Νέες ταινίες: Το “Oldboy” παραμένει μια αξεπέραστη (κινηματογραφική) τραγωδία
Διαβάζεται σε 11'Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 14 Σεπτεμβρίου 2023 07:24
Το “Οπενχάιμερ” συνεχίζει να σκίζει στα ταμεία, τρίτη βδομάδα αισίως αλλά χωρίς δείγματα αληθινής κώπωσης έχει φτάσει τα 325.000 εισιτήρια και κυνηγάει στα ίσα τη “Barbie” που φτάνει σβήνοντας πια τα 450.000 αλλά με έναν έξτρα μήνα στις πλάτες της. Θα είναι δυνατό ντέρμπι, για δύο από τις έτσι κι αλλιώς ταινίες της χρονιάς.
Στην πρώτη θέση στα εγχώρια ταμεία βρέθηκε η “Καλόγρια ΙΙ” εκ του “Conjuring” σύμπαντος, με 55.000 εισιτήρια και μια ακόμα υπενθύμιση του πόσο καλά λειτουργεί ο τρόμος. Καλό νέο λοιπόν και για το τρελού hype “Talk to Me” της Α24 που έχει ήδη σκίσει στο εξωτερικό, και στην Ελλάδα θα μας έρθει αρχές Νοέμβρη τελικά.
Στο καλλιτεχνικό κύκλωμα η “Ανατομία Μιας Πτώσης” πάει καλά περνώντας τις 20.000 εισιτήρια. Ο συνδυασμός δικαστικού θρίλερ με καλές κριτικές και Χρυσού Φοίνικα θα σπρώχνει την ταινία για αρκετό καιρό, ενώ δε θα αργήσει να αναπτύξει και οσκαρικό hype που θα την κρατήσει κι άλλο στην επικαιρότητα.
Αυτή την εβδομάδα δεσπόζουν οι νέες περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρώ και της οικογένειας Πορτόκαλος, αλλά κυκλοφορία της εβδομάδας δε μπορεί παρά να είναι η επανέκδοση ενός από τα απόλυτα κλασικά φιλμ του 21ου αιώνα.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Oldboy
(Παρκ Τσαν-γουκ, 2ω)
*****
Ένα βράδυ καθώς ετοιμάζεται να γυρίσει σπίτι, ο Ντάε-σου απαγάγεται και περνά τα επόμενα 15 χρόνια φυλακισμένος σε ένα δωμάτιο. Όταν τελικά αφήνεται ξανά ελεύθερος, είναι αποφασισμένος να μάθει το γιατί και να πάρει εκδίκηση.
Η ταινία που όχι μόνο έκανε διεθνές όνομα τον Παρκ Τσαν-γουκ αλλά και θεμελίωσε τη θέση του σύγχρονου κορεάτικου σινεμά στο παγκόσμιο στερέωμα. Ο Παρκ Τσαν-γουκ λειτουργεί με τους κώδικες της αρχαίας τραγωδίας ρίχνοντας τους ήρωές του σε μια δίνη που εμπλέκει παιχνίδια ηθικής, ύβρη, τιμωρία και λύτρωση, καταφέρνοντας με έναν μαεστρικό τρόπο να κρατά εν τέλει την ιστορία τους απλή και τους ίδιους σχεδόν αρχετυπικούς στην σαφήνεια των κινήτρων και της οργής τους.
Η ιστορία είναι στημένη σαν ένα τεράστιο μυστήριο, με τον κεντρικό ήρωα να μην γνωρίζει καν τι είναι αυτό για το οποίο τιμωρείται, και μέσω μιας εμμονικής έρευνας να γεμίζει σταδιακά τα κομμάτια του παζλ, για τον ίδιο αλλά και για εμάς τους θεατές. Χάρη και στην βιρτουοζιτέ του Παρκ, αυτό το αίνιγμα μετατρέπεται σε μια καθηλωτική εμπειρία όπου η παραμικρή αποκάλυψη αποκτά διαστάσεις καρμικής οργής, ενός σαρωτικού γεγονότος που δεν μπορεί να περιοριστεί σε κάτι το πεζά γήινο.
Οι εκρήξεις βίας παρουσιάζονται σαν μικρές εξάρσεις στατικότητας, με τον Παρκ να δείχνει αδιανόητο έλεγχο ρυθμού και φόρμας, χωρίς ποτέ να ξεχνά τις ρίζες της ιστορίας ως χάρτινο μάνγκα, αλλά και την μεταφορά του σε έναν κινηματογραφικό χώρο κίνησης και νέων ορίων. Δεν ξεχνά τίποτα από αυτά, και χρησιμοποιεί τα πάντα– η κλασική πια σκηνή της μάχης στον διάδρομο μοιάζει ταυτόχρονα καθηλωτικά κινηματογραφική αλλά και σχεδόν εκτυπωμένη, σα να βλέπεις πάνελ να διαδέχονται το ένα το άλλο.
Ήδη από το πρώτο κυριολεκτικά δευτερόλεπτο της ταινίας έχουμε μια ξεκάθαρα δήλωση προθέσεων από τον Παρκ, ένα απίστευτο άνοιγμα (με τη μουσική να κάνει κρεσέντο ακριβώς τη στιγμή που ο Ντάε-σου εμφανίζεται, σαν σκιά, να κρατάει έναν άνθρωπο πάνω από το κενό) που μπορεί να σε κάνει να θες να πανηγυρίσεις πριν καν η ταινία βγάλει λέξη. Ο ήρωας έχει αναπόσπαστη την προσοχή του θεατή και δίχως δεύτερη κουβέντα, θα πει την ιστορία του. Κι εμείς, καθηλωμένοι, θα την ακούσουμε.
Οι ανατροπές είναι σοκαριστικές, το χταπόδι ζωντανό, ο ρυθμός υπνωτιστικός και οι κορυφώσεις κεντημένες (ούτε που καταλαβαίνεις πώς περνά η ώρα), με χιούμορ, αίμα και τραγικότητα να αγκαλιάζονται σε ένα αρρωστημένο παιχνίδι μυστηρίου και εκδίκησης που τελικά έχει τα κότσια να αναζητά την αθωότητα και τη λύτρωση ακόμα και στα πιο ματωμένα, απάνθρωπα, σκληρά, σκιώδη σημεία. Δίχως αμφιβολία, μια από τις απόλυτα κλασικές ταινίες του 21ου αιώνα, και μια από τις δύο καλύτερες της φιλμογραφίας του Παρκ (μαζί με το έτερο αριστούργημά του, την “Υπηρέτρια”).
«ΟΛΕΣ ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΟΥ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΜΕ ΒΙΑ»: Ο ΠΑΡΚ ΤΣΑΝ-ΓΟΥΚ ΣΤΟ NEWS 24/7
Ανάμεσα στις πιο αγωνιώδεις σκηνές δράσης και στις πολύ πιο οικείες και προσωπικές, τι προτιμάτε εσείς να γυρίζετε;
Δεν είμαι μεγάλος φαν του να γυρίζω σκηνές δράσης! Θα το απέφευγα αν μπορούσα. Τις συμπεριέλαβα μόνο λόγω των χαρακτήρων, αν κάτι ήταν αναγκαίο για την ανάπτυξή τους. Κι αν έπρεπε να γυρίσω κάποια τέτοια σκηνή, θα ήθελα να το κάνω άψογα. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τις διασκεδάζω.
Έχετε γυρίσει και μια από τις διασημότερες σκηνές μάχης των τελευταίων χρόνων, στο “Oldboy”.
Όλες οι προηγούμενες ταινίες μου κι ίσως κι οι επόμενες που θα μου έρθουν στο μέλλον, έχουν να κάνουν με βία. Γι’αυτό οι σκηνές δράσης είναι αναγκαίες. Οπότε θα τις γυρίσω, κι ας μην μου αρέσει. Η δουλειά μου ως σκηνοθέτης είναι να το κάνω, άρα θα το κάνω καλά. Για το καλό του φιλμ.
Όταν γυρίζω αυτές τις σκηνές δράσης δεν το κάνω για την ίδια τη δράση και μόνο, δεν θέλω να μοιάζει κουλ όταν πυροβολάνε ή όταν ρίχνουν γροθιές. Προσεγγίζω αυτές τις σκηνές δράσης ως έναν άλλο τρόπο να εκφραστούν οι χαρακτήρες συναισθηματικά και να εκφραστούν οι σχέσεις τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Όλη η μεγάλη συνέντευξη με τον Παρκ Τσαν-γουκ στο φεστιβάλ των Καννών
Μυστήριο στη Βενετία
(“A Haunting in Venice”, Κένεθ Μπράνα, 1ω40λ)
***
Ο Ηρακλής Πουαρώ έχει αποσυρθεί όταν μια γνωστή του συγγραφέας (που έχει βασίσει βιβλία της πάνω του) τον καλεί να παραστεί σε μια σεάνς σε ένα αρχοντικό της Βενετίας επειδή, σύμφωνα με την ίδια, χρειάζεται κάποιον για να απομυθοποιήσει αυτό που στα μάτια όλων φαίνεται σαν ένα αληθινό μέντιουμ που επικοινωνεί με τους νεκρούς. Στην έπαυλη όμως, λίγο αφού ένα φάντασμα(;) αποκαλύψει έναν άλυτο φόνο, ένα νέο πτώμα θα ωθήσει τον Πουαρώ να επιστρέψει στις παλιές του συνήθεις, και να λύσει πρώτος ένα έγκλημα που μοιάζει –στα χαρτιά– άλυτο.
Μετά το κωμικά καταστροφικό “Έγκλημα στο Νείλο” αλλά και το προ ετών “Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές”, ο Κένεθ Μπράνα επιμένει να διασκευάζει βιβλία του Ηρακλή Πουαρώ με τον ίδιο πίσω και μπροστά από την κάμερα. Κι αυτή τη φορά… σοκαριστικά, τα αποτελέσματα είναι… μια χαρά;!
Χωρίς να διεκδικεί κάποιες δάφνες φιλμικής ευρηματικότητας, το νέο “Μυστήριο” ξεφεύγει από την χιλιοπεπατημένη, παρουσιάζει στον θεατή ένα νέο σκηνικό, βάζει νέα διλήμματα και προβληματισμούς που δεν έχουμε απαραιτήτως δει ξανά και ξανά σε αυτές τις διασκευές, στήνει ικανά μια –αν όχι τρομακτική τότε σίγουρα– απόκοσμη ατμόσφαιρα, και κάνει καλή δουλειά στο να τοποθετήσει ένα μάτσο χαρακτήρες μέσα σε ένα φονικό σκηνικό από το οποίο δεν μπορούν να αποδράσουν. Το μυστήριο κρατά το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, ο Μπράνα μοιάζει ελαφρώς (ελαφρώς!) πιο συγκρατημένος από ό,τι στο στιλιστικά φλύαρο “Νείλο”, και το φινάλε είναι κι αυτό ικανοποιητικό.
Όχι απαραίτητα κάτι σπουδαίο ή πραγματικά άχαστο, αλλά αυτό το “Μυστήριο” κατάφερε μυστηριωδώς να μας πάει μια αληθινά διασκεδαστική βόλτα στα απόκοσμα κανάλια της Βενετίας. Με το σενάριο του Μάικλ Γκριν να εντοπίζει νότες ανθρωπιάς και δράματος ανάμεσα στα ερωτηματικά και το σασπένς, και τον Μπράνα κεφάτο πίσω από την κάμερα να παίζει με γωνίες λήψης και με το ύφος κάποιας παλιομοδίτικης ευρωπαϊκής ταινίας τρόμου των ‘50s. Αν ζητάτε μια διασκεδαστική κινηματογραφική βραδιά με αξιοπρεπές, mainstream entertainment, αυτή είναι η επιλογή σας.
Γάμος αλά Ελληνικά 3
(“My Big Fat Greek Wedding 3”, Νία Βαρντάλος, 1ω31λ)
*
Η οικογένεια Πορτοκάλος επιστρέφει στην Ελλάδα για να παραστεί σε ένα νησιώτικο reunion όμως η διαδρομή είναι γεμάτη απρόοπτα και ο τελικός προορισμός του ταξιδιού μοιάζει ύποπτα έρημος. Για να φτάσουν ως εκεί, οδηγάνε στην Αθήνα κοιτάζοντας με ενθουσιασμό την πόλη. Όταν περνάνε δίπλα από το Καλλιμάρμαρο, θα ακουστεί «το Ολυμπιακό Στάδιο!».
Η Νία Βαρντάλος ξαναχτυπά, στέλνοντας την κινηματογραφική της φαμίλια πίσω στην Ελλάδα αλλά ξεχνώντας να πακετάρει κανένα αστείο για τις δύσκολες ώρες. Κιτς και τουριστικό στα όρια της ενόχλησης, με ένα σάουντρακ που θα έκανε τις συλλογές “NOW! That’s What I Call Music” να μοιάζει με line-up του Primavera, και με ένα καστ που δεν έχει ιδέα τι να κάνει πέρα από το να κουβαλά άνευρα χαρακτήρες του ενός αστείου, αγκομαχώντας μέχρι την γραμμή του τερματισμού.
Ήρωας Κανενός
(“Nobody’s Hero / Viens Je t’Emmène”, Αλέν Γκιροντί, 1ω40λ)
**½
Στην γαλλική πόλη του Κλερμόν-Φεράν, ένα άντρας ερωτεύεται την σεξεργάτρια Ιζαντόρα καθώς μια τρομοκρατική επίθεση λαμβάνει χώρα και αλλάζει κάθε δεδομένο της καθημερινότητας. Καθώς η πόλη βρίσκεται υπό επίθεση, ο νεαρός Σελίμ βρίσκει καταφύγιο στο κτίριο του Μεντερίκ. Θα επικρατήσει η παράνοια ή η λογική; Υπάρχει καν λογική, σε ένα κόσμο σαν αυτό;
Ενδιαφέρον τονικό πείραμα από τον Γκιροντί, του οποίου η σάτιρα φλερτάρει με τον παραλογισμό και χρησιμοποιεί ένα ακραίας υποκειμενικότητας βλέμμα. Το αποτέλεσμα είναι πολύ ενδιαφέρον σε σημεία, ειδικά κατά το πρώτο μισό του φιλμ, αλλά κάποια στιγμή ξεμένει από ιδέες και προκλήσεις. Ωστόσο η ταινία ίσως βρει ανταπόκριση από θεατές που εκτιμούν ένα τέτοιο στεγνό, πολιτικά παράτολμο είδος σινεμά – βρέθηκε εξάλλου στο τοπ-10 των Cahiers du Cinema προ διετίας.
Σιχάθηκα τον Εαυτό Μου
(“Syk Pike / Sick of Myself”, Κρίστοφερ Μπόργκλι, 1ω37λ)
**
Η Σίγκνε νιώθει πως βρίσκεται στη σκιά του πετυχημένου αγοριού της, ο οποίος είναι ανερχόμενο αστέρι του καλλιτεχνικού χώρου. Τότε σκέφτεται ένα βιτριολικό σχέδιο για να ανακτήσει την προσοχή που της αξίζει. Για να το καταφέρει, ίσως χρειαστεί να θυσιάσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της. Κυριολεκτικά μιλάμε τώρα.
Σάτιρα του μοντέρνου κόσμου και τις τοξικές βάσεις πάνω στις οποίες αναζητούμε δόξα και αυτοεπιβεβαίωση εντός και εκτός των άλλων μας σχέσεων, το φιλμ ξεκινάει πολύ δυναμικά. Τόσο με την αρχική του ιδέα, όσο και με την δυναμική ερμηνεία της Κριστίν Θορπ, που όσο εύθραυστη μοιάζει με υγιές σώμα και παρουσιαστικό, άλλο τόσο αποφασισμένη και σκληρή φαίνεται όταν είναι κυριολεκτικά πληγωμένη.
Το φιλμ είναι γεμάτο μικρές ιδέες που όμως δεν χτίζουν απαραίτητα προς κάποια ουσιώδη κεντρική θέση (η ταινία φθίνει όσο πάει, με αποκορύφωμα το πολύ «εύκολο» φινάλε) προσφέροντας πολλές επιμέρους στιγμές αλλά όχι μια συνεπή κινηματογραφική εμπειρία. Τον Κρίστοφερ Μπόργκλι πάντως τον προσέχουμε – μόλις σκηνοθέτησε τον Νίκολας Κέιτζ στην ταινία “Dream Scenario” που απέσπασε διθυράμβους στλ φεστιβάλ του Τορόντο.
Μανχάταν
(“Manhattan”, Γούντι Άλεν, 1ω36λ)
**
Ένας 40+ τηλεοπτικός γραφιάς με μεγάλη αβεβαιότητα απέναντι στο γυναικείο φύλο, τα φτιάχνει με έφηβη την οποία και ξεναγεί στον εστέτ κόσμο του – μουσεία τέχνης, σινεμά με ευρωπαϊκά φιλμ, φιλοσοφία. Όμως την κατάσταση θα περιπλέξει η γνωριμία με την ερωμένη ενός (παντρεμένου) φίλου του.
Η ομορφιά –από τους ήχους του Γκέρσουιν μέχρι την ιστορικής σημασίας διεύθυνση φωτογραφίας του Γκόρντον Γουίλις που παγιδεύει στο φακό μια ασπρόμαυρη, φαντασιακή Νέα Υόρκη– κι η κουλτούρα γίνεται πυρομαχικά στα χέρια ενός άντρα που, ανήμπορος να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα και την δοκιμασία των ενήλικων σχέσεων, επιλέγει την αθωότητα και την απλότητα ενός άδειου καμβά όπου μπορεί αβασάνιστα να ζωγραφίσει την κοσμοθεωρία του. Η αναγνώριση του ναρκισσισμού γίνεται όχι με ενδοσκοπική διάθεση από τον Άλεν, αλλά με μια χιουμοριστική απλότητα που μετατρέπει το κυνήγι μιας έφηβης σε ρομαντικό κρεσέντο, και το «έλα να σου εξηγήσω την τέχνη» σε συμπλήρωμα μιας νευρωτικά αρτηριοσκληρωτικής ανάγνωσης του κόσμου που χρειάζεται επιβεβαίωση δίχως αντίσταση. Πανέμορφη, ύπουλη, ίσως η χειρότερα γερασμένη ταινία όλης της φιλμογραφίας του Άλεν.
Κυκλοφορούν ακόμη
Οι Αχώριστοι: Μια μαριονέτα με ανεξάντλητη φαντασία που το έχει σκάσει από το κουκλοθέατρο, συναντιέται στο Σέντραλ Παρκ με ένα παρατημένο λούτρινο που έχει ανάγκη ένα φίλο, και μαζί ξεκινούν μια επική περιπέτεια φιλίας στη Νέα Υόρκη. Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων.
Το Τέλειο Γεύμα: Ελληνικό ντοκιμαντέρ που πληροφορεί τους θεατές για τα πάντα γύρω από τη μεσογειακή διατροφή. Σεφ και ειδικοί αναλύουν τα πλεονεκτήματα της μεσογειακής διατροφής.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις