Ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ολοκληρώνει την απρόσμενη τριλογία μιας καριέρας με το “Glass”
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το ‘Glass’ ολοκληρώνει αυτό που ξεκίνησε με τον ‘Άφθαρτο’ πριν 19 χρόνια και ο Γουίλεμ Νταφόε εντυπωσιάζει παίζοντας τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ στην ‘Πύλη της Αιωνιότητας’.
- 17 Ιανουαρίου 2019 07:50
Αυτή είναι μια ανακοίνωση για χολιγουντιανό σίκουελ που πραγματικά μας ενθουσιάζει: Ο Κρίστοφερ ΜακΚουάρι θα επιστρέψει για να σκηνοθετήσει δύο ακόμα συνέχειες της ‘Επικίνδυνης Αποστολής’, που θα γυριστούν μαζί και θα κυκλοφορήσουν στις αίθουσες με ένα χρόνο διαφορά, μακράν το συντομότερο διάστημα ανάμεσα σε κεφάλαια αυτού του franchise, που ξεκίνησε το 1996 και αριθμεί 6 ταινίες μέχρι σήμερα.
Ο ΜακΚουάρι έγινε φέτος ο πρώτος σκηνοθέτης που επέστρεψε για δεύτερη ‘Επικίνδυνη Αποστολή’ αλλά εκτός του ότι απολαμβάνει μια άψογη και τρομερά παραγωγική συνεργασία με τον Τομ Κρουζ, το φετινό του “Fallout” είναι πιθανότατα η κορυφαία περιπέτεια της χρονιάς- και απόλαυσε και μεγάλη επιτυχία στα ταμεία. (Το βάλαμε και στο τοπ-20 του 2018.)
Εξαιρετικό νέο. Στην 8η ταινία, ο Τομ Κρουζ λογικά θα γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα ταξιδέψει στον Άρη.
Οι κριτικές της εβδομάδας, ξεκινώντας με ένα άλλο πολυαναμενόμενο σίκουελ:
Glass
*****
(Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, 2ω9λ)
Καστ: Τζέιμς ΜακΑβοϊ, Μπρους Γουίλις, Σάμιουελ Τζάκσον, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Σάρα Πόλσον
Η προηγούμενη ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν: Ο ‘Διχασμένος’, το απολαυστικά pulp ψυχολογικό θρίλερ με τον Τζέιμς ΜακΑβόι σε έναν πολλαπλό ρόλο απειλής και την φοβερή Άνια Τέιλορ-Τζόι ως το θύμα του που κατάφερε να φτάσει στην καρδιά του τραύματός του. Η ταινία αποτέλεσε απρόσμενα μεγάλη εμπορική επιτυχία και επιβεβαίωσε την ‘επιστροφή’ του Σιάμαλαν (μετά και το πολύ θρίλερ “The Visit”). Αλλά, κυριότερα, έβαλε τα θεμέλια για το σίκουελ, αποκαλύπτοντας στην τελευταία σκηνή της ταινίας πως ο χαρακτήρας του ΜακΑβόι μπήκε στο στόχαστρο του Ντέιβιντ από τον ‘Άφθαρτο’.
H καινούρια: Είναι αυτό το σίκουελ, που μέχρι πέρσι κανείς δεν είχε καν σκεφτεί πόσο το θέλει. Το ‘Glass’ συνεχίζει την ιστορία τόσο του ‘Άφθαρτου’ όσο και του ‘Διχασμένου’ (τρομερή χαμένη ευκαιρία ο ελληνικός τίτλος να ήταν ‘Εύθραυστος’), θέτοντας τους (υπερ)ήρωες αυτών των ταινιών αντιμέτωπους στο κλείσιμο αυτής της απρόσμενης τριλογίας.
Και πώς είναι: Δεν ξέρω τι ακριβώς θα περίμενε κανείς πως θα είναι ή με τι θα μοιάζει αυτή η ταινία, πάντως δεν είναι αυτό. Ο Σιάμαλαν έχει τοποθετήσει τα πιόνια στο τραπέζι ώστε το ‘Glass’ να μοιάζει στα χαρτιά με κάτι σαν το δικό του ‘Avengers’, ρίχνοντας τον ‘Άφθαρτο’ σε μια μια μάχη επιβίωσης απέναντι στον ‘Διχασμένο’, αλλά όταν αυτό συμβαίνει σχετικά σύντομα, η αληθινή ταινία ξεκινά και μαζί το κατά τόπους παρανοϊκό όραμα του Σιάμαλαν.
Συγγενικό περισσότερο προς το ‘Lady in the Water’ παρά οποιαδήποτε άλλη ταινία της πολυσυζητημένης φιλμογραφίας του, το ‘Glass’ βρίσκει τον αμφιλεγόμενο δημιουργό σε ένα από τα πιο εσωτερικά αφηγηματικά σημεία της καριέρας του. Ακόμα κι όταν το ‘Glass’ ρίχνει τους ήρωές του σε απευθείας μάχη τον έναν απέναντι του άλλου, το κάνει με έναν τρόπο διαρκώς επεξηγηματικό, όπου μηχανισμοί και ιδέες παίρνουν το ρόλο της πλοκής και της όποιας ροής. Στο ‘Glass’ δεν συμβαίνουν πράγματα το ένα μετά το άλλο, παρά ιδέες έρχονται και τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη. Με αποκορύφωμα το εξωφρενικό φινάλε και με στάσεις μπόλικα σημεία προσωπικού μανιφέστου που με έκαναν να μουρμουρίσω “έχει σαλέψει” βλέποντας την ταινία.
Ο Σιάμαλαν χρησιμοποιεί αυτό το τρίτο μέρος της υπερηρωικής τριλογίας του όχι για να στήσει μια μητέρα των μαχών (αν και σκηνές δράσεις υπάρχουν, πάντα μες στα πλαίσια των σιαμαλανικών μοτίβων και ρυθμών) αλλά για να προσεγγίσει εκ νέου την εμμονή με τους υπερηρωικούς μύθους, εξίσου ως παθολογία αλλά και ως απελευθέρωση. Μιλάει απενοχοποιητικά για τους υπερήρωες ως σύμβολα και ως μια αναπόφευκτη ουτοπία που πασχίζει να λάβει τη θέση της στην συλλογική ψυχή του θεατή. Στην διαδρομή, στήνει τις ψυχαναλυτικές στιγμές της ταινίας ως κάποιο από αυτά τα τηλεοπτικά επεισόδια όπου ο ήρωας αμφισβητεί την ψυχολογική του κατάσταση, και καδράρει τις μάχες από μια σκοπιά εξωτερικού παρατηρητή που κοιτάζει αυτά τα πλάσματα με μια μίξη τρέλας, θαυμασμού και φόβου.
Ο Τζέιμς ΜακΑβόι είναι, όπως και στον ‘Διχασμένο’, ένας τόσο αφοσιωμένος ερμηνευτής που δεν γίνεται να μην τον θαυμάσεις (παίζοντας τη μία διακριτή του περσόνα μετά την άλλη σα να ανήκε η κάθε μία στη δική της αυτοτελή όπερα), ο Μπρους Γουίλις είναι μετρημένος αλλά η ίδια του η παρουσία σε ένα σίκουελ 19 χρόνων προσδίδει μια κάπως συγκινητική χροιά στο φιλμ, αλλά την τελική νότα τη δίνει ο Σάμιουελ Τζάκσον στον ρόλο του τίτλου. Μαγνητίζει το βλέμμα είτε παίζοντας την σιωπηλή, ακινητοποιημένη βερσιόν του χαρακτήρα του, είτε παίζοντας στο μάξιμουμ την απολύτως comic εκδοχή της. «Για 19 χρόνια έλεγαν πως είμαι παρανοϊκός», μονολογεί σε ένα κομβικό σημείο του φιλμ. Είναι σα να βλέπεις τον Σιάμαλαν σε μια απολύτως προσωπική κατάθεση ψυχής- ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η χρήση κομμένων σκηνών από τον ‘Άφθαρτο’ είναι ένα σαφές highlight, αλλά απλά δε γίνεται να ξεπεραστούν οι σκηνές μάχης της 3ης πράξης του φιλμ, στημένες ως σχεδόν προκαθορισμένο αγώνα σκακιού, με αφήγηση και ερμηνεία καθώς συμβαίνουν. Είναι η πιο περίεργη εκδοχή υπερηρωικής δράσης που (δεν) θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν μας ξεναγεί στο σύμπαν του.
Στην Πύλη της Αιωνιότητας
*****
(“At Eternity’s Gate”, Τζούλιαν Σνάμπελ, 1ω51λ)
Καστ: Γουίλεμ Νταφόε, Ρούπερτ Φρεντ, Όσκαρ Άιζακ
Δραματοποίηση της ζωής του Βαν Γκογκ (Γουίλεμ Νταφόε στο ρόλο, πάντα έξοχος) με έμφαση στην τελευταία, δημιουργικότατη περίοδο της ζωής του. Κάθε βιογραφική ταινία με μια διαφορετική ματιά είναι πάντα καλοδεχούμενη, κι εδώ ο Σνάμπελ δεν επιχειρεί να αφηγηθεί α λα wikipedia μια ακολουθία γεγονότων όσο την εξελισσόμενη οπτική ενός καλλιτέχνη που φτάνει τα άκρα του στη σχέση με τον κόσμο γύρω του.
Ο σκηνοθέτης διατηρεί το γνώριμο ύφος του από το ‘Σκάφανδρο και την Πεταλούδα’ στην υπηρεσία μιας σχεδόν υποκειμενικής οπτικής, που ανοίγει διάπλατα το κάδρο στην ομορφιά του περιβάλλοντος αλλά και στον τρόμο που συχνά αυτό μπορεί να προκαλούσε στον ζορισμένο καλλιτέχνη. Το αποτέλεσμα είναι μια όμορφη ταινία που ωστόσο συχνά μοιάζει με VR αναπαράσταση, σαν making of οδηγός για το πώς ο Βαν Γκογκ δημιούργησε τα διάφορα έργα του, με τον Σνάμπελ να βρίσκει σχεδόν ρομαντική την γνωστή πλέον αφήγηση περί της μη αναγνώρισης του καλλιτέχνη όσο ήταν ζωντανός.
Είναι λίγο τουριστικό αλλά είναι και λίγο οπτικά συνεπές, με μια δυνατή ερμηνεία στο κέντρο του και με μπόλικες διάσπαρτες στιγμές συναισθηματικά ανοιχτόκαρδων στιγμών. Σε μια ακόμα άνιση, αλλά καλλιτεχνικά φιλόδοξη ματιά στη ζωή, τη ματιά και την κληρονομιά του μεγάλου ζωγράφου, μετά και το πρόσφατο ‘Loving Vincent‘.
Το Φιάσκο του Fyre Festival
*****
(“FYRE: The Greatest Party that Never Happened”, Κρις Σμιθ, 1ω37λ)
Λίγες ιστορίες των τελευταίων χρόνων μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως περικλείουν μέσα τους τόσο απόλυτα το πνεύμα της εποχής μας όσο το φιάσκο του Μεγαλύτερου Φεστιβάλ Που Θα Διοργανωνόταν Στον Πλανήτη. Το Fyre Festival υποσχόταν μια αξέχαστη φεστιβαλική εμπειρία σε απομονωμένο νησί στις Μπαχάμες έναντι τεράστιου οικονομικού αντιτίμου και με image χτισμένο πάνω στους influencers του Ίνσταγκραμ. Οι κατά βάση ευκατάστατοι φεστιβαλιστές έφτασαν εκείνο το βράδυ στο νησί για να έρθουν αντιμέτωποι με ένα θέαμα πλήρους αποδιοργάνωσης, με ανέτοιμες σκηνές, λιγοστά στρώματα, ελάχιστο φαγητό και αδυναμία άμεσης επιστροφής. Είναι η τέλεια συμβολική ιστορία πτώσης για έναν πολιτισμό χτισμένο πάνω στο ζεστό αέρα μιας εικόνας ιδανικά χτισμένης για τα social media.
O αναγνωρισμένος ντοκιμαντερίστας Κρις Σμιθ παίρνει μια ιστορία έτσι κι αλλιώς δραματουργικά και συμβολικά ιδανική, και την ανασκευάζει με τρόπο καθηλωτικό. Έχοντας πλήρη πρόσβαση στους ανθρώπους πίσω από το φεστιβάλ-φιάσκο (από την παραγωγή ως τα social media) και με σύμμαχο την εικόνα, φτιάχνει ένα ντοκιμαντέρ που ξεκινά ως πλήρης εξιστόρηση πρώτου προσώπου και καταλήγει στην τρίτη πράξη (όταν το κοινό καταφθάνει στο νησί) σχεδόν σαν θρίλερ found footage, σαν μακρινό συγγενής του “Blair Witch Project”. Όταν εστιάζει σε αυτή του τη διάσταση, το φιλμ πετυχαίνει κάτι ξεχωριστό- σίγουρα προτιμότερη προσέγγιση από την ευκολία της μονοδιάστατης επίθεσης σε έναν μόνο υπαίτιο, μια τάση (ειδικά προς το τέλος) που φτηναίνει κάπως το όλο εγχείρημα.
Το απίστευτο όμως της όλης υπόθεσης είναι πως οι εικόνες είναι σχεδόν απολύτως διαθέσιμες, μοιρασμένες σε δημόσια post και stories στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως εκ τούτου, το “Fyre” δεν είναι απλά η ιστορία του πώς στήθηκε μια πανάκριβη απάτη, αλλά κι ένα ντοκουμέντο σατιρικού, μαύρου χιούμορ πάνω στο πώς η εικόνα καθορίζει την εποχή μας. Στο πρώτο μέρος, η εικόνα αυτή είναι τα ελεγχόμενα βίντεο των μοντέλων-influencers του Ίνσταγκραμ, καλογυαλισμένα, ποθητά, φτιαγμένα για να πουλήσουν ένα άπιαστο όνειρο, μια εμπειρία κυριολεκτικά αδύνατον να κατασκευαστεί. Στο τέλος, η εικόνα είναι ανεξέλεγκτες selfies τρόμου και χάους, μια ωμή ματιά σε αυτό που μένει όταν σπάει η φούσκα.
*Η ταινία θα είναι διαθέσιμη για stream στο Netflix από την Παρασκευή 18/1.
Επίσης προβάλλονται
Κάτω από το Δέντρο
*****
(“Undir trénu / Under the Tree”, Χάφτεϊν Γκούναρ Σίγκουρντσον, 1ω29λ)
Όταν η γυναίκα του Άτλι τον πιάσει επ’αυτοφόρω να αυνανίζεται με μια sex tape που έφτιαξε με την πρώην του, τον διώχνει από το σπίτι. Αλλά η ταινία ξεκινά στα αλήθεια όταν πηγαίνοντας πίσω στο πατρικό του, μπλέκεται σε μια έχθρα γειτόνων που σταδιακά ξεφεύγει από κάθε όριο ανθρωπιάς: οι γείτονες των γονιών του θέλουν να εξαφανιστεί το δέντρο της πίσω αυλής, επειδή τους κρύβει τον ήλιο, ενώ οι γονείς του Άτλι το θέλουν στη θέση του γιατί, βασικά, στην Ισλανδία τα δέντρα είναι σπάνια. Αυτή η αρχική κόντρα ξεσπά σε ένα σπιράλ μίσους και απάνθρωπου φερσίματος. Φτιαγμένο ως μαύρη κωμωδία παρατήρησης συμπεριφορών, το φιλμ διατηρεί τονικά την δύσκολη ισορροπία του, κατορθώνοντας να οδηγήσει σε ένα σερί καταστάσεων που ζουν ταυτόχρονα σε ένα χώρο αποπνικτικής μαυρίλας όσο και παράλογου σλάπστικ (μια σκηνή με τον σκύλο μπορεί απολύτως φυσιολογικά να κάνει τον θεατή να εξοργιστεί ή να ξεσπάσει σε νευρικό γέλιο, ή και τα δύο). Η αδυναμία σύνδεσης με το οτιδήποτε ανθρώπινο όμως προδίδει τελικά το φιλμ, αφήνοντάς το κάπως ψυχρό και σχηματικό- μίλια αντίθεσης με ένα δομικά παρόμοιο, πρόσφατο σπουδαίο Ισλανδικό φιλμ, το προ διετίας “Rams”.
Στους Διαδρόμους
*****
(“In den Gängen / In the Aisles”, Τόμας Στούμπερ, 2ω5λ)
Σε ένα τεράστιο γερμανικό σούπερ μάρκετ, ένας οδηγός ανυψωτικού οχήματος ερωτεύεται μια υπεύθυνη μεγαλύτέρη του, και παντρεμένη σε έναν προβληματικό γάμο. Δύο γνώριμα πρόσωπα του γερμανικού σινεμά (η Σάντρα Ούλερ του “Τόνι Έρντμαν” κι ο Φραντζ Ρογκόφσκι του “Victoria” και του αριστουργηματικού φιλμ εποχής/μη-εποχής “Transit” που αναμένεται και στις ελληνικές αίθουσες) σηκώνουν στους ώμους τους αυτή τη γλυκιά, ρομαντική παραβολή για δύο ανθρώπους που βρίσκουν τη σύνδεση, την απελευθέρωση, έναν ολόκληρο νέο ρυθμό στη ζωή τους, ανάμεσα στα αχανή ράφια ενός απρόσωπου σούπερ μάρκετ-σύμπαντος. Ένα μικρό σφίξιμο το σήκωνε, και δεν είναι για όλα τα γούστα, αλλά η ταινία έχει προσωπικότητα και γοητεία.
Περιμένοντας τη Νονά
*****
(Νίκος Ζαπατίνας, 1ω36λ)
Δύο κολλητοί φίλοι ταξιδεύουν στη Νάξο περιμένοντας από στιγμή το θάνατο της νονάς του ενός. Εκεί θα βρεθεί και μια ελληνίδα που ζει στη Γερμανία, μαζί με το αγόρι της. Αυτό που τους συνδέει αποτελεί αντικείμενο μιας πρώτης ανατροπής-αποκάλυψης, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό το κουαρτέτο θα ζήσει ένα αξέχαστο καλοκαίρι στο νησί, μέσα από παρεξηγήσεις και ευτράπελα που θα τους αλλαξουν τη ζωή. Ο Νίκος Ζαπατίνας (“Ένας κι Ένας”) σκηνοθετεί δίχως ιδιαίτερη έμπνευση και οι ερμηνείες τις περισσότερες φορές δε λειτουργούν ούτε στο φαρσικό πλαίσιο που τοποθετεί η δράση της ταινίας. Παρόλαυτά υπάρχουν κάποια αστεία που λειτουργούν και -σε αντίθεση με άλλες παρόμοιου βεληνεκούς προσπάθειες- αυτή η κωμωδία τουλάχιστον προσπαθεί να έχει ένα ανθρώπινο στοιχείο μέσα της. Έχουμε δει πολύ χειρότερα πράγματα.
Η Ιστορία της Πράσινης Γραμμής (Πανίκκος Χρυσάνθου, 1ω55λ). Ελληνοκύπριος στρατιώτης στέλνεται να υπηρετήσει στην πράσινη γραμμή της Λευκώσίας και ανακαλύπτει πως ένας από τους απέναντι στρατιώτες μένει στο σπίτι του. Οι δυο τους συμφωνούν να κάνουν από ένα κρυφό ταξίδι, ο καθένας στην άλλη πλευρά.
Αστερίξ: Το Μυστικό του Μαγικού Ζωμού (“Asterix: Le Secret de la Potion Magique”, Αλεξάντρ Αστιέρ και Λουί Κλισί, 1ω25λ). Νέα ταινία κινουμένων σχεδίων με τον Αστερίξ και τους γαλάτες, μετά τη συμπαθέστατη “Κατοικία των Θεών” του 2014. Αυτή τη φορά, ο Πανοραμίξ αποφασίζει να βρει έναν νεαρό δρυίδη για να του μεταδώσει το μυστικό του μαγικού ζωμού ώστε να εξασφαλίσει το μέλλον του χωριού.
Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά (Β’ Προβολή). Η Χαμένη Λεωφόρος, μια εξαιρετική επιλογή υποτιμημένων ταινιών από την ιστορία του ελληνικού σινεμά, επιστρέφει στον κινηματογράφο Άστορ από την Πέμπτη 17 ως τη Δευτέρα 21 Ιανουαρίου με μια επιλογή ταινιών από τα δύο προηγούμενα έτη διοργανώσεων, με αφορμή την κυκλοφορία ενός συλλεκτικού τόμου πάνω στις ταινίες αυτές. (17-21 Ιανουαρίου, Άστορ)
5ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου. Την Παρασκευή ξεκινά η 5η διοργάνωση με ταινία έναρξης το “Queen Mimi” (η συγκινητική και αισιόδοξη καταγραφή της ζωής μιας πρώην άστεγης γυναίκας 90 χρονών), προβολή 63 ντοκιμαντέρ από Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες, και μεγάλο αφιέρωμα για την Ισότητα των Φύλων. Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα. (18-27 Ιανουαρίου, Αμφιθέατρο Θόδωρος Αγγελόπουλος, Εργατικό Κέντρο Καλαμάτας)
Παίζεται ακόμα
Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.
Το Παιχνίδι με τη Φωτιά
*****
(“Beoning / Burning”, Λι Τσανγκ-ντονγκ, 2ω28λ)
Διασκευή ενός σύντομου διηγήματος του Μουρακάμι με τίτλο ‘Barn Burning’, για έναν άντρα που έχει το περίεργο συνήθειο μία στο τόσο να βάζει φωτιά σε στάβλους και να τους βλέπει να καίγονται. Αυτό το παιχνίδι ψυχολογικής ισχύος είναι δομημένο ως ερωτικό τρίγωνο, πριν μια εξαφάνιση αλλάξει τα δεδομένα. Βραδυφλεγές, επιβλητικό δράμα με μερικές από τις εντυπωσιακότερες εικόνες που θα δούμε φέτος στη μεγάλη οθόνη, και μια απολαυστικά λεπτομερή ερμηνεία από τον Στίβεν Γιουν του “Walking Dead”.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο σκηνοθέτης του “Παιχνιδιού με τη Φωτιά” μας μιλά αποκλειστικά για την ταινία του, την μαγική ώρα, και τον Μουρακάμι.