Νέες ταινίες: Το λογοτεχνικό “Θηρίο” με τη Λέα Σεϊντού και η ακτιβιστική κραυγή “Καμιά Άλλη Γη” από την Παλαιστίνη
Διαβάζεται σε 14'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 17 Οκτωβρίου 2024 07:38
Με το box office να βουλιάζει χάρη στα λιγοστά εισιτήρια που έκοψαν σε πάρα πολλές αίθουσες το “Τζόκερ: Τρέλα για Δύο” (αναμενόμενο, μετά το επιθετικά αρνητικό word of mouth) και το “Ατίθασο Ρομπότ” (δυστυχώς, γιατί η ταινία είναι υπέροχη και ελπίζουμε να βρει χρόνο και στήριξη για να δείξει τις αντοχές της), περνάμε τώρα ξανά στην γνώριμη τακτική της μιας ντουζίνας νέων ταινιών ανά εβδομάδα.
17.000 εισιτήρια το “Τζόκερ” σε 186 αίθουσες, 16.000 το “Ατίθασο Ρομπότ” σε 150, ήταν το χαμηλών πτήσεων 1-2 στα ταμεία. Μετά από αυτή την πολύ άσχημη εισπρακτικά εβδομάδα, και με τις Νύχτες Πρεμιέρας να ολοκληρώνονται, περνάμε σε μια εβδομάδα αληθινού παροξυσμού, καθώς τις 11 νέες ταινίες(!) στις αίθουσες έχουν να συναγωνιστούν και μπόλικες φανταστικές νέες διοργανώσεις, φεστιβάλ και αίθουσες που ζητούν την προσοχή σας.
Την αξίζουν την προσοχή σας όλα αυτά, όμως το τι και αν θα ξεχωρίσει θα φανεί στο χειροκρότημα. Κι ελπίζουμε οι πολλές αληθινά εξαιρετικές προτάσεις να μη χαθούν μέσα στην ανελέητη υπερπροσφορά.
Οι ταινίες της εβδομάδας
Το Θηρίο
(“The Beast / La Bete”, Μπερτράν Μπονελό, 2ω26λ)
****½
Στο (κοντινό) μέλλον, κυριευμένο από την τεχνητή νοημοσύνη, και με τα ανθρώπινα συναισθήματα να θεωρούνται απειλή, η Γκαμπριέλ (Λέα Σεϊντού) θα πρέπει να εκμηδενίσει τα πάθη της εξαγνίζοντας το DNA της, κάτι που θα επιτευχθεί πηγαίνοντας πίσω στις παλιές ζωές της. Συναντά τον Λούις, τον μεγάλο της έρωτα, πρώτα στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία εν μέσω μιας πλημμύρας, κι έπειτα στο Λος Άντζελες του 2014, μέσα από οθόνες κι υπό την απειλή μιας έκρηξης βίας. Τι θα σημαίνει αυτό για τη νέα τους συνάντηση, μερικές δεκαετίες από τώρα;
Ο Μπερτράν Μπονελό (“Saint Laurent”, “Zombi Child“) διασκευάζει με πολύ ελεύθερο τρόπο το “Θηρίο στη Ζούγκλα” του Χένρι Τζέιμς, από το οποίο αντλεί την πρώτη χωροχρονική τοποθέτηση δύο εραστών που διαρκώς έρχονται κοντά όμως πάντα κάποια τραγωδία, κάποιος φόβος, τους κρατά μακριά διαμέσου των αιώνων. Κρατά από τη νουβέλα τους χαρακτήρες, τους διαλόγους, τους μανερισμούς – και επεκτείνει την αίσθηση μελαγχολίας, απώλειας, φόβου και αγάπης μερικούς αιώνες παρακάτω. Φτάνοντας στο σήμερα, κι από εκεί, στο μέλλον. Κάνοντας τους ήρωες του Χένρι Τζέιμς να μοιάζουν με άβαταρς δυο εραστών χαμένων σε μια χωροχρονική δίνη.
Ο σταθερός συνεργάτης του Μπονελό, διευθυντής φωτογραφίας Ζοσέ Ντεσέζ (που έχει γυρίσει και το λεπτοδουλεμένο “Περάσματα” του Άιρα Σακς), στήνει αισθητικά την κάθε εποχή με διαφορετικούς κώδικες, με ζεστασιά ή ψυχρότητα. Η Λέα Σεϊντού είναι μαγευτική αλλά και σαν γεμάτη μυστικά, μοιάζοντας να ανήκει σε όλες τις εποχές και σε καμία, κι ο Τζορτζ Μακάι φέρνει μια καθηλωτική ένταση σε όλες του τις ενσαρκώσεις. Καθώς η ιστορία ενός έρωτα –κι άρα ενός φόβου που πάει πάντα μαζί– διαπερνά τις εποχές, τη λογική και τις συμβάσεις.
Εικόνες δημιουργούνται και διαλύονται μπροστά στα μάτια μας, επαναλαμβάνονται, επιστρέφουν και αναπαράγονται καθώς φόβος και μοναξιά περικυκλώνουν δύο εραστές που νιώθουν κάπου βαθιά μέσα τους, ενστικτωδώς, πως βρίσκονται διαρκώς ο ένας στο βαρυτικό πεδίο έλξης της άλλης, ακόμα κι αν δεν μπορούν να κατανοήσουν πλήρως το γιατί. Σε μια σχέση που μοιάζει θρυμματισμένη αλλά (ταυτόχρονα) και αναπόφευκτη σε όλες τις στιγμές της, σαν ο πόνος ενός συναισθηματικά βωβού μέλλοντος να αντηχεί προς τα πίσω στους αιώνες. Σαν το παρόν, σαν το τωρινό μας βίωμα, να μην είναι παρά μια ανάμνηση του μέλλοντος.
Το “Θηρίο”, ακατηγοριοποίητο, τολμηρό και ενίοτε αβέβαιο ακόμα και για τον ίδιο τον εαυτό του, είναι μια ερωτική ιστορία που αφορά την ίδια τη μυθολογία –και τη δημιουργία– των ερωτικών ιστοριών: Η ταινία ξεκινά με τη Σεϊντού να παίζει μπροστά σε green screen μια πολύ μετέπειτα κομβική σκηνή, ενώ αργότερα στην ταινία γινόμαστε μάρτυρες της δημιουργίας και της κυριολεκτικής καταστροφής ενός αποθέματος από κούκλες φτιαγμένες από σελιλόιντ.
Την ίδια ώρα, ένα πατροπαράδοτο κουστουμάτο ρομάντσο των αρχών του 20ου αιώνα δίνει τη θέση του σε ένα αναγνωρίσιμα 21ου αιώνα πάθος μονομανίας, με έναν μισογύνη incel να κυκλώνει εμμονικά εκείνη τη μία γυναίκα: Ο χαρακτήρας του Μακάι στο 2014 είναι βασισμένος στον αληθινό δολοφόνο Έλιοτ Ρότζερ, με τον Μπονελό να τοποθετεί έναν τέτοιο χαρακτήρα, με ακραίο θράσος, στο μέσον μιας ιστορίας συναισθηματικής απώλειας. Εδώ η σχέση παύει να είναι ρομαντική και γίνεται βιαίως απονεκρωμένη. Τα συναισθήματα σαν χαμένη γλώσσα. Σαν ξεχασμένο ξόρκι.
Ο Μπονελό τοποθετεί αυτή την (μισογύνικη) βία μέσα στο πλαίσιο μιας εξελικτικής «τελειοποίησης», το οποίο είναι μια απλά ακραία και φοβερά τολμηρή θέση να πάρει κανείς. Συνθέτει μια κοφτερή, άναρχη ελεγεία πάνω στην (αναπόφευκτη;) εκρίζωση των συναισθημάτων, μοιάζοντας τελικά με αμέτρητους θρυμματισμένους εφιάλτες αν είχαν μπλεχτεί με όνειρα, μέχρι που κανείς πια δε θα μπορούσε να διαχωρίσει τα στοιχεία μεταξύ τους. Δίνοντας ως αποτέλεσμα κάτι αιχμηρά ονειρικό, βαθιά πονεμένο, και νοσταλγικό για ένα μέλλον που δεν θα έρθει ποτέ.
Το πείραμά του είναι ένα από τα αγνότερα άφοβα (καταφέρνοντας να είναι επιθετικό και ευαίσθητο την ίδια στιγμή) δείγματα σινεμά των ‘20s, ένας άξιος και σπάνια ειλικρινής απόγονος της εφιαλτικής συναισθηματικότητας του “Twin Peaks: The Return” του Ντέιβιντ Λιντς. Ο Μπονελό απολαμβάνει να παίζει με τα είδη, από το ρομάντσο εποχής με τις περιορισμένες κινήσεις και τους αυστηρούς διαλόγους, μέχρι την επιστημονική φαντασία, το σλάσερ και την ποπ εικονογραφία και μουσική του 20ου αιώνα. Βάζει στο μπλέντερ από “Mulholland Drive” μέχρι “San Junipero”, από Κιούπρικ μέχρι Χένρι Τζέιμς, αλλά φτιάχνει κάτι που όμοιό του τελικά δεν έχουμε δει. Ο διαπεραστικός τρόμος και η παθιασμένη καρδιά αυτού του μοναδικού φιλμ συγκρίνεται μόνο με την μελαγχολία του.
Kneecap
(Ριτς Πέπιατ, 1ω45λ)
***½
Σεξ, ναρκωτικά και ιρλανδικό χιπ-χοπ. Μια μπάντα περιθωριακών τύπων από το Μπέλφαστ τραγουδούν στα ιρλανδικά καθώς μαίνεται το ντιμπέιτ σχετικά με τη χρήση ή μη της τοπικής (σχεδόν εξαφανισμένης) διαλέκτου. Οι Kneecaps τραγουδούν για ναρκωτικά, για σεξ και για πάθη, αλλά και εναντίον των άγγλων και κάθε μορφής αποικιοκρατίας. Αυτή η ταινία είναι η βιογραφία τους – ομολογουμένως με μια γενναία δόση μυθοπλασίας, καθώς τα τρία αληθινά μέλη της μπάντας υποδύονται μυθοπλαστικές εκδοχές των εαυτών τους.
Μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες της σεζόν, αυτή η μουσική έκρηξη από την Ιρλανδία καταφέρνει να είναι αναπολογητική (ποτέ δεν τιμωρεί ούτε δασκαλεύει τους ήρωές της για τις επιλογές τους, ναρκωτικών συμπεριλαμβανομένων) δίχως να μοιάζει ανυπόφορα υπεράνω την ίδια στιγμή. Ταινία του λαού λοιπόν; Απολύτως.
Το “Kneecap” μπορεί να αφορά τη χιπ-χοπ αλλά η διάθεσή του είναι απολύτως πανκ, στοχεύοντας τη Θάτσερ με darts, κραδαίνοντας περήφανα τη σημαία της Παλαιστίνης, και τοποθετώντας τον εαυτό του απέναντι σε κάθε τι εκμεταλλευτικό ή συστηματικό. Οι ρυθμοί είναι εκρηκτικοί, με παιχνιδιάρικες λεπτομέρειες να γεμίζουν διαρκώς την οθόνη, με τη μουσική της μπάντας να ξεσηκώνει, και τίποτα να μη θυσιάζεται στο βωμό του καθωσπρεπισμού.
Όταν μια ακτιβίστρια για τη χρήση της ιρλανδικής γλώσσας λέει στους Kneecap πως πρέπει να σταματήσουν αυτό που κάνουν (καθώς η ιρλανδική γλώσσα συνδέεται έτσι με την εμπρηστική χρήση της από τη δημοφιλή μπάντα), εκείνοι της απαντούν πως «η ιρλανδική γλώσσα είναι σαν το τελευταίο ντόντο πίσω από ένα προστατευτικό τζάμι» και πως ήρθε η ώρα αυτό το τζάμι να σπάσει. Το “Kneecap” δείχνει έμπρακτα το πώς κάτι σημαντικό και σκεπτόμενο μπορεί να μοιάζει την ίδια στιγμή κι απολύτως ξεσηκωτικό.
Καμία Άλλη Γη
(“No Other Land”, Μπάσελ Άντρα, Χαμντάν Μπαλάλ, Ρέιτσελ Ζορ, Γιουβάλ Άμπραχαμ, 1ω32λ)
***
Για περισσότερα από 5 χρόνια ο παλαιστίνιος ακτιβιστής Μπάζελ Άντρα, με την απρόσμενη βοήθεια ενός ισραηλινού δημοσιογράφου που τον συνοδεύει στον αγώνα του, κινηματογραφεί την καταστροφή της περιοχής Μάσαφερ Γιάτα της Δυτικής Όχθης. Ένα ντοκιμαντέρ που βραβεύτηκε και συντάραξε το φετινό φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ κέρδισε και τη Χρυσή Αθηνά ντοκιμαντέρ στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.
Ένα ηλεκτρισμένο ακτιβιστικό ντοκιμαντέρ που χρονολογεί την καταστροφή μιας ιστορικής περιοχής της Δυτικής Όχθης από τον ισραηλινό στρατό, που λειτουργεί έξω από πλαίσια δικαίου και ηθικής. Η καταστροφή καταγράφεται από κάμερες και διαπερνά τις γενεές – μια αληθινά φρικτή διαπίστωση. Ένας γιος οργανώνει διαμαρτυρίες την ώρα που αφηγείται πάνω σε ντοκουμέντα του πατέρα του, που αντιστεκόταν στην ίδια καταστροφή, χρόνια πριν.
Το απαρτχάιντ που επιβάλει το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη ξεδιπλώνεται μέσα από μια ιστορία διαγενεακής αντίστασης σε μια παράλογη και ανιστόρητη πράξη καταστροφής διαρκείας. Η αμεσότητα του ντοκιμαντέρ το κάνει καίριο και απαραίτητο σε κάθε περίπτωση, απλώς θα ήταν ακόμα σημαντικότερο αν υπήρχε και ένα πιο έντονα πολιτικοποιημένο πλαίσιο στην καταστροφή που παρακολουθούμε.
Μέσα στο πλαίσιο του “Καμιά Άλλη Γη”, ο ισραηλινός στρατός μοιάζει σαν κάποια παράλογη δύναμη φυσικής καταστροφής. Λίγο περισσότερο πολιτικό υπόβαθρο θα ήταν πολύ καλοδεχούμενο, ειδικά την ώρα που στην περιοχή μαίνεται γενοκτονία υπό την ανοχή (ή και ευθεία στήριξη) της Δύσης. Όμως ακόμα κι έτσι, αυτό το μοναδικό ντοκουμέντο αποτελεί must-see. Διότι μια γη, μια Ιστορία, ένας λαός καταστρέφονται – και η κάμερα είναι εκεί, αν μη τι άλλο, για να δηλώσει μάρτυρας.
The Apprentice
(Άλι Αμπάσι, 2ω)
**½
Ο νεαρός Ντόναλντ Τραμπ (Σεμπάστιαν Σταν), ανυπομονώντας να γίνει διάσημος ως γόνος μιας πλούσιας οικογένειας στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970, σαγηνεύεται από τον Ρόι Κον (Τζέρεμι Στρονγκ), τον αδίστακτο δικηγόρο που βοήθησε να δημιουργηθεί ο Τραμπ του σήμερα. Ο Κον βρίσκει στο πρόσωπο του Τραμπ τον ιδανικό μαθητευόμενο – κάποιον με ωμή φιλοδοξία, δίψα για επιτυχία και τη θέληση να κάνει ό,τι χρειαστεί για να τα καταφέρει. Από τον Αλί Αμπάσι του “Ιερή Αράχνη”.
Ο Τραμπ του Σεμπάστιαν Σταν χτίζεται σταδιακά προς αυτό που ξέρουμε σήμερα, κι ο ηθοποιός μοιάζει προσεκτικά να χτίζει κι εκείνος τους μανερισμούς. Κάτι που είναι απλά μια γνώριμη συλλαβή στην αρχή της ταινίας μπορεί να μοιάζει να ένα ολόκληρο γνώριμο ξέσπασμα στο τέλος. Απέναντί του στην ταινία, ο Ρόι Κον ερμηνεύεται εφιαλτικά από τον Τζέρεμι Στρονγκ του Succession. Ο Στρονγκ έχει κάτι το νεκρικά απόκοσμο στο πώς κινείται και πώς μιλάει κάνοντας με έναν παράδοξο τρόπο τον Ρόι Κον να μοιάζει με το κρυφό κέντρο του φιλμ κι αναμφίβολα το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του.
Η κατά Κον αφήγηση του Τραμπ είναι μια από τις ενδιαφέρουσες παράλληλες οπτικές που θα έκαναν το φιλμ πολύ πιο ενδιαφέρον, διότι εν τέλει αυτή η συμβατική αφήγηση δεν έχει και πολλά να πει. Ο Αμπάσι διαλέγει αναμενόμενα φίλτρα και ήχους που παραπέμπουν στην περίοδο, δραματοποιεί λήμματα της wikipedia ως αφήγηση και παραθέτει πολλά εύκολα, μικρά και προφανή σημεία αναφοράς ως κλεισίματα ματιού προς το κοινό. Είναι μια κλασική ιστορία παράλληλης πτώσης και ανόδου, μια ιστορία για το πώς ο προστατευόμενος ξεπερνάει τον μέντορα, ένα προφίλ χαρακτήρα χωρίς κάποια αληθινά ενδιαφέρουσα οπτική γωνία ή σκέψη, όλα παντρεμένα σε ένα.
Στα περιθώρια αυτής της ιστορίας υπάρχουν κάποια ψήγματα ιδεών για το πώς τα μίντια έπαιξαν ρόλο στην άνοδο του Τραμπ αποκτώντας μια παρασιτική σχέση μαζί του. Ακόμα περισσότερο, το πώς ο Τραμπ υπήρξε κάτι σαν την σκοτεινή έκκληση του αμερικάνικου ονειρού από την κόλαση, με τον Τραμπ σαν καταστροφικό πνεύμα, σαν τη μαύρη τρύπα στην καρδιά της σύγχρονης Δύσης. Κάθε παθογένεια, εμμονή, και απανθρωπιά, σε μια φιγούρα.
Δεν είναι καθόλου κακό το αισθητικό αποτέλεσμα, απλά στηρίζει μια ταινία που δεν ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει με αυτό. Η προσέγγιση του Άλι Αμπάσι έχει ως αποτέλεσμα μια καλοφτιαγμένη ταινία που μας αφήνει όμως να αναρωτιόμαστε αν υπήρχε κάτι στα αλήθεια να ειπωθεί εδώ. Η παθολογία Τραμπ (διότι περί παθολογίας πρόκειται) προσφέρεται για ιστορίες πολύ πιο ενδοσκοπικές, πιο τρομακτικές, πιο αστείες.
Αναλυτική κριτική: Από την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες
Συνέντευξη: Ο Σεμπάστιαν Σταν κι ο Τζέρεμι Στρονγκ μιλούν για το φαινόμενο Τραμπ
Smile 2
(Πάρκερ Φιν, 2ω7λ)
**½
Ενώ ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια νέα παγκόσμια περιοδεία, η παγκόσμια ποπ σταρ Σκάι Ράιλι (Ναόμι Σκοτ) αρχίζει να βιώνει όλο και πιο τρομακτικά και ανεξήγητα γεγονότα. Συγκλονισμένη από την κλιμακούμενη φρίκη και την πίεση της φήμης, η Σκάι αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το σκοτεινό παρελθόν της για να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής της ενώ όλα μοιάζουν να διαλύονται γύρω της.
Σίκουελ την υπερ-επιτυχημένης ταινίας τρόμου “Smile” με την ιστορία να μετατοπίζεται πλήρως σε ένα διαφορετικό σετ χαρακτήρων και ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό. Η προσπάθεια του σκηνοθέτη Πάρκερ Φιν να επαναδιατυπώσει τη «μυθολογία» του “Smile” μέσα από τον κόσμο της φήμης έχει ενδιαφέρον: Εκφράζει τον πόνο και το αυτοκαταστροφικό μίσος ως αληθινά τέρατα, μαζί με κάμποσες αξέχαστες σκηνές – όπως αυτή της ομαδικής επίθεσης στο διαμέρισμα της Σκάι.
Η ταινία είναι αρκετά μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε, εξηγώντας παράλληλα με μεγάλη ακρίβεια κανόνες που δεν έχουν εν τέλει και τόση σημασία. Δεν είναι πως περισσεύει κάποια συγκεκριμένη σκηνή ή ιδέα, αλλά το σύνολο (καθώς οδηγεί προς το πολύ δυνατό φινάλε κιόλας) θα το θέλαμε πιο άμεσο.
Η Ηλιαχτίδα Μου
(“My Sunshine / Boku no Ohisama”, Χιρόσι Ουκαγιάμα, 1ω40λ)
***
Μια τρυφερή ιστορία αγάπης, μαγευτική μέσα στην απόλυτη απλότητα και αυθεντικότητά της, από το νέο κύμα του Ιαπωνικού σινεμά. Δύο νεαροί πατινέρ με πολικά αντίθετη προσωπικότητα, συνεργάζονται για να προπονηθούν για ένα ντουέτο καλλιτεχνικού πατινάζ, με τον όλο και εντονότερο δεσμό τους να θολώνει τα όρια, καθώς γύρω ξεδιπλώνεται ο χειμώνας.
Τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης σε χειμερινό φόντο, με το χιόνι να σηματοδοτεί την αλλαγή των εποχών και το πέρασμα του χρόνου μπροστά σε ζεστές αποχρώσεις και ευγενή, ψύχραιμα κάδρα. Έχει χαρακτηριστεί και ιαπωνική εκδοχή του Γουές Άντερσον, και μπορείς να δεις το γιατί. Σύνθεση κάδρων, χρώματα, ερμηνείες αλλά κι ένα συναίσθημα έτοιμο να εκραγεί ενώ φαινομενικά δεν υπάρχει καν εκεί.
Ζούμε τη Στιγμή
(Τζον Κρόουλι, 1ω47λ)
**
Η Άλμουτ (Φλόρενς Πιου) και ο Τομπάιας (Άντριου Γκάρφιλντ) έρχονται κοντά μετά από μια αναπάντεχη συνάντηση που αλλάζει τη ζωή τους. Μέσα από στιγμιότυπα της κοινής τους ζωής – ερωτεύονται ο ένας τον άλλον, χτίζουν ένα σπίτι, γίνονται οικογένεια – αποκαλύπτεται μια δύσκολη αλήθεια που ταράζει τα θεμέλια της σχέσης τους.
Ρομαντικό μελόδραμα μέσα από μια αφήγηση χρονικά κατακερματισμένη – ή, αν ένα τραγικό ρομάντσο έπαιρνε τη μορφή του κινηματογραφικού “Cloud Atlas”. Το σπάσιμο του χρόνου όμως εν τέλει δεν ευστοχεί: Η αίσθηση απώλειας κυκλώνει όλη την ταινία, το οποίο δε θα ήταν κακό αν υπήρχε η οποιαδήποτε διακύμανση εντός. Επί της παρούσης, η Φλόρενς Πιου κι ο Άντριου Γκάρφιλντ παίζουν ένα ζευγάρι που μοιάζει μονίμως να αγαπά, να στεναχωριέται και να θυμώνει με τον ίδιο, πάντα, τρόπο.
Η Φλόρενς Πιου ωστόσο είναι και πάλι φανταστική, μοναδική. Όσα δεν σχηματίζει για χάρη των ηθοποιών το σενάριο, τα χαράζει η ίδια από μόνη της στο σελινόντ. Μια ηθοποιός που ποτέ δεν παίζει αναμενόμενα ή επαναλαμβανόμενα – μια ορμητική ενέργεια γεμάτη εκφράσεις και πόνο.
Κυκλοφορούν ακόμη
Σύντομη Ιστορία Μιας Οικογένειας: Ύστερα από ένα ατύχημα, ένα νέο μέλος εισβάλει στην καθημερινότητας μιας μεσοαστικής οικογένειας. Ένα νεαρό αγόρι που αρχικά συστήνεται ως «φίλος», αλλά σταδιακά διεκδικεί όλο και πιο έντονα τη θέση του μοναδικού παιδιού. Ποιο είναι όμως το πραγματικό του κίνητρο;
Η Γιούκου και το Λουλούδι των Ιμαλαϊων: Η Γιούκου, ένα ποντικάκι που ζει με την οικογένειά του στο υπόγειο ενός κάστρου, αποφασίζει να ξεκινήσει ένα τολμηρό ταξίδι αναζήτησης στα Ιμαλάϊα, ψάχνοντας ένα θρυλικό λουλούδι. Παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.
200% Λύκος: Ο νεαρός Φρέντυ εύχεται να γίνει λυκάνθρωπος για να ταιριάξει με την οικογένειά του. Η ευχή του πραγματοποιείται, με την βοήθεια ενός μικρού Φεγγαροπνεύματος που φτάνει κατά λάθος στην Γη. Τώρα ο Φρέντυ και η παρέα του πρέπει να βρουν έναν τρόπο να γυρίσουν το πνεύμα σπίτι του και να αντιμετωπίσουν κάθε απειλή προτού η Γη να συγκρουστεί με το Φεγγάρι! Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων.
The Trust Fall: Julian Assange: Ντοκιμαντέρ για τον άνθρωπο πίσω από τα WikiLeaks και το πού, τελικά, βρίσκεται σήμερα το όριο για την ελεύθερη έκφραση και σκέψη.