Νέες ταινίες: Ο Τζος Ο’Κόνορ του “The Crown” γίνεται τυμβωρύχος στην Ιταλία
Διαβάζεται σε 9'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 28 Μαρτίου 2024 06:22
Έσκισε το “Kung Fu Panda 4” με 53.000 άνοιγμα και εκτόξευση του box office στις πλάτες (και στην κοιλιά) του, ενώ καλό ήταν και το άνοιγμα για την “Άσπιλη” με την Σίντνεϊ Σουίνι. Ο τρόμος κλασικά δουλεύει ανεξαρτήτως εποχής, και το συγκεκριμένο φιλμ έχει και μπόλικο buzz κιόλας – κυρίως σε σχέση με το φινάλε του.
Όχι άσχημα και τα 5.000 εισιτήρια για το τίμιο “Χρέος του Εκτελεστή” του Μάικλ Κίτον, ενώ “Poor Things” και “Οπενχάιμερ” συνεχίζουν να γράφουν εισιτήρια στον οσκαρικό απόηχο, με μόλις 16.000 εισιτήρια απόσταση μεταξύ τους. Στις 63.000 έφτασε η “Ζώνη Ενδιαφέροντος” και στις 43.500 οι “Υπέροχες Μέρες” του Βιμ Βέντερς που συνεχίζει να αφήνει κόσμο να μονολογεί.
Προχωράμε με τις πρεμιέρες αυτής της εβδομάδας, και σημειώνουμε πως –όπως είναι προφανές– ταινίες οι οποίες δεν γίνονται με κανέναν τρόπο διαθέσιμες στους δημοσιογράφους δεν θα καλύπτονται από τη στήλη.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Η Χίμαιρα
(“La Chimera”, Αλίτσε Ρορβάρχερ, 2ω13λ)
****½
Ένας βρετανός αρχαιολόγος επιστρέφει στην Τοσκάνη των ‘80s μετά από ένα πέρασμα από τη φυλακή, κι εκεί συναντά ξανά μια συμμορία τυμβωρύχων μαζί με τους οποίους κλέβουν αρχαία ετρουσκικά έργα τέχνης μέσα από τάφους. Ενώ ονειρεύεται ακόμα τη γυναίκα που αγάπησε και έχασε, ο Άρθουρ συνεχίζει για πάντα να αναζητά τη μυθική εκείνη πόρτα που συνδέει τον κόσμο μας με τον κάτω κόσμο. Παράλληλα, γνωρίζει την Ιτάλια– μια μαθήτρια της μητέρας του παλιού του έρωτα, κι η αγνότητά της ίσως είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να σώσει την ψυχή του, να τον βοηθήσει να ξυπνήσει για τα καλά στον δικό μας κόσμο.
Η Αλίτσε Ρορβάχερ του μαγευτικού “Ευτυχισμένου Λάζαρου” επιστρέφει με άλλη μια ταινία-θαύμα που την βρίσκει να αποτυπώνει την ιταλική επαρχία με μια ξεφτισμένη εσάνς απογόνου του νεορεαλισμού με διάσπαρτα φελινικά στοιχεία, αλλά και με μια στόφα σχεδόν μυθική, παραμυθένια. Κινηματογραφεί έναν ήρωα που μοιάζει σε όλη την ταινία σαν καταραμένο φάντασμα (ο Τζος Ο’Κόνορ του “The Crown” είναι φανταστικός, πληγωμένος και στοιχειωμένος αλλά και με καταπιεσμένο θυμό μέσα του, σε μια ερμηνεία εξ ολοκλήρου στην ιταλική γλώσσα) που διαρκώς αντικρύζει έργα που δεν φτιάχτηκαν για να τα κοιτάξει ποτέ άνθρωπος– παρά μόνο οι νεκροί.
Υπογραμμίζει έτσι αυτή την ενδιάμεση κατάσταση στην οποία αναμφίβολα όλοι μας έχουμε βρεθεί (ή μήπως παγιδευτεί) στη ζωή μας, αιωρούμενοι ανάμεσα σε νοητικές και συναισθηματικές καταστάσεις. Και συγκεκριμένα ως ένα θλιμμένα καρναβαλικό παραμύθι πάνω στην απώλεια και το πώς μας αφήνει μισούς, με την ψυχή και το σώμα να βρίσκονται σε διαφορετικούς κόσμους. Τα αρπακτικά της συναισθηματικά έρημης γης είναι εδώ οι τυμβωρύχοι, άνθρωποι που αναζητούν απομεινάρια ζωών που πέρασαν, όχι για να θυμηθούν, όχι για να τιμήσουν, αλλά –απλώς– για να ανταλλάξουν.
Όπως και στον “Ευτυχισμένο Λάζαρο” (και στα “Θαύματα” νωρίτερα) η Ρορβάχερ προσδίδει μια αντι-καπιταλιστική χροιά στο κατά τα άλλα αχρονικού χαρακτήρα παραμύθι της (βάζοντας μάλιστα την αδερφή της, Άλμπα, σε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο κακιάς, αλλά και την λατρεμένη της Ιζαμπέλα Ροσελίνι σε ένα μικρό ρόλο μεγάλης συμβολικής σημασίας), συνδέοντας το πάθος της για αγνότητα με έναν ευρύ ουμανισμό που αφορά τελικά τα πάντα: Τη ζωή και τον θάνατο, τον άνθρωπο και το έδαφος, την αγάπη και τη μνήμη, την ψυχή και το σώμα.
Πανέμορφο, λυρικό και απατηλά μικρό σε διαστάσεις και διαθέσεις, το φιλμ αποτελεί μια στοιχειωτική αλληγορία πάνω στη σχέση μας με το παρελθόν και το παρόν – αλλά, εξίσου σημαντικά, και με τη γη που πατάμε, τα κειμήλιά της, τους ανθρώπους της, και το ρόλο μας σε αυτή την αλυσίδα κληρονομιάς, δημιουργίας και ύπαρξης. Μια ταινία που δεν καταφθάνει φωνάζοντας, αλλά γνωρίζοντας πώς να μεγαλώνει διαρκώς μέσα μας, σαν ένα παραμύθι που άκουσες πολύ παλιά χωρίς να το θυμάσαι, αλλά του οποίου τις εικόνες ακόμα ονειρεύεσαι.
Το Αγόρι του Θεού
(“Rapito / Kidnapped”, Μάρκο Μπελόκιο, 2ω14λ)
**½
Βασισμένο σε ένα απίστευτο, ανατριχιαστικό κομμάτι Ιστορίας της Ιταλίας – κι είναι ομολογουμένως από τις περιπτώσεις εκείνες που βοηθάει να έχει κανείς μια έστω επιγραμματική γνώση της περιόδου και της ισορροπίας πολιτικών δυνάμεων, αλλιώς σίγουρα κάτι χάνεται στη μετάφραση.
Στην εβραϊκή συνοικία της Μπολόνια στα μέσα του 19ου αιώνα, οι στρατιώτες του Πάπα εισβάλουν στο σπίτι των Μορτάρα και απαγάγουν τον 7χρονο Εντγκάρντο λόγω μιας μαρτυρίας σύμφωνα με την οποία το παιδί είχε βαφτιστεί ως χριστιανός κρυφά – μια συνθήκη για την οποία ο παπικός νόμος λέει πως το παιδί πρέπει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του και να μεγαλώσει με καθολική εκπαίδευση.
Οι γονείς του Εντγκάρντο κάνουν ό,τι μπορούν για να πάρουν πίσω τον γιο τους και η υπόθεση αποκτά ακόμα και διεθνείς διαστάσεις κλονίζοντας τις πολιτικές ισορροπίες της χώρας. Όμως η εκκλησία αρνείται να υποκύψει, κρατώντας μια αίσθηση εξουσίας που μοιάζει πια κλονισμένη. Και την ίδια, ο Εντγκάρντο αρχίζει να συνηθίζει τη νέα του εκπαίδευση και ζωή.
Ο σπουδαίος βετεράνος Μάρκο Μπελόκιο (“Ο Προδότης”) προσδίδει χαρακτηριστικά μπαρόκ εφιάλτη στην ιστορία που από μόνη της διαθέτει συνταρακτικές πτυχές. Αλλά υπάρχει μια ασυνέπεια στην εξέλιξη και το πώς βιώνει όλα αυτά ο Εντγκάρντο, ενώ η επαναληψιμότητα αφήνει το φιλμ αισθητικά μονότονο και δραματουργικά ανολοκλήρωτο. Πάντως καθαρά σαν αίσθηση, ομολογουμένως είναι αποτελεσματικό και κάπως αξέχαστο. Πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό των Καννών.
Αδέσποτα Κορμιά
(Ελίνα Ψύκου, 1ω49λ)
***½
Η Ρόμπιν είναι έγκυος, αλλά δε θέλει να γίνει μητέρα. Η Κατερίνα θέλει αλλά δεν μπορεί. H Κική θέλει απλώς να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Όμως η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση και η ευθανασία αντίστοιχα δεν είναι νόμιμες στις χώρες τους.
Ντοκιμαντέρ σε μορφή road movie με μια τριγωνική αφήγηση ανάμεσα στις κεντρικές αυτές ηρωίδες, με την κάμερα της Ελίνας Ψύκου (“Ο Γιος της Σοφίας”) να ακολουθεί σε μια διαρκή μετακίνηση, γυναίκες που μονίμως μετακινούνται, ταξιδεύουν, για να μπορέσουν να έχουν αυτό που επιθυμούν. Μέσα μάλιστα στα σύνορα μιας Ευρώπης ενωμένης – αλλά με τι, τελικά, όρους;
Η φιλμική καταγωγή της Ψύκου είναι η μυθοπλασία, και μάλιστα ένα δίπτυχο υφολογικά πολύ ιδιόμορφων ταινιών που δεν μπορούν με ευκολία να καταταχθούν σε ένα είδος. Τόσο στην “Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά”, όσο και στον “Γιο της Σοφίας”, αυτό που παρακολουθούμε είναι μια κάποια μοναχική διαδρομή του κεντρικού χαρακτήρα: από τον Αντώνη Παρασκευά που θα μπορούσε να είναι το φάντασμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στους στοιχειωμένους διαδρόμους ενός έρημου ξενοδοχείου, μέχρι την ιστορία ενηλικίωσης ενός μικρού αγοριού στην σκιά των Ολυμπιακών του 2004.
Μέσα από ένα συνδυασμό αλληγορίας, μαγικού ρεαλισμού και μιας αφηγηματικής μοναξιάς γεμάτη ψυχή, οι ιστορίες που διηγείται η Ψύκου μοιάζουν πάντα τελικά να ακολουθούν μια φαινομενικά απλή τροχιά, γεμάτη όμως αντικρουόμενα συναισθήματα και με φόντο μια Ελλάδα ανάμεσα στο φολκόρ και την αναζήτηση μιας Ευρώπης που κάποτε υπήρξε σαν υπόσχεση, σαν μεγάλη ιδέα.
Με αφηγηματικούς όρους που θα συναντούσαμε σε μια τέτοια ταινία μυθοπλασίας (αν και με κάποιες εμβόλιμες «κατασκευές» που δεν επιτυγχάνουν πάντα ς παρεμβάσεις), η Ψύκου κι εδώ χτίζει τα κεντρικά πρόσωπα αυτού του δράματος καθώς περνάνε γραμμές συνόρων που τελικά μετράνε επιλεκτικά ως τέτοια. Είναι μια ιστορία (πολλές ιστορίες) που ποτέ δεν μένει στάσιμη.
Η ίδια διαρκής μετακίνηση γίνεται και σε διαλεκτικό επίπεδο καθώς, πέρα από τα σύνορα μιας Ευρώπης διαφορετικών μέτρων, αξιών και ταχυτήτων, η ταινία διαρκώς τεστάρει τοποθετήσεις και πλαίσια ανάγνωσης. Μια λέξη αποκτά άλλη σημασία όταν διαβάζεται από μια άλλη ηρωίδα, που έχει το δικό της σετ αναφορών και αξιών. Η ελευθερία της μίας είναι η φυλακή της άλλης. Και, συχνά, ακόμα και τα λόγια, οι έννοιες που χρησιμοποιούνται ως συνθήματα απελευθέρωσης στη μία ανάγνωση, υιοθετούνται ως κάτι εντελώς πιο σκοτεινό και αντίθετο όταν εκφέρονται από ιδεολογικούς αντιπάλους που διαθέτουν ισχύ στην κάθε χώρα.
Είτε μέσα από αυτές τις ακραίες διαλεκτικές μεθόδους, είτε μέσα από κάποιες αληθινά πολύ σκληρές εικόνες και λόγια, η ταινία είναι σαν συνεχώς να θέλει να μας φέρνει απέναντι στην σημασία των επιλογών και των πιστεύω μας. Σα να θέλει διαρκώς να υπογραμμίζει: τίποτα απολύτως σε όλο αυτό δεν είναι εύκολο, τίποτα απολύτως δεν είναι δεδομένο, τίποτα απολύτως δεν είναι άκοπο. Ναι, ακόμα.
Αγώνας για τη Δόξα
(“Race for Glory: Audi vs. Lancia”, Στέφανο Μορντίνι, 1ω33λ)
*½
Εμπνευσμένο από τα απίστευτα αληθινά γεγονότα που έγιναν κατά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983 και τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ Γερμανίας (Audi) και Ιταλίας (Lancia) που εξελίχθηκε σε μια ιστορικής σημασίας μάχη. Θυμάστε φυσικά το “Ford v Ferrari” οπότε τώρα προσφέρεται και η no-name brand εκδοχή του. Δεν είναι κακό, απλά αδιάφορα γυρισμένο και δίχως σε κανένα σημείο να αποκτά κάποια αληθινή δραματουργική επέκταση που δίνει στα γεγονότα κάποια επιπλέον βαρύτητα. Πρωταγωνιστεί ο Ρικάρντο Σκαρμάτσιο (από τους πλέον εξέχοντες «κάπου τον ξέρω αυτόν» του ιταλικού σινεμά) κι ο Ντάνιελ Μπρουλ.
Γκοτζίλα x Κονγκ: Η Νέα Αυτοκρατορία
(“Godzilla x Kong: The New Empire”, Άνταμ Γουάινγκαρντ, 1ω55λ)
Στο νέο σίκουελ του ‘σύμπαντος Τιτάνων’ (ναι, αυτό συμβαίνει) ο Γκοτζίλα ξυπνάει ύστερα από τη λήψη ενός ηχητικού σήματος και περπατά ξανά στη Γη, την ώρα που ο Κονγκ είναι μόνος και μελαγχολικός και με πονόδοντο (ναι, κι αυτό συμβαίνει) μέσα στην Κούφια Γη. Οι διαδρομές τους θα ενωθούν ξανά την ώρα που μια επιστημονική ομάδα προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή του σήματος. Η ταινία έχει εμπάργκο δημοσίευσης κριτικών μέχρι ΜΕΤΑ την κυκλοφορία της στις αίθουσες, οπότε μπορείτε να καταλάβετε αρκετά από αυτό.
Κυκλοφορεί ακόμα
Dolls of Dresden: Η Άννα είναι μια νέα αντισυμβατική δημοσιογράφος που ζει στη Θεσσαλονίκη. Η γεννημένη στη Δρέσδη Lophilia, είναι μια ζωγράφος που με τον αιρετικό τρόπο ζωής της και την τέχνη της εντυπωσιάζει και προκαλεί. Η τυχαία συνάντηση των δύο γυναικών θα εξελιχθεί σύντομα σε μια βαθιά ερωτική σχέση με την προοπτική δημιουργίας οικογένειας.