Νέες ταινίες: Το “Animal” είναι η ελληνική ταινία που κοιτάζει τον τουρισμό από την δική μας πλευρά

Διαβάζεται σε 12'
Νέες ταινίες: Το “Animal” είναι η ελληνική ταινία που κοιτάζει τον τουρισμό από την δική μας πλευρά

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Πεσμένα τα εισιτήρια την περασμένη εβδομάδα κυρίως επειδή το πολυδιαφημισμένο “Αργκάιλ” του Μάθιου Βον δεν περπάτησε καθόλου, ανοίγοντας στην 3η θέση με 9μιση χιλιάδες εισιτήρια από 72 αίθουσες – μάλλον θα τις δούμε να μειώνονται δραματικά, για την κωμική κατασκοπική περιπέτεια που και διεθνώς δεν απέδωσε.

Κατά τα άλλα ο Λάνθιμος ξεπερνά τα 360.000 εισιτήρια με το “Poor Things” και στοχεύει πλέον τα 400 και –γιατί όχι– τις επιδόσεις της “Φόνισσας” και του “Οπενχάιμερ”. Στη 2η θέση παραμένει δίχως καθόλου απώλειες από την 1η εβδομάδα(!) το φιλμ του Αλεξάντερ Πέιν “Τα Παιδιά του Χειμώνα” που φτάνει τις 40.000, μια πολύ καλή επίδοση.

Καλό άνοιγμα στα 7.500 εισιτήρια το “Αγόρι κι ο Ερωδιός”, στις 30.000 το “Ferrari”, στις 75.000 ο “Μελισσοκόμος”. Καθώς συνεχίζουμε με έναν Φλεβάρη τρομερά πλούσιο σε καλλιτεχνικές επιλογές που όμως αναμένεται να δούμε εμπορικά τι θα ξεχωρίσει – μέχρι την άφιξη του “Dune 2”, φυσικά.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Animal

(Σοφία Εξάρχου, 1ω56λ)

***½

Η καθημερινότητας μιας ομάδας περφόρμερς σε ένα ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου. Κάθε βράδυ η ομάδα υποδύεται, χορεύει, τραγουδά, διασκεδάζει τους –κατά βάση απρόσωπους– τουρίστες σε ένα σχεδόν μετα-αποκαλυπτικό περιβάλλον. Η Εύα είναι η καινούρια, με όνειρα φανταχτερά. Η Κάλλια είναι παλιά, με όνειρα τσακισμένα. Οι διαδρομές τους θα διασταυρωθούν – ένα περφόρμανς τη βραδιά.

Ακολουθώντας κυρίως αυτές τις δύο ηρωίδες και τις διαφορετικές τροχιές τους, η ταινία δίνει ανθρώπινο πρόσωπο σε εκείνο μόνο το κομμάτι του κόσμου που έχει σημασία. Δηλαδή των εργατών και των εργατριών που αναζητούν τα ψήγματα αλήθειας και συμπαράστασης μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που ζητά περφόρμανς– από όλους, προς όλους. Η Σοφία Εξάρχου (“Park”) επιστρέφει με τη δεύτερη ταινία της, ανακαλύπτοντας και πάλι κάτι συναρπαστικό στην κινηματογράφηση της αγέλης, στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δημιουργούν μια φυλή και κινούνται σε χώρους που θεωρούν (ή δεν έχουν επιλογή παρά να θεωρήσουν) δικούς τους.

Στο “Animal” οι επιμέρους χαρακτήρες αποκτούν περισσότερο διακριτούς ρόλους και διαδρομές, έστω κι αν δεν ξεφεύγουμε πάντα από μια λούπα επανάληψης θεματικά κατανοητή μεν, αλλά που εν τέλει βαραίνει την ταινία στο δεύτερο μισό της. Είναι μια δύσκολη και αξιοθαύμαστη άσκηση ισορροπίας: Από τη μία, έχουμε την απεικόνιση ενός συστήματος όπου ο εχθρός είναι αόριστος (δεν υπάρχει «κακός εργοδότης», οι τουρίστες είναι βασικά απρόσωποι κομπάρσοι) και το ensemble των εργατών-περφόρμερ είναι τελικά ένα σύνολο πάνω απ’όλα. Μια τάξη. Μια κάστα.

Από την άλλη, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Εξάρχου επιχειρεί και καταφέρνει να κεντράρει την θεωρία της πάνω σε δύο πρόσωπα. Της Εύας (με μια διαλυμένη ερμηνεία γεμάτη ανθρωπιά και τραγικότητα από την ήδη πολυβραβευμένη Δήμητρα Βλαγκοπούλου) και της Κάλλιας (η ανερχόμενη Φλομαρία Παπαδάκη και η καταπιεσμένη ευαισθησία και δύναμη της ηρωίδας της), που θα μπορούσαμε ακόμα και να τις δούμε ως μία γυναίκα σε διαφορετικά στάδια της (εργατικής) ύπαρξής της.

Η ταινία διαθέτει μια τολμηρά μη-παράλληλη δομή που ειλικρινά δε θα έπρεπε να λειτουργεί (αλλά τα καταφέρνει), εγκαταλείποντας τις αντίρροπες πορείες των δύο ηρωίδων για να μας οδηγήσει σε μια δίνη ασφυκτικών υπαρξιακών αδιεξόδων. Εκεί, οι μάσκες του διαρκούς εργασιακού περφόρμανς αρχίζουν να πέφτουν. Εκεί, η ερμηνεία ενός χιλιοτραγουδισμένου κομματιού είναι πλέον θρυμματισμένη, διαλυμένη.

Η έξαφνη αυτή εστίαση αφήνει την ensemble κοσμοθεωρία του φιλμ κάπως μετέωρη, αλλά την ίδια στιγμή η τόλμη κι η δύναμη της ταινίας είναι αδιαμφισβήτητες. Το “Animal” βραβεύτηκε (για την Βλαγκοπούλου) το καλοκαίρι στο σημαντικό φεστιβάλ του Λοκάρνο και έφτασε μετέπειτα να κερδίσει τον Χρυσό Αλέξανδρο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – η πρώτη ελληνική που το καταφέρνει στον 21ο αιώνα. Είναι παρά τα επιμέρους (ρυθμικά, ίσως και δομικά) αδιέξοδα στα οποία οδηγείται ένα εξαιρετικό φιλμ που κοιτάζει την άλλη πλευρά της τουριστικής βιομηχανίας με γενναίες δόσεις στραφταλίζουσας αλήθειας. Και το κάνει καταφέρνοντας να εντοπίσει την προσωπική απόγνωση μέσα σε ένα συλλογικό αδιέξοδο, εκεί όπου το σκοτάδι είναι πολύχρωμο και η βουβαμάρα έρχεται πίσω από ραγισμένες νότες ενός ρεφρέν που γίνεται ηχώ.

Priscilla

(Σοφία Κόπολα, 1ω53λ)

***½

Η Σοφία Κόπολα επιστρέφει λέγοντας την ιστορία της σχέσης Έλβις και Πρισίλα, από την οπτική της νεαρής (νεαρότατης τότε) έφηβης. Εστιάζοντας σε αυτά τα χρόνια της ζωής της Πρισίλα, η ταινία εκτός από τη μελαγχολική οπτική πάνω στη ζωή ενός κοριτσιού που ένιωθε τόσο μόνο, αναγκαία υπογραμμίζει και αυτή την μετατόπιση της οπτικής. Όπως οι περισσότερες ταινίες της Κόπολα (“Μαρία Αντουανέτα”, “Somewhere”, “Bling Ring”), αφορά άτομα στην περιφέρεια της διασημότητας ή/και του celebrity culture με μια προσέγγιση όμως αρκετά σιωπηλή, και εσωτερική.

Η “Μαρία Αντουανέτα”, ένα παραγνωρισμένο στην εποχή του αλλά τελικά εξαιρετικά σημαντικό και επιδραστικό φιλμ, δεν θέλησε ποτέ να πει την ιστορία μιας επανάστασης ούτε να ασχοληθεί με την Αντουανέτα ως πολιτικό ον. Αντίστοιχα, το αριστούργημα “Somewhere” (βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, άκρως διχαστικά τότε) δεν εξετάζει του κουλτούρα της διασημότητας παρά την χρησιμοποιεί ως ανάγλυφη ταπετσαρία, ως βίωμα μέσα από το οποίο ξετυλίγεται μια απλή ιστορία πατέρα και κόρης γεμάτη σιωπές, ακινησία, μελαγχολία και την προσπάθεια ανθρώπων να νοιαστούν παρά την αδυναμία τους να το εκφράσουν.

Το “Priscilla” ανοίγει με ένα κοντινό πλάνο στα πόδια της νεαρής ηρωίδας καθώς περπατάει σε ένα ζεστό, φουντωτό χαλί– τα βαμμένα δάχτυλά της να χάνονται μέσα σε μια χρωματιστή ζεστασιά. Είναι ήδη από το πρώτο αυτό πλάνο, όχι μια ιστορία για τη διασημότητα, και σίγουρα όχι μια ιστορία για τον Έλβις. Είναι όμως η ιστορία ενός κοριτσιού, μοναχικού, που προσπαθεί να γεμίσει με νόημα και εξήγηση έναν κόσμο που μοιάζει να μην έχει χρόνο για αυτήν.

Η απουσία δραματικών κορυφώσεων και εξάρσεων είναι αφενός κάτι ήδη γνώριμο και λειτουργικό μες στο σινεμά της Κόπολα, αφετέρου απομακρύνει τελείως την ταινία από το χώρο του εξποζέ – τα μεγάλα, σημαδιακά γεγονότα της ζωής της Πρισίλα (ή και του Έλβις) σχεδόν πάντα απουσιάζουν από το κάδρο κι από την ιστορία, αφήνοντάς μας μαζί της σε στιγμές μικρές, λεπτομερείς. Το πώς αντιλαμβάνεται έναν άδειο χώρο για πρώτη φορά. Πώς φοράει τις βλεφαρίδες. Πώς κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ένα σιωπηλό χαμόγελο. Ένα ανήσυχο βλέμμα.

Μέσα από αυτές τις λεπτομέρειες σχηματίζεται και η ευρύτερη εικόνα της σχέσης της με τον Έλβις. Από το πώς προσκαλείται για πρώτη φορά στο σπίτι του (μια εξαιρετικά creepy στιγμή αν την αναλογιστεί απολύτως ψύχραιμα και λογικά). Από το πώς εκείνος την αντιμετωπίζει και πώς οι υπόλοιποι ψιθυρίζουν στα περιθώρια του κάδρου ή πώς κοιτάζουν με βλέμμα απορίας ή/και ανησυχίας. Το πώς σταδιακά αρχίζει να της ζητά να μείνει για πάντα όπως είναι (…στα 15) ή το τι θα φορά ή το αν θα δουλεύει.

Η ταινία είναι βασισμένη στην αυτοβιογραφία “Elvis and Me” του 1985 καθώς και σε συζητήσεις που η Κόπολα είχε με την ίδια την Πρισίλα (η οποία διατηρεί και credit παραγωγού), μια εμπλοκή αληθινού προσώπου που συνήθως γεννά εξαιρετικά προβληματικό και δημιουργικά συμβιβαστικό υλικό. Όμως είναι ενδιαφέρον πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι το ότι, μέσα από αυτή την αφηγηματική και αισθητική προσέγγιση, είναι η ίδια η Πρισίλα που καταλήγει να μοιάζει τελείως απούσα. Βλέπουμε ό,τι βλέπει, αλλά ποτέ το βλέμμα δεν είναι στραμμένο στην ίδια, μένοντας ένα κενό στην καρδιά του ίδιου του φιλμ της.

Η Κέιλι Σπέινι είναι εκπληκτικό κάστινγκ ως παρουσία και επιβεβαιώνει τη διάθεση της Κόπολα να δουλεύει διαρκώς με αδοκίμαστους ηθοποιούς που φέρνουν τα σωστα vibes στο ρόλο και στο όλο κομμάτι, παρά απαραιτήτως κάτι το ακαδημαϊκά στέρεο. Ερμηνευτικά η Σπέινι είναι αρκετά επίπεδη και δε βοηθάει την ταινία (κέρδισε βέβαια το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας, οπότε τι να πούμε κι εμείς), ούτε και βοηθιέται ιδιαίτερα από αυτήν, αλλά από την άλλη δύσκολα φαντάζεσαι άλλη ηθοποιό στο ρόλο. Απέναντί της, ο Τζέικομπ Ελόρντι του “Euphoria” με μια ομορφιά που μοιάζει να κρύβει κάτι σκοτεινό και με τις παράλογες διαστάσεις του (είναι ακόμα πιο ψηλός από όσο φαίνεται) κάνει έναν Έλβις που μοιάζει σα σκιάχτρο, σαν goofy μπαμπούλας. Διάνα.

Σιδερένια Γροθιά

(“The Iron Claw”, Σον Ντέρκιν, 2ω12λ)

***

H αληθινή ιστορία της οικογένειας των φον Έριχ, που στη διάρκεια των ‘80s κυριάρχησαν στον χώρο της επαγγελματικής πάλης στις ΗΠΑ δημιουργώντας μια δίχως όμοιο δυναστεία – έναν κατ’εξακολούθηση θρίαμβο που οδήγησε σε μια σειρά από ανείπωτες τραγωδίες.

Ο Σον Ντέρκιν του στοιχειωτικά ψυχρού “The Nest” συναρπάζεται από μια αρχετυπική ιστορία ανόδου και πτώσης, αλλά και ιστορία ύβρης και Τιμωρίας. Πίσω από την ώχρα της οπτικής παλέτας που παραπέμπει σε κάτι ξεφτισμένο αλλά ακόμα και κάτι το άρρωστο (στη διεύθυνση φωτογραφίας και πάλι, όπως και στο “Nest”, ο Ματίας Έρντελι του “Γιου του Σαούλ”), ο Ντέρκιν εξερευνά παγωμένες, τοξικές σχέσεις στενών οικογενειακών δεσμών όπου ο έλεγχος και η καταπίεση εκφράζονται βουβά, και πλασάρονται από τον χειριστικό πατέρα ως μια οικογενειακή μυθολογία θρίαμβου.

Αυτός ο εγκλεισμός ταιριάζει με την αισθητική της πάλης, όπου τεράστια, σμιλευμένα κορμιά συγκρούονται μέσα σε έναν αυστηρά οριοθετημένο χώρο με λιγοστή τελικά ευχέρεια κινήσεων. Η “Σιδερένια Γροθιά” λειτουργεί ως οικογενειακή τραγωδία αλλά και ως κινηματογραφικό κομμάτι δράσης, έστω κι αν τελικά ο Ντέρκιν χάνει κάτι από την θαυμαστή υπόνοια της προηγούμενης, σπουδαίας δουλειάς του, η οποία φώλιαζε μέσα σου και πάγωνε το είναι σου. Εδώ υπάρχει κάπου μια αίσθηση πως οι ιστορίες των χαρακτήρων τακτοποιούνται σαν κομμάτια σε σκακιέρα, προς ένα φινάλε μάλιστα που δεν είναι ιδιαίτερα ταιριαστό με την ως τότε ταινία. (Συμβαίνει κι ένα μασάζ της πραγματικότητας, κάτι που από μόνο του ως γεγονός δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά εδώ λειτουργεί ως απλούστευση του επιπέδου χειρισμού και τραγωδίας – πάντα περίεργο όταν η πραγματικότητα είναι ακόμα χειρότερη από το φίξιον.)

Αλλά το φιλμ λειτουργεί ακόμα και παρά τις ατέλειές του. Σε επίπεδο αισθητικής, ρυθμού, εικόνας, χαρακτήρων και ερμηνειών (ο Ζακ Έφρον όχι τόσο, αλλά τα υπόλοιπα αδέρφια και ιδιαίτερα ο πατέρας Χολτ ΜακΚαλάνι είναι θαυμάσιοι), και ως –τελικά– μια ιστορία βιογραφικής φρίκης που δε μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς. Ο Ντέρκιν καδράρει τα σώματα ως όντα απειλητικά ή/και απειλούμενα, υπογραμμίζοντας πάντα τις σιωπές κι όσα δεν βρίσκονται στο κέντρο της εικόνας. Το αποτέλεσμα είναι πως η “Σιδερένια Γροθιά” μας κρατά σε αγωνία για όλη της τη διάρκεια – για όσα βλέπουμε και για όσα απλώς χάνονται στην πορεία.

Λατρεύω να σε Μισώ

(“Anyone But You”, Γουίλ Γκλακ, 1ω43λ)

**½

Η Μπι κι ο Μπεν περνάνε μια τέλεια νύχτα μαζί, βγαλμένη από τις πιο τέλειες rom com. Ύστερα από μια παρεξήγηση χωρίζουν άσχημα και συναντιούνται ξανά μήνες αργότερα, επειδή δύο πολύ κοντινά τους πρόσωπα πρόκειται να παντρευτούν. Έτσι, η Μπι κι ο Μπεν θα πρέπει να περάσουν μαζί μερικές μέρες στην Αυστραλία, όπου πρόκειται να γίνει ο γάμος.

Εξαιρετικά και απρόσμενα πετυχημένη στην Αμερική ρομαντική κομεντί γυρισμένη από τον έμπειρο στο είδος Γουίλ Γκλακ (βλέπε και το φανταστικό “Easy A” με την Έμμα Στόουν) και με θεματικά δάνεια από δύο πολύ σημαντικούς δημιουργούς της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ (“Πολύ Κακό για το Τίποτα”) και τη Νατάσα Μπέντινγκφιλντ (“Unwritten”). Τα καλύτερα σημεία της γενικώς γοητευτικής ταινίας έρχονται όταν αγκαλιάζει το φαρσικό στοιχείο των σαιξπηρικών παρεξηγήσεων και την σκρούμπολ ενέργεια – ο Γκλακ φυσικά δεν είναι Λιούμπιτς ο άνθρωπος, όμως το πρωταγωνιστικό του δίδυμο μοιάζει πολύ έτοιμο και κεφάτο να παίξει με αυτούς τους όρους.

Για την ακρίβεια, το φιλμ κρέμεται από την ενέργεια και το star quality των Σίντνεϊ Σουίνι (“Reality”) και Γκλεν Πάουελ (“Hitman”) που πρωταγωνιστούν, ένα αδιανόητα καυτό και φωτογενές ζευγάρι ανερχόμενων σταρ που μοιάζουν φρέσκοι, μην έχοντας αναλωθεί στην μηχανή του κιμά που ήταν το καταστροφικά ανύπαρκτο σταρ σίστεμ του πρόσφατου Χόλιγουντ των υπερηρώων. Ο Πάουελ κι η Σουίνι έχουν κάτι πολύ γοητευτικά και ορμητικά παλιομοδίτικο πάνω τους (κι όχι μόνο τα φανταστικά ονόματά τους), μιας και εκτός των άλλων βλέπεις επιτέλους μπροστά σου δύο ηθοποιούς που δε φοβούνται να υπάρξουν στην οθόνη ως σεξουαλικά πλάσματα.

Ο Πάουελ κι η Σουίνι παίζουν με τα σώματά τους και με την ενέργειά τους, ταιριάζοντας απολαυστικά μέσα στο κατά τα άλλα σχηματικό και γνώριμο καλούπι της ρομαντικής ιστορίας παρεξηγήσεων και αναπόφευκτου φινάλε. Οι αδυναμίες είναι πολλές, δε μιλάμε εξάλλου για κάποιο classic του είδους: οι δεύτεροι ρόλοι είναι κατά βάση αδιάφοροι, το γράψιμο όχι αιχμηρό ή ιδιαίτερα αστείο, και ακόμα και τα bits που λειτουργούν φοβούνται να αγγίξουν το επίπεδο μανιακού κρεσέντου στο οποίο θα έφτανε ένας Λιούμπιτς ή μια Νόρα Έφρον.

Κι όμως! Οι Πάουελ και Σουίνι αστράφτουν, τα σαιξπηρικά δάνεια είναι χαριτωμένα και στήνουν μια διασκεδαστικά εκτός μόδας βάση για ένα σύγχρονο rom com, και οι μικρές λεπτομέρειες που μένουν, είναι για καλό (βλέπε και το τραγουδιστό μοντάζ των τίτλων τέλους). Το είδος δεν έχει αναστηθεί ακόμα για τα καλά, όμως κάπου ανάμεσα στις προθέσεις του φιλμ, στο πόσο διασκεδαστικό είναι να το βλέπεις, και στην ύπαρξη ανερχόμενων σταρ που μοιάζουν έτοιμοι να ακολουθήσουν κάποιες παλιότερες συνταγές χωρίς να φοβούνται την γοητεία τους, το “Λατρεύω να σε Μισώ” θα το φέρει το χαμόγελο στο πρόσωπο.

Κυκλοφορούν ακόμη

Η Αφρίν στον Καιρό της Πλημμύρας: Σε ένα νησί από λάσπη που σιγά σιγά εξαφανίζεται, η Αφρίν, μια δωδεκάχρονη ορφανή κοπέλα, ετοιμάζεται να αφήσει τον μοναδικό κόσμο που έχει γνωρίσει μέχρι τώρα. Όταν το σπίτι της βουλιάζει από τις πλημμύρες, η Αφρίν πηγαίνει με την ξύλινη βαρκά της στη Ντάκα, μια μητρόπολη που σφύζει από ζωή, για να βρει τον πατέρα της, ο οποίος έχει απομακρυνθεί από κοντά της.

Μάγια η Μέλισσα: Η Χρυσή Σφαίρα: Η αγαπητή ηρωίδα Μάγια η Μέλισσα πρέπει να σώσει μια πριγκίπισσα σε μια νέα περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα