Νέες ταινίες: Ο νοσηρά παθιασμένος “Νοσφεράτου” και ο Ρόμπι Γουίλιαμς ως μαϊμού στο “Better Man”
Διαβάζεται σε 7'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 02 Ιανουαρίου 2025 07:13
Η πρώτη κινηματογραφική εβδομάδα του χρόνου έρχεται με φόρα (“Sonic 3”), με διάθεση για τρόμο (“Νοσφεράτου”) και με μια μουσική βιογραφική ταινία που εκ των πραγμάτων δεν μοιάζει με τίποτα που έχουμε ξαναδεί: Στο “Better Man”, ο Ρόμπι Γουίλιαμς ερμηνεύεται από έναν CGI πίθηκο!
Κι αυτά ενώ στις αίθουσες το “Υπάρχω” άναψε το κέφι τις γιορτινές μέρες συνεχίζοντας να γεμίζει προβολές.
Οι ταινίες της εβδομάδας
Νοσφεράτου
(“Nosferatu”, Ρόμπερτ Έγκερς, 2ω12λ)
***
Ο μεσίτης Τόμας Χάτερ ταξιδεύει στην Τρανσυλβανία για να κλείσει μια σημαντική συμφωνία με τον μυστηριώδη κόμη Όρλοκ. Εκείνος όμως θα αποδειχτεί ένα τρομακτικό βαμπίρ που όχι μόνο στοιχειώνει τα όνειρα της συζύγου του Τόμας, Έλεν, αλλά θα ξεκινήσει κι ένα ταξίδι πίσω προς τη Γερμανία, κουβαλώντας μαζί του μια πανούκλα που θα κατακλύσει την πόλη.
Ο μεγάλος στιλίστας και τεχνίτης Ρόμπερτ Έγκερς (“Ο Φάρος”, “Ο Άνθρωπος του Βορρά”) επιστρέφει στον μύθο του Νοσφεράτου όπως έναν αιώνα πριν τον όρισε κινηματογραφικά ο Μούρναου. Ο αξεπέραστος γερμανός σκηνοθέτης σκηνοθέτησε την εμβληματική ταινία του ως μια ανεπίσημη διασκευή του Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ οπότε έχει ενδιαφέρον πως η νέα, κατά Έγκερς εκδοχή μοιάζει να αντλεί επιρροή τόσο από το εξπρεσιονιστικό φιλμ του 1922, όσο κι από τον “Δράκουλα” του Κόπολα από το 1992.
Δηλαδή, μια αφήγηση της ιστορίας μέσα από σκιές, αιχμές και γωνίες, με έμφαση σε έναν βαθύ σωματικό και υπαρξιακό τρόμο, αλλά την ίδια στιγμή που αγκαλιάζει πλήρως την ερωτική διάσταση που χαρακτηρίζει την ρομαντικότερη εκδοχή κατά Κόπολα. Σε συνδυασμό αυτές οι δύο τάσεις δημιουργούν κάτι που ναι μεν διαρκώς θυμίζει άλλα πράγματα (ένα ντεφό της ταινίας είναι η έλλειψη κάποιου πειστικού, προσωπικού οράματος), αλλά καθώς τα συνδυάζει φτάνει σε ένα αποτέλεσμα πολύ πιο παθιασμένα και επικίνδυνα ωμό από ό,τι η συνηθισμένη βαμπιρική γοητεία.
Η Έλεν είναι μια γυναίκα που παραδίδεται στις σκοτεινές ορμές της θυμίζοντας κάτι από την σκοτεινή έλξη που μας ασκεί κάτι που θέλουμε κολασμένα αλλά ξέρουμε ταυτόχρονα πως δεν είναι για καλό μας. Η Λίλι Ρόουζ Ντεπ μπορεί μεν να έχει πάρει κι αυτή τις αναφορές της από την Ατζανί του “Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη” του Ζουλάφσκι (έχουμε στα χέρια μας όπως καταλαβαίνεται μια ταινία βουτηγμένη στην αναφορικότητα) αλλά επεκτείνει την μανία του παιξίματός της σε μια παθιασμένη σωματικότητα που σχεδόν μας επιτίθεται.
Είναι φανταστική μέσα σε ένα συνολικά περίεργο ensemble: Το Έμμα Κόριν παίζει αδιάφορα, ο Νίκολας Χουλτ δεν έχει πολλούς τόνους, ο Γουίλεμ Νταφόε παίζει σε άλλη ταινία, ενώ ο Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον ανακαλύπτει μια περίπου καρτουνίστικη εκδοχή μιας παθητικής πατριαρχίας – διαρκώς μειώνει την Έλεν κι αυτά που περνάει, αμφισβητεί το πάθος της και την αλήθεια της, αλλά περισσότερο μοιάζει να αναζητά με νευρικότητα και κλιμακούμενη απόγνωση μια ασφαλή λύση για τα όσα δε μπορεί να κατανοήσει και ούτε να ελέγξει. Άντρες.
Πάντως ο μεγάλος σταρ είναι, καλώς ή κακώς, ο ίδιος ο Έγκερς. Λέει την ιστορία μέσα από μακρά πλάνα σμιλευμένα στις σκιές και τις αποχρώσεις του σκοταδιού, επιλέγοντας να στήνει το κάδρο μονίμως πάνω στους ηθοποιούς οι οποίοι ερμηνεύουν το θεατρικότατο (τελικά) δράμα τους απευθείας προς εμάς – ελάχιστες είναι οι σκηνές που δυο χαρακτήρες συνομιλούν μεταξύ τους μες στο κάδρο, σε σχέση με εκείνες που μιλούν κατευθείαν στον φακό. Νιώθεις, έτσι, πως οι πάντες βιώνουν μια διαρκή ακολουθία συνταρακτικών συνειδητοποιήσεων – σα να απευθύνονται στον όποιο θεό τους, με εμάς ως μάρτυρες πράξεων ανείπωτων.
Είναι σκοτεινό, με κάθε πιθανό τρόπο. Και φρικαλέα όμορφο, επίσης.
Better Man
(Μάικλ Γκρέισι, 2ω15λ)
***½
Ο Ρόμπι Γουίλιαμς, νεαρός wannabe τραγουδιστής και σταρ, γίνεται μέλος της boy band Take That και μέσα από αυτή την επιτυχία ξεκινά τη διαδρομή του προς την κορυφή. Η τρικυμιώδης σχέση με τη Νικόλ Άπλτον των All Saints, η γνωριμία του με τα αδέρφια Γκάλαχερ, οι εθισμοί, ο αποκλεισμός του από τους Take That, η επιστροφή του στα charts με ένα σόλο άλμπουμ-φαινόμενο. Α, και ναι, ο Ρόμπι Γουίλιαμς αυτής της μουσικής βιογραφίας είναι ένας CGI χιμπατζής.
Η φυσική ερώτηση που θα έχει κανείς είναι «γιατί;». Γιατί να κάνεις μια μουσική βιογραφία όπου ο κεντρικός χαρακτήρας εκπροσωπείται από έναν CGI χιμπατζή; Ο σκηνοθέτης Μάικλ Γκρέισι (του “Greatest Showman”, κάτι που φαίνεται στα εντυπωσιακά και πολυάριθμα μουσικά νούμερα) έχει προσφέρει κάποιες εξηγήσεις που, ειλικρινά; Δεν χρειάζονται.
Με έναν παράλογο τρόπο, το αποτέλεσμα απλά λειτουργεί: Ο χιμπατζής Ρόμπι (εκπληκτικά ερμηνευμένος σε mo-cap από τον Τζόνο Ντέιβις σε μια ακόμα απόδειξη πως κι αυτές οι ερμηνείες αξίζουν ισότιμης αναγνώρισης με τις live-action) μοιάζει με μια φιγούρα εξίσου συναρπαστική όσο και απειλητική, πάντα εκτός βηματισμού με ό,τι συμβαίνει γύρω του. Σα να μην ταιριάζει πουθενά και να προσπαθεί απεγνωσμένα να αναγνωριστεί σε έναν κόσμο που δεν ξέρει καν ως τι να τον κοιτάξει.
Αυτή η στιλιστική απόφαση δεν είναι πάντως καν το πιο περίεργο στοιχείο αυτής της βιογραφίας. Σε αφήγηση πρώτου προσώπου από τον ίδιο τον Ρόμπι Γουίλιαμς, το “Better Man” όχι απλά δεν μοιάζει με αγιογραφία σαν πολλές από τις «εγκεκριμένες» μουσικές βιογραφίες, αλλά αντιθέτως θυμίζει περισσότερο κάποια ανεξάρτητη κωμωδία για κάτι αξιαγάπητους losers παρά για όχημα ενός εκ των μεγαλύτερων μουσικών σταρ των τελευταίων δεκαετιών.
Μέσα από την γενικότερα απολαυστική αφήγηση, και με διάσπαρτες τις επιτυχίες του τραγουδιστή να δημιουργούν ένα ιδιότυπο τζούκμποξ μιούζικαλ πρώτου προσώπου, ακολουθούμε τις εξομολογήσεις ενός περίπου-μανιακού, σχεδόν δίχως φίλτρο. Κοιτώντας πίσω τη ζωή και την καριέρα του, ο Ρόμπι λέει ευθέως πως ποτέ δεν ήταν ο ωραίος – ποτέ δεν ήταν ο ταλαντούχος – δεν ήταν ο χορευτής – δεν ήταν ο ποιητής – δεν ήταν το μοντέλο – δεν ήταν ο λογικός – δεν ήταν εκείνος με το Σχέδιο. Η επιμονή του να γίνει σταρ αποδίδεται σε παιδικές εμμονές και ενήλικες ανασφάλειες, και το ότι το πέτυχε δεν αφορά κάποια καρμική δικαίωση ή αναγνώριση αλλά περισσότερο αγνά vibes.
Παρακάμπτοντας αρκετά από τα δραματουργικά κλισέ του είδους και την ανάγκη για εμφανή γυαλίσματα και λειάνσεις κάθε αιχμής (τα ίδια στοιχεία που έκαναν δηλαδή το “Greatest Showman” του Γκρέισι, όσο εντυπωσιακά διασκεδαστικό ως υπερθέαμα, τόσο υπόγεια δυσάρεστο ως αγιογραφία ενός εκμεταλλευτή), η ταινία καταλήγει περιέργως να λέει κάτι πολύ ουσιαστικότερο για το star system και την στόφα του περφόρμερ, από όσο άλλες ιστορίες, καλιμπραρισμένες ώστε να «βγάζουν νόημα»: Τα πάντα είναι ένα flow, μια λάμψη στην άκρη του ματιού, μια προσωπική μανία απέναντι στον κόσμο όλο (και στον ίδιο μας τον εαυτό), ένα άστρο που λάμπει, μια Στιγμή, κάτι το απροσδιόριστο, κάτι αδύνατον να αναπαραχθεί ή να μπει σε εξισώσεις.
Σε συνδυασμό με την πηγαία έκσταση των χορογραφιών και των κορυφαίων bangers του Ρόμπι Γουίλιαμς –διασκορπισμένων στην ταινία ως παράλληλη αφήγηση της αίσθησης αντί της λογικής–, το “Better Man” γίνεται μια αληθινή έκπληξη. Κι αν η μάλλον αναπόφευκτη ζαχαρίνη της 3ης πράξης το κρατούν μακριά από το να φλερτάρει με το σπουδαίο, έχει ήδη πετύχει αρκετά ως εκείνο το σημείο. Τα vibes δεν λένε ψέματα.
Ακόμα κυκλοφορεί
Sonic 3: Στην τρίτη ταινία του franchise, ο Sonic ο Σκαντζόχοιρος συνεργάζεται ξανά μαζί με τον Knuckles και τον Tails ενάντια σε έναν νέο ισχυρό αντίπαλο, τον Shadow, έναν μυστηριώδη κακοποιό με δυνάμεις που δεν έχουν αντιμετωπίσει ποτέ παρόμοιες στο παρελθόν.