Νέες ταινίες: Ο Χοακίν Φοίνιξ επιστρέφει σαν Οδυσσέας με το “Ο Μπο Φοβάται”
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 27 Απριλίου 2023 06:40
Το “Super Mario Bros” συνεχίζει να μοιάζει Super στα ταμεία, εξωτερικού και Ελλάδας, και βάζει ήδη πολύ γερή υποψηφιότητα για μια από τις πιο εμπορικές ταινίες της blockbuster σεζόν. Σε ένα πιο γήινο επίπεδο όμως, καλό άνοιγμα έκανα τόσο ο “Άρρηκτος Δεσμός” του Γκάι Ρίτσι όσο και το “Evil Dead Rise” το οποίο δείχνει πως ο τρόμος δεν έχει απαραίτητα εποχή. (Μην ξεχνάμε πως κι ο “Εξορκιστής του Βατικανού” ξορκίζει ακόμα ανενόχλητος στα ταμεία.)
Η θερινή μπλοκμπάστερ σεζόν ξεκινά επισήμως την επόμενη βδομάδα με το “Guardians of the Galaxy vol. 3”, αλλά ως τότε έχουμε αυτή την εβδομάδα μια ταινία που αναμένεται να διχάσει πάρα πολύ.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Ο Μπο Φοβάται
(“Beau is Afraid”, Άρι Άστερ, 2ω59λ)
2.5 / 5
Ο Μπο προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι της μητέρας του, αρχικά για λόγους γιορτής κι έπειτα για λόγους θρήνου. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο τον Μπο μιας και η όλη του αντιμετώπιση απέναντι σε αυτό το ταξίδι, αλλά και στην ίδια τη ζωή, μοιάζει ίδια ανεξαρτήτως συνθηκών: Ένας διαρκής, από τα έγκατα, τρόμος απέναντι στην ωρίμανση, στο σεξ, στις ευθύνες, στα γηρατεία, στο θάνατο, στην απομόνωση, στην απελευθέρωση, στην απογοήτευση– απέναντι στην μητέρα του, στον εαυτό του, στην ίδια του την ύπαρξη.
Αν αυτό ακούγεται ήδη βαρύ τότε προσδεθείτε, γιατί αυτό ήταν το φαν κομμάτι.
Βασισμένο αρχικά σε ένα παλαιότερο μικρού μήκους φιλμ του, το “Ο Μπο Φοβάται” βρίσκει τον Άρι Άστερ, σκηνοθέτη των “Hereditary” και “Midsommar” να αφήνει πίσω του τις σχετικά πιο κλασικές δομές ταινίας είδους (τρόμου πιο συγκεκριμένα) και να στήνει μια προσωπική οδύσσεια χτισμένη πάνω στο σουρεαλισμό του ψυχολογικού τρόμου της συνεχιζόμενής μας ύπαρξης. Η ταινία είναι μια διαδοχή από αποπνικτικά επεισόδια που τονίζουν όλα με διαφορετικούς (αλλά μονότονα επαναλαμβανόμενους) τρόπους τα κεντρικά μοτίβα αυτής της διαδρομής του Μπο προς μια αντίστροφη Ιθάκη. Προς το σπίτι της μητέρας, το μέρος που υπό μια έννοια φοβάται πιο πολύ. Την αγκαλιά; Την απόρριψη; Την αποτυχία; Μάλλον το ίδιο (του) είναι.
Το πρώτο μέρος είναι και το καλύτερο της ταινίας, ένας μανιακός εφιάλτης όπου οι ‘80s urban εφιάλτες του Τζον Κάρπεντερ συναντούν ένα είδος πολύ συγκεκριμένου σουρεαλισμού όπου τα πάντα αντιμετωπίζονται με ευθύ και «βεβαίως, απολύτως λογικό» τρόπο, σαν τα επιμέρους στοιχεία του παραλόγου να σχηματίζουν ένα πολύ στέρεο και καθόλου ρευστό κατασκεύασμα (σαν διόραμα, συγκεκριμένα), κάτι σαν τον Ρόι Άντερσον ας πούμε. Ο Χοακίν Φοίνιξ, πάντοτε συγκρατώντας βαθιά θλίψη και έναν τεταμένο πανικό σε κάθε μόριο του σώματος και της ύπαρξής του, αρχικά σέρνεται κι ύστερα τρέχει σαν παλαβό καρτούν καθώς κάθε λογής φόβοι έρχονται και καταπλακώνονται ο ένας πάνω στον άλλον σε ξέφρενη ορμή– αν ποτέ έχεις φοβηθεί τι θα πάθεις αν πάρεις το φάρμακο με λίγο διαφορετική δοσολογία από ό,τι σου είπαν, τι θα συμβεί αν αφήσεις για μια στιγμή το κλειδί πάνω στην πόρτα, τι θα συμβεί αν σηκώσει κάποιος άγνωστος το τηλέφωνο, τότε όλα αυτά θα σε διασκεδάσουν με τον πιο εξουθενωτικό τρόπο.
