Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο επιστρέφει με την πιο αδρανή ταινία της φιλμογραφίας του
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 20 Ιανουαρίου 2022 06:44
Όπως ήταν λογικό το “Scream” δούλεψε καλά την πρώτη εβδομάδα του, ανοίγοντας σε εισιτήρια παρεμφερή του “Scream 4”, μια δεκαετία νωρίτερα. Είπαμε, το πιο νεανικό κοινό είναι πιο πιθανό να πάει σινεμά αυτό το διάστημα κι οι δυνατοί τίτλοι που καταφέρνουν να το προσελκύσουν, έχουν καλές δυνατότητες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Αποκλειστική συνέντευξη με τους σκηνοθέτες του νέου “Scream”
Από την άλλη, το “Σμύρνη Μου Αγαπημένη” ποντάρει κάπου αλλού και φαίνεται πως αργά και σταθερά κερδίζει: Στο word of mouth και στην πίστη πως το κοινό της Μιμής Ντενίση, ενδεχομένως και πιο συνηθισμένο σε θεατρικού ρυθμούς κι όχι τους ασφυκτικά κινηματογραφικούς του «σήμερα ανοίγει, μεθαύριο κατεβαίνει», θα πάρει ίσως το χρόνο του, αλλά τελικά θα εμφανιστεί. Η ταινία ξεπέρασε τα 150.000 εισιτήρια και συνεχίζει να κάνει καλές δουλειές.
Το “Πράκτορες 355”, μια ταινία η οποία θα μπορούσε να έχει υπάρξει στην πραγματικότητα μόνο στη διάρκεια λίγων μηνών του 2018, έκανε αναμενόμενα ελάχιστα εισιτήρια. Όσο για τις εβδομάδες που ακολουθούν, το πρόγραμμα κυκλοφορίας έχει αραιώσει αισθητά, κι είμαστε περίεργοι να δούμε πώς θα λειτουργήσει αυτό για τις -κυρίως οσκαρικού βεληνεκούς- ταινίες που θα βγουν στις αίθουσες.
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών
(“Nightmare Alley”, Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, 2ω30λ)
2.5 / 5
Ένας άντρας με έφεση στο να διαχειρίζεται και τις ψυχολογικές αδυναμίες του άλλου με τη χρήση λιγοστών -μα σωστών- λέξεων, καταφθάνει στο τσίρκο όπου ανακαλύπτει και εξασκεί το ταλέντο του. Σταδιακά θα αρχίσει να εκμεταλλεύεται το χάρισμά του για χρηματικές απολαβές, γεμίζοντας αίθουσες και καταπλήσσοντας το κοινό. Όταν όμως γνωριστεί με μια αδίστακτη ψυχολόγο, θα οδηγηθεί σε μια σειρά από επικίνδυνες περιπέτειες που θα τον φέρουν σε αιματηρό αδιέξοδο.
Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο επιστρέφει μετά τη “Μορφή του Νερού”, την ταινία της οσκαρικής του στέψης – και τι ταινία, τελικά, για να λουστεί κάποιος δημιουργός με Όσκαρ, μια αληθινά, απολαυστικά παλαβή επιλογή από την Ακαδημία. Ο αγαπημένος σκηνοθέτης από το Μεξικό, ό,τι είδους ταινίες κι αν έχει γυρίσει στη διάρκεια της καριέρας του, από ιστορίες φαντασμάτων και υπερηρωικούς άθλους μέχρι ιστορικά έπη και goth ρομάντζα, πάντα διατηρούσε μια εμφανή κοινή συνισταμένη. Την λατρεία του προς τα κάθε λογής τέρατα, προς την εικονογραφία και την αλληγορική διάσταση του μεταφυσικού, όπως εκφράζεται μέσα από έναν εξανθρωπισμό του γκροτέσκου. Το σύμπαν του ντελ Τόρο όχι απλά σφύζει από αγάπη προς το τερατώδες, αλλά πάντοτε εξερευνά το πώς το αληθινό τέρας είναι ο άνθρωπος.
Το ότι δεν είχε γυρίσει ως τώρα μια ταινία καρναβαλιού είναι απορίας άξιο, αλλά σε αυτή τη νέα κινηματογραφική μεταφορά του “Nightmare Alley” (μετά το ανώτερο του 1947) βρίσκει το χώρο για να αφοσιωθεί σε αυτό τον κόσμο όπου άνθρωποι και πλάσματα έξω από το κοινωνικώς αποδεκτό, βρίσκουν τον δικό τους Όλυμπο. Ο τρόπος με τον οποίον πλατειάζει σε όλο αυτό το πρώτο μέρος της ταινίας δείχνει πως όποιο ένστικτο τον είχε κρατήσει ως τώρα μακριά από μια τέτοια αφήγηση, ήταν σωστό. Η ταινία δε βρίσκει ποτέ ρυθμό ή τριβή, όσο κι αν μέσα στην εντυπωσιακή σκηνογραφία και την προσεγμένα γυαλισμένη νουάρ προσέγγιση ο ντελ Τόρο συναρπάζεται από τα όσα αντικρύζει – αλλά μένει να περιπλανιέται εκεί με την κάμερά του, σαν παιδί χαμένο σε λούνα παρκ.
Επιμέρους στιγμές χαρακτήρων δουλεύουν κυρίως χάρη στις πλάτες των ερμηνευτών (όπως ο Ντέιβιντ Στραδέρν που δίνει λυρικά τραγική διάσταση στον χαρακτήρα του, εν μέρει μέντορα του κεντρικού ήρωα), όμως ατυχώς είναι ο -συνήθως μεθυστικά καλός- πρωταγωνιστής Μπράντλεϊ Κούπερ που μοιάζει τελείως μπερδεμένος και χαμένος. Παίζοντας ανάμεσα στις ερμηνευτικές χροιές που έτσι κι αλλιώς διαθέτει (περίεργα συμπαθής αλήτης, τον οποίον ποτέ δεν εμπιστεύεσαι αλλά πάντα ακολουθείς) δεν ενσωματώνει αυτό που τελικά απαιτεί ο ρόλος, ενός άντρα που με γουρλωμένα μάτια διαφθείρεται πλήρως και έξαφνα. (Είναι ωστόσο φανταστικός στην πολύ καλή τελευταία σκηνή της ταινίας.) Ανάμεσα στην έλλειψη αιχμής του κειμένου και στην σχετική αμηχανία του Κούπερ, το δραματικό arc του ήρωα ποτέ δεν πείθει ως κάποια διαδρομή φθοράς και βύθισης στο σκοτάδι.
Το φιλμ πάντως γενικότερα κερδίζει πόντους όσο προχωρά η ώρα, οπότε είναι ατυχές το πόσο αργά φαίνεται να κυλά ο χρόνος. Η διάρκεια, η αμηχανία του πρώτου μισού και η γενικότερη απουσία τριβής κάνουν το φιλμ να μοιάζει εντελώς αδρανές, δίχως την παραμικρή απολύτως συνέπεια ή επίδραση. Ακόμα κι έτσι, η έξαφνη νουάρ μετάβαση μετά τα μισά αποκτά άμεσα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τόσο επειδή ο Κούπερ μοιάζει περισσότερο στο στοιχείο του, όσο κι επειδή η Κέιτ Μπλάνσετ είναι διασκεδαστική σε έναν ρόλο-μηχανισμό καταστροφής. Γύρω τους ο ντελ Τόρο ξετυλίγει την γνώριμη -έστω και μάλλον σκοτεινότερη αυτή τη φορά- κοσμοθεωρία του, αν και βέβαια το έχει κάνει πολλάκις στο παρελθόν με πολύ πιο ενδιαφέρον, τολμηρό, εντυπωσιακό ή δραματικά αιχμηρό υλικό. (Ακόμα κι η σκηνή της κορύφωσης μοιάζει ξεφουσκωμένη).
Ο ντελ Τόρο δεν θα κάνει ποτέ φιλμ δίχως εικαστικό ενδιαφέρον, και το “Μονοπάτι” το επιβεβαιώνει με το παραπάνω. Είναι ένα επιβλητικό -αλλά και ξεψυχισμένο- κινηματογραφικό καρναβάλι και ενδεχομένως η πιο αναπολογητικά παραδομένη στις αναφορές της, κινηματογραφική άσκηση στυλ. Κι αν η καρδιά του σκηνοθέτη είναι πάντα στη σωστή θέση, η νέα του δουλειά μοιάζει τελικά η λιγότερο επιθετική όλων. Δε μπορείς παρά να τη θαυμάσεις κατά τόπους και να σε συνεπάρει το ταλέντο συνεργατών (ηθοποιών και τεχνικών), όμως ειρωνικά, όντας αυτή που μοιάζει πιο κοντά στις δημιουργικές του ιδιοσυγκρασίες, είναι ενδεχομένως κι η πιο αδιάφορη. Θα μιλά κανείς στο μέλλον για αυτή την ταινία;
Έρημη Χώρα
(“Dashte khamoush / The Wasteland”, Αχμάντ Μπαχραμί, 1ω42)
4 / 5
Σε ένα παραδοσιακό εργοστάσιο παρασκευής οικοδομικών υλικών, μια ακόμα μέρα ξεκινά. Ο Λοτφολά, ο 40χρονος υπεύθυνος του χώρου που έχει γεννηθεί και ζήσει όλη του τη ζωή εκεί, καλεί όσους εργάτες ζουν εκεί, να συγκεντρωθούν μπροστά από το γραφείο του αφεντικού, που έρχεται για να τους μιλήσει. Όταν ανακοινωθεί το κλείσιμο του εργοστασίου, ο Λοτφολά θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίχως προηγούμενο αδιέξοδο, και θα πρέπει εκτός από τον εαυτό του, να προστατέψει και τη γυναίκα που αγαπά, τη Σαρβάρ.
Σε ένα αξιοπρόσεκτο κινηματογραφικό ντεμπούτο, ο σκηνοθέτης από το Ιράν επιδίδεται σε μια άσκηση κυκλικής αφήγησης όπου κάθε φορά η τροχιά της εξιστόρησης μας φέρνει όλο και πιο κοντά στον προορισμό, κάθε φορά από μια γειτονική διαδρομή. Διαφορετικοί μικρο-πρωταγωνιστές αυτού του αποπνικτικού δράματος, κλεισμένοι σε έναν χώρο που μοιάζει αποκομμένος από όλο το σύμπαν και όλη την Ιστορία, κοιτάζουν τις εξελίξεις μέσα από τα δικά τους μάτια, με την βραδυφλεγή επαναληπτικότητα της αφήγησης να χτίζει προς ένα σιωπηλά συγκλονιστικό κρεσέντο.
Η φόρμα εδώ είναι το μήνυμα: Ζωές περικυκλωμένες και αποκλεισμένες, δέσμιες μιας αδιέξοδης μονοτονίας, με εργάτες για τους οποίους ο ένας είναι ο κόσμος του άλλου (και με δεσμούς που απεικονίζονται διεξοδικά, υπομονετικά) και με κεντρικό τραγικό ήρωα έναν άντρα που δεν ξέρει καν τι βρίσκεται πέρα από τα όρια αυτού του μελαγχολικού βασιλείου – στο οποίο φυσικά είναι δέσμιος, σύμφωνα με τις επιταγές μιας μορφής σκλαβιάς που παραμένει πάντοτε απαράλλαχτη. Ο χρόνος κυλά, μα όλα μένουν ακίνητα.
Σκηνές από Έναν Γάμο
(“Scener ur ett äktenskap / Scenes from a Marriage”, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 2ω49λ)
5 / 5
O Γιόχαν κι η Μαριάν είναι παντρεμένοι και μοιάζουν να τα έχουν όλα. Έναν ισορροπημένο γάμο, μια προνομιακή ζωή. Πίσω όμως από τη βιτρίνα, κρύβεται μια σχέση δυσβάσταχτα αληθινή, και γεμάτη προβλήματα και κενά στην επικοινωνία. Όταν μπαίνει στη μέση ένας παράνομος δεσμός, τα πάντα καταστρέφονται.
Ανάμεσα στα κλασικά αριστουργήματα του Μπέργκμαν, που ανέκαθεν υπήρξε καθηλωτικός κινηματογραφιστής ανθρώπινων πορτρέτων σε κρίση σχέσεων και συνείδησης. Γυρισμένο ως μίνι σειρά για τη σουηδική τηλεόραση κι έπειτα μονταρισμένο σε μορφή ταινίας, το έργο απλώνεται σε έξι κεφάλαια τα οποία παίρνουν όλο τους το χώρο και το χρόνο στην ανάδειξη του ψυχισμού και των εσωτερικών διαδικασιών των δύο κεντρικών χαρακτήρων, παιγμένων καθηλωτικά από δύο ηθοποιούς (Λιβ Ούλμαν, Έρλαντ Γιόζεφσον) που ούτε στιγμή δεν θυμίζουν στον θεατή πως παίζουν.
Οι δυο τους άλλοτε απομακρύνονται κι άλλοτε έρχονται κοντά, άλλοτε βρίσκουν γέφυρες επικοινωνίας κι άλλοτε τις γκρεμίζουν – πάντοτε υπό διαφορετικούς και όρους και συνθήκες, έως ότου καταφέρουν (ίσως όταν, πια, δεν το αποζητούν καν) να νιώσουν άνετα ο ένας στην τροχιά του άλλου. Οξύ, καθηλωτικό διαπροσωπικό δράμα που χτίζει -και γκρεμίζει, και ξαναχτίζει- ολόκληρους (εσωτερικούς) κόσμους: Οι πιο μικρές, συνηθισμένες λεπτομέρειες μιας κάποιας καθημερινότητας, ως κάτι το μνημειώδες.
Από τα κλασικότερα έργα του Μπέργκμαν, σε επανέκδοση, λίγο αφότου επανήλθε στην επικαιρότητα χάρη σε ένα αρκετά πιστό (αλλά φυσικά πολύ πιο πρόδηλο, πολύ πιο παιγμένο) τηλεοπτικό ριμέικ με την Τζέσικα Τσαστέιν και τον Όσκαρ Άιζακ.
Κυκλοφορούν ακόμα
Γάζα, Αγάπη Μου: Ρομαντική δραμεντί με φόντο τη Γάζα, και πρωταγωνίστρια τη Χιάμ Αμπάς του “Succession”. Ένας ψαράς είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα που δουλεύει στην αγορά μαζί με την κόρη της. Όταν στα δίχτυα του μπλεχτεί ένα αρχαίο φαλλικό άγαλμα του θεού Απόλλωνα, οι ζωές τους θα αλλάξουν για πάντα.
Latin Noir: Ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Αποστολίδη που εξερευνά την προέλευση και την επιτυχία του λογοτεχνικού είδους νουάρ που ακμάζει στη Νότιο Αμερική.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.