Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο Άρης Σερβετάλης στον “Άνθρωπο του Θεού” σε μια εντυπωσιακά κακογυρισμένη συρραφή συμβάντων
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ξεχωρίζει το σίκουελ τρόμου “Candyman”, το βραβευμένο στις Κάννες φουτουριστικό βραζιλιάνικο slasher γουέστερν “Bacurau”, και σε επανέκδοση Λιντς, Κισλόφσκι και Όλτμαν.
- 26 Αυγούστου 2021 08:31
Οι κινηματογράφοι έχουν ανοίξει και το σινεμά αποτελεί πάλι μια αφορμή εξόδου. Παρουσιάζουμε όλες τις πρεμιέρες της Πέμπτης 26 Αυγούστου.
Οι κριτικές των ταινιών της εβδομάδας:
Ο Άνθρωπος του Θεού
*****
(Γιέλενα Πόποβιτς, 1ω49λ)
Βιογραφία του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια κι απειλές στην ταπεινή του πορεία στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρώτα τον διώχνουν από την Αλεξάνδρεια κληρικοί που φοβούνται πως λόγω της δημοφιλίας του θα γίνει ο επόμενος Πατριάρχης, κι έπειτα συκοφαντείται όταν επιχειρεί να χτίσει ένα μοναστήρι με τα ίδια του τα χέρια, στην Αίγινα. Η ταινία ακολουθεί την πορεία του μέχρι και το τελευταίο του θαύμα.
Εντυπωσιακά κακογυρισμένη συρραφή συμβάντων και εμφανίσεων προσώπων που ποτέ δεν αποκτούν οτιδήποτε το μεστό ή την οποιαδήποτε διάσταση πέραν του να αποτελέσουν μια ακόμα υποσημείωση στην ιστορία του Νεκτάριου. Ένα καστ γνώριμων πρωταγωνιστών εμφανίζονται σε άτακτη διαδοχή, καθένας και καθεμία στην δική τους ξεχωριστή ολιγόλεπτη παράσταση, δίχως συνοχή σε αφήγηση ή έστω σε ύφος. (Θα έπρεπε να είναι προφανές πως -εντελώς τυχαία παραδείγματα- η Καριοφυλλιά Καραμπέτη κι ο Χρήστος Λούλης έχουν την εντύπωση πως παίζουν σε δύο εντελώς διαφορετικές ταινίες.)
Ο Άρης Σερβετάλης (που έδωσε μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της χρονιάς στα “Μήλα”) εδώ παίζει παντελώς αμήχανα, μπερδεύοντας την απόδοση της αγνότητας με εκείνη της ατονίας. Γύρω του, ένα καστ που δίχως ρυθμό ή λογική μιλάει άλλοτε ελληνικά κι άλλοτε αγγλικά, άλλοτε υπαινικτικά κι άλλοτε υστερικά, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετώντας μια σεναριακή διάθεση εντελώς προφανή και διδακτική. Η ταινία, τελικά, μονότονα κακή με έναν τρόπο που δυστυχώς δεν αγγίζει καν τα καλτ επίπεδα κάποιου αλλοπρόσαλλα κατασκευασμένου Σμαράγδειου έπους σαν τον αξεπέραστο “Καζαντζάκη”. Κερδίζει το ένα αστεράκι για το δάκρυ του Μίκι Ρουρκ, του οποίου οι ελληνικές διακοπές ξεπέρασαν κι εκείνες της Αλίσια Βικάντερ για το “Beckett” του Netflix.
Candyman
*****
(Νία ΝταΚόστα, 1ω31λ)
Ο Άντονι, καλλιτέχνης και σύμφωνα με έναν λευκό curator «η επόμενη μεγάλη Μαύρη ελπίδα», μετακομίζει σε εντυπωσιακό διαμέρισμα μαζί με την κοπέλα του, στην gentrified περιοχή Καμπρίνι-Γκριν στο Σικάγο. Ύστερα από μια τυχαία συνάντηση ο Άντονι μαθαίνει για το θρύλο του Κάντιμαν (μια σκιώδη φονική φιγούρα που εμφανίζεται όταν πεις πέντε φορές το όνομά του στον καθρέφτη) και ερευνώντας την ιστορία για της ανάγκης της τέχνης του (και της εμμονής του) ξεκινά άθελά του έναν τρομακτικό νέο κύκλο βίας.
Σύγχρονη συνέχεια για την γνωστή ταινία τρόμου των ‘90s με τη Νία ΝταΚόστα στη σκηνοθεσία (του επερχόμενου υπερηρωικού “The Marvels”) και την υπογραφή του Τζόρνταν Πιλ στο σενάριο. Όπως πολλές από τις νέας κοπής ταινίες τρόμου (αν και, περιέργως, όχι του ίδιου του Πιλ) έτσι κι ετούτη υποφέρει έναν κάποιο στημένο διδακτισμό, με χαρακτήρες να κάνουν στο φτερό διαλεκτικές αναλύσεις δίχως να πείθουν ούτε για μια στιγμή πως έχουν συναίσθηση των όσων λένε. Όμως την ίδια στιγμή, η ταινία διαθέτει μια εννοιολογική πυκνότητα που άλλες αντίστοιχες ούτε που φαντάζονταν. Ο μύθος του Κάντιμαν παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με ιδέες εκμετάλλευσης και συλλογικής οργής, με το κείμενο και την εικόνα να κοιτάζουν πόλεις (τον ξεχασμένο τους εαυτό και το νέο, βυθισμένο πρόσωπό τους) και -Μαύρα- πρόσωπα.
Η ΝταΚόστα στήνει μια συλλογιστική πάνω στο πώς Μαύρες ιστορίες επανακαπετάρονται για λευκούς θεατές σε μια λευκή, gentrified κοινωνία αλλά και το πώς η οργή, ο πόνος, τα ουρλιαχτά, ελλοχεύουν πάντοτε κοντά στην επιφάνεια. Συνδέοντας ταυτόχρονα το «πες το όνομά του» Κάντιμαν με τη φράση που έγινε κινηματικό έμβλημα στις ΗΠΑ μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ και της Μπριάνα Τέιλορ. Το αποτέλεσμα είναι συχνά συγχυσμένο, με την ταινία να πέφτει κι η ίδια θύμα του entertainment κύκλου που παρουσιάζει και κριτικάρει. Παράλληλα, η δράση στην τρίτη πράξη φρενάρει και σχεδόν σύσσωμο το καστ χαραμίζεται στους ρόλους τους (με πρώτο και αμηχανότερο τον Γιάχια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ). Όμως το εύρος μόνο και η τόλμη των ιδεών που παρουσιάζει το φιλμ το κάνουν συναρπαστικό ως θέαμα, όπως και ο δυναμικός τρόπος με τον οποίο συνδέεται με το παλαιότερο φιλμ, μακριά από ανόητα, επιφανειακά easter eggs.
Bacurau
*****
(Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο, Ζουλιάνο Ντορνέλες, 2ω11λ)
Βραζιλιάνικο φουτουριστικό slasher γουέστερν σε ένα μέλλον που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το παρόν, σε ένα μικρό χωριό στη Βραζιλιάνικη ήπειρο το οποίο θρηνεί το χαμό της Μητέρας Καρμελίτα, ετών 94. Λίγες μέρες μετά το θάνατό της, οι κάτοικοι του χωριού αρχίζουν να παρατηρούν πως η κοινότητά τους εξαφανίζεται από τους χάρτες. Τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, τη χρονιά του “Parasite”.
Οι σκηνοθέτες Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο (του δυνατού “Aquarius”) και Ζουλιάνο Ντορνέλες στήνουν μια οριακά απερίγραπτη μίξη σπαγγέτι γουέστερν εικονογραφίας, slasher επιρροών από Τζον Κάρπεντερ, μετα-αποκαλυπτικού sci-fi, old school βραζιλιάνικου σινεμά παρανόμων, και κοινωνικού σινεμά, αφηγούμενοι μια ιστορία βίαιης αφομοίωσης, ενός μικρού παραδοσιακού χωριού που καταπίνεται από τις ορέξεις μιας αδηφάγας καπιταλιστικής λαίλαπας που συνδυάζει οπισθοδρομικές οπτικές και σύγχρονα όπλα. Είναι καουμπόηδες και Ινδιάνοι, δίχως ούτε στιγμή να αμφιβάλει κανείς ποιοι είναι οι (γκρίζοι, έστω) ήρωες- η οργή του φιλμ, δικαίως, ξεχειλίζει.
Το ζήτημα της οπτικής είναι ενδιαφέρον: Εδώ δεν υπάρχει κανένας παραδοσιακά κεντρικός ήρωας που να κουβαλά την αφήγηση, υπάρχει η ψυχή μιας συλλογικότητας. Σκληρόπετσοι χωρικοί, γιατροί με παραισθησιογόνες ουσίες, ενσαρκωμένοι λαϊκοί μύθοι ανάμεσα στον απλό λαό, στήνουν ανάχωμα ως «το τελευταίο χωριό που αντιστέκεται» απέναντι σε δυνάμεις οπλισμένες ως τα δόντια, UFO, και ξεπουλημένους χαρτογιακάδες πολιτικούς. Η ταινία είναι γυρισμένη σε βορειοανατολική περιοχή της βραζιλιάνικης υπαίθρου με μεγάλη παρουσία στην καλλιτεχνική παράδοση της χώρας, από τη λογοτεχνία ως το σινεμά (βλέπε “Κεντρικός Σταθμός” του Βάλτερ Σάλες) αλλά δοσμένη και χρωματισμένη ως κάτι πολύ πιο κοντά στη φύση, στις ρίζες, την ίδια στιγμή που μοιάζει και πολύ πιο σημερινή, γεμάτη γκάτζετ και viral βίντεο να παίζουν 24/7. Με τον ίδιο ίσως τρόπο που οι θεματικές περί βίας, ταυτότητας και αντίστασης που εξερευνά, να μοιάζουν διαχρονικές και παγκόσμιες, αλλά να αποκτούν νέα οξύτητα τη στιγμή της εκλογής ενός πολιτικού σαν τον Μπολσονάρο. (Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Κάννες τον Μάιο του ‘19.)
Οι σκηνοθέτες κινηματογραφούν με καθαρή Panavision αισθητική κάδρου, δίνοντας χώρο στις συνθέσεις τους να αγγίξουν το επικό, και ειδικά όταν επιστρέφουν στο χωριό και τους χωρικούς, πετυχαίνουν κάτι που φλερτάρει με το εμβληματικό. Είναι πολλές οι φορές που είτε η αισθητική είτε το στήσιμο των σκηνών τους προδίδει, καθώς συχνά το αποτέλεσμα μοιάζει άτσαλα στημένο ή άψυχο, όμως όταν ένα πλάσμα τόσο φιλόδοξο όσο αυτό το κατασκεύασμα, λειτουργεί, τότε το επιτυγχάνει σε ένα τρομερό επίπεδο διασκέδασης και μοναδικότητας- όπως στην φοβερή τρίτη πράξη του αναπόφευκτου μακελειού. Μια ταινία φιλόδοξη, που ανάγει μια αυθεντικά τοπική ιστορία με χαρακτήρα, προσωπική γνώση και έγνοια, σε κάτι το μυθικά καλτ.
Ταξίδι Μέσα από τη Μνήμη
*****
(“Reminiscence”, Λίσα Τζόι, 1ω56λ)
Σε ένα μέλλον με πολύχρωμες πόλεις πνιγμένες στο νερό, ένας «ντετέκτιβ του μυαλού» ερευνά τις αναμνήσεις πελατών και θυμάτων σε αναζήτηση της αλήθειας της κάθε υπόθεσης. Όταν ερωτεύεται μια πελάτισα η οποία αργότερα θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς, ο ντετέκτιβ θα πρέπει να βουτήξει στις δικές του αναμνήσεις για να βρει την αλήθεια, με τον κίνδυνο της εμμονής να τον ακολουθεί σε κάθε στιγμή.
Η Λίσα Τζόι του “Westworld” στήνει έναν εικαστικά ενδιαφέροντα παλαιο-νεο-νουάρ κόσμο για να αφηγηθεί μια ιστορία που δεν παίρνει ποτέ τις φιλοσοφικές προεκτάσεις στις οποίες μας έχει συνηθίσει η σειρά επιστημονικής φαντασίας του ΗΒΟ. Παρά χρησιμοποιεί κάθε sci-fi ιδέα ως αφηγηματικό όχημα για μια τελικά πλήρως παλιομοδίτικη ιστορία για εμμονικούς ντετέκτιβ και διπρόσωπες femme fatales. Όχι απαραιτήτως κακό αυτό από μόνο του, αλλά είναι πολλά αυτά (από concepts μέχρι ολόκληρους χαρακτήρες) που χαραμίζονται για μια υπόθεση, τελικά, πολύ απλών απολαύσεων, που σε σημεία φλερτάρει με την πλήξη.
Κυκλοφορεί επίσης
Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 Ημέρες: Παιδικό κινούμενο σχέδιο βασισμένο στην κλασική ιστορία του Ιουλίου Βερν.
Σε επανέκδοση
M*A*S*H
*****
(Ρόμπερτ Όλτμαν, 1ω56λ)
H καθημερινότητα σε ένα κινητό στρατιωτικό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, με τους Αμερικανούς να μπλέκουν στη μία μετά την άλλη τις σουρεαλιστικές και παλαβές κωμικές περιπέτειες ενώ η πολεμική φρίκη μαίνεται γύρω τους, μακριά από το κάδρο.
Ο μύθος του αμερικάνικου ‘70s σινεμά, Ρόμπερτ Όλτμαν, στη βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα και Όσκαρ ταινία που απογείωσε την καριέρα του, δίνοντας το έναυσμα για το αδιανόητο σερί αριστουργημάτων που θα ακολουθούσε τα επόμενα 10 χρόνια (ανάμεσά τους τα “Μεγάλος Αποχαιρετισμός”, “Νάσβιλ”, “Η Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίκτης”, “Images”, “California Split”, “3 Γυναίκες” και -ναι- “Ποπάυ, ο Ναύτης”). Η φωνή κι η αισθητική του Όλτμαν που δεν μοιάζει με κανενός άλλους auteur του αμερικάνικου σινεμά, σχηματίζονται εδώ μπροστά στα μάτια μας καθώς η κάμερά του παρακολουθεί την επανασύνθεση μιας κοινωνίας-μινιατούρας σαν θεατρική επιθεώρηση, φτιαγμένης ξανά εκ του μηδενός από τα απολύτως ελάχιστα δομικά της στοιχεία.
Δεν έχει γεράσει με όσο γοητευτικό τρόπο το έχουν κάνει οι μετέπειτα αψεγάδιαστες ταινίες του, με τα μικρο-επεισόδια να τοποθετούνται ως αλληλουχία απίθανα ανώριμων συμβάντων (σε σημεία είναι σα να βλέπεις το “Porky’s”) παρά ως νηφάλια αιχμηρό μωσαϊκό φωνών, εικόνων και ζωντανής Ιστορίας σαν το “Νάσβιλ” ή το “Μπούφαλο Μπιλ”. Όμως ακόμα και σε αυτό το απολύτως αρχικό του στάδιο (και με Ντόναλντ Σάδερλαντ και Έλιοτ Γκουλντ φύσει μαγνητιστικούς κεντρικούς πρωταγωνιστές) ο Όλτμαν δημιουργεί κάτι το ασύγκριτα ιδιοσυγκρασιακό και ειλικρινές ως προς τον συλλογικό αμερικάνικο ψυχισμό.
Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία
*****
(“Trois Couleurs: Blanc”, Κριστόφ Κισλόφσκι, 1ω32λ)
Στην δεύτερη ταινία με μουσική του Πράισνερ αυτή την εβδομάδα (μετά τον “Άνθρωπο του Θεού”), ο Κισλόφσκι συνεχίζει την κλασική του Τριλογία των Χρωμάτων με το Λευκό να συμβολίζει την ισότητα. Ο Πολωνός μετανάστης Κάρολ Κάρολ χάνει τα πάντα όταν η Γαλλίδα σύζυγός του (Ζιλί Ντελπί) τον χωρίζει λόγω της σεξουαλικής του ανικανότητας και, με τη βοήθεια ενός συμπατριώτη του θα προσπαθήσει να μπει ξανά στη Γαλλία προκειμένου να εκδικηθεί την πρώην του. Ιδέες περί ισότητας σε ένα εκ θεμελίων άνισο κοινωνικοπολιτικό καπιταλιστικό σύστημα συνδυάζονται αμήχανα με την φαντασίωση ανδρισμού, στο μάλλον λιγότερο σπουδαίο φιλμ της Τριλογίας.
Ο Άνθρωπος Ελέφαντας
*****
(“The Elephant Man”, Ντέιβιντ Λιντς, 2ω4λ)
Στη Βικτωριανή Αγγλία ένας χειρουργός (Άντονι Χόπκινς) σώζει έναν άντρα τον οποίο κακομεταχειρίζεται ο «ιδιοκτήτης» του σε τσίρκο, λόγω του παραμορφωμένου παρουσιαστικού του που τον κάνει να μοιάζει με τέρας. Όμως τα δύσκολα για τον άντρα δεν έχουν τελειώσει ακόμα, μιας και η εισχώρησή του στο νέο αυτό κόσμο θα τον κάνει να νιώθει και πάλι ως έκθεμα. Η δεύτερη ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, υποψήφια για 8 Όσκαρ, επιβεβαιώνει την εμμονή του σκηνοθέτη να κινηματογραφεί κάθε λογής ιδιάζοντα αντικείμενα (και πρόσωπα, και σώματα), αναζητώντας με χάρη και φροντίδα τη θέση τους σε ένα κόσμο που δεν τα κατανοεί, και δεν έχει θέση για αυτά. Ο Λιντς εκτελεί με εντυπωσιακό τρόπο ένα παραδοσιακό αφηγηματικό μοντέλο, προοικονομώντας την θέση ακόμα και του ίδιου ως παρεξηγημένο curiosity που η άρχουσα τάξη θα επιχειρήσει να οικειοποιηθεί. Εντυπωσιακό στην φαινομενική απλότητά του.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις