Οι ταινίες της εβδομάδας: Γκοντάρ, κλάμα και αγωνία στα θερινά
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα οι “Μεταφραστές” είναι τίμια whodunnit αγωνιώδης διασκέδαση και το “Babyteeth” είναι η συναισθηματική επίθεση της βδομάδας.
- 18 Ιουνίου 2020 06:18
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Οι Μεταφραστές
*****
(“Les Τraducteurs”, Ρεζί Ρουανσάρ, 1ω45λ)
Ένα πολυαναμενόμενο βιβλίο παραδίδεται από τον συγγραφέα στον εκδότη του και καθώς ο πλανήτης περιμένει με κομμένη την ανάσα την κυκλοφορία που θα ολοκληρώσει την πιο χοτ παγκοσμίως σειρά βιβλίων, μια ομάδα μεταφραστών προσλαμβάνεται ώστε να μεταφέρουν το έργο στις γλώσσες τους εγκαίρως και υπό συνθήκες άκρας μυστικοπάθειας και ασφαλείας. Όλοι οι μεταφραστές κλειδώνονται στο υπόγειο μιας απομονωμένης έπαυλης προκειμένου το πρωτότυπο να μην κυκλοφορήσει παρανόμως, όμως ένα πρωί οι πρώτες 10 σελίδες βρίσκονται ποσταρισμένες στο ίντερνετ, μαζί με έναν εκβιασμό: Ή πληρώνεις, ή οι επόμενες 100 σελίδες θα απελευθερωθούν. Έτσι ξεκινάει μια παλαβή whodunnit έρευνα: Ποιος μεταφραστής έκανε το έγκλημα;;
Ο Ρουανσάρ είναι ο σκηνοθέτης πίσω από το απολαυστικό “Populaire”, για μια γραμματέα που εκπαιδεύεται να πληκτρολογεί τόσο γρήγορα ώστε να κερδίσει έναν διαγωνισμό δακτυλογιαφίας(!), ένα ιδιόμορφο φιλμ που ήταν σα να βλέπεις αθλητική ταινία τύπου “Karate Kid”, αλλά γυρισμένη σαν ρομαντική κομεντί εποχής. Χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης επιστρέφει κι αν και οι “Μεταφραστές” διαφέρουν σε τόνο και θέμα, είναι και πάλι εμφανής η αγάπη του Ρουανσάρ για το σινεμά και για το πώς τα είδη μπορούν να σμίγουν απρόσμενα μεταξύ τους.
Η ταινία ενώνει ένα ωραιότατο διεθνές καστ, από τον Λάμπερτ Γουίλσον και την Όλγκα Κουριλένκο ως τον Εδουάρδο Νοριέγκα και τον απολαυστικό Μανώλη Μαυροματάκη (στο ρόλο του Έλληνα μεταφραστή, που από τη μία σκηνή στην άλλη όλο και κάτι θα μουρμουράει στα Ελληνικά), σκιαγραφώντας κάθε μεταφραστή βάσει των δικών του προσωπικών εμμονών και θέλω, στηρίζοντας έτσι ξεχωριστά κίνητρα για το “ποιος το έκανε”, την ίδια ώρα που επιχειρεί να εξερευνήσει τη σχέση του καθενός με τις ιστορίες που περνάν από τα χέρια τους και το πώς η αγάπη και η κάθε είδους σχέση με ένα κείμενο, το μεταφράζει ως κάτι μοναδικό στην απέναντι άκρη.
Δεν λειτουργεί ακριβώς αρμονικά όλο αυτό, καθώς πολλές ιδέες δεν ωριμάζουν ποτέ και πολλοί χαρακτήρες σα να ξεχνιούνται οδηγώντας εν τέλει σε μια σχετική σύγχυση. Όμως το set-up από μόνο του είναι γοητευτικό και απολύτως ταιριαστό με την εποχή και το πλαίσιο του θερινού σινεμά, και σε κάθε περίπτωση η βασική ιδέα πίσω από το όλο εγχείρημα (μέχρι και τελικής αποκάλυψης) κρύβει μέσα της κάτι το αγνά και ηθικά αντισυστημικό, πάνω στην απελευθέρωση της τέχνης και στην αγνότητα της δημιουργίας της. Μια χαρά περάσαμε.
Babyteeth
(Σάνον Μέρφι, 2ω)
Από το Φεστιβάλ Βενετίας, μια σημείωση για ένα από τα ωραιότερα ντεμπούτα της χρονιάς:
Ντεμπούτο-έκπληξη, με ένα θεατρικής προέλευσης οικογενειακό δράμα για μια καρκινοπαθή κοπέλα που ερωτεύεται ακριβώς το αγόρι που Θα Μισήσουν Οι Γονείς Σου και γύρω από τη γέννηση αυτής της περίπου-σχέσης αναπτύσσεται ένα απρόσμενα ανθρώπινο και αστείο δράμα πάνω στην επιθυμία. Η Μέρφι (“Killing Eve”) αποφεύγει πολύ περισσότερες παγίδες του quirky μελοδραματισμού από όσες πατά, φτιάχνοντας ένα συμπαγές φιλμ που πρώτα σκιαγραφεί κι έπειτα συγκινεί. Ελίζα Σκάνλεν (“Μικρές Κυρίες”, “Sharp Objects”) πολύ καλή στον κεντρικό ρόλο και από τις ερμηνείες της καριέρας τους δίνουν Έσι Ντέιβις και Μπεν Μέντελσον στο ρόλο των γονιών της.
Επανεκδόσεις
Περιφρόνηση
*****
(“Le Mépris”, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, 1ω43λ, 1963)
«Μου αρέσουν οι θεοί. Ξέρω ακριβώς πώς νιώθουν», λέει ο παραγωγός Τζέρεμι Προκός (Τζακ Πάλανς) πριν εξηγήσει το πώς -έτσι κι αλλιώς- είναι οι άνθρωποι που δημιούργησαν τους θεούς, κι όχι το αντίστροφο. Στο μεγαλύτερο ίσως αριστούργημα του Γκοντάρ, ένα δημιούργημα πάνω στην αδιαφορία των θεών για τους κοινούς θνητούς, ένας παραγωγός προσκαλεί έναν σεναριογράφο (Μισέλ Πικολί) να δουλέψει πάνω στο σενάριο μιας ταινίας του η οποία δεν εξελίσσεται όπως εκείνος φανταζόταν. Ο σκηνοθέτης του, ο Φριτς Λανγκ (στο ρόλο ο Φριτς Λανγκ!) διασκευάζει την “Οδύσσεια” αλλά με όρους πολύ πιο αυστηρά καλλιτεχνικούς από ό,τι ο παραγωγός φανταζόταν, και τώρα νιώθει πως το φιλμ χρειάζεται ένα εμπορικό λίφτινγκ.
Καλεσμένοι του Προκός, ο Πολ και η σύζυγός του Καμίλ (μια απόκοσμης τελειότητας Μπριζίτ Μπαρντό) βλέπουν τον γάμο τους να αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια τους όταν ύστερα από μια φαινομενικά ασήμαντη πράξη αδράνειας, ο Πολ αφήνει την Καμίλ να τον δει για αυτό που πραγματικά είναι: Κάτι το μέτριο, το συνηθισμένο, το θνητό. Όταν τη ρωτάει γιατί να μείνει εκεί και να συνεχίσει να δουλεύει κάτι στο οποίο δεν πιστεύει, εκείνη αποκρίνεται «επειδή υπέγραψες ένα συμβόλαιο και με κάνεις να βαριέμαι».
Ο Γκοντάρ ακολουθεί τη διάλυση μιας σχέσης χρησιμοποιώντας κάθε πιθανή γωνία ή σύνθεση κάδρου για να κοιτάξει τον πρωταγωνιστή του με τη ματιά ενός αδιάφορου θεού απέναντι σε έναν από τους ασήμαντους θνητούς που τον δημιούργησαν. Εδώ το σινεμά, το δημιούργημα, κάθε είδους ανυπέρβλητης ομορφιάς τέχνη καταλαμβάνει μια θέση στο πάνθεον, έχοντας δική τους βούληση πέρα από κάθε σύνορο κατανόησης ή δυνατότητας των όντων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.
Η ταινία σχολιάζει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τη θέση της στην παράδοση της τέχνης, μιας και ο Γκοντάρ έχει πλήρη συναίσθηση της θέσης του ως μέρος του καλλιτεχνικού συνόλου, γεμίζοντας τα κάδρα του με αφίσες ταινιών, τιτάνες της κινηματογραφικής παράδοσης και ακόμα και τοποθεσίες σαν απομεινάρια αρχαιότερων πολιτισμών. Μιλά για το πώς το να σκοτώνεις εκδικητικά δεν είναι ποτέ η λογική και μοραλιστική λύση (αλλά είναι κάτι το εντελώς θνητό, υποθέτω), ή για το πώς οι σπουδαίοι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν τους κατώτερους, αλλά η αποστασιοποιημένη ειρωνεία γεμίζει τα συγκλονιστικής ομορφιάς κάδρα, στα οποία έντονες κίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις διαρκώς ζωντανεύουν συνθέσεις νεκρής (ανθρώπινης) φύσης.
Ο Γκοντάρ, που ξέρει πολύ καλά από περιφρόνηση (αυτή η ύστατη απάνθρωπη πράξη του στο “Πρόσωπα και Ιστορίες” της Βαρντά όπου δεν απαντά καν στην πόρτα, λες και η ίδια του η όλη ύπαρξη είναι ένα performance art σε αρμονία με το έργο του), χορογραφεί μια αδιανόητη μεσαία πράξη του φιλμ, με το διαλυμένο ζευγάρι να παγιδεύεται διαρκώς σε νοητές οριογραμμές εντός του διαμερίσματός τους. Εκεί ο Γκοντάρ κρατά τον Πικολί και τη Μπαρντό σε διαρκή απομάκρυνση, τους κλείνει μέσα σε κουτάκια, τους κρατά σε απόσταση, τους απαγορεύει να κοιτάζονται, να μιλούν, να επικοινωνούν, τους ακινητοποιεί, τους κρίνει- τους κοιτά καθώς πολεμούν βουβά, υπαρξιακή απόγνωση εναντίον υπαρξιακής αδιαφορίας. Στο πρώτο μέρος, βρίσκονται ανάμεσα σε κινηματογραφικούς θεούς και στο τρίτο μέρος, σε κάποιο ξεχασμένο σκηνικό κάποιας θεϊκής αναπαράστασης. Η μεγάλη περιφρόνηση είναι κάτι, τελικά, το αρχέγονο.
Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί
*****
(“The Producers”, Μελ Μπρουκς, 1ω28λ, 1967)
«Συγχαρητήρια! Ο Χίτλερ θα παίζει για πάντα!». Σε ένα από τα ευρηματικότερα κωμικά concepts της αμερικάνικης κωμωδίας, ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Μαξ Μπιάλιστοκ συμμαχεί με τον λογιστή Λίο Μπλουμ σχεδιάζοντας να βγάλουν χρήματα ποντάροντας στη σίγουρη αποτυχία ενός μιούζικαλ που σκοπεύουν να ανεβάσουν. Με αληθινό κόπο και αγωνία, διαλέγουν κάθε στοιχείο της παραγωγής, από το κείμενο και τον σκηνοθέτη, μέχρι το καστ και τα τραγούδια, αλλά αντί να προσπαθούν τα πάντα να είναι τέλεια, φροντίζουν κάθε κομμάτι της παραγωγής να είναι όσο χειρότερο γίνεται, ετοιμάζοντας έτσι βήμα-βήμα το μεγαλύτερο φιάσκο της καριέρας τους: Ένα βιογραφικό μιούζικαλ ύμνο για τον Χίτλερ.
Ο Τζιν Γουάιλντερ είναι όπως πάντα εξωφρενικά αστείος ως άνθρωπος που μοιάζει να ανακαλύπτει κάθε δευτερόλεπτο που περνά πως ο κόσμος είναι εναντίον του αλλά ο Ζίρο Μόστελ ως Μαξ Μπιάλιστοκ είναι μια αληθινή δύναμη της φύσης: Φυσάει, ξεφυσάει, γουρλώνει μάτια, αδειάζει ψυχικά, φωνάζει, κλαίει, γελάει, και τα κάνει όλα μπροστά μας, γεμίζοντας πρακτικά κάθε κάδρο της ταινίας. Ο Μελ Μπρουκς χτίζει πάνω του έναν δίχως φρένα κωμικό σατιρικό ύμνο πάνω στην πάσης φύσεως και γούστου αγνότητα της δημιουργίας, και πάνω στα όνειρα γεννημένα από τον ίδιο τον κόσμο του θεάματος. «Θέλω όλα όσα έχω δει ποτέ στις ταινίες!», αναφωνεί ο Τζιν Γουάιλντερ καθώς αποδέχεται την πρόκληση-απατεωνιά, σε ένα φιλμ γυρισμένο σαν σινεμασκόπ όνειρο πυρετού, παραδομένο στο χάος της ίδιας της τέχνης, η οποία τελικά πάντα παίρνει ζωή από μόνη της, πάντα ανεξέλεγκτη και απρόβλεπτη.
Ο μανιακός αισθητικός ρυθμός του φιλμ μπορεί να μοιάζει επιθετικός όταν τα αστεία δεν προσγειώνονται, αλλά τελικά η διασκέδαση είναι εγγυημένη.
Κυκλοφορούν επίσης
Μόνοι στο Παρίσι (“Deux Moi”, Σεντρίκ Κλαπίς, 1ω50λ). Παριζιάνος της εργατιάς, Παριζιάνα της επιστήμης και της έρευνας, ζουν κοντά, αλλά θα γνωριστούν ποτέ;
Η Καλοσύνη των Ξένων (“The Kindness of Strangers”, Λόνε Σέρφινγκ, 1ω52λ). Οι ζωές ξένων μεταξύ τους ανθρώπων διασταυρώνονται στη διάρκεια ενός χειμώνα στη Νέα Υόρκη.
Ραντεβού με τους Μαλάουα (“Rendez-vous chez les Malawas”, Τζέιμς Χουτ, 1ω32λ). Ένας παρουσιαστής ειδήσεων, μια ηθοποιός και ένας ποδοσφαιριστής ταξιδεύουν για να γνωρίσουν την εξωτική και απομονωμένη φυλή των Μαλάουα. Με τον Κριστιάν Κλαβιέ.