Νέες ταινίες: Το “Substance” είναι ένα ξέφρενο body horror που δε θα ξεχάσεις ποτέ στη ζωή σου
Διαβάζεται σε 9'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 31 Οκτωβρίου 2024 09:02
Καλό άνοιγμα για το “Anora” το περασμένο ΠΣΚ με 9.150 εισιτήρια αλλά από ένα δυσθεώρητα μεγάλο (για τα κυβικά της ταινίας) κύκλωμα αιθουσών, συνολικά 56 πανελλαδικά. Το word of mouth είναι στο ντεμί, αλλά παράλληλα θα αρχίσουν να σκάνε και οι υποψηφιότητες που πάνε την ταινία μέχρι και τα φετινά Όσκαρ (ήδη προτάθηκε για 4 βραβεία Γκόθαμ, τα οποία τιμούν το ανεξάρτητο σινεμά) οπότε θα δείξει ποια θα είναι η καριέρα της.
Το διασκεδαστικό τρίτο “Venom” άνοιξε με σχεδόν όσα εισιτήρια είχε κάνει στο άνοιγμα του το –διασκεδαστικότερο– δεύτερο “Venom” πριν λίγα χρόνια, στις 37.000. Μεγάλο ερωτηματικό λοιπόν οι αίθουσες για το επόμενο διάστημα, όπου συνεχίζει να επικρατεί η #ψυχραιμία των 10-και-βάλε κυκλοφοριών ανά βδομάδα.
Πάντως για αυτή την εβδομάδα έχουμε δύο πολύ καλούς εκπροσώπους των δύο ειδών που δεν χαμπαριάζουν από τίποτα στην Ελλάδα και τρέχουν με φόρα βρέξει-χιονίσει: Το “Substance” είναι το horror που ξεσήκωσε μέχρι και τις Κάννες, ενώ το “Looney Tunes: Ο Πόρκι & ο Ντάφι Σώζουν τη Γη” είναι κινούμενο σχέδιο σαν από παλιά.
Οι ταινίες της εβδομάδας
The Substance – Το Ελιξίριο της Νιότης
(“The Substance”, Κοραλί Φαρζά, 2ω21λ)
***½
Η ταινία της Κοραλί Φαρζά ανοίγει με ένα φανταστικό εκτεταμένο ακινητοποιημένο πλάνο, ένα από καλύτερα εισαγωγικά expositions που έχουμε δει εδώ και καιρό στο σινεμά: Κάπου στη Λεωφόρο των Αστέρων, ένα αστέρι αφιερώνεται στην Ελίζαμπεθ Σπαρκς, καυτή ηθοποιό και σταρ, που όμως με το πέρασμα των χρόνων η φήμη της εξανεμίζεται και το άστρο της σβήνει. Σήμερα, ώριμη πλέον, με τα χρόνια της νιότης πολύ πίσω της, έχει δική της εκπομπή γυμναστικής στην τηλεόραση – το αφεντικό της οποίας όμως (ένας απολαυστικά γλοιώδης και εμετικός Ντένις Κουέιντ) θέλει να τη διώξει για να φέρει στη θέση της μια νέα (και κυρίως, νεότερη) σταρ.
Η Σπαρκς κάνει τότε κάτι σαν συμφωνία με τον διάβολο, συμφωνώντας να συμμετάσχει σε ένα μυστηριώδες πρόγραμμα με την ονομασία The Substance, το οποίο της επιτρέπει με μία μόνο ένεση να μπορέσει να μετατραπεί στον Καλύτερο Εαυτό της. Η υποσημείωση όμως ποια είναι: Οι δύο εαυτοί (που παρουσιάζονται ως δύο εντελώς διαφορετικά φυσικά σώματα) πρέπει να λειτουργούν συνεργατικά, ως ένα. Κάθε 7 μέρες, πρέπει να αλλάζουν θέση, κι όποιος εαυτός πριν ήταν ξύπνιος, τώρα να κοιμηθεί. Κάθε παραβίαση αυτού του χρόνου, κάθε έμπρακτη ένδειξη απληστίας, τιμωρείται. Και δεν θέλετε να ξέρετε πώς…
Την Κοραλί Φαρζά την γνωρίσαμε πριν 6 χρόνια με το ποπ θρίλερ εκδίκησης Revenge, το οποίο είχαμε μάλιστα τότε συμπεριλάβει στην 20άδα των καλύτερων ταινιών της χρονιάς, γράφοντας πως η σκηνοθέτης παραδίδει «έναν ξεκάθαρο απόγονο της ταινίας-exploitation, γεμάτη βία, αίμα και μέλη που διασκορπίζονται σε όλο το εύρος της οθόνης, επιχειρώντας μια σημειολογική ανατροπή στα επιμέρους στοιχεία του είδους, με διαρκή έμφαση στα ξεφτισμένα νέον νύχια της ηρωίδας της, στα ταλαιπωρημένα σκουλαρίκια-αστεράκια που φοράει, στο πώς φροντίζει και επουλώνει την ίδια της τη σάρκα κάνοντάς την μέταλλο».
Η εμμονή με το σώμα επανέρχεται στο Substance αλλά έχει ενδιαφέρον το πώς: όχι σαν κάτι το δελεαστικό και γεμάτο πιθανότητες και συναισθηματικότητα (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις ταινίες του Κρόνενμπεργκ), αλλά σαν μεγάλος τρόμος. Η Ντέμι Μουρ, σε έναν άμεσα εμβληματικό ρόλο καριέρας, παίζει μια Ελίζαμπεθ που χάρη στην συστημική και πατριαρχική καταπίεση βλέπει το σώμα (και τη φυσική του φθορά) ως τον απόλυτο εφιάλτη, και την ιδέα ενός νεότερου, σφριγηλού, απαστράπτοντος σώματος ως τον άψυχο Εξολοθρευτή που έρχεται να την κυνηγήσει σαν άλλος Τ-1000. Στο ρόλο της νεότερης εκδοχής της λοιπόν, του έτερον ήμισυ αυτού του Substance πειράματος, είναι η Μάργκαρετ Κουάλεϊ ως Σου, ένα πλάσμα που δημιουργείται μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα της Ελίζαμπεθ με στόχο να ενσαρκώσει όλα της τα όνειρα (για αποδοχή, για διάρκεια) και καταλήγει να εκπροσωπεί όλους τους εφιάλτες της (για αντικατάσταση).
Η Φαρζά τοποθετεί τη δράση σε λιγοστούς, πολύ συγκεκριμένους χώρους, άδειους και αχανείς (μέχρι να γεμίσουν… με διάφορους τρόπους), με βαριά χρωματική παλέτα και μια κλινικότητα που παραπέμπει σε Κιούμπρικ, και μια διαρκή ηχητική επίθεση όπου ένα μασούλημα ή το τρίξιμο από μια επαφή μπορεί να ισοδυναμεί με χίλια ουρλιαχτά. Ταυτόχρονα το pulp στοιχείο είναι έντονο, όχι μόνο στο πώς παρουσιάζεται αυτή η εφιαλτική τερατο-ιστορία, αλλά και στο πώς μετακινούμαστε στον χώρο και το χρόνο, σαν τα πάντα να ήταν το ένα δίπλα στο άλλο και οι μηχανισμοί πλοκής να είναι απολύτως σχηματικοί προκειμένου να εξυπηρετήσουν: αφενός την εφιαλτική αλληγορία περί παραλυτικού φόβου και εσωτερικευμένου μίσους που έχει δημιουργήσει στην Ελίζαμπεθ το συλλογικό κοινωνικό αντρικό βλέμμα – κι αφετέρου το κρεσέντο που μαεστρικά ετοιμάζει για ολόκληρη την ταινία η Φαρζά χωρίς να μπορούμε καν να φανταστούμε σε τι άκρα θα φτάσει.
Βάλε στο μίξερ ό,τι μονόλιθο του σινεμά τρόμου και της b-movie εποποιίας μπορείς να φανταστείς (από το Thing του Τζον Κάρπεντερ μέχρι τα ζόμπι του Ρομέρο κι από το Society μέχρι τον Κρόνενμπεργκ), πασπάλισέ το με κάτι από την κεντρική δυναμική του Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ(!), βάλε μίξη εφιάλτη και αλληγορίας α λα Twilight Zone και ρίξε γενναιόδωρη δόση z-movie τερατοαισθητικής από πρώιμο Πίτερ Τζάκσον (δηλαδή το Bad Taste) κι έχεις κάτι σαν περίπου μια ιδέα για το τι είναι το Substance.
Δηλαδή, δεν έχεις καμία ιδέα, γιατί εν τέλει αυτό το άμεσο classic του είδους που παρουσιάζει η Φαρζά δεν φτάνει ποτέ σε κανένα σημείο που νιώθεις πως θα ακολουθήσει κάτι το προκαθορισμένο, και καταφέρνει να γεννά κορύφωση πάνω στην κορύφωση, πολύ μετά από τη στιγμή που θα περίμενε κανείς πως φτάνει στο φυσικό του φινάλε. Μια κοντρολαρισμένη υστερία διαρκείας, μια επίθεση στο γούστο, στις φοβίες, στην κάθε μας καλά κρυμμένη μέσα μας αίσθηση ανασφάλειας, με τη Φαρζά να επιδεικνύει εντυπωσιακό έλεγχο του gore και του αίματος και του χιούμορ πάνω στην τραγωδία και στη θλίψη που κρύβει μέσα του αυτό το στόρι, λειτουργώντας ισοπεδωτικά απέναντι σε αμφιβολίες κι απέναντι στις ίδιες του τις αδυναμίες. Τι να την κάνεις την θεματική συνέπεια ή την εσωτερική συνοχή όταν το τρένο πηγαίνει με χίλια και οι ράγες δεν υπάρχουν καν; Η ταινία ξέρει ότι είναι προφανής, και για να μετριάσει το πρόβλημα αποφασίζει να γίνει ακόμα προφανέστερη. Μέχρι το τέλος θα θες, απλά, να χειροκροτήσεις.
Looney Tunes: Ο Πόρκι & ο Ντάφι Σώζουν τη Γη
(“The Day the Earth Blew Up: A Looney Tunes Movie”, Πίτερ Μπράουνγκαρντ, 1ω31λ)
***
Συγκάτοικοι που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε, ο Πόρκι κι ο Ντάφι είναι στα δύο άκρα: Ο ένας επιμελής κι αγχώδης, ο άλλος ένα σίφουνας καταστροφής και αμέλειας. Οπότε φυσικά κι όταν η Γη βρεθεί υπό την απειλή εξωγήινης εισβολής, η μοίρα του πλανήτη θα κρέμεται πάνω σε αυτούς του δύο.
Old school κινούμενο σχέδιο με δύο αγαπημένους ήρωες σε περιπέτειες στα όρια του σουρεαλισμού, σε μια ταινία που στις πιο εμπνευσμένες και αστείες στιγμές της ξέρει πως το αποδεσμευμένο από τον ρεαλισμό animation μας δίνει τη δυνατότητα να σπάσουμε πλάκα στα όρια του παραλόγου. Είναι πολύ διασκεδαστικά εκεί (κι ας μην λειτουργούν όλα τα set pieces ή όλα τα αστεία), όπως αποδεικνύεται στη συμπαθέστατη αυτή ταινία, την οποία αρχικά η Warner Bros. ήθελε να πετάξει στον κάδο των αχρήστων για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων αλλά τελικά διασώθηκε από άλλο διανομέα – σε αντίθεση με άλλες ταινίες (ανάμεσά τους άλλο ένα Looney Tunes animation) που βρίσκονται δυστυχώς σε limbo.
Πέρασμα
(“Crossing”, Λεβάν Ακίν, 1ω46λ)
***
Μια γυναίκα από τη Γεωργία ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη αναζητώντας την ανιψιά της, έχοντας μαζί της έναν νεαρό γείτονα ο οποίος βρίσκεται κι εκείνος στη δική του αναζήτηση. Οδοιπορικό στην urban πλευρά της Κωνσταντινούπολης μέσα από τα μάτια δύο χαρακτήρων με τον τρόπο τους αγνών, παρά τα εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά τους – που φυσικά και στην διαδρομή θα αφομοιώσουν ο ένας πράγματα από την άλλη.
Ο σκηνοθέτης του “Και Μετά Χορέψαμε” (το οποίο είχε κάνει ένα μικρό φεστιβαλικό hype πριν την πανδημία) αναζητά εκφράσεις διαφορετικότητας, αποδοχής και τελικά ελευθερίας σε μια ιστορία δίχως πολλές εξάρσεις ή εκπλήξεις, η οποία όμως είναι γυρισμένη με μια ειλικρινή αμεσότητα που πολύ της ταιριάζει. Στην αποτύπωση της στιγμών κάτω εκεί, στους δρόμους της πόλης, είναι που η ταινία ζωντανεύει αληθινά, φτάνοντας με χαλαρό αλλά αυθεντικό τρόπο ως το συγκινητικό φινάλε.
Ακόμα κυκλοφορούν
Black Dog: Ένας άντρας επιστρέφει στον τόπο του, στα όρια της ερήμου Γκόμπι στη βορειοδυτική Κίνα, έπειτα από τη δεκαετή απουσία του στη φυλακή. Συμμετέχοντας στην εκκαθάριση της πόλης από τα αδέσποτα σκυλιά εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, δημιουργεί έναν ιδιαίτερο δεσμό με έναν μαύρο σκύλο, μέσω του οποίου ανακαλύπτει ξανά τη χαμένη του συμπόνοια και ξεκινά μια πορεία για τη δική του εξιλέωση. Βραβείο του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες.
Μαύρο Καναρίνι: Η Έιβερι Γκρέιβς εκβιάζεται από τρομοκράτες και αναγκάζεται να προδώσει την ίδια της τη χώρα για να σώσει τον σύζυγό της που έχει πέσει θύμα απαγωγής. Με την Κέιτ Μπέκινσεϊλ, σε σκηνοθεσία Πιέρ Μορέλ του “Taken”.
Azrael: Σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν μιλάει, μια αυστηρή γυναικοκρατούμενη κοινότητα κυνηγά μια νεαρή γυναίκα που έχει δραπετεύσει. Αιχμάλωτη ξανά, πρόκειται να θυσιαστεί σε ένα αρχαίο κακό, αλλά θα παλέψει μέχρι τέλους για την επιβίωσή της. Η Σαμάρα Γουίβινγκ πρωταγωνιστεί στο θρίλερ του σκηνοθέτη του καλτ “Cheap Thrills”.
Γραμμή Δισταγμού: Η αναζήτηση της αλήθειας από μια ποινικολόγο που έρχεται αντιμέτωπη με ένα βαθιά προσωπικό δίλημμα. Τούρκικο δικαστικό δράμα για το τίμημα του καθήκοντος σε μια απορρυθμισμένη κοινωνία.
Όζι: Η Φωνή του Δάσους: Οικολογική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων για μια ουροκοτάγκο που χάνει τα πάντα όταν μια εταιρεία καταστρέφει το σπίτι της στο τροπικό δάσος και τώρα πρέπει να παλέψει για να χτίσει ξανά ό,τι είχε.