Είναι μια μανιακή, καθηλωτική πρώτη πράξη. Καθηλωτική με έναν τρόπο που σε εξουδετερώνει, αλλά καθηλωτική σε κάθε περίπτωση. Όμως στην πορεία παρατηρείται εξάντληση. Όχι επειδή τα επιμέρους επεισόδια δεν έχουν τις αξέχαστες στιγμές τους (η σεκάνς με τις μπογιές και την κόρη στο σπίτι της Έιμι Ράιαν ας πούμε, ή φυσικά η εντυπωσιακή σεκάνς του θεατρικού animation στο δάσος, εμφανές highlight της ταινίας) ή επειδή κάνουν αυτή την οδύσσεια πιο αποσπασματική. Αν μη τι άλλο, συμβαίνει το αντίθετο: Είναι ίσως πιο εύκολο να αποδεχθούμε ως θεατές δύσκολα θέματα και απαιτητικές εικόνες, αν τα μοτίβα που κρύβονται από πίσω δεν είναι τόσο μονότονα και επαναλαμβανόμενα. Η διαδρομή είναι επίπεδη, αλλά γεμάτη λακούβες και χαλίκια.
Σε ένα κομβικό σημείο του φιλμ, ο Μπο (κάποιος Μπο) σηκώνεται και τρεμάμενος μονολογεί «αυτή είναι η ιστορία μου!». Υπάρχουν εδώ πολλές στιγμές που νιώθεις πως κρυφοκοιτάζεις τα πιο καλά κρυμμένα εσώψυχα κάποιου άλλου, κι υπάρχει κάτι θαυμαστό –όσο και αμήχανο– στο να γίνεσαι μάρτυρας μιας τέτοιας κατάθεσης. “Beau is afraid” είναι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας, δηλαδή παρήχηση του “boys afraid”, αγόρια φοβισμένα.
Αυτό κάνει εδώ ο Άστερ στο μακράν, ίσως και παράλογα, πιο φιλόδοξο φιλμ της ως τώρα καριέρας του, αφήνοντας πίσω στέρεους αφηγηματικούς κώδικες και τα όποια φίλτρα – δομικά ή νοηματικά. Συνθέτοντας ένα παραλήρημα γεμάτο εξομολογήσεις και φόβους, που δεν προσφέρει ποικίλες παρατηρήσεις ή διακυμάνσεις, και που όσο προχωρά γίνεται πιο μονομανές και δύσκολο, τόσο για τον θεατή όσο –νιώθει κανείς– και για τον ίδιο τον Άστερ. Υποθέτω, κάποιες φορές αυτός είναι ο μόνος τρόπος να καταφέρεις να μιλήσεις. Τι σου είναι ο φόβος.
Ευλογία
(“Benediction”, Τέρενς Ντέιβις, 2ω17λ)
4 / 5
Μιας που είμαστε στο θέμα των σκληρών, αλληγορικά αυτοβιογραφικών κειμένων, η “Ευλογία” του Τέρενς Ντέιβις κάνει σε σχέση με το “Μπο” τη διαφορά ανάμεσα στο θλιμμένο και το θλιβερό. Ένας ποιητής της καταπίεσης και του εσωτερικού, δακρυσμένου λυρισμού της ανθρώπινης ψυχής, ο Ντέιβις επιστρέφει μετά το “Quiet Passion” (για την Έμιλυ Ντίκινσον) με άλλη μια βιογραφική κατάθεση για έναν ταλαιπωρημένο ποιητή– αυτή τη φορά τον Σίγκφριντ Σασούν, του οποίου η ποίηση υπήρξε καθοριστική κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Ντέιβις μένει μακριά από την οποιαδήποτε συμβατικά βιογραφική προσέγγιση, επιλέγοντας κάτι πολύ περισσότερο ρευστό, διαχέοντας εικόνες, λέξεις και συναισθήματα ανάμεσα σε χρονικές περιόδους ή ακόμα και στο οπτικό μέσο που χρησιμοποιεί, με την ψηφιακή κινηματογράφηση να τοποθετεί δίπλα σε αρχειακό υλικό εποχής. Στο επίκεντρο αυτού του συναισθηματικού τυφώνα του 20ου αιώνα και των πληγών που έσπειρε, βρίσκεται ο Σασούν παιγμένος με σαρωτική εσωστρέφει από τον Τζακ Λάουντεν αλλά και σε μεγαλύτερη ηλικία από τον σπουδαίο Πίτερ Καπάλντι– το ότι οι ερμηνείες αυτές, ακόμα και οι προφορές τους, μοιάζουν να μην συνδέονται απαραιτήτως ως ένα ενιαίο πρόσωπο, ενισχύει με ένα περίεργο τρόπο την αίσθηση κατακερματισμού του φιλμ, όπου τα πάντα είναι στιγμές, και οι στιγμές είναι για πάντα.
