Οι ταινίες της εβδομάδας: Η “Κρουέλα”, το σίκουελ του “Quiet Place” και τα “Μήλα” με τον Άρη Σερβετάλη
Διαβάζεται σε 8'Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα το σίκουελ τρόμου “A Quiet Place II” είναι ανώτερο του πρώτου φιλμ, ενώ δύο Ελληνικές ταινίες (“Μήλα”, “Ράφτης”) ξεχωρίζουν με τον τρόπο της η κάθε μία.
- 03 Ιουνίου 2021 06:51
Οι θερινοί κινηματογράφοι έχουν ανοίξει και το σινεμά αποτελεί πάλι μια αφορμή εξόδου. Παρουσιάζουμε όλες τις πρεμιέρες της Πέμπτη 3 Ιουνίου.
Οι κριτικές των ταινιών της εβδομάδας:
Μήλα
*****
(Χρήστος Νίκου, 1ω31λ)
Στο μέσον μιας πανδημίας αμνησίας, ένας άντρας (Άρης Σερβετάλης παίζοντας σαν μελαγχολική φιγούρα κάποιου θλιμμένου κλόουν του βωβού σινεμά) επιβιβάζεται σε ένα λεωφορείο αλλά όταν ο οδηγός τον ρωτά πού πάει, εκείνος δεν θυμάται. Σε μια κλινική αποκατάστασης, κι αφού κανείς δεν τον αναζητά, ο άντρας λαμβάνει οδηγίες για το επόμενο βήμα της κοινωνικής επανένταξης: Να εκτελεί καθημερινές αποστολές μνήμης και εμπειρίας. Να κάνει ποδήλατο. Να πάει ένα σινεμά. Να χορέψει σε ένα μπαρ. Να φλερτάρει. Και μετά από κάθε πράξη, να πάρει μια φωτογραφία, να τη βάλει σε ένα άλμπουμ, σα να επιχειρεί να θυμηθεί από την αρχή την καθημερινότητα του να είσαι άνθρωπος.
Ο Χρήστος Νίκου, που έχει γράψει το σενάριο μαζί με τον Σταύρο Ράπτη, ξεκινά από ένα μέρος γνώριμο στο weird wave πλαίσιο του νέου Ελληνικού σινεμά. To κάδρο του είναι μικρό και η οπτική πληροφορία λιτή και ελλειπτική, ως ταιριαστή αποτύπωση του πού βρίσκεται ο νους σου καθώς προσπαθείς να μάθεις κάτι ξανά από την αρχή. Συμβαίνει όμως κάτι ενδιαφέρον καθώς το φιλμ εξελίσσεται: Με έναν διακριτικό τρόπο, γίνεται ζεστό και αστείο. Τρυφερό. Σε παραλληλισμό με την “Αιώνια Λιακάδα” του Τσάρλι Κάουφμαν, μια μεγάλη και σαφή επιρροή για τον νέο σκηνοθέτη, τα “Μήλα” ξεκινούν από μια απίθανα συμβολική κονσεπτική ακρότητα για να αναρωτηθούν ποιο κομμάτι της ύπαρξής μας, της προσωπικότητας, της ψυχής μας, συνδέεται απευθείας με τη μνήμη, με την αγωνία του να προσπαθείς να ξεχάσεις, με την αγωνία του να προσπαθείς να θυμηθείς.
Η δράση τοποθετείται σε μια αχρονικά ρετρό εκδοχή της Αθήνας από όπου η τεχνολογία απουσιάζει πλήρως, σε αναζήτηση του χειροπιαστού χαρακτήρα της μνήμης. Εκφράζοντας ίσως έτσι την αγωνία του να προσπαθείς να χτίσεις νέες αναμνήσεις γύρω από ένα μεγάλο κενό, στη κοινωνία της διαρκούς πληροφορίας και των συνεχών notifications. Πώς βρίσκεις την απόλυτη ησυχία; Το φιλμ οπωσδήποτε λειτουργεί πάνω σε γνώριμους στυλιστικούς κώδικες, όμως καταφέρνει να θέσει μια συμβολική σύλληψη μέσα από υπαινικτικούς συναισθηματικούς όρους, εντοπίζοντας την απελευθέρωση σε ένα μουσικό κομμάτι, σε έναν χορό που παρασέρνει τον ήρωα (στην καλύτερη σκηνή της ταινίας), σε ενστικτώδεις αποκρίσεις που ξεγελούν και τον ίδιο, στην ανάπτυξη νέων δεσμών και συνηθειών. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό στο να θες να τα μάθεις όλα από την αρχή.
Ένα Ήσυχο Μέρος 2
*****
(A Quiet Place Part II, Τζον Κραζίνσκι, 1ω37λ)
Τα μέλη της οικογένειας Άμποτ που επιβίωσαν της πρώτης ταινίας τώρα βρίσκονται έξω πια από το σπιτικό τους περιβάλλον, και πρέπει να επιβιώσουν στον έξω κόσμο, κατακλυσμένο πλέον όχι μόνο από τα τέρατα που κυνηγούν τον ήχο, αλλά κι από ένα σωρό άλλους κινδύνους. Απρόσμενα καλογυρισμένο σίκουελ της μεγάλης επιτυχίας του Τζον Κραζίνσκι, ο οποίος εδώ περιορίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ρόλο του πίσω από την κάμερα, αφήνοντας την ταινία στους ώμους της Έμιλι Μπλαντ και του νεοεισελθόντα στο σύμπαν του φιλμ, Κίλιαν Μέρφι.
Απαλλαγμένο από την ανάγκη ανόητων επεξηγήσεων και χτισίματος μιας κάποιας σοβαροφανούς μυθολογίας (και των μισοζεσταμένων θεματικών της επεκτάσεων, όπως είχαν παρουσιαστεί στο πρώτο φιλμ), αυτό το σίκουελ αφοσιώνεται πλήρως στον τρόμο της επιβίωσης και σε αγνότερα σετ-απ τρόμου, δίχως να φλυαρεί, δίχως να αναλώνεται, δίχως να διαθέτει το παραμικρό λίπος ή κάτι το περιττό, ιδίως στην (οριακά ανύπαρκτη) τρίτη του πράξη. Ένα σπάνιο προτέρημα για το σημερινό εμπορικό σινεμά. Σίγουρα ισχνό, σίγουρα αρκετά γνώριμο, αλλά πάντως σινεμά τρόμου σίγουρο για τον εαυτό του και έτοιμο να χαρίσει τίμια διασκέδαση στον θεατή δίχως να τον υποτιμά. Μεγάλη θετική έκπληξη, κι ένα σίκουελ οπωσδήποτε ανώτερο του πρωτότυπου.
Κρουέλα
*****
(“Cruella”, Κρεγκ Τζιλέσπι, 2ω14λ)
Η ιστορία προέλευσης της διάσημης κακιάς από τα “101 Σκυλιά της Δαλματίας”, με τη μορφή πλέον της Έμμα Στόουν και φόντο το πανκ Λονδίνο των ‘60s και ‘70s. Η ντισνεϊκή μηχανή συνεχίζει να αλέθει κοινωνικά κινήματα και τάσεις μόδας και κουλτούρας σε ένα αποδεκτό πακέτο εύκολης μεταπώλησης, που λειαίνει μια διαβολική φιγούρα μέχρι σημείου εμπορεύσιμης ενδυνάμωσης. Η γένεση της Κρουέλα είναι αχρείαστη και αθέλητα κωμική σε σημεία, το σάουντρακ προσβλητικά επιφανειακό και κυριολεκτικό. Σε κάθε περίπτωση είναι must watch ως φιλμ μόδας, με την βραβευμένη με Όσκαρ ενδυματολόγο Τζένι Μπίβαν (“Mad Max: Fury Road”) να δημιουργεί κάτι το συναρπαστικό αιχμηρό, έστω και σε αυτό το πλαίσιο.
Ανάμεσά Μας
*****
(“Le Jeune Ahmed / Young Ahmed”, Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν, 1ω25λ)
Έφηβος μουσουλμάνος το βάζει σκοπό να σκοτώσει τη δασκάλα του έπειτα από μια εξτρεμιστική ανάγνωση του Κορανίου. H ταινία δεν επιχειρεί καν να αναπτύξει το οποιοδήποτε πλαίσιο για το αδιανόητα καυτό και πολυεπίπεδο θέμα που προσεγγίζει, ενώ ο Άχμεντ δεν διαθέτει υπόσταση ως χαρακτήρας ούτε πριν, ούτε μετά την περιφερειακά αναφερόμενη «μεταστροφή» του. Δεν υπάρχουν κοινωνικά ή προσωπικά στοιχεία που τροφοδοτούν την πεποίθηση και την εμμονή του, κάνοντάς τον μια φιγούρα αθέλητα σχεδόν συγγενική με κινηματογραφικούς μπαμπούλες. Οι αδερφοί Νταρντέν με την πάντα καίρια κοινωνική τους ματιά, εδώ φαίνονται αμήχανοι απέναντι στο θέμα τους, το οποίο οριακά -τελικά- δεν αγγίζουν ποτέ. Η ματιά τους, πάντοτε υπομονετική και ψύχραιμη, αυτή τη φορά τους αφήνει κινηματογραφικά μετέωρους. Βραβευμένο, απίστευτα, για τη Σκηνοθεσία του στο Φεστιβάλ Καννών.
Ράφτης
*****
(Σόνια Λίζα Κέντερμαν, 1ω40λ)
Μεσήλικας ράφτης που δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του ζώντας στη σοφίτα σε σχεδόν πλήρη απομόνωση, μέχρι που έρχεται η στιγμή να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα του τρομακτικού έξω κόσμου. Θα πρέπει να τα βγάλει εις πέρας περίπου ως πλανόδιος ράφτης που κινείται σε περιοχές της Αθήνας, την ίδια στιγμή που εξ ανάγκης θα πρέπει να βιώσει και μια απότομη -όσο και αργοπορημένη- ενηλικίωση. Γλυκύτατο σκηνοθετικό ντεμπούτο με ένα χαρισματικό Δημήτρη Ήμελλο στον κεντρικό ρόλο, σαν μια φιγούρα πέρα από τα στεγανά δράματος και κωμωδίας. Το όλο θέαμα μοιάζει αρκετά clean cut, στα όρια του τηλεοπτικού σε στιγμές, όμως η διαδρομή παρότι συμβατική, είναι χαραγμένη με μεράκι και ανθρωπιά και παιγμένη από ένα γνώριμο καστ αγαπημένων ηθοποιών (Ταμίλα Κουλίεβα, Στάθης Σταμουλακάτος), σε μια ταινία αφοσιωμένη στη ιδιαιτερότητα της διαδικασίας και των ιδιοσυγκρασιών ενός επαγγελματία σχεδόν ξεχασμένου από το χρόνο.
Ζούσε τη Ζωή της
*****
(“Vivre sa Vie”, Ζαν Λικ Γκοντάρ, 1ω30λ)
Μέσα από 12 μικρά επεισόδια στη ζωή μιας γυναίκας (Άννα Καρίνα), η ταινία ακολουθεί την σταδιακή της καταβύθιση στον κόσμο της πορνείας. 2 χρόνια μετά το “Με Κομμένη την Ανάσα” και ήδη πιο μεστός, ο Γκοντάρ ωστόσο δεν χάνει τίποτα από την αξεπέραστη ορμή του σινεμά του και την σαρωτικά ανανεωτική του διάθεση. Μπλέκει κοινωνικό μελοδραματισμό, τολμηρούς κινηματογραφικούς παραλληλισμούς, πρωτοφανείς τεχνικές και μια ανεξάντλητη αντισυμβατικότητα, σαν αποφασισμένος να μην αφήσει κανένα απολύτως αποδεκτό στάνταρ αφήγησης που να μην επιχειρήσει να το ανατρέψει ή να διερωτηθεί: Γιατί είναι εκεί; Γιατί είναι έτσι; Γιατί; Η κάμερα πανάρει στους ρυθμούς ενός πολυβόλου. Το κάδρο μετακινείται σα να προσπαθεί κυριολεκτικά να δει την ηρωίδα από διαφορετική σκοπιά. Κι ο Γκοντάρ, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερο έλεγχο του εργαλείου του, αναζητεί μανιασμένα την αλήθεια μέσα από τα καρέ του, ακόμα κι όταν καταλήγει σε αδιέξοδο. Όπως εξάλλου λέει και το φιλμ, «Υπάρχει αλήθεια στα πάντα, ακόμη και στο λάθος».
Η Ωραία της Ημέρας
*****
(“Belle de Jour”, Λουίς Μπουνιουέλ, 1ω36λ)
Η Σεβερίν, μια συναισθηματικά και ερωτικά αποστασιοποιημένη σύζυγος, αποφασίζει να περνά τα απογεύματά της ως πόρνη, εκπληρώνοντας κάθε λογής φαντασίωση. Από τους κλασικούς ώριμους Μπουνιουέλ σε μια από τις πιο διάσημες δουλειές της καριέρας του, ένα φιλμ που ακροβατεί περίτεχνα στα σύνορα της στεγνής πραγματικότητας και της σουρεαλιστικού ερωτισμού απελευθέρωσης. Με Κατρίν Ντενέβ, Μισέλ Πικολί και Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Κυκλοφορούν επίσης
Οι Κρουντς 2: Νέα Εποχή: Σίκουελ της προ ετών πετυχημένης (και συμπαθέστατης) οικογενειακής προϊστορικής περιπέτειας.
7 Λεπτά Ψυχής: Ντοκιμαντέρ που ερευνά την αλήθεια αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Σπύρος Λούης κέρδισε τον μαραθώνιο. Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Πάνο Βλάχο.
Γουόνγκ Καρ Γουάι επί 3: Τρία κλασικά ‘90s αριστουργήματα του Γουόνγκ Καρ Γουάι κυκλοφορούν σε αποκατεστημένες 4K κόπιες υπό την επίβλεψη του ίδιου του σκηνοθέτη. “Ευτυχισμένοι Μαζί”, “Έκπτωτοι Άγγελοι” και “Chungking Express”, η καλύτερή του ταινία μέχρι την “Ερωτική Επιθυμία”.
Οι υποψηφιότητες των βραβείων Ίρις: Οι ταινίες με υποψηφιότητα στα φετινά βραβεία του Ελληνικού σινεμά προβάλλονται σε μια ειδική εβδομάδα στο σινεμά Άνεσις, λίγες μέρες πριν την φετινή απονομή των βραβείων Ίρις.