Οι ταινίες της εβδομάδας: Η οσκαρική έκπληξη του “Τζότζο” και το αδιανόητο φιάσκο “Cats” στις αίθουσες
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ο “Τζότζο” του Τάικα κάνει τον Χίτλερ φανταστικό φίλο ενός παιδιού και το “Cats” ακυρώνει κάθε κινηματογραφική έννοια
- 23 Ιανουαρίου 2020 06:18
Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Τζότζο
*****
(“Jojo Rabbit”, Τάικα Γουαιτίτι, 1ω48λ)
Καστ: Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, Τόμασιν Μακένζι, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τάικα Γουαιτίτι, Ρέμπελ Γουίλσον, Σαμ Ρόκγουελ
Ο μικρός Τζότζο μεγαλώνει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη μητέρα του παίζει η Σκάρλετ Γιόχανσον (που προσπαθεί), καθώς πατέρας και μεγάλη αδελφή είναι απόντες. Στους δρόμους ο Τζότζο έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου και της καθεστωτικής απάνθρωπης βίας απέναντι στους αντιστασιακούς, κάτι που διαχειρίζεται ανατρέχοντας στη φαντασία του, όπου φανταστικός (και καλύτερός του) φίλος είναι ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ. Τον “Χίτλερ” παίζει ο σκηνοθέτης Ταάικα Γουαϊτίτι (“Thor Ragnarok”) σε μια βιτρινάτη κωμική ερμηνεία που επιχειρεί να φέρει το χαρακτηριστικό του πνευματώδες κουλ σε μια λεπτής ισορροπίας σλάπστικ ρουτίνα. Αλλού θα γελάσει κανείς, αλλού ενδεχομένως θα ανατριχιάσει.
Ως σκηνοθέτης, ο Γουαϊτίτι αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια ακόμα δυσκολότερη άσκηση ισορροπίας, καθώς το φιλμ αντιπαραβάλει υπολογιστικά καλόκαρδες χιουμοριστικές ρουτίνες με ορθάνοιχτη εγκαρδιότητα συναισθηματισμού. Στο ξεκίνημα της ταινίας μια μελωδία των Beatles συντροφεύει κλιπάκια προπαγάνδας όπου ο ναζισμός κι ο Χίτλερ μετατρέπονται σε νεανικά είδωλα- αν υπήρχαν τότε νυχτερινές εκπομπές βαριετέ ο Χίτλερ θα επισκεπτόταν τον Τζίμι Φάλλον για να του χαϊδέψει τα μαλλιά ή πολιτικές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας θα τον είχαν πρωτοσέλιδο στο lifestyle ένθετό τους διερωτώμενοι για το ποια είναι “η εντυπωσιακή αγαπημένη του”. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον απαλλάξει από αυτό τον ειδωλολατρικό εμμονικό φανατισμό κινηματογραφείται στο περιθώριο του κάδρου, καθώς η ταινία υιοθετεί πλήρως την οπτική ενός δεκάχρονου παιδιού, με την αφέλεια, τη ζωηράδα και απλοποίηση συμβόλων και εννοιών σε στοιχειώδεις έννοιες αγάπης-μίσους-θαυμασμού-φόβου, που αυτό προϋποθέτει.
Ο Γουαϊτίτι γράφει οπτικά την κατασκήνωση με αισθητικούς όρους που παραπέμπουν στον Γουές Άντερσον ή, ακόμα πιο συγκεκριμένα, στην δική του πρώιμη δουλειά, σαν το έξοχο “Boy” ή το πιο πρόσφατο “Hunt for the Wilderpeople”, στην συναισθηματική αγνότητα εν μέσω ιδιόρρυθμης κατασκευής των οποίων στοχεύει κι εδώ. Οι δε χαρακτήρες που κατοικούν σε αυτό τον κόσμο είναι αρχετυπικοί μπούφοι. Δεν είναι η πιο λεπτοδουλευμένη καταγραφή της φασιστικής ψυχής, αντιμετωπίζοντας τους Ναζί ως παραστρατημένους μπουμπούνες παρά ως κάτι πολιτικά πιο ουσιώδες. Αλλά από την άλλη τελικά η ταινία δεν επιχειρεί να είναι και κάτι πολύ περισσότερο από μια τέτοια απλουστευτική παιδική ματιά, υπό την οποία ο φασισμός και οι φρικτές επιλογές που παρουσιάζονται κατά τις περιόδους του λύνονται απλώς με λίγη αγάπη (και με το επερχόμενο τέλος του πολέμου φυσικά, μια βολική χρονική τοποθέτηση της ιστορίας που λύνει πολλά προβλήματα).
Ο Γουαϊτίτι θέλει να είναι και Μελ Μπρουκς και Ρομπέρτο Μπενίνι. Τα χιουμοριστικά γκαγκς αντλούν από την παράδοση σλάπστικ παραλογισμού- υπάρχει μια ξεκαρδιστική οπτική αναφορά στα “Παιδιά από τη Βραζιλία” από το πουθενά, ή μια ακολουθία χαιρετισμών που πατά στο χιούμορ καρτουνίστικης εξάντλησης. Αυτή η διάθεση του Γουαϊτίτι μοιάζει ανεπαρκής, με το καρτούν στίγμα να χάνεται σε έναν ωκεανό φτηνού συναισθηματισμού. Πολύ απλά, τίποτα από όλα όσα επιχειρεί δεν είναι αρκετό. Πρόκειται για μια ευχάριστη παιδική ταινία με κατά τόπους εκλάμψεις που δεν έχει και τρομερά πολλά να πει για την (επ)άνοδο του φασισμού. Αποδεδειγμένο και τεσταρισμένο crowd-pleaser, ακροβατεί πάντως ανάμεσα στο να είναι γλυκιά και γλυκερή, στο να είναι αστεία και κρύα, στο να είναι πολιτική και περιέργως απολίτικη.
Cats
*****
(Τομ Χούπερ, 1ω50λ)
Καστ: Φρανσέσκα Χέιγουορντ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμς Κόρντεν, Ρέμπελ Γουίλσον, Ίντρις Έλμπα, Τέιλορ Σουίφτ, Ίαν ΜακΚέλεν, Τζένιφερ Χάντσον
Κινηματογραφική διασκευή του μιούζικαλ του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ, διαβόητο για την απουσία δομής ή νοήματος ή οποιοδήποτε γενικότερου συνεκτικού ιστού, στο βαθμό μάλιστα που ένα από τα διασημότερα αστεία της κωμωδίας «The Unbreakable Kimmy Schmidt» αφορά το πώς ηθοποιοί σε παραλήρημα μεγαλείου, απλώς «κάνουν ναρκωτικά και λένε το πρώτο πράγμα που τους έρθει στο μυαλό».
Το μιούζικαλ, βασισμένο με τη σειρά του σε μια συλλογή ανάλαφρων παιδικών ποιημάτων που ο Τ.Σ. Έλιοτ είχε γράψει σε γράμματα στα βαφτιστήρια του, διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας νύχτας κατά την οποία όλες οι γάτες μαζεύονται, τραγουδούν, και στο τέλος διαλέγουν τη μία η οποία θα αναγεννηθεί στον παράδεισο. Όλο αυτό δε σημαίνει φυσικά τίποτα, είναι μια αφορμή να σταθούν ηθοποιοί στη σκηνή και να τραγουδίσουν για το πώς παίρνουν οι γάτες τα ονόματά τους, για το πώς τους αρέσει να αράζουν, να τρώνε και να ζουν, και για διάφορα άλλα παντελώς ασύνδετα μεταξύ τους.
Η ιδέα ενός υλικού αδύνατον να διασκευαστεί τολμώ να πω πως ανατινάχτηκε στον αέρα όταν ο Τσάρλι Κάουφμαν διασκεύασε (και προτάθηκε για Όσκαρ!) ένα βιβλίο για την αληθινή ιστορία μιας σπείρας λαθροθήρων ορχιδέας σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο για μια προσωπική συγγραφική άσκηση πάνω στο συγγραφικό κενό, την έμπνευση και την εμμονή. (Η ταινία, απολύτως ταιριαστά, ονομάστηκε πράγματι «Adaptation.», δηλαδή Διασκευή.) Τίποτα δεν είναι ακίνητο ή γραμμένο σε πέτρα- μια διασκευή του «Cats» θα μπορούσε να φτάσει στην κινηματογραφική οθόνη μοιάζοντας, με κάποιο τρόπο, με σινεμά. Τίποτα δεν είναι απίθανο!
Αυτό που τελικά συμβαίνει, δια χειρός Τομ Χούπερ (ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του «Λόγου του Βασιλιά» και των «Άθλιων») είναι ένα πραγματικά αδιανόητο δείγμα αντι-σινεμά που θα ζει για δεκαετίες ως καλτ αξιοπερίεργο. Ακόμα όμως και το «The Room» του Τόμι Γουιζό (που έγινε ταινία από τον Τζέιμς Φράνκο με τίτλο «The Disaster Artist») ήταν αποτέλεσμα μονομανίας ενός συγκεκριμένου ανθρώπου- το να φτάνει στο σινεμά κάτι τόσο καταστροφικό όσο το «Cats» μέσα από μια χολιγουντιανή μηχανή που εδώ και χρόνια έχει τελειοποιήσει την κατασκευή ασφαλών παραγωγών, είναι αξιοπερίεργο, όσο και σχεδόν συγκινητικό. Το Χόλιγουντ είναι ακόμα ικανό για να φτιάξει κατά λάθος ένα αγνό φιάσκο, άρα είναι ακόμα ικανό να μας δίνει, κατά λάθος πάντα, και αγνά αριστουργήματα.
Στην ταινία του Χούπερ συγκεντρώνεται ένα σχιζοφρενικό καστ πασίγνωστων αστέρων, από τιτάνες σα τη Τζούντι Ντεντς και τον Ίαν ΜακΚέλεν μέχρι αξιοσέβαστους σύγχρονους πρωταγωνιστές σαν τον Ίντρις Έλμπα, κι από γιγάντιες ποπ σταρ σαν την Τέιλορ Σουίφτ μέχρι καυτά τηλε-ονόματα της στιγμής σαν τον Τζέιμς Κόρντεν. Όλοι και όλες τους, η μία γάτα μετά την άλλη, καλυμμένες με ένα εκτρωματικό CGI τρίχωμα που μοιάζει σαν τοξικό ατύχημα που δημιούργησε την πρώτη σύντηξη πίξελ και ανθρώπου, τραγουδούν το κομμάτι τους. Μας συστήνονται. Και μετά μας συστήνεται η επόμενη. Και μετά η επόμενη. Για μιάμιση ώρες γάτες συστήνονται δίχως καν υποψία αφήγησης ή οποιασδήποτε αίσθησης του αν υπάρχουν αφηγηματικοί στόχοι ή ροή. Τα μουσικά νούμερα, χορογραφημένα σαν κάποιος να τα σκέφτηκε μεθυσμένος το βράδυ πριν το γύρισμα, και γυρισμένα και φωτισμένα πάνω στις πιο άυλα γκροτέσκες συνθέσεις κάδρων και μη-σκηνικών, θα αφήσουν με ανοιχτό το στόμα και τους πλέον μυημένους στην κινηματογραφική κακογουστιά.
Η δε τρίτη πράξη, αν μπορούμε να εφαρμόσουμε καν τέτοιους όρους σε αυτή την ταινία, αποτελεί το αποκορύφωμα των ακατανόητων επιλογών. Μια υποψία αφηγηματικής κορύφωσης (που δεν εξηγείται ποτέ και δεν βγάζει το παραμικρό νόημα) απαιτεί από εμάς συναισθηματική εμπλοκή που δεν έχει κερδηθεί ούτε στο 1%. Είναι σαν αστείο τόσο άσχημα φτιαγμένο που δεν είναι καν κρύο- απλά τελειώνει και δεν έχεις καν ιδέα σε ποιο σημείο υποτίθεται πως έπρεπε να γελάσεις. Το δε μουσικό κρεσέντο του έργου καδράρεται σε ένα ασφυκτικά κοντινό, πλήρως ασυγκίνητο πλάνο που αποτυγχάνει απόλυτα να συνδέσει το τραγούδι με το περιβάλλον του, αφήνοντας μια οσκαρική ερμηνεύτρια να γκαρίζει κοιτώντας κάτω αριστερά στην οθόνη. Είναι ό,τι πιο άβολο έχει συμβεί.
Αυτό που μένει, πέραν των ερωτηματικών που πλανώνται πάνω από τα κεφάλια μας, είναι τελικά μια συρραφή απλά απίστευτων ντοκουμέντων, με αξιοσέβαστους ηθοποιούς ή μεγάλους σταρ σε απόλυτα αφοσιωμένες ερμηνείες-στραπάτσο, σε μια ταινία όπου φαίνεται πως οι πάντες έδωσαν σκέψη και μεράκι και ταλέντο, όλα προς έναν μηδενικό σύνολο. Αν θέλατε να ξυπνάτε μες στη νύχτα με εφιάλτες, ίσως σας τους δώσει η θέα ενός αβοήθητου Ίαν ΜακΚέλεν να γλείφει το πίσω μέρος της παλάμης του γρυλίζοντας ένα βραχνό «μιάου-μιάου».
Επειδή τα αστεράκια δεν είναι δυνατόν να περικλείσουν την πολυεπίπεδη αλήθεια ενός έργου τέχνης οφείλουμε λοιπόν να το ξεκαθαρίσουμε: Το “μηδέν” μπορεί -και εν προκειμένω είναι- πολύ πιο ενδιαφέρον από ένα πιο μέτριο “δύο”. Το εν λόγω μηδέν είναι, για την ακρίβεια, περισσότερο ένα “μείον πέντε”. Δεν είναι μια κακή ταινία. Κακές ταινίες γυρίζονται όλη την ώρα, αλλά κάτι σαν το «Cats» είναι αυθεντικά μοναδικό, είναι αυτό που έμεινε πίσω από μια έκρηξη χολιγουντιανού εργοστασίου σε βλάβη που κανείς δεν ξέρει πώς προκλήθηκε- όλοι ήταν στις θέσεις τους, όλοι έκαναν σωστά την δουλειά τους! Δεν μιλάμε για μια συμβατικά κακή ταινία, μιλάμε για κάτι αληθινά συναρπαστικό, ένα αριστούργημα του αντι-σινεμά.
Επίσης κυκλοφορούν
Τραγούδι Χωρίς Όνομα
*****
(“Canción sin nombre”, Μελίνα Λεόν, 1ω37λ)
Στο Περού των ‘80s, μια φτωχή νεαρή γυναίκα από τις Άνδεις φτάνει στην πόλη και βιώνει την τραγωδία: Κλέβουν τη νεογέννητη κόρη της από μια ψευτοκλινική και ακολουθεί μια απεγνωσμένη αναζήτηση με τη βοήθεια ενός μοναχικού δημοσιογράφου.
Η σκηνοθέτης Μελίνα Λεόν παραδίδει ένα εντυπωσιακά στημένο ντεμπούτο, χρησιμοποιώντας μια σειρά από τεχνικά στοιχεία προς υποστήριξη της ιστορίας της. Σε κάδρο 1.37:1, δουλεμένο με ένα εφέ σβησίματος στα περιθώρια και σε λεπτομερές ασπρόμαυρο, το στόρι αποκτά χροιά ντοκουμέντου ξεθωριασμένου από το χρόνο. Πρόκειται εξάλλου για φιλμ βασισμένο σε αληθινή ιστορία, τη οποία η Λεόν έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιεί ως αφηγηματικό μοχλό για να μιλήσει για μια κοινωνικοπολιτικά απεγνωσμένη στιγμή στο χρόνο της Ιστορίας της χώρας της.
Θυμίζοντας πραγματικά αναπόφευκτα το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν, μια επίσης τεχνικά αψεγάδιαστη αφηγηματική κατασκευή σε άσπρο-μαύρο, για μια επίπονη προσωπική ιστορία με έναν κοινωνικό περίγυρο να εισβάλει στα άκρα του κάδρου, το «Τραγούδι» προσφέρει πάντως τις δικές του δυνατές στιγμές, καταφέρνοντας να επικοινωνήσει μια εμπειρία πόνου και απώλειας. Η τεχνική επιδεξιότητα επικρατεί τελικά σε βαθμό που σχεδόν κάνει την ιστορία να χάνει -κατά παράδοξο τρόπο- μέρος του ενδιαφέροντός της, αλλά πρόκειται για ένα ντεμπούτο που μας κάνει να θέλουμε να δώσουμε προσοχή στη σκηνοθέτη περιμένοντας τι έχει να πει στη συνέχεια.
Η Γκουβερνάντα
*****
(“The Turning”, Φλόρια Σιγκισμόντι, 1ω33λ)
Το κλασικό «Στρίψιμο της Βίδας» του Χένρι Τζέιμς αποτελεί έμπνευση για τη νέα διασκευή από τη σκηνοθέτη του μουσικού βιογραφικού «Runaways», πάμπολλων βιντεοκλίπ (ανάμεσά τους το «Mirrors» του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ) και επεισοδίων δημοσιφλών σειρών σαν το «Handmaid’s Tale» και το «Daredevil». Μια γκουβερνάντα αναλαμβάνει δύο παιδιά, τη Φλόρα και τον Μάιλς, που ζουν σε μια πολυτελή έπαυλη μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Σύντομα θα φανεί πως η έπαυλη -αλλά και τα παιδιά- κρύβουν ανατριχιαστικά μυστικά.
Η Σιγκισμόντι αφήνει καθαρά αισθητικά κριτήρια να την κατευθύνουν, χρησιμοποιώντας τους χώρους και έναν ποταμό πράσινου και κόκκινου ως αφηγηματικές οδούς. Όμως η οπτική της είναι αρκετά επιφανειακή, καθώς ούτε ψυχολογικά εμβαθύνει σε χαρακτήρες και ιδέες, ούτε ξεφεύγει κι από τη μονοτονία των τυπικών σημαδιών μιας κλισέ γοτθικής ιστορίας φαντασμάτων. Η επιφάνεια της αισθητικής θα δουλέψει για λίγο το μάτι, και το πολύ δυνατό καστ θα κάνει παρέα στο θεατή (πρωταγωνιστούν η φοβερή Μακένζι Ντέιβις του «Halt and Catch Fire» και του «Black Mirror», ο Φίν Γούλφχαρντ του «Stranger Things» και η μικρή Μπρούκλιν Πρινς του «Florida Project»), έστω κι αν σε γενικές γραμμές η η ταινία είναι παραδομένη στα jump scares και τελικά χάνει οριστικά την πλοκή στην τρίτη πράξη.
Ενωμένες Πατούσες (“Pets United”, Ράινχαρντ Κλους, 1ω32λ). Αλήτης σκύλος και κακομαθημένη γάτα πρέπει να βάλουν τις διαφορές τους στην άκρη για να σώσουν την πόλη τους, σε παιδικό animation μεταγλωττισμένο με τις φωνές των Θανάση Κουρλαμπά και Τάνιας Παλαιολόγου.