Ο Σασούν επιχειρεί να διαχειριστεί την ομοφυλοφιλία του καθώς η ταινία υπογραμμίζει την ιδέα του πώς η ποίηση (δηλαδή η τέχνη, δηλαδή οι ιστορίες) επιτρέπει σε κάτι καταπιεσμένο ή ανείπωτο να αναδυθεί στην επιφάνεια. Και πώς, τελικά, μέσα από ιστορίες-ως-αναμνήσεις είναι που τα πάντα βρίσκουν τη θέση τους και την έκφρασή τους ως κάτι το επίμονα διαρκές. Στο τέλος τα βιώνουμε όλα μαζί: μνήμες, ιστορίες, πληγές σωματικές, πληγές συναισθηματικές.
Μάλιστα, Σεφ!
(“La Brigade / The Kitchen Brigade”, Λουί-Ζιλιέν Πετί, 1ω37λ)
2.5 / 5
Η Κατί θέλει να ανοίξει δικό της εστιατόριο όπου να μαγειρεύει με τους δικούς της κανόνες και της δικές της ευαισθησίες. Δεν έχει ωστόσο ούτε την οικονομική επιφάνεια για να το κάνει, ούτε και την αναγνωρισιμότητα άλλων σεφ που έχουν διατελέσει διαγωνιζόμενοι ή κριτές σε σχετικά τηλεοπτικά σουξέ. Οπότε δέχεται μια δουλειά ως σεφ σε μια δομή για πρόσφυγες όπου η αποτελεσματικότητα προτιμάται έναντι της ακρίβειας και της δημιουργικότητας. Όμως η επιμονή της και η αγάπη της για τη μαγειρική όχι απλά θα κάνει τα παιδιά εκεί να εκτιμήσουν αυτό που προσφέρει, αλλά θα τους αλλάξει τελικά και τη ζωή.
Καλοφτιαγμένο, αν και χωρίς ιδιαίτερο βάθος ή εκπλήξεις, φιλμ κοινωνικής ευαισθησίας με ολίγη από ξώφαλτση κριτική στην μιντιακή μηχανή γύρω από τη βιομηχανία φαγητού. Φυσικά το τελικό set piece παρότι ίσως συναισθηματικά αποτελεσματικό, είναι κάπως εξωγήινο ως μηχανισμός πλοκής αλλά έστω, θα το επιτρέψουμε. Η ταινία έχει την καρδιά της σε σωστό μέρος, και παρότι ανάλαφρη για τα δεδομένα του θέματός της, δεν είναι ποτέ φτηνιάρικη.
Λουνάνα: Ένα Γιακ Μέσα στην Τάξη
(“Lunana: A Yak in the Classroom”, Πάγουο Τσόινινγκ Ντόρτζι, 1ω49λ)
2.5 / 5
Στο έτερο «τύφλα να έχει το “Dangerous Minds”» δράμα της εβδομάδας, η οσκαρική υποψηφιότητα του Μπουτάν στην περσινή κατηγορία Καλύτερου Διεθνούς Φιλμ ακολουθεί έναν νεαρό άντρα που έχοντας όνειρα να γίνει τραγουδιστής και να ζήσει στην Αυστραλία, βρίσκεται αντ’αυτού να διδάσκει στο απομονωμένο ορεινό χωριό Λουνάνα, ψηλά στα Ιμαλάια και δίχως πρόσβαση στα εντελώς βασικά. Σε μια σκηνή, ο άντρας ρωτάει την τάξη πού είναι ο πίνακας για να γράψει, και τα παιδιά αποκρίνονται «…πίνακας;;». Όπως καταλαβαίνετε ο καθηγητής θα βρει σε αυτή την απομακρυσμένη κοινότητα δίχως τα εντελώς βασικά εφόδια, ένα νέο τρόπο ζωής και μια νέα οπτική πάνω στα πράγματα. Γλυκό, απέριττο, αλλά και δίχως κάποιο ιδιαίτερο παλμό.
Κυκλοφορούν επίσης
Διορθώσεις: Ντοκιμαντέρ για τον μικρόκοσμο και στην καθημερινότητα των χορευτών του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αλλά κι ένα πορτρέτο των ανθρώπων που ζωντανεύουν το έργο αυτού του συνόλου. Πάνω στην επίμονη και συντονισμένη συνεργασία μεταξύ χορογράφων, χορευτών, σκηνογράφων και τεχνικών και στο πώς οι πρόβες, οι επαναλήψεις, οι διορθώσεις, το σώμα, βρίσκονται πάντα σε πρώτο πλάνο.
Στα Ίχνη του Δολοφόνου: Η αστυνομία και το FBI βρίσκονται στο κυνήγι ενός απρόβλεπτου σίριαλ κίλερ, σε περιπέτεια με τη Σέιλιν Γούντλεϊ από τον σκηνοθέτη του σπονδυλωτού χιτ “Άγριες Ιστορίες”.
Κάτσε στ’ Αυγά σου: Όταν δύο μικρά αυγά βρεθούν σε κίνδυνο, οι γονείς τους ταξιδεύουν μέχρι την Αφρική για να τα σώσουν, σε μεξικάνικο animation για όλη την οικογένεια.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις