντασμα είναι μια φίλη της που έχει πεθάνει), γονείς απόμακροι, μια οικογένεια που δεν επικοινωνεί. Όχι ριζοσπαστικό αλλά πάντα δυνατό υλικό για οικογενειακό δράμα σε μια βουβή εκδοχή των αμερικάνικων προαστίων.
Το δε φινάλε θα το σκεφτόμαστε για καιρό: Ο πόνος δεν γνωρίζει χρονικά όρια, ενώ ο τρόπος που η ταινία έχει εκπαιδεύσει τον θεατή να μελετά την κίνηση της κάμερας, αποδίδει καρπούς. Ένας μεστός, εντυπωσιακός τρόπος να περάσει κανείς μιάμιση ώρα στο σινεμά.
Τελευταία Πνοή
(“Le dernier souffle / Last Breath”, Κώστας Γαβράς, 1ω37λ)
★★★
Ο γιατρός Μασέτ παίρνει μαζί του τον συγγραφέα Φαμπρίς καθώς επισκέπτεται διαφορετικούς ασθενείς του σε μια μονάδα «ανακουφιστικής φροντίδας», ανθρώπων δηλαδή που ουσιαστικά περιμένουν τον θάνατο. Οι δυο άντρες επιδίδονται σε φιλοσοφικές συζητήσεις πάνω στην έλευση του θανάτου.
Σε 25 λέξεις: Θαρραλέο φιλμ από τον Κώστα Γαβρά, εξαιρετικά δύσκολου θέματος αλλά αναμφίβολα ενδιαφέρουσας φιλοσοφικής προσέγγισης. Συγκινητικό, στοχαστικό, με πολύ δυνατό κλείσιμο.
Κριτική
Ο Κώστας Γαβράς επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με μια ταινία που αυτή τη φορά κοιτά βαθιά μέσα στον άνθρωπο και στον βαθιά ριζωμένο φόβο του θανάτου. Ο μεγάλος σκηνοθέτης, 92 χρονών πλέον ο ίδιος, εμπνέεται από το βιβλίο “Le dernier souffle” όπου ο φιλόσοφος Ρεζί Ντεμπρέ κι ο γιατρός Κλοντ Γκρανζ μοιράζονται φιλοσοφικές προσεγγίσεις και ιστορίες που άπτονται του φάσματος του θανάτου – και, κυριότερα εν προκειμένω, της υπό συνθήκες αποδοχής του.
Ο Γαβράς επί της ουσίας διασκευάζει τόσο το βιβλίο, όσο και υπό μία έννοια και τη διαδικασία κατασκευής του. Οι δύο ήρωές του περπατούν στους διαδρόμους μιας μονάδας ανακουφιστικής φροντίδας, εξετάζοντας διάφορες τερματικές περιπτώσεις και αναζητώντας μέσα από αυτές κάποιο ευρύτερο συνεκτικό νόημα πάνω στη σχέση μας με τον θάνατο.
Είναι αναμφίβολα ένα βαρύ από μόνο του θέμα που όμως προς τιμήν του ο Γαβράς προσεγγίζει άφοβα, με καθαρό βλέμμα και όραμα, και με μια ανάλαφρα ανθρωπιστική διάθεση. Η ταινία είναι πράγματι δομημένη σαν μια σειρά από μεμονωμένες συναντήσεις (σε πολλές εκ των οποίων παίζουν σε σύντομες εμφανίσεις ένα καστ από την Σαρλότ Ράμπλινγκ ως τον Γιώργο Χωραφά) όχι με σκοπό η αφήγηση να χτίσει γραμμικά προς κάποια «λύση» ή κάποιο εκβιαστικό συμπέρασμα.
Αντιθέτως, υπό την έμπειρη καθοδήγηση του Γαβρά, αυτή η διαδρομή παίρνει τη μορφή μιας επεισοδιακής περιπέτειας, μιας Οδύσσειας χωρίς –απαραίτητα– προορισμό, με κάθε νησί-δωμάτιο-ασθενή να φέρνει και μια νέα απίθανη ιστορία μαζί του. Άλλες συγκινούν, άλλες συγκλονίζουν, άλλες προβληματίζουν, αλλά όλες έχουν κάτι να προσφέρουν μες στο πλαίσιο του ευρύτερου στοχασμού του Γαβρά πάνω στην αναζήτηση αυτής της μεγάλης παραδοξότητας: Δηλαδή, του Τέλειου Θανάτου.
Δεν λείπουν κι αρκετές στιλιστικές αποχωρήσεις, που εξάλλου συναντάμε ενίοτε στο έργο του Γαβρά. Σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας, η συγκέντρωση μιας οικογένειας γύρω από το κρεβάτι μιας ασθενούς θα γίνει με όρους θεατρικού, αψηφώντας τον χρόνο και τον ρεαλισμό, με την αγωνία και τον πόνο να αποτυπώνονται μέσα από σκιές και από στιλιζαρισμένες φιγούρες και κινήσεις.
Προς στιγμήν ελπίσαμε πως περισσότερα κομμάτια της ταινίας θα έφερναν δικούς τους κώδικες, αλλά ακόμα κι αν τελικά δεν γίνεται ποτέ το ένα παραπάνω βήμα, ακόμα κι έτσι η ταινία έχει μεγάλη αξία, τεράστια τόλμη, και κάτι το παράδοξα γλυκό και ανθρώπινο. Οδηγώντας στο εξαιρετικό φινάλε και την ειλικρινά σπουδαία ατάκα πάνω στην οποία τελειώνει μια τέτοια ταινία.
2073
(Ασίφ Καπάντια, 1ω25λ)
★★★
Μια ταξιδιώτης στο χρόνο θα ρισκάρει τα πάντα για να μπορέσει να σώσει έναν διαλυμένο κόσμο. Πρωτότυπο υβρίδιο ντοκιμαντέρ και επιστημονικής φαντασίας.
Σε 25 λέξεις: Ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας πίσω από το “Senna”, το “Diego Maradona” και το οσκαρικό “Amy”, καταγράφει με μανία και απόγνωση τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές πληγές σα να επρόκειτο για μηνύματα SOS ενός κόσμου που πεθαίνει. Άτσαλα κατασκευασμένο, αλλά συναρπαστικό και καίριο.
Κριτική
Στο οριακά πειραματικό φιλμ του Ασίφ Καπάντια (μεγάλος πορτρετίστας του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ με ταινίες όπως “Senna”, “Amy” και “Diego Maradona”) το “La Jetee” του Κρις Μαρκέρ ως σημείο έμπνευσης συναντά τον σημερινό μας κόσμο με τρόπο βίαιο και απίστευτα βαρύ και αποκαρδιωτικό. Υβρίδιο ντοκιμαντέρ και επιστημονικής φαντασίας(!), το φιλμ ξεκινά τη χρονιά 2073 όπου ο πλανήτης είναι σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένος και οι κοινωνίες έχουν μετατραπεί σε μιλιταριστικούς τεχνο-φασισμούς πλήρους ελέγχου και αστυνόμευσης.
Μια γυναίκα, που την παίζει η Σαμάνθα Μόρτον (του “Minority Report”, όπου έπαιζε κάτι σαν προφήτισσα, όχι τυχαία), θυμάται λόγια και διηγήσεις από ανθρώπους που εξαφανίστηκαν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, προσπαθώντας να συνθέσει μια εξήγηση για την κοσμική κατάρρευση.
Οι εξηγήσεις έρχονται εμβόλιμα, σε μορφή ντοκιμαντέρ, περιγράφοντας την διάλυση του κόσμου όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή: απολυταρχικά καθεστώτα και φασιστικές πρακτικές σε διεθνείς συνεργασίες, τεχνολογία στην υπηρεσία του απολυταρχισμού και των εθνοκαθάρσεων, νεοφιλελευθερισμός, Έλον Μασκ, Πίτερ Θιλ και Amazon, γενοκτονία ως πεδίο μιλιταριστικού πειραματισμού, τεχνητή νοημοσύνη, φυσικές καταστροφές (με cameo της Ελλάδας στις φλόγες) σε μια εφιαλτική αλυσίδα διάλυσης και ελέγχου στα χέρια ανθρώπων και καθεστώτων που δεν έχουν καμία πρόθεση να ευνοήσουν ούτε τον άνθρωπο, ούτε τα δικαιώματα, ούτε το περιβάλλον.
Ο τρόπος που παρουσιάζει ο Καπάντια τις ιδέες του είναι απότομος και αποσπασματικός, σα να διαβάζεις τουήτς όπως έρχονται στο timeline (το να υπήρχε παραπάνω context δε θα ήταν κακό, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχει εδώ πολλή αληθινά χρήσιμη πληροφορία). Είναι ένα επιθετικά αντι-αισθητικό κομμάτι σινεμά, που όμως έχει αξία ως βόμβα οργής και ιδεών.
Θα έχει τύχει βλέποντας δυστοπικές και μετα-αποκαλυπτικές ταινίες (όπως χαρακτηριστικά το “Children of Men”, από το οποίο το “2073” αρπάζει μερικές εικόνες) να λέμε χαριτολογώντας πως αποτελούν «ένα ντοκιμαντέρ για το σήμερα», και στην ουσία ο Καπάντια έχει κάνει μια ταινία πάνω σε αυτή ακριβώς την ιδέα. Ότι δηλαδή κάθε μελλοντολογικό θρίλερ που μας έπεισε ποτέ πως επίκειται καταστροφή του κόσμου, θα μπορούσε ως επεξήγηση για αυτή την καταστροφή απλώς να κοιτάξει γύρω μας στο σήμερα: Το παρόν μας όπως το ζούμε αυτή τη στιγμή, ΕΙΝΑΙ το επεξηγηματικό μοντάζ κάθε δυστοπικής ταινίας επιστημονικής φαντασίας.
Έτσι τελειώνει ο κόσμος σε κάθε μας κινηματογραφικό και λογοτεχνικό εφιάλτη, σου φωνάζει ο Καπάντια κουνώντας τους ώμους σου, και δείχνοντας τριγύρω. Η αφήγησή του και η τεχνική του δεν είναι καθόλου ραφιναρισμένη – αλλά ίσως να μην χρειάζεται κιόλας.
Κυκλοφορούν επίσης
The Monkey: Αφού ανακαλύπτεται ένας φαινομενικά ακίνδυνος πίθηκος-παιχνίδι σε μια παλιά οικογενειακή σοφίτα, αρχίζουν να εκτυλίσσονται περίεργα και φρικτά γεγονότα. Ο Theo James πρωταγωνιστεί ως ένας άνδρας του οποίου η ζωή παίρνει μια απροσδόκητη τροπή, καθώς το καταραμένο παιχνίδι παίρνει τον έλεγχο. Βασισμένο σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, σε σκηνοθεσία Όζγκουντ Πέρκινς (“Longlegs”).
Η Νέα Χρονιά Που Δεν Ήρθε Ποτέ: Λίγο πριν την επανάσταση του 1989 στη Ρουμανία απέναντι στο καθεστώς Τσαουσέσκου, 6 ζωές διασταυρώνονται εν μέσω πολιτικών αγώνων και προσωπικών αγωνιών. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα των Οριζόντων του φεστιβάλ Βενετίας.
Κυνήγι: Ο Γιάννης, μοναχικός σιδεράς, βρίσκει ευχαρίστηση στο κυνήγι και τη κατασκευή χειροποίητων κοσμημάτων. Ο διπλανός του γείτονας, ο Ηλίας, κακομεταχειρίζεται το μεγαλόσωμο σκύλο του. Ενόσω ο Ηλίας δουλεύει σεκιούριτι τα βράδια, ο σκύλος μένει κλεισμένος στο μπαλκόνι και γαβγίζει και κλαίει ασταμάτητα. Ο Γιάννης δε μπορεί να κοιμηθεί. Όταν χάνει την από χρόνια αποξενωμένη μητέρα του, γεμίζει ενοχές και θυμό. Η σύγκρουση του με τον Ηλία μοιάζει αναπόφευκτη. Ελληνική ταινία από τον Χρήστο Πυθαρά.
Θολός Βυθός: 1949, ο Γιάννης, γιος αντάρτη, ξεριζώνεται από τη θαλπωρή του σπιτιού του στο χωριό, γιατί η γιαγιά του πείθεται να τον παραδώσει στις Παιδοπόλεις της Βασίλισσας Φρειδερίκης µε την ελπίδα ότι το εγγόνι της θα μάθει γράμματα. Σε αυτά τα ιδρύματα, όπου χειραγωγούνται οι ιδέες και οι επιθυμίες, το παιδί περνάει έξι από τα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής του. Εφιάλτες και σκοτεινά αισθήματα για τον πατέρα του στοιχειώνουν την καρδιά του… Η αληθινή ιστορία του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά.
Cleaner: Μια ομάδα ριζοσπαστικών ακτιβιστών καταλαμβάνει το ετήσιο γκαλά μιας εταιρείας ενέργειας, συλλαμβάνοντας 300 ομήρους προκειμένου να αποκαλύψουν τη διαφθορά τους. Ο αγώνας παίρνει άλλη τροπή όταν ένας από τους εξτρεμιστές ξεκινά τις δολοφονίες και οι τύχες των ομήρων βρίσκονται στα χέρια μιας πρώην στρατιωτικού που εργάζεται στον καθαρισμό των παραθύρων(!). Με την Ντέιζι Ρίντλεϊ και τον Κλάιβ Όουεν.