Ο Νικολά Μπεντός και το σκοτάδι κάτω από τη λάμψη της γαλλικής ριβιέρα
Ο σκηνοθέτης της ταινίας “Καμουφλάζ” μιλά από τις περσινές Κάννες για την επιθυμία και τη σκοτεινή πλευρά των ηλιόλουστων σκηνικών.
- 28 Ιουλίου 2023 06:31
Ο κόσμος του “Καμουφλάζ” είναι ένας κόσμος επιφάνειας, αστραφτερός αλλά κενός, γεμάτος απάτες, ανατροπές, πρόσωπα που άλλα λένε, άλλα νιώθουν κι άλλα κάνουν. Λίγο σάτιρα του κόσμου της λάμψης με φόντο τη γαλλική Ριβιέρα, λίγο μια κατεξοχήν κινηματογραφική ιστορία γεμάτη σκοτάδι κάτω από την επιφάνεια και κρυφά σχέδια, το “Καμουφλάζ” (που κυκλοφορεί τώρα στις αίθουσες από την Rosebud) βάζει στο επίκεντρο μια μεγαλύτερης ηλικίας σταρ (την υποδύεται η Ιζαμπέλ Ατζανί) γύρω από την οποία στήνεται ένα σκοτεινό παιχνίδι.
Ακολουθεί τον Αντριέν (Πιερ Νινέ του “Franz”), χορευτή που εγκαταλείπει την καριέρα του μετά από ένα ατύχημα και τώρα είναι συνοδός της ντίβας που παίζει η Ατζανί. Μαζί με την Μαργκό (Μαρίνα Βακτ), μια μικρο-απατεώνισα που τα βγάζει πέρα με κομπίνες και μανιπουλάροντας τους κατάλληλους ανθρώπους, θα βάλουν στόχο την περιουσία ενός πλούσιου άντρα, όμως στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει ποιος ξεγελάει ποιον, σε αυτό το κουαρτέτο σκοτεινών ανατροπών και αποπλάνησης.
Πρόκειται για τη νέα ταινία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Νικολά Μπεντός, ο οποίος στο παρελθόν μας έχει δώσει πολύ διασκεδαστικές ρομαντικές ιστορίες με κάποιο έξυπνο high concept να τις περιβάλλει – σκεφτείτε ας πούμε το έξυπνο και ρομαντικό “Επιστροφή στη Μπελ Επόκ” αλλά και το “Κύριος και Κυρία Αντελμάν”. Η νέα του ταινία έκανε πρεμιέρα πέρσι εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ Καννών, όμως έκτοτε αυτή η ιστορία έχει αποκτήσει μια επιπλέον σκοτεινή τροπή.
Ο Μπεντός κατηγορείται εδώ και λίγες μέρες για βιασμό και σεξουαλική παρενόχληση από 4 γυναίκες, λίγες εβδομάδες μετά από πρώτη αναφορά εναντίον του για την οποία είχε πει πως «θα μπορούσε μόνο να έχει συμβεί στην πίστα χορού ενός νυχτερινού κλαμπ, και να αποτελεί ένα ατύχημα υπό την επήρεια μεθυσιού».
Η δική μας συζήτηση με τον Μπεντός έγινε πριν έρθουν στο φως αυτές οι κατηγορίες, και ακόμα κι όταν αγγίζει το ζήτημα της επιθυμίας και του πάθους, το κάνει μέσα από ένα καθαρά κινηματογραφικό πρίσμα. Αυτά είναι όσα είπαμε τον Μάιο του ‘22, κάτω από ήλιο της Κρουαζέτ.
Η ταινία ξεκινά με μια ατάκα του Σόμερσετ Μομ που αναφέρεται στη γαλλική Ριβιέρα. Σε ποιο βαθμό θα έλεγες πως είναι παρόν το πνεύμα του στην ταινία;
Είναι κάποιος που διαβάζω με χαρά χρόνια τώρα. Υπάρχει μια μίξη ευαισθησίας και σαρκασμού απέναντι στους χαρακτήρες. Κι όπως κι εγώ, έχουμε μεν μια πλευρά πολύ σκληρή, αλλά και μια στοργή που σώζει τους χαρακτήρες. Έζησε σε ένα σπίτι που αγαπούσε στην Κυανή Ακτή, μια πανέμορφη περιοχή. Που δυστυχώς έχει αλλάξει πολύ πια, τόσο από το πέρασμα του χρόνου όσο κι από το real estate.
Βρήκες σημαντική επιτυχία με το “Ραντεβού στο Μπελ Επόκ”. Είναι κάτι που ένιωσες νωρίτερα, καθώς το γυρνούσες; Ένιωσες κάτι παρόμοιο με το “Καμουφλάζ”;
Ποτέ δε νιώθω ούτε ξέρω κάτι από πριν. Ξεκινώ έναν αριθμό σεναρίων που στην πορεία εγκαταλείπω κάπου στη μέση, και παίρνει πολλή προσπάθεια ώστε πράγματι να αποφασίσω πως, ναι, αυτό είναι που θέλω να αφοσιωθώ και να περάσω χρόνια της ζωής μου δουλεύοντας σε αυτό. Αυτό εξαρτάται όχι μόνο από το στόρι αλλά επίσης κι από την αίσθηση ικανοποίησης που μου δίνει, από την ειλικρίνεια, από το άγχος καθώς αφοσιώνομαι κι εξερευνώ το υλικό.
Πρέπει να πω ότι ειλικρινά, πριν το “Μπελ Επόκ” δεν ήμουν καθόλου πεπεισμένος ότι θα γινόταν η επιτυχία που έγινε. Και το ίδιο με το “Καμουφλάζ”.
Από την άλλη πλευρά, γράφοντας μια ταινία και μετά γυρίζοντας την, δεν πάω ποτέ κόντρα στα ένστικτά μου για να την κάνω δημοφιλή και αρεστή στο κοινό. Θέλω να μείνω αυθεντικός απέναντι στις αρχές μου και στην περίπτωση του “Καμουφλάζ” να κάνω κάτι πιο παράτολμο. Και πιο σκοτεινό.
Στο “Μπελ Επόκ” είχες τον Ντανιέλ Οτέιγ και τη Φανί Αρντάν και στο “Καμουφλάζ” ένα εντυπωσιακό καστ με πρώτο όνομα την Ιζαμπέλ Ατζανί. Υπάρχει κάτι στην ιδέα του να παίζει με την εικόνα τόσο εμβληματικών προσώπων στον κόσμο του γαλλικού σινεμά;
Στην περίπτωση του Οτέιγ και της Αρντάν, απλώς άντλησα από την ευφυία τους. Έτσι ήταν και με την Ατζανί, αλλά σε αυτή την περίπτωση απόλαυσα να παίζω και με την εικόνα της, να της δώσω κάτι το αμφίσημο.
Τι ακριβώς από το ίματζ της δηλαδή;
Στην Γαλλία, η Ατζανί ενσαρκώνει την ίδια την πεμπτουσία της ηθοποιίας: υπάρχει κάτι το, πολύ απλά, ονειρώδες στην ίδια και στη ζωή της, συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικής της ζωής, και με το πέρασμα του χρόνου ενσαρκώνει πια και το τι σημαίνει για μια ηθοποιό να γερνά. Όλα αυτά μου έδωσαν στοιχεία που βοήθησαν να δημιουργηθεί ο χαρακτήρας της εδώ – τέλειος χαρακτήρας για όλους εμάς τους ηδονοβλεψίες θεατές, για όλους εμάς τους εραστές των ταινιών και του πώς αντιλαμβανόμαστε αυτούς τους μεγάλους κινηματογραφικούς σταρ.
Οι ταινίες μέσα σε αινίγματα έχουν μια πολύ ρομαντική ουσία. Love stories. Τι σε εντυπωσιάζει στην ιδέα της αγάπης;
Εξαρτάται πολύ από την περίοδο της ζωής μου. Υπήρχαν περίοδοι που ήμουν απορροφημένος από τη ζωή κι άλλες όχι τόσο. Είχα την πολυτέλεια να μπορώ να αφιερώσω πολύ χρόνο στη ζωή μου για να στοχαστώ πάνω στον έρωτα και την αγάπη, άλλοι δεν έχουν αυτό το προνόμιο. Θα πω ότι μάλλον θα πεθάνω κάποια μέρα χωρίς να έχω φτάσει σε κάποια βεβαιότητα, χωρίς να έχω βρει κάποια σοφία και απόλυτη γνώση πάνω στο τι είναι η αγάπη. Σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μου η αγάπη με έκανε να υποφέρω ή μου έφερε απόλαυση, αλλά δεν έχω καμία βεβαιότητα να μοιραστώ. Αλλά θα πω ένα μυστικό:
Πρέπει να παραδεχθώ ότι είναι προσωπικό αυτό το στόρι που θα μοιραστώ τώρα. Η πρώτη φορά που βίωσα τον έρωτα ήταν μέσα σε ένα σινεμά. Μέσα στην αίθουσα, βλέποντας crime ταινίες, βλέποντας μυστηριώδεις γυναίκες σε νουάρ ιστορίες. Έτσι ένιωσα τον πρώτο ενθουσιασμό του έρωτα, την πρώτη φυσική επιθυμία να με συνεπαίρνει. Ο έρωτας είναι κάτι που συνέβη για μένα σε σινεμά πολύ πριν ερωτευτώ γυναίκα με σάρκα και οστά. Και με το “Καμουφλάζ” ήθελα να επιστρέψω αυτό το χρέος μου απέναντι στο σινεμά. Να εκφράσω αυτή την επιθυμία και το βάσανο που δημιουργεί ο έρωτας.
Τι είδους ταινίες ήταν αυτές;
Ήταν ας πούμε το “Σε Ζηλεύω” του Κλοντ Σαμπρόλ. Εκεί ερωτεύτηκα βαθιά την Εμανουέλ Μπεάρ όπως συμβαίνει και στον Φρανσουά Κλουζέ στην ταινία. Ερωτεύτηκα παράφορα την Μέριλ Στριπ στην “Εκλογή της Σόφι” και την Μισέλ Φάιφερ στην “Επικίνδυνες Σχέσεις”. Αυτές οι τρεις ηθοποιοί ήταν οι πρώτες μου αγάπες, φέρνοντας αγωνία, πάθος και φυσική επιθυμία.
Όταν μιλάμε για κινηματογραφικές σταρ που γερνάνε, είναι αδύνατον να μην σκεφτούμε τη Νόρμα Ντέσμοντ, τον χαρακτήρα της Γκλόρια Σουάνσον στη “Λεωφόρο της Δύσεως” του Μπίλι Γουάιλντερ. Έφερες κάτι από τη Νόρμα στον χαρακτήρα της Ατζανί στο “Καμουφλάζ” ή έκανες ό,τι μπορούσες για να την αποφύγεις;
Ακριβώς αυτό! Προσπάθησα να την αποφύγω. Η ταινία του Γουάιλντερ είναι εκπληκτική, αλλά η εποχή του έντονου συμβολισμού και των επιτηδευμένων ερμηνειών δεν ταιριάζει με το σήμερα. Γενικότερα, προσπαθώ να δημιουργώ απόσταση ανάμεσα σε εμένα και στις επιρροές μου, τουλάχιστον σε συνειδητό επίπεδο. Υποσυνείδητα, είμαι σίγουρος πως συνεχίζουν να με κατευθύνουν.
Το να σκηνοθετείς είναι μόνο μία από τις ιδιότητές σου. Στη Γαλλία είσαι γνωστός ως ηθοποιός. Πώς νιώθεις όταν είσαι σε ένα φεστιβάλ σαν τις Κάννες, όπου το βάρος πέφτει στους σκηνοθέτες;
Είναι η τρίτη μου φορά στις Κάννες με ταινία μου. Στην αρχή είχα άγχος, αλλά λιγότερο αυτές τις μέρες. Αλλά ακόμα δε μπορώ να πιστέψω ότι συμβαίνει. Μιλάω με δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο για τον έρωτα και για τα μυστήρια του σινεμά! Ως κάποιος που είναι πολύ γνωστός στη Γαλλία, και που η προσωπική μου ζωή συζητιέται συχνά, είναι βαθύτατα ικανοποιητικό το να μπορώ να μιλάω για τον ίδιο το λόγο που με φέρνει εδώ, δηλαδή την ταινία που έχω φέρει μαζί μου.
*Η συνέντευξη με τον Νικολά Μπεντός έγινε τον Μάιο του ‘22 στις Κάννες. Η ταινία “Καμουφλάζ” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Rosebud.