Νέες ταινίες: Στο “Ραντεβού με Έναν Σίριαλ Κίλερ”, η απειλή είναι παντού γύρω μας
Διαβάζεται σε 10'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 26 Σεπτεμβρίου 2024 06:04
Καμία νέα ταινία δεν έκανε ιδιαίτερη κίνηση την περασμένη εβδομάδα, καθώς η διανομή ξεφορτώνει τίτλους στις αίθουσες όσο προλαβαίνει, πριν έρθουν οι Νύχτες Πρεμιέρας και το “Τζόκερ: Τρέλα για Δύο” και κλείσουν το μεγαλύτερο μέρος του Οκτωβρίου.
Μια ντουζίνα τίτλοι την περασμένη εβδομάδα, με την πολύ καλή “Κραυγή Σιωπής” να φτάνει τα 10.000 σε 80 αίθουσες το μόνο νέο entry που έφτασε έστω κοντά στα –εξασθενημένα πια– εισιτήρια του “Εγώ, ο Απαισιότατος 4” και του “Τελειώνει με Εμάς” που συνεχίζουν να κρατούν τις θέσεις 1-2.
Μια ντουζίνα τίτλων φέρνει και αυτή η εβδομάδα, αλλά ακόμα κι αν οι ταινίες είναι καλές (κι οι περισσότερες είναι– όχι σπουδαίες, αλλά όντως καλές), νομοτελειακά θα περάσουν απαρατήρητες. Ας τις δούμε όμως.
Οι ταινίες της εβδομάδας
Ραντεβού Με Έναν Σίριαλ Κίλερ
(“Woman of the Hour”, Άννα Κέντρικ, 1ω35λ)
***
Μια wannabe ηθοποιός στο Λος Άντζελες των ‘70s, κλείνει από απόγνωση για τους ρόλους που δεν έρχονται, μια συμμετοχή στο “Ραντεβού στα Τυφλά”. Αυτό που δεν ξέρει, είναι ότι ο Εργένης #3, εκείνος που ακούγεται σα να είναι ο μόνος εξευγενισμένος και έξυπνος ανάμεσα στους τρεις υποψήφιους, είναι στην πραγματικότητα ένας καταζητούμενος σίριαλ κίλερ.
Η πολύ αγαπητή ηθοποιός Άννα Κέντρικ (“Pitch Perfect”) περνάει για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα, σκηνοθετώντας με αφοσίωση, και εντυπωσιακή αίσθηση σασπένς και ροής, το σενάριο του Ίαν ΜακΝτόναλντ. Ο οποίος, βασισμένος σε αληθινά γεγονότα, επιλέγει μια αφηγηματική προσέγγιση που πλέκει περιστατικά και χρονικές περιόδους μεταξύ τους σε μια διαρκή ένταση δια χειρός της Κέντρικ, σαν οι δυο τους να συνθέτουν το πλέγμα ενός διαρκούς κακού που περιβάλλει τις ηρωίδες της ταινίας – είναι παντού, είναι πάντα, είναι διαρκώς μπροστά τους, και κανείς ποτέ δεν κάνει τίποτα για αυτό.
Ο σίριαλ κίλερ κυνηγά και δολοφονεί γυναίκες, συχνά μες στη μέση της πόλης – σα να ξέρει πως κανείς δε θα δώσει σημασία στα ουρλιαχτά τους, κανείς δε θα αναζητήσει νεαρές κοπέλες γεμάτες ελπίδα (και αδιέξοδα) στη μεγάλη πόλη. Οι όποιες καταγγελίες πέφτουν στο κενό, καθώς η αστυνομία δεν παίρνει ποτέ στα σοβαρά τις καταγγέλουσες. Έτσι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ιστορία που παρουσιάζει το φιλμ είναι αληθινά αποπνικτική. Και το κάνει δίχως να προσφέρει ευκολίες στη λύση, ούτε τσάμπα εμψύχωση, και κρατώντας μας καθηλωμένους μπροστά στη φρίκη και για τα (τόσα-όσα) 95 λεπτά της διάρκειάς της.
