Νέες ταινίες: Ο σκηνοθέτης του “Handmaiden” επιστρέφει με ένα εκπληκτικό νουάρ ρομάντζο
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 20 Οκτωβρίου 2022 07:10
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Απόφαση Φυγής
4 / 5
(“Decision to Leave / Heojil kyolshim”, Παρκ Τσαν-γουκ, 2ω18λ)
Ο Παρκ Τσαν-γουκ επιστρέφει μετά την “Υπηρέτρια”, μια ταινία που έχει χτίσει τέτοια φήμη που πλέον έπαψε να ορίζεται ως «ο Παρκ Τσαν-γουκ του “Oldboy”…» σε κάθε φράση. Στο ενδιάμεσο είχε γυρίσει τη μίνι σειρά “Little Drummer Girl” με την Φλόρενς Πιου στην Ακρόπολη αλλά το έντονο σκηνοθετικό του στυλ πάντα ταίριαζε καλύτερα στις πιο κλειστές αφηγήσεις του σινεμά– οι οπτικές λεπτομέρειες και οι ευρηματική κάλυψη της παραμικρής σκηνής διαλόγου, δράσης ή επεξήγησης έκαναν το “Little Drummer Girl” οπωσδήποτε απολαυστικό, όμως υπάρχει μια αίσθηση κρεσέντου στο σινεμά του κορεάτη σκηνοθέτη που είναι ανόμοια με οποιουδήποτε άλλου.
Έτσι κι εδώ. Η “Απόφαση Φυγής” ξεκινάει ως ένα γνώριμο, παλαιάς κοπής νουάρ με πινελιές ερωτισμού. Ένας ντετέκτιβ στη Μπουσάν (Παρκ Χάε-ιλ, γνώριμος από το “Memories of Murder” του Μπονγκ Τζουν-χο) υποπτεύεται την νεαρή, όμορφη, κινέζα σύζυγο ενός influencer αναβάτη ο οποίος βρίσκεται νεκρός στη βάση μιας πλαγιάς που έχει σκαρφαλώσει αμέτρητες φορές. Είναι ένα απλό ατύχημα ή πρόκειται για φόνο; Η έρευνα φέρνει στο φως πολλά στοιχεία που δείχνουν προς το δεύτερο (ο γάμος τους φαίνεται πως εμπεριείχε καταπίεση και βία απέναντί της) όμως έχει κι ένα άλλο απρόσμενο αποτέλεσμα: Ο ντετέκτιβ ερωτεύεται την βασική του ύποπτη.
Εκείνη μιλάει πάντα με ένα μετρημένο, προσεκτικό τρόπο. «Τα κορεάτικά μου είναι απλώς λειτουργικά», λέει με χαμόγελο όταν μιλάει στην αστυνομία. Είτε διέπραξε τον φόνο είτε όχι, το βέβαιο είναι πως παρουσιάζει μια περσόνα, μιλάει με προσοχή, στήνεται, εκφράζεται σα να μη θέλει να αφεθεί. Στο ρόλο η Τανγκ Γουέι, τίποτα λιγότερο από ένας θρύλος του σύγχρονου ασιατικού σινεμά (“Προσοχή Πόθος” του Ανγκ Λι, “Long Day’s Journey Into Night” του Μπι Γκαν, “Blackhat” του Μάικλ Μαν), σε ερμηνεία καριέρας, ισορροπώντας ανάμεσα σε ψέματα, σε περσόνες, στην υπολογισμένη ψυχρότητα και τον άνευ όρων συναισθηματισμό.
Ο ντετέκτιβ την παρατηρεί, κι ο Παρκ Τσαν-γουκ χρησιμοποιεί κάθε πιθανό τρικ ώστε να μετατρέψει ένα πεζό κείμενο σε ολοζώντανη οπτική και αισθητική εμπειρία. Τοποθετεί τον ερευνητή μες στους προσωπικούς χώρους της χήρας καθώς την παρακολουθεί από μακριά ή ακόμα και ηχητικά, και διαδικτυακά. Βάζει λόγια σε άλλα στόματα, αφήνει σκηνές να διαχέονται η μία στην άλλη, τοποθετεί ήχους εκεί που δεν ανήκουν. Η έρευνα οδηγεί σε μια περίπλοκη συναισθηματική κατάσταση κι αυτό αποτυπώνεται πλήρως στην οπτικοακουστική γλώσσα του φιλμ, όπου τίποτα δεν μοιάζει στέρεο, τίποτα δεν μοιάζει κυριολεκτικό, τίποτα δεν μοιάζει με την αλήθεια.
Χωρίς καθόλου να μπούμε σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες των όσων συμβαίνουν από τη μέση του φιλμ και μετά, μπορούμε πάντως να πούμε αυτό: Η στυλιστική προσέγγιση του Παρκ κορυφώνεται σε ένα καθηλωτικό κρεσέντο όπου κάθε στοιχείο της φιλμικής γλώσσας που χρησιμοποιεί ως εκείνο το σημείο, εξαπολύεται ανελέητα. Πάνω σε μια βάση παραδοσιακού φιλμ νουάρ με χιτσκοκικές νότες εμμονής και αντιγράφων, στήνει ένα συναισθηματικά σαρωτικό ρομαντικό δράμα, σμιλευμένο με θραύσματα εικόνων, ήχων και αναμνήσεων. Από τις πιο ουσιωδώς εντυπωσιακά σκηνοθετημένες ταινίες των τελευταίων χρόνων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Η μεγάλη συνέντευξη με τον Παρκ Τσαν-γουκ στο News24/7
ΕΟ
4.5 / 5
(Γέρζι Σκολιμόφσκι, 1ω26λ)
O 84χρονος Πολωνός σκηνοθέτης Γέρζι Σκολιμόφσκι (“Τέσσερις Νύχτες με την Άννα”, “Στο Φως του Φεγγαριού”, “Essential Killing”) συνεχίζει να πειραματίζεται, εδώ περισσότερο από ποτέ. Λέει την ιστορία ενός γαϊδάρου ο οποίος ταξιδεύει θέλοντας και μη από τη μία τοποθεσία στην άλλη, διασχίζοντας την μοντέρνα Πολωνία και συναντώντας κάθε λογής ανθρώπους και καταστάσεις στο δρόμο του.
Αν ακούγεται σαν βαρετό ντοκιμαντέρ φύσης αυτό, κάντε πώς δεν το διαβάσατε. Η ταινία είναι αν όχι ριμέικ, τότε μια επαναπροσέγγιση του κλασικού αριστουργήματος “Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ” του Ρομπέρ Μπρεσόν, που ομοίως ακολουθεί έναν γάιδαρο καθώς ταξιδεύει στην επαρχιακή Γαλλία και μέσα από τη διαδρομή του βλέπουμε να αποκαλύπτεται η ανθρωπότητα σε όλο της το μεγαλείο και σε όλη της την απόγνωση. Κι είναι η πιο «αγνά vibes» ταινία της χρονιάς: Μόνο αίσθηση, ελεύθερη δομής.
Αν το “EO” μετράει ως «ριμέικ», τότε είναι τέτοιο με τον ίδιο τρόπο που ένα EDM club remix μπορεί να είναι «ριμέικ» κάποιου κλασικού ρεμπέτικου. Ο Σκολιμόφσκι μαζί με τους διευθυντές φωτογραφίας τους (ανάμεσά τους ο Μάικαλ Ντιμεκ, με τεχνική προϋπηρεσία στον πανέμορφο “Ψυχρό Πόλεμο” του Παβλικόφσκι) κάνουν χρήση κάθε πιθανής γωνίας λήψης και χρωματικής δυναμικής. Αποδίδοντας κάτι από τον συνδυασμό τρόμου και αίσθησης ανακάλυψης που περικλείει μέσα της κάθε στιγμή που βρίσκεις τον εαυτό σου σε ένα περιβάλλον άγνωστο, που μεγαλώνει τα σύνορα της ασφάλειάς σου. Αν η απροσδιόριστη αίσθηση πανικού που σε περικυκλώνει όταν διαπιστώνεις πόσο αχανής κι επικίνδυνος είναι ο κόσμος γύρω σου, είχε χρώμα και ήχο, τότε θα ήταν τα χρώματα κι οι ήχοι του “EO”.
Το γαϊδουράκι ταξιδεύει σε κάθε γωνιά ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κοινωνικού σκηνικού της σύγχρονης Πολωνίας, όπου τίποτα δεν μοιάζει ήρεμο, τίποτα δεν είναι ακίνητο στη θέση του, τίποτα δεν βγάζει νόημα. Από τα σαλόνια της αδιάφορης αστικής τάξης μέχρι τα αλώνια των ποδοσφαιρικών χούλιγκαν, το τοπίο διαρκώς αλλάζει κι ο Σκολιμόφσκι καταγράφει, μέσα από τα μάτια ενός αθώου, άβουλου πλάσματος, την αιχμή, την επιθετικότητα, αλλά και την μεθυστική αισθητική απόλαυση του σημερινού κόσμου που μας περιβάλλει. Καταφέρνοντας χάρη στην διαρκή περιέργεια της κάμερας και την άφοβη ορμή του μοντάζ, να μας κάνει να κοιτάξουμε το γνώριμο και μπανάλ με ένα φρέσκο βλέμμα που κοιτάζει τα πάντα σα να είναι αξιοπερίεργα, θορυβώδη και καινούρια.
Αν ο “Μπαλταζάρ” είναι διηγήσεις του παππού από τα δικά του νιάτα, γεμάτη κακουχίες και μια σκληρή ενηλικίωση σε άσπρο μαύρο, το “ΕΟ” είναι μια ξέφρενα περιπετειώδης νύχτα στο σήμερα με διαρκή άγνοια κινδύνου. Ο κόσμος, όπως κι αν τον πλησιάσεις, από όπου κι αν προέλθεις, είναι πάντα γεμάτος αιχμές.
Για την Κιάρα
3.5 / 5
(“A Chiara”, Χονάς Καρπινιάνο, 2ω1λ)
H 15χρονη Κιάρα, μια μέρα μετά τα 18α γενέθλια της αδερφής της, βλέπει τον κόσμο της να αναποδογυρίζει. Χτες, γιόρταζε σε οικογενειακό κύκλο, χορεύοντας και διασκεδάζοντας και περιμένοντας ένα αύριο πολύχρωμο και ολοζώντανο. Σήμερα, ο πατέρας της εξαφανίζεται, ένα αυτοκίνητο εκρήγνυται μπροστά της, και τα ψέματα της οικογένειας γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο. Καθώς ενώνει τα κομμάτια του παζλ στην αναζήτηση του πατέρα της, θα έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια και θα κληθεί να πάρει μια σκληρή απόφαση για το μέλλον που θέλει.
Μια ιστορία ενηλικίωσης περιφερειακή του κόσμου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ιταλία, κατασκευασμένη με έναν πολύ ενδιαφέροντα, αντίστροφο τρόπο. Αντί ο κόσμος αυτός να παρουσιάζεται ως δεδομένος, παρουσιάζεται ως μια σταδιακή ανακάλυψη μπροστά στα μάτια μας, με τον τρόπο και τον ρυθμό που η κεντρική ηρωίδα τον ψηλαφίζει, χωρίς να το θέλει, βήμα το βήμα, σε μια αναζήτηση που θα τη φέρει αντιμέτωπη με άσχημες αλήθειες. Η Ιταλία του Καρπινιάνο μοιάζει δομικά παραδομένη σε ένα σύστημα διαφθοράς και εγκληματικού ελέγχου (κάτι ταυτόχρονα επίκαιρο αλλά και παντοτινό) καθώς ξετυλίγεται μπροστά στο σοκαρισμένο βλέμμα μιας έφηβης που διασχίζει τα πρώτα της σταυροδρόμια.
Αυτή η αφύπνιση λειτουργεί και σαν κοινωνικό δράμα αλλά ταυτόχρονα και ως αλληγορία ενηλικίωσης– στα μάτια ενός νεαρού ατόμου, ο κόσμος πάντα αποκαλύπτει δυσάρεστες αλήθειες και σκοτεινές πτυχές. Τα πάντα είναι, με ένα τρόπο ή τον άλλον, σεισμικής σημασίας γεγονότα. Ίσως μάλιστα η ταινία να λειτουργούσε ακόμη πιο αποτελεσματικά αν άφηνε εντελώς πίσω τους όποιους δεσμούς με τον ρεαλισμό.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα εντυπωσιακό φιλμ ενηλικίωσης, στιβαρής τεχνοτροπίας: Ο Καρπινιάνο αποκαλύπτει τον κόσμο του φιλμ του σταδιακά, κρατώντας πάντοτε την κάμερα κοντά στο πρόσωπο της ηρωίδας του. Καταγράφοντας κάθε αντίδραση και βλέμμα και χαρτογραφώντας έτσι τον κόσμό μέσα από τα μάτια της. Τα κοντινά του διαθέτουν τέτοια αισθητική κατεύθυνση και θεματικό υπόβαθρο, που όχι απλά δεν κινδυνεύουν να παρεξηγηθούν για τηλεοπτικού τύπου άνευρα close-up, αλλά και αναδεικνύουν το φιλμ ως εντυπωσιακού δυναμισμού, πρώτου προσώπου κινηματογραφικό πορτρέτο.
Κυκλοφορούν ακόμα
Black Adam: Ο The Rock σε ρόλο villain/ήρωα του κινηματογραφικού σύμπαντος της DC, ο οποίος αποκτά τις δυνάμεις του από αρχαίους θεούς που όμως τον κρατούν δέσμιό τους. Όταν απελευθερωθεί, ο κόσμος θα γνωρίσει την εκδίκησή του. Σκηνοθετεί ο Ζάουμε Κολέτ-Σέρα, φανταστικός όταν δουλεύει σε b-movie χώρους (σαν τα θαυμάσια αστυνομικά του θρίλερ με τον Λίαμ Νίσον όπως το “Commuter” ή το “Run All Night”) αλλά δίχως ταυτότητα στα πιο corporate σαλόνια (το ντισνεϊκό “Jungle Cruise”, πάλι με τον Rock, ήταν αδιάφορο και άνευρο).
TAD: Η Σμαραγδένια Πλάκα: Περιπέτεια κινουμένων σχεδίων για άτσαλο αρχαιολόγο που άθελά του σπάει μια αρχαία σαρκοφάγο απελευθερώνοντας επικίνδυνα μάγια.
Η Μεγάλη Πόλη: Νοικοκυρά συντηρητικής οικογένειας στην Καλκούτα πιάνει δουλειά παρά τις αντιρρήσεις του περιβάλλοντός της. Φιλμ του 1963 από τον Σατιατζίτ Ρέι που εξερευνά τις πατριαρχικές δομές στην Ινδία των ‘60s.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις