Οι ταινίες της εβδομάδας: Ντενέβ-Ίθαν Χοκ στην “Αλήθεια” και Κλιντ Ίστγουντ στη βομβιστική επίθεση της Ατλάντα ’96
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα η “Αλήθεια” έρχεται από το Φεστιβάλ Βενετίας κι ο Κλιντ Ίστγουντ μας μεταφέρει στη βομβιστική επίθεση της Ατλάντα το ‘96.
- 16 Ιανουαρίου 2020 09:23
Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Η Αλήθεια
*****
(“La Vérité / The Truth”, Χιροκάζου Κόρε-εντα, 1ω46λ)
Καστ: Κατρίν Ντενέβ, Ζιλιέτ Μπινός, Ίθαν Χοκ
Μεγάλη σταρ εκδίδει τα απομνημονεύματά της και με αυτή την αφορμή η κόρη της με την οικογένειά της έρχονται να την επισκεφθούν από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι. Η επανένωση θα φέρει στο φως καταπιεσμένες αλήθειες. Η μεγάλη δύναμη της ταινίας είναι η Κατρίν Ντενέβ, γύρω από την οποία είναι στημένη η ταινία, καθώς παίζει έναν ρόλο-εξύμνηση της ίδιας όχι ως ανθρώπου απαραίτητα, αλλά σίγουρα ως ηθοποιού. Η ηρωίδα της, Φαμπιέν, καταθέτει ρητά κάποια στιγμή του φιλμ, την άποψη πως οι ηθοποιοί είναι ήδη χαμένες όταν τα βάλουν με την πραγματικότητα.
Σε αυτή την μάχη όχι ακριβώς τέχνης εναντίον δημιουργού, αλλά τέχνης εναντίον ζωής, ο ο Κόρε-έντα δίνει σε μια μάνα και σε μια κόρη τα πρόσωπα δύο εμβληματικών πρωταγωνιστριών από ισάριθμες γενιές του γαλλικού σινεμά (Ντενέβ και Μπινός), και τις βάζει όχι ακριβώς σε τροχιά σύγκρουσης (το σινεμά του δεν είναι ποτέ τόσο επιθετικό) όσο σε μια αντιδιαμετρική, ελλειπτική κίνηση. Κάθε φορά που συναντιούνται ξανά, βρίσκονται και λίγο πιο κοντά.
Η Ντενέβ παίζει τη θρυλική σταρ που νομίζει (ή θέλει να νομίζει) πως το έργο που παίζει τώρα, είναι ασήμαντο. Παίζει σε ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας, στο οποίο μια μητέρα ζει στο διάστημα (γιατί είναι άρρωστη και μόνο εκεί μπορεί να μείνει ζωντανή) και επισκέπτεται την κόρη της κάθε 7 χρόνια. Η μητέρα μένει ίδια, η κόρη μεγαλώνει. Σε μια εμφανή αντιπαραβολή με τη δική της δραματουργική ευθεία, η Φαμπιέν της Ντενέβ μένει βράχος, αρνούμενη να έρθει αντιμέτωπη με τα συναισθήματα που κρύβει μέσα της, τις ένοχες αλήθειες, τα μυστικά και τις διαπιστώσεις που την κάνουν να κοιτάξει προβληματισμένη τον καθρέφτη. «Εδώ μέσα δεν βρίσκω αλήθεια!», της φωνάζει έξαλλη η κόρη της, όταν διαβάζει μια αυτοβιογραφία κατασκευασμένη όσο και τα ψέμματα του σινεμά. Αργότερα στην ταινία, η Φαμπιέν αφήνεται να νιώσει κάτι που για δεκαετίας καταπίεζε. «Γιατί δεν το χρησιμοποίησα αυτό το συναίσθημα στο σημερινό γύρισμα;;», είναι η πρώτη της σκέψη, σαν παιδί που βρίσκει ένα παλιό του, χαμένο παιχνίδι, τη στιγμή που πέφτει για ύπνο και κατευθείαν στεναχωριέται που δεν έπαιξε καθόλου με αυτό όλη τη μέρα που πέρασε.
Δεν ανακαλύπτει κάποιο καινούριο συναίσθημα ο Κόρε-έντα στην ταινία, αφήνοντάς τη μάλιστα σε πολλά σημεία να υποκλιθεί κάπως εμφανώς στις ηθοποιούς της και στη δύναμή τους να γράφουν εδώ και το δράμα και το χιούμορ, καθώς και σε πολυάριθμα κλισέ της “ταινίας για το χώρο θεάματος” να τρυπώσουν σε κάθε γωνιά του φιλμ, μην αφήνοντάς το να απογειωθεί ως κάτι μεγαλειωδώς ανθρώπινο- όπως συνέβη με τους “Κλέφτες Καταστημάτων” ή παλιότερα σπουδαία φιλμ του όπως το “Still Walking” και το “Nobody Knows”. Το σινεμά του είναι υπερβολικά ευγενικό και διακριτικό, ίσως, για να χωρέσει μέσα του μια τόσο μεγάλη περσόνα και να μείνει απείραχτο. Ενώ ταυτόχρονα, ταξιδεύοντας σε αυτή τη νέα για τον ίδιο περιοχή, μοιάζει να αφήνει πίσω κάτι από τη ουμανιστική ευθύτητα της κοινωνικής λεπτομέρειας των προηγούμενων μεγάλων έργων του.
Είναι μια ταινία που, χωρίς να υπάγεται ακριβώς στο χαρακτηρισμό του crowd-pleaser, σίγουρα είναι κάτι τέτοιο. Ίσως σε μεγάλο βαθμό και λόγω του πόσο πασιφανές είναι πως οι πάντες στην οθόνη, έχουν περάσει υπέροχα γυρίζοντας το φιλμ. Από την Ντενέβ και την Μπινός, μέχρι με τον Ίθαν Χοκ, στο ρόλο του “περηφανα β’ διαλογής τηλε-ηθοποιού” άντρα της Μπινός, ο οποίος μη γνωρίζοντας γαλλικά μένει διαρκώς εκτός κάθε συζήτησης, συνήθως μειωτικής απέναντί του, αλλά πίνοντας ένα ποτήρι κρασί μπορεί να περάσει τέλεια μιλώντας για δυο ώρες με τη Ντενέβ, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει.
Ήταν μια τίμια ιδέα, το να φέρουμε τον Κόρε-έντα στην Ευρώπη. Οι ηθοποιοί πέρασαν φανταστικά γυρίζοντας την ταινία. Η Ντενέβ πήρε έναν μεγάλο ρόλο στα ύστερα χρόνια της καριέρας της. Ο Ίθαν Χοκ έπαιξε δίπλα στην Ντενέβ. Το κοινό θα περάσει γλυκά. Είναι ένα μάλλον ισχνό φιλμ στην φιλμογραφία του Κόρε-έντα και από αυτά που λογικά δύσκολα θα χαραχτούν στη μνήμη μας. Αλλά δεν είναι χωρίς τις αρετές και την ανάλαφρη γοητεία του.
Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ
*****
(“Richard Jewell”, Κλιντ Ίστγουντ, 2ω11λ)
Καστ: Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, Κάθι Μπέιτς, Ολίβια Γουάιλντ, Τζον Χαμ
Στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα το ‘96, τρομοκράτης τοποθετεί βόμβες που απειλούν χιλιάδες ζωές σε συναυλία, όμως ο φρουρός Ρίτσαρντ Τζουέλ ενεργώντας γρήγορα, καταφέρνει να περιορίσει τον κίνδυνο. Τις ημέρες όμως που ακολουθούν, θα γίνει στόχος όχι μόνο μιας πρόχειρης έρευνας του FBI σε αναζήτηση υπόπτων, αλλά και των αδηφάγων μίντια σε αναζήτηση τροφής και σοκαριστικών πρωτοσέλιδων τίτλων. Ύποπτος επίθεσης λοιπόν ο ηρωικός φρουρός; Το σύστημα λέει ναι!
Το νεότερο κεφάλαιο στην κινηματογραφική εξερεύνηση του τι συνθέτει τον μοντέρνο αμερικάνο ήρωα δια χειρός του γερασμένου Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος συνεχίζει όλα αυτά τα πιο πρόσφατα χρόνια της καριέρας του να παράγει συναρπαστικά άνισο αλλά πάντα ενδιαφέρον έργο- μέσα από πορτρέτα σαν του “Sully” ή του “American Sniper”, από ενδοσκοπικές διαδρομές σαν του “Mule”, και μέχρι οριακά μεταμοντέρνους πειραματισμούς όπως στο “15:17 Paris”, την πιο ενδιαφέρουσα δουλειά του εδώ και χρόνια. Όλα αυτά τα έργα μοιράζονται μια σχεδόν απεγνωσμένη ανάγκη αναζήτησης ενός παλιομοδίτικου ηρωισμού που φλερτάρει σχεδόν εξίσου με τον ιδεαλισμό αλλά και με τον ιδεολογικό συντηρητισμό. Η πολιτική κατεύθυνση του Ίστγουντ είναι γνωστή τοις πάσοι, όμως αυτό κάνει το έργο του, και τις πτυχές του, ακόμα πιο ανοιχτό σε αναγνώσεις. Το σινεμά του δεν είναι, περιέργως, ποτέ μονοσήμαντο.
Συνεχίζοντας αυτό το πιο πρόσφατο κεφάλαιο της καριέρας του, εμπνέεται από την περίπτωση του Ρίτσαρντ Τζούελ, του φύλακα στην Ατλάντα το ‘96 που έσωζε ζωές εντοπίζοντας εγκαίρως τον κίνδυνο βομβιστικής επίθεσης. Ο στόχος του εδώ είναι το κοινωνικό σύστημα που επιτίθεται και ξεσκίζει ένα ήρωα που, πολύ απλά, δεν μοιάζει καθόλου με αγνό αμερικάνο ήρωα της συλλογικής φαντασίωσης του έθνους. Είναι αργόστροφος, είναι απλοϊκός, είναι τροφαντός, δεν έχει έπαρση, δεν έχει βλέψεις. Είναι ένας ήρωας που η αμερικάνικη μυθολογία απορρίπτει, στοχοποιώντας τον είτε συστημικά, είτε κλικοθηρικά.
Στην καρδιά της η ταινία διαθέτει έναν σατιρικό ιστό, κι έχει ενδιαφέρον η στέλεχωση του φιλμ: ο Πολ Γουόλτερ Χάουζερ στον κεντρικό ρόλο είναι εξαιρετικός, αλλά προέρχεται από ένα background περισσότερο κωμικό. Αν κλείσεις αρκετά τα μάτια, το φιλμ θα μπορούσε να παίζει ως μια υπερβολική σάτιρα, εξάλλου. Απλώς παιγμένη στα σοβαρά. Τονικά αυτό αποτελεί πάντα μια ενδιαφέρουσα ιδέα, με καλύτερο παράδειγμα το “Informant!” του Στίβεν Σόντερμπεργκ (όπου όλοι οι ηθοποιοί γύρω από τον Ματ Ντέιμον είναι κωμικοί χωρίς ποτέ η οδηγία να είναι να παίξουν αυστηρά κωμικά), κι εδώ αλλού λειτουργεί κι αλλού όχι. Η Κάθι Μπέιτς είναι μελοδραματικότατη, ο Τζον Χαμ έτσι κι αλλιώς μοιάζει πάντα να παίζει σε κωμωδία, όμως η Ολίβια Γουάιλντ, στην πιο ξέφρενη ίσως ερμηνεία της καριέρας της, προδίδεται θεματικά από το πόσο κακογραμμένος είναι ο χαρακτήρας της, μια ρεπόρτερ έτοιμη, πραγματικά, για όλα.
Αφήνοντας κατά μέρους τα πρακτικά της επίθεσης και τι λέει ΑΥΤΗ για την Αμερική, ο Ίστγουντ ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τον κεντρικό του ήρωα και το πώς τον βλέπει η σύγχρονη κοινωνία του. Οπωσδήποτε μια σεβαστή επιλογή, έστω και μέσα από αρκετές ασυνέπειες και συζητήσιμες υπερβάσεις της αλήθειας. Ο συντηρητισμός του Ίστγουντ σε συνδυασμό με την πλήρη του καχυποψία απέναντι σε οποιαδήποτε μοντέρνα δομή έχουν αποτέλεσμα ένα πορτρέτο γεμάτο θυμό και απογοήτευση. Για ένα σερί ταινιών τώρα, αναρωτιέται τι σημαίνει το να είσαι ήρωας σήμερα κι εδώ παραδέχεται πως ίσως αυτό να είναι πλέον κάτι ανέφικτο.
Επίσης κυκλοφορούν
Το Λουλούδι της Ευτυχίας
*****
(“Little Joe”, Τζέσικα Χάουσνερ, 1ω45λ)
Καστ: Έμιλι Μπίτσαμ, Μπεν Γουίσο, Κέρι Φοξ
Μητέρα που μεγαλώνει μόνη το γιο της, δουλεύει σε ένα πειραματικό εργαστήριο όπου αναπτύσσεται ένα φυτό με τη δυνατότητα να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Όταν θα κλέψει ένα λουλούδι για να το κάνει δώρο στον δυστυχισμένο γιο της, παρατηρεί σταδιακές αλλαγές στις συμπεριφορές των γύρω της. Φιλόδοξο αγγλόφωνο βήμα της συναρπαστικής αυστριακής δημιουργού του “Amour Fou” και του “Προσκύνημα στη Λούρδη”, ταινιών που χρησιμοποιώντας μακρά, στατικά πλάνα παρατήρησης συμπεριφορών, καταγράφουν με στεγνή, σατιρική διάθεση ολόκληρες κοινωνίες μέσα από παράλογες μικρογραφίες τους, παγιδευμένες στους δικούς τους εσωτερικούς κανόνες.
Η εντυπωσιακή χρωματική παλέτα και η χρήση επιθετικών έγχορδων ηχητικών στοιχείων καταφέρνουν να δώσουν σε αυτό το θρίλερ την όποια του αιχμή, την ώρα όμως που η Χάουσνερ παγιδεύεται στην συμβολικότητα της ιστορίας της με αποτέλεσμα ακόμα και οπτικά, αυτή να είναι η πιο επίπεδη ταινία της. Είναι αρκετά καλή σκηνοθέτης ώστε να κρατάει το θεατή, και αυτή η περίεργη (και ηθικά συζητήσιμη, κιόλας) παραλλαγή πάνω στο “Invasion of the Body Snatchers” έχει πολλά πιθανά σημεία εκτόξευσης. Όμως τελικά δεν συμβαίνει ποτέ η απογείωση. Η ταινία επιλέγει να έρθει σε διάλογο με τη φόρμα αντίστοιχων έργων του είδους, όμως αυτή η συζήτηση δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφήνοντας πίσω μια άσκηση ύφους αναμφίβολα ενδιαφέρουσα, όσο και ατελή. Η Έμιλι Μπίτσαμ ωστόσο σε μια πολύ δυνατή παγωμένη κεντρική ερμηνεία, απέσπασε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών.
Μια Λευκή, Λευκή Μέρα
*****
(“A White, White Day / Hvítur, hvítur dagur”, Χλίνουρ Πάλμασον, 1ω49λ)
Σε μια απομονωμένη ισλανδικό κωμόπολη, ένας αστυνομικός υποπτεύεται πως ένας άλλος άντρας είχε παράνομο δεσμός με τη γυναίκα του, που πρόσφατα πέθανε. Σταδιακά αφήνει την εμμονή του να σκεπάσει κάθε πτυχή της ζωής του όπως ο χιονισμένος αέρας αγκαλιάζει τα πάντα γύρω του.
Πανέμορφα γυρισμένο, με μια αυστηρή μεθοδικότητα στο χτίσιμο του περιβάλλοντος, όσο και του πορτρέτου του κεντρικού ήρωα. Γεμάτο ακίνητη, σιωπηλή ένταση, με τα σύνορα ανάμεσα στις ψυχολογικές του αποχρώσεις να χάνονται με τον ίδιο τρόπο που στην ατμόσφαιρα της περιοχής τα πάντα φτάνουν να μοιάζουν ένα. Ο ελπιδοφόρος σκηνοθέτης του “Winter Brothers” επανέρχεται με άλλη μια στυλιστικά επιβλητική ψυχολογική μελέτη, όμως εκεί που το ντεμπούτο του έχανε τελικά το ιστό, αυτή τη φορά βρίσκει την έξοδο από το τούνελ, χτίζοντας προς ένα εκπληκτικό φινάλε. Από τα ωραιότερα δείγματα ενός ισλανδικού σινεμά σε μεγάλη φόρμα τα τελευταία χρόνια.
Bad Boys for Life
*****
(Αντίλ Ελ Αρμπί, Μπιλάλ Φαλάχ, 2ω3λ)
O Μάρκους και ο Μάικ, τα δύο Bad Boys του τίτλου, επιστρέφουν χρόνια μετά τις δύο αρχικές ταινίες του Μάικλ Μπέι, αλλά πλέον τα χρόνια του βαραίνουν. Γίνονται μέλη μιας ομάδας αστυνομικών του Μαϊάμι όπου αναγκάζονται να συμβιβάσουν την παλιομοδίτικη λογική τους με τις νέες μεθόδους, στο κυνήγι ενός ναρκοβαρόνου.
Όλος ο τζινγκοϊσμός αλλά τίποτα από την επιθετική σκηνοθετική σφραγίδα του Μάικλ Μπέι, σε ένα σίκουελ που έρχεται με καθυστέρηση και πατάει σε γνώριμες ιδέες περί γερασμένων ηρώων σε μια ακόμα περιπέτεια. Υπάρχει μια περίεργη παράλληλη γραμμή εδώ με το πρόσφατο, αδίκως παραγνωρισμένο “Gemini Man” του Ανγκ Λι, όπου ο Γουίλ Σμιθ επίσης έπαιζε έναν θρυλικό ήρωα σε παρακμή, εξαναγκασμένο να έρθει αντιμέτωπος με την ιδέα του χρόνου που περνάει και με την κληρονομιά που αφήνει πίσω. Εκείνη η ταινία προσέγγισε αυτές τις θεματικές με μια απρόσμενη συναισθηματική ευαισθησία μαζί φυσικά με μια εντυπωσιακή βιρτουοζιτές στις κρυστάλλινα καθαρές σκηνές δράσης. Ετούτο το σίκουελ μοιάζει περισσότερο με αποτύπωμα, όπου όλο το στήσιμο είναι εκεί για να στηρίξει κάποια ηθικά απαρχαιωμένες θέσεις περί εκδίκησης και αστυνομικής βίας. Διαθέτει διασκεδαστικές σκηνές, κι ο Μάρτιν Λόρενς παίζει με απολαυστική ειλικρίνεια την κρίση μέσης ηλικίας του, αλλά δεν υπάρχει κάποια προσωπικότητα ή ουσιαστική έγνοια πίσω από το λεία επιφάνεια.
Aga
*****
(Μίλκο Λαζάροφ, 1ω36λ)
Απομονωμένοι στο βορρά, ο Νανούκ κι η Σέντνα ζουν μια ζωή βασισμένη στις παραδόσεις της περιοχής και των προγόνων του, σα να ήταν οι τελευταία άνθρωποι στη Γη. Όταν η ζωή τους και η επιβίωσή τους γίνεται πιο δύσκολη μέρα με τη μέρα, ο Νανούκ αποφασίζει να ξεκινήσει ένα επικίνδυνο ταξίδι σε αναζήτηση της κόρης τους, Άγα. Μια αργή διαδρομή στο κατάλευκο τοπίο του βορρά, όπου ουρανός και γη μοιάζουν να ανήκουν μαζί, γεμάτο πανέμορφα κάδρα, δεν καταφέρνει ωστόσο να συνθέσει κάτι περισσότερο από αυτό, μια συλλογή χιονισμένων καρτ-ποστάλ από έναν πολιτισμό έξω από τον πολιτισμό.
Ντουλίτλ (“Dolittle”, Στίβεν Γκέιγκαν, 1ω46λ). Νέα μεταφορά των παραμυθιών του Δόκτωρ Ντουλίτλ που στο παρελθόν έχουν ενσαρκώσει ο Ρεξ Χάρισον κι ο Έντι Μέρφι, αυτή τη φορά σε μια διασκευή με εντονότερα στοιχεία περιπέτειας. Πρωταγωνιστεί για κάποιο λόγο ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και σκηνοθετεί ο Στίβεν Γκέιγκαν, ο βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος του “Traffic” και του “Syriana”.