Νέες ταινίες: Το έργο ζωής του Κόπολα και μια συγκλονιστική ματιά στο ελληνικό #MeToo
Διαβάζεται σε 11'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 28 Νοεμβρίου 2024 07:06
Έμεινε στην κορυφή ο “Μονομάχος ΙΙ” σε μια καλή αλλά όχι τρομερή επίδοση, φτάνοντας τα 90.000 εισιτήρια μετά από ένα δεκαήμερο. Με την έλευση των “Wicked” και “Maria” την επόμενη εβδομάδα θα χάσει σίγουρα έδαφος (και αίθουσες) αν και σε ένα κομμάτι του κοινού θα παραμείνει λογικά ως πρόταση.
Τα “Μικρά Πράγματα Σαν κι Αυτά” με τον Κίλιαν Μέρφι ήταν η πιο θετική κυκλοφορία της εβδομάδας, με 10.000 εισιτήρια και ένα γενικότερο ενδιαφέρον του κοινού απέναντι στο φιλμ, την ιστορία που αφηγείται και φυσικά τον πολύ αγαπητό πρωταγωνιστή. Ευχόμαστε να έχει πόδια, το αξίζει.
Μιλώντας για πόδια: το “Ατίθασο Ρομπότ” στην 7η εβδομάδα του στις αίθουσες μαζεύει ακόμα κόσμο, με 5.000 εισιτήρια να αθροίζονται καθώς φτάνει στα 85.000 συνολικά. Χαμηλό άνοιγμα αλλά εξαιρετικό κράτημα για μια ταινία κερδίζει τους θεατές.
Οι ταινίες της εβδομάδας
Megalopolis
(Φράνσις Φορντ Κόπολα, 2ω18λ)
***½
«Ένα ρωμαϊκό έπος σε μια σύγχρονη Αμερική της φαντασίας». Στην πόλη της Νέας Ρώμης, ο οραματιστής αρχιτέκτονας Σίζαρ Κατιλίνα (Άνταμ Ντράιβερ) έχει τη μυστηριώδη ικανότητα να ελέγχει τον χρόνο και προσπαθεί, με τη χρήση ενός ισχυρού μετάλλου, να χτίσει την ουτοπική κοινωνία του μέλλοντος. Απέναντί του όμως, ο συντηρητικός δήμαρχος Φράνκλιν Σίσερο (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο) προβάλλει όλες τις αντιστάσεις που συχνά η ανθρωπότητα δείχνει απέναντι στην πρόοδο. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη ενώ γύρω τους, η (Νέα) Ρώμη κινδυνεύει με πτώση.
Το θρυλικό (ή μάλλον και διαβόητο πια) έπος ζωής του Φράνσις Φορντ Κόπολα, μια ταινία που ο θρυλικός σκηνοθέτης οραματιζόταν από τα μέσα των ‘70s και που έγινε επιτέλους πραγματικότητα αυτοχρηματοδοτούμενη με όρους απόλυτης καλλιτεχνικής ελευθερίας, έξω από το στουντιακό σύστημα. Ανεξέλεγκτος πλέον, και σε μια εκτεταμένη δημιουργική περίοδο όπου επιλέγει να λειτουργεί περίπου ως αντι-αφηγητής (βλέπε και τις άλλες ταινίες του στον 21ο αιώνα, όπως το “Twixt” ή το “Tetro”), λέγοντας ιστορίες έξω τα πλαίσια της ακαδημαϊκής δομής , στο “Megalopolis” τον συναντάμε με μια διάθεση να θρυμματίσει το σινεμά σε καρέ-σωματίδια και να το ανασυνθέσει ως μια διαδοχική από σοκ, ιδέες και εικόνες.
Ο Σίζαρ Κατιλίνα, δηλαδή ο Κόπολα, είναι ένας οραματιστής που θέλει να έχει τον έλεγχο του χρόνου και της Ιστορίας – όχι προς κέρδους του ίδιου, αλλά της ανθρωπότητας. Ο Κόπολα με τη σειρά αποκτά κι αυτός έλεγχος του χρόνου και της ροής του, κάτι που είχε έτσι κι αλλιώς ως αφηγητής, αλλά εδώ μοιάζει να ανατινάζει στον αέρα χρονικά και ρυθμικά σύνορα, εποχές, επιρροές, παρελθόν και μέλλον, σαν το “Megalopolis” να ήταν μια συμπύκνωση της ανθρώπινης Ιστορίας – και της ανθρώπινης σύγκρουσης.
Εμπνέεται από Έσσε και Γκαίτε, από τον sci-fi εξπρεσιονισμό του Φριτζ Λανγκ και την οπερατική ένταση και δομή του Βάγκνερ, από την πολιτική ιστορία της αρχαίας Ρώμης και από το ρετρό μέλλον που φανταζόταν η ανθρωπότητα πίσω στα ‘50s. Συνθέτει αναλογίες και αλληγορίες του παρελθόντος πάνω σε ένα παραμυθένιο μέλλον που μοιάζει σα να ρέει, με κατασκευασμένα οπτικά εφέ, με μικρογραφίες και οπτικές απάτες, με εκτυφλωτικές επιφάνειες. Με φρενήρη split screens να ενώνουν τη διαρκή δράση, τις περιοχές και τους χαρακτήρες, και με ένα μπαμπαδίστικο χιούμορ να βρίσκει τη θέση του δίπλα σε έμμετρους διαλόγους παιγμένους εξίσου με στόμφο και με ασόβαρη διάθεση.
Όλα αυτά δένονται, μαζί με πολλές διάσπαρτες απερίγραπτες εικόνες, ιδέες και χαρακτήρες, και με επιμέρους στοιχεία κριτικής ανάγνωσης μιας κοινωνίας σε σήψη (τα media που κυνηγούν τον πλούτο και την ισχύ, η διαφθορά, η κραιπάλη) σε ένα παροξυσμικό αποτέλεσμα που δε μοιάζει να πατά στην παραμικρή αναγνωρίσιμη αφηγηματική δομή ή αισθητικό σημείο αναφοράς. Δε μοιάζει, δεν κινείται, δεν ακούγεται σαν απολύτως τίποτα αναγνωρίσιμο – θα λέγαμε εν μέρει επειδή ο 85χρονος Κόπολα έχει προ πολλού πάψει να ενδιαφέρεται για τα βασικά, δομικά, ακαδημαϊκά υλικά μιας κινηματογραφικής παραγωγής, κι εν μέρει επειδή η ιδέα για μια τέτοια ταινία είναι, ακριβώς, το να μην προσφέρει την παραμικρή αναγνωρίσμα ασφαλή εμπειρία.
Που είναι ένας τρόπος να πούμε: Τολμήστε το μόνο αν νιώθετε αρκετό θάρρος και τόλμη (και πιθανώς αγάπη για τον Κόπολα).
Φιλοσοφικά, το “Megalopolis” φλερτάρει ίσως υπερβολικά με μια α λα Άυν Ραντ οπτική του κόσμου αλλά εν τέλει αγκαλιάζει μια πιο βαθιά ουμανιστική ανάγνωση: για τον Κόπολα ο άνθρωπος είναι ένα de facto καλλιτεχνικό, δημιουργικό ον που πρέπει απλώς να πιστέψει ότι αξίζει ένα λαμπρό μέλλον. Οι αυτοκρατορίες, λέει εξάλλου, πέφτουν όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν σε αυτές. Και μπορεί η ταινία του να απέχει πολύ από την αναγνωρίσιμη στόφα των αριστουργημάτων του (μπορεί καν να μην το επιδιώκει), αλλά χαιρόμαστε πολύ που, τουλάχιστον ο ίδιος ο Κόπολα, πίστεψε τόσο πολύ.
Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ: Τι γράψαμε για το “Megalopolis” λίγες ώρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα συνομιλεί με το News24/7
Tack
(Βάνια Τέρνερ, 1ω36λ)
***½
Μια από τις εντονότερες ταινίες του φετινού φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν το “Tack” της Βάνιας Τέρνερ, ένα ντοκιμαντέρ που ακολουθεί από πρώτο πρόσωπο τον δικαστικό αγώνα της Αμαλίας Προβελέγγιου απέναντι στον κατηγορούμενο για βιασμό προπονητή της στην ιστιοπλοΐα, για «ψυχολογική και σεξουαλική βία» μέχρι κι όταν εκείνη ήταν 14 χρονών.
Η κάμερα της Τέρνερ ακολουθεί την Αμαλία αλλά και την Ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου (που έδωσε δύναμη και στήριγμα στην Αμαλία χάρη στον δικό της αγώνα) μέσα από όλη αυτή την διαδικασία. Όχι απλά μέσα από τις λεπτομέρειες ενός δικαστικού αγώνα, αλλά και την προσπάθεια να επέλθει μια οριστική αλλαγή στο σύστημα, τόσο όσο αφορά το νομικό πλαίσιο (και το πότε ας πούμε παραγράφεται ένα τέτοιο αδίκημα) όσο και τις αντιλήψεις που συναντάμε γύρω μας – και ακόμα και μες στα τείχη του δικαστηρίου.
Υπάρχει κάτι το συνταρακτικό στο να βλέπεις πρόσωπα να ξεσπάνε λυτρωτικά απέναντι, απλώς, στην αναγνώριση του πόνου και τραύματος που έχουν υποστεί. Το «ζήσε τη ζωή σου» της μητέρας της Αμαλίας μέσα από το τηλέφωνο ύστερα από την απόφαση του δικαστηρίου δε γίνεται να μη σε στιγματίσει: Μια στιγμή ανάμεσα σε γυναίκες που είχαν καθηλωθεί κατά κάποιο τρόπο στο χρόνο, χάρη στις πράξεις ενός εγκληματία τον οποίο η κοινωνία ως εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόταν καν να δει ως τέτοιον.
Τα όσα ακούγονται στη διάρκεια της εκδίκασης είναι σοκαριστικά αλλά μπορούν να μας ανοίξουν και τα μάτια ως προς την στρεβλότητα πολλών κυρίαρχων (συστημικών) αντιλήψεων. Υπάρχει μια στιγμή που η υπεράσπιση ζητά από την Αμαλία να απολογηθεί για τις πράξεις του αποπλανητή ανηλίκου, και ενώ ακούγονται φράσεις όπως «αγάπη», «έρωτας», «πρόθεση γάμου» σε σχέση με την σεξουαλική επαφή ενός άντρα με ένα παιδί.
Ένα ντοκιμαντέρ που εκμεταλλεύεται ακαδημαϊκά τη φόρμα για να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως καταγραφή, ως κοινωνική ακτινογραφία αλλά και ως ηλεκτρισμένης αμεσότητας έργου χαρακτήρων. Επιτυγχάνει σε όλα.
Η Επιστροφή
(“The Return”, Ουμπέρτο Παζολίνι, 1ω56λ)
**
Δέκα χρόνια μετά το τέλος του τρωικού πολέμου, ο Οδυσσέας έχει επιστρέψει πίσω στην Ιθάκη όπου όμως είναι σαν ξένος – κανείς δεν τον αναγνωρίζει, και όσα έχει ζήσει μεταδίδονται πλέον στόμα με στόμα σαν λαϊκή δοξασία. Το παλάτι του είναι διαλυμένο. Στην αυλή, οι μνηστήρες σαν τα κοράκια περιμένουν την Πηνελόπη να διαλέξει ποιος, ανάμεσά τους, θα την παντρευτεί και θα κάτσει στο θρόνο.
Έχει πάντα ενδιαφέρον ως προσέγγιση διασκευής η εστίαση σε ένα κεφάλαιο κάποιου κειμένου πηγής – το έχουμε δει πρόσφατα σε μεταφορές από το τρόμου “Demeter: Η Αφύπνιση του Κακού” ως το αλμοδοβαρικό “Διπλανό Δωμάτιο”. Εδώ ο Ουμπέρτο Παζολίνι (ανιψιός του Λουκίνο Βισκόντι!) μεταφέρει στην οθόνη την τελευταία μόνο πράξη της Οδύσσειας, εστιάζοντας στο βασίλειο σε παρακμή και στο ο πόλεμος και τα ανδραγαθήματα του λαϊκού θρύλου αντηχούν σε ένα παρόν όπου σχεδόν απουσιάζει η ζωή και η βλάστηση.
Καλλιτεχνικά και θεωρητικά μια τέτοια ταινία παρουσιάζει κάτι ενδιαφέρον και πολιτικό, ειδικά στις πλάτες ενός φανταστικού Ρέιφ Φάινς ως απόλυτα γήινο, γερασμένο Οδυσσέα. (Πηνελόπη είναι η Ζιλιέτ Μπινός.) Όμως στην πράξη η εκτέλεση προδίδει τους πάντες, με ατυχή καδραρίσματα που είναι άλλοτε πρόχειρα κι άλλοτε αποτυγχάνουν στην δημιουργία έντασης ή λυρισμού, με μια στάσιμη δραματουργία και τελικά με ένα έλλειμμα αισθητικής – που είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την ελλειπτική αισθητική, στην οποία εδώ στοχεύει ο Παζολίνι. Η ταινία σε πολλά σημεία μοιάζει, πολύ απλά, με φτηνή παράσταση.
Heretic
(Μπράιαν Γουντς & Σκοτ Μπεκ, 1ω51λ)
**
Το πολυδιαφημισμένο κλειστοφοβικό φιλμ τρόμου της Α24 παγιδεύει δύο νεαρές μορμόνες ιεραποστόλους στο μυστηριώδες σπίτι ενός αινιγματικού άντρα (ο Χιου Γκραντ χρησιμοποιεί την γεμάτη μανερισμούς και χαριτωμενιά περσόνα του ως όργανο απειλής πλέον, σε μια πολύ δυνατή ερμηνεία) ο οποίος παίζει ένα δικό του παιχνίδι χειραγώγησης και ψυχολογικού τρόμου.
Η ταινία πιστεύει στο να σου δείχνει ευθέως την απειλή ζητώντας να εφαρμόσεις σε αυτή τα δικά σου πιστεύω –όπως κι οι δύο ηρωίδες– αλλά πάσχει από μια ακατάσχετη φλυαρία και μια τάση να φέρεται σε στοιχειώδεις διαπιστώσεις ως κάτι το συνταρακτικό. Η γεωγραφική εκμετάλλευση του χώρου έχει ενδιαφέρον και η σκηνοθεσία έχει νεύρο χωρίς να στηρίζεται διαρκώς σε ευκολίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι λίγο σαν οι “Μάρτυρες” του Πασκάλ Λοζιέ να ήταν πόντκαστ του Ρίκι Ζερβέ.
Bird
(Άντρεα Άρνολντ, 1ω59λ)
***
Ένα νεαρό κορίτσι ζει μαζί με τον πατέρα της σε μια κατάληψη κάπου στην αγγλική αποκέντρωση. Παραλημένη από τον πατέρα της (Μπάρι Κέογκαν), η μικρή θα αναζητήσει την επικοινωνία και τη ζεστασιά που της προσφέρει η γνωριμία με έναν αποξενωμένο άντρα (Φραντζ Ρογκόφσκι) – που κι εκείνος φυσικά κάποια πληγή του, κάποιο κομμάτι της ταυτότητάς του θέλει να βρει.
Πολύ καλοπαιγμένο από το σύνολο του καστ, με σπουδαία μουσική από τον Burial που εφορμά κατευθείαν στην καρδιά, με την κατανόηση που πλέον έχουμε μάθει να περιμένουμε από το σινεμά της Άντρεα Άρνολντ καθώς κινηματογραφεί ανθρώπους έξω από τον αστικό ιστό, και με ένα ρισκαδόρικο φινάλε που αψηφά τα σύνορα αλληγορίας και ρεαλισμού. Η ταινία δεν απογειώνεται (χεχ) στα αλήθεια, και υπάρχουν στιγμές που μοιάζει σα να πήγαν όλοι σε γύρισμα χωρίς να ξέρουν τι είχαν να γυρίσουν εκείνη τη μέρα, αλλά το σύνολο λειτουργεί – αν μη τι άλλο, 100% συναισθηματικά.
Βαϊάνα 2
(“Moana 2”, Ντέιβιντ Ντέρικ Τζούνιορ, Τζέισον Χαντ, Ντέινα Λεντού Μίλερ, 1ω40λ)
**
Έχοντας λάβει ένα απρόσμενο μήνυμα από τους προγόνους της, η Μοάνα (συγγνώμη, “Βαϊάνα”) πρέπει να ταξιδέψει μακριά στις επικίνδυνες θάλασσες της Ωκεανίας ώστε να βρει ένα θρυλικό χαμένο νησί που κάποτε λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης των λαών της Πολυνησίας – αλλά το καταράστηκε ένας εκδικητικός θεός που ήθελε τους ανθρώπους χωρισμένους, και το βύθισε στα βάθη του ωκεανού.
Ωραία χρώματα και αγαπημένοι χαρακτήρες που επιστρέφουν από την υπέροχη ορίτζιναλ ταινία των θρύλων του animation Τζον Μάσκερ και Ρον Κλέμεντς (“Αλαντίν”, “Η Μικρή Γοργόνα”), θα διασκεδάσουν τους νεαρούς θεατές. Όμως η απουσία των βασικών δημιουργικών δυνάμεων του υπερ-επιτυχημένου πρώτου φιλμ (τόσο των δύο σκηνοθετών, όσο και του Λιν Μανουέλ Μιράντα στα τραγούδια) είναι εμφανής: η πλοκή είναι μια άνευρη συρραφή επεισοδίων δίχως ρυθμό, δεν υπάρχει φαντασία, γοητεία ή συναίσθημα (σίγουρα όχι στο βαθμό του πρώτου φιλμ), ενώ τα τραγούδια ξεχνιούνται στο λεπτό. Πρόχειρο σίκουελ για ένα από τα καλύτερα φιλμ του ντισνεϊκού animation.
Ακόμα κυκλοφορεί
Ρισελιέ: Μετά από έναν άσχημο χωρισμό, η Αριάν μετακομίζει στο σπίτι και παίρνει δουλειά ως διερμηνέας για εποχιακούς μετανάστες. Η Αριάν πρέπει να αποφασίσει πόσο μακριά είναι πρόθυμη να φτάσει για να μιλήσει ενάντια στην αδικία.