Οι ταινίες της εβδομάδας: Αλ Καπόνε, Μαρί Κιουρί και η επιστροφή του “Μίσους”
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα δύο φιλόδοξες αλλά ημιαποτυχημένες βιογραφίες στις αίθουσες.
- 20 Αυγούστου 2020 09:45
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Καπόνε
*****
(“Capone”, Τζος Τρανκ, 1ω44λ)
Μαντάμ Κιουρί: Η Γυναίκα Που Άλλαξε τον Κόσμο
*****
(“Radioactive”, Μαριάν Σατραπί, 1ω50λ)
Οι δύο βιογραφίες της εβδομάδας δεν μοιάζουν ως προς την προσέγγισή τους στο καδράρισμα που κεντρικού τους ήρωα- στην «Κιουρί», η Μαριάν Σατραπί (του «Περσέπολις») επιλέγει μια πιο συμβατική εξιστόρηση ζωής επικεντρωμένη σε στιγμές-κλειδιά της πορείας της πρωταγωνίστριάς της, ενώ στο «Καπότε» ο Τζος Τρανκ (του διαβόητου πλέον φιάσκου «Fantastic Four») σκιαγραφεί την πασίγνωστη φιγούρα του εγκλήματος κατά το τελευταίο διάστημα της ζωής του, μετά την αποφυλάκιση, όντας πλέον παραδομένος σε μια απόλυτη σωματική και νοητική παρακμή.
Κι οι δύο όμως ταινίες επιχειρούν να αποτυπώσουν τα πορτρέτα τους στην οθόνη μέσα από μια οπτική γλώσσα που αναμφίβολα υπερβαίνει το κείμενό τους, σε σημείο τελικά περιέργως εχθρικό ως προς την ταινία. Ο Άντονι Ντοντ Μαντλ, διευθυντής φωτογραφίας του Ντάνι Μπόιλ (με Όσκαρ για το «Slumdog Millionaire») και του Λαρς φον Τρίερ («Αντίχριστος») παίρνει την ταινία επ’ώμου, δίνοντας σε μια κωμικά συμβατική βιογραφική σύνθεση την οπτική υφή ενός αληθινού ραδιενεργού εφιάλτη. Το στυλ του είναι συμβατό με τα γκροτέσκου στυλιζαρίσματος οράματα του Τρίερ ή την παραληρηματική αναμνησιακή χροιά του «127 Ώρες» (πάλι του Μπόιλ), αλλά εδώ δημιουργεί έναν ηλεκτρισμένο αναχρονισμό που δεν υποστηρίζεται ούτε στο ελάχιστο από την Σατραπί ή τις σεναριακές προθέσεις του έργου.
Από την άλλη, ο Τρανκ βυθίζεται εξαρχής σε έναν φετιχιστικό εφιάλτη και δε μοιάζει να νοιάζεται ποιους θα πάρει μαζί του. Το να πάρεις έναν τόσο αρρωστημένα “alpha” εγκληματία και να εστιάσεις στην λιγότερο σέξι στιγμή του είναι σίγουρα μια κάποια απόφαση, υποστηρίζεται δε πλήρως από τον Τομ Χάρντι στον ρόλο του μαφιόζου, σε μια από τις πιο αφοσιωμένες και αδιανόητα άφοβες ερμηνείες των τελευταίων χρόνων. Ο Χάρντι χρησιμοποιεί το σώμα του και το μουγκρητό του όσο κανείς σύγχρονός του, αποδίδοντας τον ήρωά του ως ένα αποκρουστικό καρτούν παγιδευμένο σε έναν σκατολογικό εφιάλτη που έχει δημιουργήσει γι’αυτόν το μυαλό του και το παραπαίον κορμί του. Η κόλαση είναι μέσα μας, θέλει να πει ο Τρανκ που σε κάποιο μέρος βαθιά στην ψυχή του πίστευε πως δημιουργούσε ένα δικό του «Irishman», όμως εκτός του ότι δεν διαθέτει τον αναγκαίο φορμαλιστικό έλεγχο για τα φιλόδοξα σκοτεινά του όνειρα (το βλέπουμε πια σε όλη τη φιλμογραφία του), ξεχνά πως στην περίπτωση του «Capone», δεν υπάρχει σημείο εκκίνησης. Δεν υπάρχει εξιλεωτικό αντίβαρο. Είναι ένας εφιάλτης θανάτου που ξυπνώντας δε σε κάνει να ξεφυσήξεις υπαρξιακά, αλλά περισσότερο από κουρασμένη απόγνωση. Τι να πεις; Είναι κι αυτό κάτι. Τουλάχιστον έχει Μια Κάποια Ιδέα.
Κυκλοφορούν Επίσης:
Παιχνίδια Φωτιάς
*****
(“Joueurs”, Μαρί Μονζ, 2ω45λ)0
Ένας εθισμένος στο τζόγο και μια νεαρή γυναίκα ερωτεύονται τρελά. Εκείνη θα τον ακολουθήσει στον αθέατο κόσμο του παράνομου τζόγου και σύντομα τα πονταρίσματα θα αρχίσουν να γίνονται επικίνδυνα, όμως το πάθος τους δεν υποχωρεί απειλώντας να τους τινάξει και τους δύο στον αέρα. Στέισι Μάρτιν («Nymphomaniac») και Ταχάρ Ραχίμ («Προφήτης») οδηγούν το πρώτο φλογισμένα σέξι πρώτο ημίωρο της ταινίας όμως οι κοινότυπες δραματικές στροφές δεν αφήνουν την ταινία να ξεπεράσει το επίπεδο του να την βλέπεις καθαρά για τους πρωταγωνιστές της. Το οποίο φυσικά είναι απολύτως δικαιολογημένο, στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Εκτός Ελέγχου
*****
(“Just 6.5”, Σαϊντ Ρουστάι, 2ω14λ)
Στο Ιράν όπου πάνω από 6 εκατομμύρια άνθρωποι γίνονται κάθε χρόνο χρήστες ναρκωτικών, η αστυνομία βρίσκεται στο κατόπι ενός ναρκοβαρώνου, αλλά όταν καταφέρνουν να τον πιάσουν, εκείνος θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποδράσει. Μια νευρώδης περιπέτεια με εξαιρετική χρήση των χώρων τόσο στην οριοθέτηση της δράσης όσο και συμβολισμού μιας χώρας παγιδευμένης, με αγωνιώδεις σεκάνς κυνηγητών καθώς ακολουθούμε ένα παιχνίδι γάτας-ποντικού, αλλά και μια σχηματική δραματική αποτύπωση που φλερτάρει με το μελόδραμα δίχως στυλιστικά κάτι τέτοιο να υποστηρίζεται.
Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό
*****
(“Figli”, Τζουζέπε Μπονίτο, 1ω37λ)
Η Σάρα κι ο Νικόλα περιμένουν το δεύτερό τους γιο και μέσα από την ιστορία τους παρακολουθούμε τις χαρές, τις λύπες και την απλή καθημερινότητα του να είσαι γονιός και να ζεις στη σημερινή Ιταλία. Συμπαθής κοινωνική δραμεντί που τουλάχιστον σέβεται τον θεατή, που φρενάρει σε κάποιες εντελώς cringe στιγμές σπασίματος του τέταρτου τοίχου.
Επανεκδόσεις
Το Μίσος
*****
(Ματιέ Κασοβίτς, “La Haine”,1ω38λ, 1995)
Ύστερα από μια χαοτική βραδιά εξεγέρσεων σε ένα προάστιο του Παρισιού, τρεις νεαροί φίλοι πηγαινοέρχονται στις συνοικίες περιμένοντας να μάθουν νέα για την κατάσταση της υγείας ενός κοινού γνωστού που τραυματίστηκε σοβαρά από αστυνομικούς σε μια διαμαρτυρία. Με τον Βενσάν Κασέλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Ματιέ Κασοβίτς σκηνοθετεί τη διασημότερη ταινία της καριέρας του και μια από τις εμβληματικές ταινίες των ‘90s.
Είναι περίεργο το συναίσθημα να βλέπεις κάποιες σύγχρονές σου ταινίες να γίνονται επανεκδόσεις. Ίσως, συγκεκριμένα για την ταινία του Ματιέ Κασοβίτς, επειδή στην πραγματικότητα ποτέ δεν πρόλαβε να παλιώσει. Όχι μόνο ηλικιακά, αλλά πρωτίστως θεματικά. 25 χρόνια από την πρώτη του επίθεση σε όλες μας τις αισθήσεις, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα κατά την οποία να φάνταζε παρωχημένο με οποιονδήποτε τρόπο ή παιδί μιας εποχής που έχει περάσει. Σε αυτή την ιστορία ατομικής, και κατ’επέκταση συλλογικής, εξέγερσης απέναντι στην κοινωνική περιθωριοποίηση (εχθρός αόριστος; Προφανώς!), ο Κασοβίτς δίνει φροντίδα και πρόσωπο στις μειονότητες των υποβαθμισμένων περιοχών του Παρισιού, και αφηγείται με πυγμή μια ιστορία που ούτε για μια στιγμή δεν περιορίζεται χρονικά ή τοπικά, παρά τη σαφή της τοποθέτηση.
Η κάμερά του απορροφά αγανάκτηση και ζωγραφίζει ένταση, επιδεικνύοντας μια μάλλον ενστικτώδη αίσθηση ελέγχου, εστιάζοντας σε ιδρωμένα πρόσωπα, σε οργισμένα βλέμματα, σε ηλεκτρισμένους αστικούς χώρους. Η πτώση την οποία περιγράφει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια αφορούσε και αφορά όλους, ιδίως όσο συγκρούσεις και αντιδράσεις συνεχίζουν να έρχονται σε διάφορες μορφές (κάθε φορά που βλέπεις αυτή την ταινία θα υπάρχει και κάποια πιο πρόσφατη στην οποία να μπορείς να “δείξεις”, όπως ετούτη ας πούμε τη φορά συμβαίνει στην Αμερική μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ) για να μας θυμίζουν οτι το αδιέξοδα αποπνικτικό Παρίσι που καταγράφει ο Κασοβίτς δεν ανήκει σε μια πραγματικότητα ξένη, και ούτε κατοικείται από άλλους. Το Παρίσι του είναι το Παρίσι όλων μας.
Να Ζει Κανείς Ή Να Μη Ζει
*****
(“To Be or Not to Be”, Έρνστ Λιούμπιτς, 1ω39λ, 1942)
Εν μέσω μιας φρικτής πολεμικής πραγματικότητας, γυρισμένο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το αριστούργημα του Λιούμπιτς γελά στα μούτρα της τυραννίας δίχως -κι αυτό είναι το αληθινά πιο εντυπωσιακό- ούτε στάλα πομπώδους διάθεσης ή διδακτισμού. Πώς είναι δυνατόν να υπήρξε αυτή η ταινία;
Στην Βαρσοβία λίγες μέρες πριν την γερμανική εισβολή, ένας θεατρικός θίασος επιχειρεί να ανεβάσει την παράσταση «Γκεστάπο», μια αντιφασιστική σάτιρα. Μετά την επέμβαση των τοπικών αρχών αυτό απαγορεύεται κι έτσι ο θίασος ανεβάζει τον «Άμλετ», ένα είδος δραματουργικής ραχοκοκαλιάς της αγγλόφωνης αφήγησης, όπως υπογραμμίζεται κι αργότερα στο φιλμ, όταν ένας σαιξπηρικός μονόλογος μετατρέπεται σταδιακά και με αποστομωτικά έντεχνο τρόπο, από περιφερειακό αστείο σε συναισθηματικό αποκορύφωμα.
Η ταινία είναι δύσκολο να περιγραφεί καθώς χωράει στη σύντομή της διάρκεια μια εντυπωσιακή ποσότητα πληροφορίας και ανατροπών, την ίδια στιγμή που ο Λιούμπιτς προσδίδει στην κωμωδία του μια πολύ αληθινή εσάνς κατασκοπικού σασπένς, με τους ηθοποιούς του θιάσου να αναλαμβάνουν να αποσπάσουν ένα πολύ σημαντικό έγγραφο από έναν κατάσκοπο των Γερμανών. Όμως τα πάντα είναι πραγματικά αέρινα, και ποτέ ο ρυθμός δεν θυσιάζεται για ένα αστείο, ούτε το χιούμορ παραμερίζεται ποτέ προς χάριν κάποιας πλοκής ή κάποιου βαρύγδουπου μηνύματος. Κατασκευαστικά, είναι σχεδόν αδιανόητο. Ρυθμικά, είναι απλά απολαυστικό, με τις διαρκείς επαναλήψεις αστείων να τα κάνουν ολοένα και πιο ξεκαρδιστικά και τους ηθοποιούς να δίνουν το ρεσιτάλ της ζωής τους σε διπλούς και τριπλούς ρόλους.
Στο κέντρο ο Τζακ Μπένι, παίζοντας στρώματα και στρώματα “hammy” ερμηνειών δίνοντας στους διάφορους ρόλους του αυτό που ζητά το -κάθε φορά- κοινό του, μέσα από μια σειρά από ανατροπές και ρόλους-καθρέφτες. («Ώστε με φωνάζουν “Στρατόπεδο Συγκέντρωσης” Έρχαρντ, εεε;» – «Το φαντάστηκα πως θα αντιδρούσες έτσι».) Σε αυτή την περίτεχνη μετα-αφήγηση για τη γοητεία των ιστοριών και των ερμηνευμένων ρόλων, λάμπει η εκπληκτική Κάρολ Λόμπαρντ ως πρωταγωνίστρια του θιάσου που καταλήγει να γοητεύει τους πάντες γύρω της οδηγώντας τους ακόμα και εκτός λογικής ή και ιδεολογικών γραμμών. Η Λόμπαρντ, μια από τις σπουδαιότερες σταρ του παλιού Χόλιγουντ, χάθηκε τραγικά νέα κι αυτή η ταινία είναι ο τελευταίος της ρόλος, κυκλοφορώντας στις αίθουσες ένα μήνα μετά το θάνατό της. Όσο για την ταινία, δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να την μην είχε στο προσκεφάλι του ο Ταραντίνο γράφοντας τους «Άδωξους Μπάστερδους».
Αλλά πέρα από κάθε σύνδεση ή ξεχωριστή ιστορία γύρω από το φιλμ, η μεγαλύτερή του κληρονομιά θα είναι πάντα ο ίδιος του ο εαυτός: Μια ανάλαφρη φαρσοκωμωδία “επίκαιρων”, γυρισμένη μες στη φλόγα του Πολέμου, που την βλέπεις 8 δεκαετίες αργότερα και όχι απλά δεν υπάρχει υποψία χρόνου πάνω της, αλλά παραμένει ακόμα και σε επίπεδο φιλμικής κατασκευής, ένα αξιοπερίεργο θαύμα.