Slow
(“Tu man nieko neprimeni”, Μαρίγια Καβταράτζε, 1ω43λ)
***½
Η χορεύτρια Έλενα κι ο διερμηνέας νοηματικής Ντόβιντας γνωρίζονται και έρχονται πολύ κοντά. Αλλά καθώς αποφασίζουν να δοκιμάσουν μια σχέση, εκείνος της αποκαλύπτει μια αλήθεια για τη σεξουαλικότητά του: Είναι ασέξουαλ. Δηλαδή όσο κι αν νιώθει αγάπη για εκείνη, δε θα μπορέσει ποτέ του να θελήσει στα αλήθεια να έχουν σωματική, σεξουαλική επαφή. Μέσα από τον δεσμό τους, θα προσπαθήσουν να αναπτύξουν κώδικες μιας άλλου τύπου οικειότητας.
Πολύ τρυφερό και αληθινά ενδιαφέρον σινεφίλ αισθηματικό δράμα, το οποίο μέσα οπτικές επιλογές που πάντοτε εξερευνούν την οικειότητα – πρόσωπα, γλώσσα του σώματος, κίνηση και σώματα μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, με κόσμο ή μόνα τα δυο τους – ακολουθεί μια πολύ σύγχρονη ιδέα. Διερωτώμενο πώς θα έμοιαζε μια κλασικής υφής meet-cute ρομαντική δραμεντί αν τα δύο πρόσωπα μιας σχέσης είχαν ριζικά διαφορετικές ορμές και σεξουαλικές ανάγκες μέσα σε αυτήν.
Η Καβταράτζε επιλέγει στην ιστορία της, καθόλου τυχαία, τα δύο κεντρικά της πρόσωπα να κάνουν δουλειές που έχουν να κάνουν με εκφάνσεις της μη-προφανούς, μη-λεκτικής επικοινωνίας. Εκείνη είναι χορεύτρια, εκείνος διερμηνέας νοηματικής, και οι δύο δηλαδή βάζουν νοήματα και συναισθήματα μέσα σε κινήσεις του σώματος, των άκρων τους. Ήδη έχουμε εδώ δηλαδή μια επικοινωνία που εξαρχής γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει ένας τρόπος να πραγματοποιηθεί.
Όμως πώς βρίσκεις σημείο επικοινωνίας και επαφής όταν είσαι καλωδιωμένο με τόσο διαφορετικό τρόπο από τον παρτενέρ σου; Με πόσους τρόπους εκφράζεται η οικειότητα; Μπορείς να «μάθεις» την έλξη σα να ήταν κάτι για το οποίο προπονείς τον εαυτό σου; Η ταινία κερδίζει επειδή μοιάζει κι η ίδια αληθινά περίεργη για τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει, αποτελώντας κάτι όμορφα και ανοιχτόμυαλα πρωτόγνωρο – ένα δράμα που δεν φέρεται στον ήρωά του σαν κάτι το εξωγήινο, παρά εξετάζει την ιδέα της αγάπης μέσα από ένα δομικό εμπόδιο. Αλλά έτσι κι αλλιώς, υπάρχει σχέση δίχως τέτοια;
Η Παράσταση του Σινγκ Σινγκ
(“Sing Sing”, Γκρεγκ Κουένταρ, 1ω47)
***
Ο Ντιβάιν Τζι είναι φυλακισμένος στο Σινγκ Σινγκ για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, κι εκεί βρίσκει κίνητρο να συνεχίζει μέσα από την ερμηνεία. Παίζοντας δηλαδή σε ένα θεατρικό γκρουπ μαζί με άλλους φυλακισμένους. Όταν ένας αντισυμβατικός άντρας γίνεται νέο μέλος της ομάδας, θα αμφισβητήσει πολλά από τα δεδομένα, κάνοντας και τον Ντιβάιν Τζι να δει τα πράγματα με άλλο μάτι.
Ο μαγικός Κόλμαν Ντομίνγκο (“Rustin”, “Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει”) και ο Πολ Ράσι (“The Sound of Metal”), αμφότεροι υποψήφιοι για Όσκαρ για αξιοπρόσεκτα μεστές ερμηνείες του πρόσφατου ανεξάρτητου σινεμά, πρωταγωνιστούν δίπλα σε ένα θίασο ερασιτεχνών, και αληθινών πρώην φυλακισμένων, σε μια φιξιόν ιστορία ντοκιμαντεριστικής καρδιάς, βασισμένη σε ένα αληθινό πρόγραμμα τεχνών στις φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Σε καθαρά δραματικό επίπεδο πρόκειται για μια μάλλον συμβατική και αναμενόμενη ταινία, της οποίας όμως η αμεσότητα διαπερνά τις θεωρητικοποιήσεις και μας μεταφέρει σε μια πολύ πιο απτή πραγματικότητα – για μια ομάδα ανθρώπων που πράγματι βρίσκουν ένα νέο νόημα κι ένα νέο εαυτό μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο Ντομίνγκο είναι εκπληκτικός, όπως παντού και πάντα – ένας από τους χαρισματικότερους και φύσει συναισθηματικούς ηθοποιούς που έχουμε στο σινεμά σήμερα.
Και ξέρει ακριβώς πώς να εκμεταλλευτεί το πρόσωπο και το συναίσθημά, ο διευθυντής φωτογραφίας Πατ Σκόλα, ο οποίος γύρισε την ταινία σε φιλμ 16mm αλλά χωρίς να καταφεύγει σε ενοχλητικά τρικ «αμεσότητας», αφήνοντας τον κόκο και την αλήθεια των περφόρμερ (ερασιτεχνών και επαγγελματικών μαζί) να λάμψουν – είναι κι αυτό μια εκδοχή υψηλής ευκρίνειας. Η ταινία έκανε πρεμιέρα πριν ένα χρόνο στο φεστιβάλ του Τορόντο, αλλά κυκλοφόρησε φέτος και πλασάρεται αυτή τη στιγμή ως ένα τα κυριότερα φιλμ της επερχόμενης οσκαρικής κούρσας.
Μπανέλ & Αντάμα
(“Banel & Adama / Banel e Adama”, Ραμάτα-Τουλαγιέ Σι, 1ω27λ)
***
Πάρα πολύ ερωτευμένοι μεταξύ τους, η Μπανέλ κι ο Ανταμά ζουν σε ένα απομονωμένο χωριό στη βόρεια Σενεγάλη, αποφασίζουν όμως να μετακινηθούν μακριά από τις οικογένειές τους, για να είναι μαζί. Για αυτούς, αυτή τη στιγμή, τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Όμως ο τέλειος, σχεδόν παραμυθένιος έρωτάς τους, θα συγκρουστεί με τα αρτηριοσκληρωτικά έθιμα του χωριού. Όταν ο εσωστρεφής και ήσυχος Ανταμά αρνείται να αναλάβει τα καθήκοντά του ως μελλοντικός ηγέτης του χωριού, τα πάντα κυκλώνονται από το χάος, με την επαναστατική ψυχή της Μπανέλ να αναζητά διέξοδο στη βία και νόημα στο ακατανόητο.
Ένα μικρού βεληνεκούς αλλά πανέμορφο ρομάντζο που μοιάζει να μην τοποθετείται ποτέ και πουθενά στον Χρόνο, παίζοντας περισσότερο με αρχέτυπα και με ευρείες έννοιες περί χάους και ελέγχου, αγάπης και βίας. Η πρώτη ειδικά πράξη μας συνεπαίρνει μαζί της, παρουσιάζοντας το ζευγάρι σε μια στιγμή απόλυτης ψυχικής ηρεμίας και έκστασης, εξηγώντας μας σταδιακά τη σύγκρουση μέσα από μεγάλα κάδρα πλημμυρισμένα στα έντονα, δυναμικά χρώματα που βάφουν αυτό το ρομαντικό παραμύθι με εκφραστικές, σκληρές αποχρώσεις, που μας αρπάζουν.
Οι αντιπαραθέσεις καταστάσεων ύπαρξης, μαζί με μια απρόσμενα σκοτεινή φλέβα που κρύβει τελικά το στόρι, συντηρούν το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα. Έστω κι αν δυστυχώς μέχρι το τέλος η Ραμάτα-Τουλαγιέ Σι (που έχει γράψει και σκηνοθετήσει την ταινία, στο φιλμικό της ντεμπούτο) μοιάζει κάπως αβέβαιη για το πώς να ολοκληρώσει την ιστορία της χωρίς να ενδώσει στην αφαιρετικότητα και τον συμβολισμό.
Σε κάθε περίπτωση, κι ακόμα κι αν δυστυχώς η ταινία (χαμηλών τόνων και δίχως καθόλου πομπώδη διάθεση) πέρασε χωρίς να ακουμπήσει από το περσινό Διαγωνιστικό των Καννών, η γαλλο-σενεγαλέζα δημιουργός θα πρέπει να μείνει στο ραντάρ μας. Αυτό που κάνει εδώ είναι όμορφο σινεμά με ψυχή, που ανάγει τον ρομαντισμό και τις κοινωνικές δυναμικές στα επίπεδα του μύθου. Δε θα εκπλαγούμε αν μια μέρα μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό – προς το παρόν πάντως, μας κάνει να χαμογελάμε ζεστά.
Κόκκινο Νησί
(“Red Island / L’Île rouge”, Ρομπέν Καμπιγιό, 1ω57λ)
**
Στη Μαδαγασκάρη καθώς τα ‘60s δίνουν τη θέση τους στα ‘70s, σε μια αεροπορική βάση του γαλλικού στρατού, οι στρατιώτες ζουν τις τελευταίες ξέγνοιαστες μέρες – της αποικιοκρατίας. Μέσα από τις περιπέτειες ενός αγαπημένου του κόμικς, ο δεκάχρονος Τομά (του οποίου ο πατέρας δουλεύει στη βάση) θα αρχίσει να σχηματίζει το βλέμμα που θα του επιτρέψει να δει τον κόσμο γύρω του.
Ο σκηνοθέτης Ρομπέν Καμπιγιό του “120 Παλμοί” κοιτάζει τις τελευταίες μέρες της αποικιοκρατίας μέσα από το παραμορφωτικό και συγχωρητικό βλέμμα ενός μικρού παιδιού, σε μια ιστορία ενηλικίωσης με κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες και έναν σκληρό ρεαλισμό να ελλοχεύει. Η ισορροπία όμως δεν επιτυγχάνεται ποτέ, ο Καμπιγιό χάνει τον έλεγχο των χαρακτήρων και της αφήγησής του, με το «παιδικό βλέμμα» (πολύ συχνά ένοχος μηχανισμός αφήγησης) να κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά στο πώς ο σκηνοθέτης αποτυπώνει και εξετάζει τις εντάσεις της περιόδου.
Οι Παρείσακτοι
(“Bâtiment 5 / Les Indésirables / Building 5”, Λατζ Λι, 1ω45λ)
**
Μια τοπική ακτιβίστρια συγκρούεται με τον νεαρό και φιλόδοξο δήμαρχο ενός φτωχού προαστίου του Παρισιού. Κάτι σαν πνευματική συνέχεια του βραβευμένου στις Κάννες – αλλά στην πραγματικότητα όχι ιδιαίτερα καλού ή ουσιώδους– “Οι Άθλιοι”, με τον Λατζ Λι να επιστρέφει πίσω από την κάμερα.
Κι ενώ φαίνεται και πάλι η προσωπικότητα του Λατζ Λι και το πάθος του να ρίξει στην οθόνη ιστορίες και καταστάσεις από τα προάστια, και τις τεράστιες θεσμικές αδικίες και τον κυβερνητικό κυνισμό που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι εκεί, τα επιμέρους στοιχεία δεν δουλεύουν. Οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί, η αίσθηση βάρους και ισορροπίας απουσιάζει (γιατί περνάει η οπτική μέσα από την οικογένεια του δημάρχου;) και το φινάλε είναι κακό σε σημείο θυμού.
Ακόμα κυκλοφορούν
Το Κάλεσμα του Σπουργιτιού: Ένας άντρας συνάπτει δεσμό με μια χορεύτρια, κάτι που βάζει την καριέρα του –και τον γάμο του– σε κίνδυνο. Θρίλερ σε σενάριο της ελληνίδας Μπίλι Βι (Βασιλική Βλάχου).
ΦοβάμΑΙ: Ένα πειραματικό μοντέλο ψηφιακής βοηθού αρχίζει να μετατρέπει την ήρεμη οικογενειακή ατμόσφαιρα σε εφιάλτη. Tech θρίλερ με τον Τζον Τσο και την Κάθριν Γουότερστον, σε σκηνοθεσία Κρις Γουάιτς (“About a Boy”, το σενάριο του “Rogue One”).
Dourgouti Town: Ντοκιμαντέρ πάνω στη συνοικία του Νέου Κόσμου, από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπαβέλλα (“Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ”).
Γάτος Δεκάψυχος: Ένας παραχαϊδεμένος γάτος διασώζεται από μια επιστήμονα, αλλά όταν θα χάσει και την «τελευταία ζωή» του, θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τη ζωή. Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων.