Οι ταινίες της εβδομάδας: O ελληνικός “Απόστρατος” και το πειραματικό “Έμα”
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ξεχωρίζει ο “Απόστρατος” με το Μιχάλη Σαράντη. Το πειραματικό “Έμα” με τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ είναι η must σινεφίλ πρόταση.
- 20 Φεβρουαρίου 2020 06:16
Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Απόστρατος
*****
(Ζαχαρίας Μαυροειδής, 1ω40λ)
Καστ: Μιχάλης Σαράντης, Γιάννης Νιάρρος, Άκης Σακελλαρίου, Θανάσης Παπαγεωργίου
Το στόρι, επίπονα γνώριμο για ένα σωρό ανθρώπους της μεγάλης Χαμένης Γενιάς της κρίσης. Ο Άρης, 30-κάτι εργένης, συνηθισμένος στην γλυφαδιώτικη ζωή, αναγκάζεται να μετακομίσει στο άδειο πια σπίτι του παππού του Αριστείδη, στην περιοχή του Παπάγου. «Γύρισα προσωρινά», είναι το ρεφρέν που επαναλαμβάνει σε όσους τον ρωτάνε πώς και βρέθηκε πίσω στα παλιά του λημέρια, προσπαθώντας πρώτα απ’όλα να πείσει τον εαυτό του και μετά τους άλλους, τις παλιές γνώριμες ή νέες φάτσες που συναντά καθώς μαραζώνει σε μια περιοχή στην οποία δε θέλει να βρίσκεται, προσπαθώντας να στήσει μια επιχείρηση εισαγωγής μηχανών εσπρέσο (“Εεε-λόοο-βο!”) που δε λέει να πάρει μπροστά.
Ο Μιχάλης Σαράντης πρωταγωνιστεί και δίνει στον ήρωά του το κατάλληλο κοινωνικό μούδιασμα ενός ανθρώπου που μοιάζει διαρκώς να ανακαλύπτει αδιανόητες αλήθειες- για την κατάστασή του, αλλά και για το περίπλοκο οικογενειακό του ιστορικό. Μένοντας στο σπίτι του παππού του έρχεται σταδιακά αντιμέτωπος με το φάντασμά του, με κρυμμένες αλήθειες και ενοχές μιας περιόδου γεμάτης μυστικά και ενοχές και ανοιχτές πληγές για τη σύγχρονη Ελλάδα. (Μια φοβερή ατάκα δια στόματος Άκη Σακελλαρίου αξίζει να γίνει μελλοντικό καλτ viral απόσπασμα για το ιντερνετικό κοινό.)
Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής μέσα από, στην ουσία, μια αναγνωρίσιμων διαδρομών ιστορία ενηλικίωσης (για μια γενιά που έτσι κι αλλιώς βίωσε ένα συλλογικό, βίαιο arrested development) επιχειρεί να φέρει σε διάλογο τις δύο πιο σκληρές περιόδους της σύγχρονης Ελλάδα, που οριοθετούν τη μεταπολίτευση: το εμφυλιακό παρελθόν συνομιλεί, συνυπάρχει με τη βουβαμάρα της Κρίσης.
Οι αλήθειες που σταδιακά μαθαίνει ο Άρης για τον παππού σχηματίζουν την ταινία με τρόπο που δεν υπηρετεί απαραιτήτως τις αρχικές της αναζητήσεις, και υπάρχουν ζητήματα εσωτερικού ρυθμού σε κάποιες από τις σκηνές (κυρίως τις πιο επεξηγηματικές). Από τη μία έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός του θεατή με τον ήρωα που σταδιακά μαθαίνει, κατανοεί και αποδέχεται, από την άλλη η ταινία λειτουργεί πολύ περισσότερο ως προφίλ παρά ως αίνιγμα. Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ψυχογράφημα μιας (ή παραπάνω από μίας, τελικά) γενιάς. Όμορφα φωτογραφημένο και παιγμένο μεστά και δίχως την παραμικρή κορώνα από ένα πολύ δυνατό καστ τριών γενεών, το φιλμ του Μαυροειδή δεν χάνει το ενδιαφέρον του σε κανένα απολύτως σημείο, σκιαγραφώντας με αυτοπεποίθηση την αβέβαιη ακινησία της χαμένης γενιάς της Κρίσης.
Ακούστε επίσης: Μια συζήτηση με τον Μιχάλη Σαράντη για τον ‘Απόστρατο’, τις ενοχές, και το πολιτικό σινεμά σήμερα
Έμα
*****
(“Ema”, Πάμπλο Λαραϊν, 1ω42λ)
Καστ: Μαριάνα ντι Τζιρολάμο, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Σαντιάγκο Καμπρέρα
O συναρπαστικός σκηνοθέτης των “Jackie”, “Neruda” και “No”, πολιτικών ιστοριών μέσα από έναν παραμορφωτικό πάντα φακό, επιστρέφει με την πιο παράτολμη αποχώρησή του ως σήμερα. Στο “Έμα” ακολουθούμε την ιστορία μιας νεαρής χορεύτριας και του άντρα της, με τον οποίο διατηρούν μια ρευστή σχέση, την ίδια στιγμή που έχουν χάσει την κηδεμονία του πυρομανή υιοθετημένου παιδιού τους. Η Έμα θέλει όμως το παιδί πίσω, έχοντας να αντιμετωπίσει αντικρουόμενα συναισθήματα μητρότητας, σεξουαλικότητας και προσωπικής ενδυνάμωσης, μέσα από ένα θρυμματισμένης αφήγησης στόρι τραγικών διαστάσεων.
Ο Λαραϊν στήνει την ιστορία πάνω στο επίμονα άδειο πρόσωπο της Μαριάνα ντι Τζιρολάμο, μιας μάλλον άσημης πρωταγωνίστριας καθημερινής σαπουνόπερας. Είναι εκπληκτική ανακάλυψη: Στην ταινία βάφει τα μαλλιά της πλατίνα, στρωμένα προς τα πίσω, και κοιτάει την κάμερα σοκαριστικά ανέκφραστα με μονίμως νεκρό βλέμμα. Μέσα από αυτή την τολμηρά κατασκευασμένη ηρωίδα, ο Λαραϊν προσπαθεί να αποδομήσει έννοιες βαθιά ριζωμένες στη σύγχρονη κοινωνία, από την πυρηνική οικογένεια μέχρι κάθε είδους δεσμούς.
Μας προσγειώνει στην ιστορία της in media res, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς γιατί αισθάνεται όπως αισθάνεται, γιατί ενεργεί όπως ενεργεί, γιατί κάνει σεξ όπως κάνει σεξ, γιατί αντιδρά όπως αντιδρά. Μας ζητά να ακολουθούμε μια επιτηδευμένα ραγισμένη ηρωίδα καθώς μαθαίνουμε την αλήθεια μέσα από διάσπαρτες σκηνές επεξηγήσεων, στις οποίες παρεμβάλλεται δράση, διάλογος, μαζί με σκηνές χορού. Η κάμερα, σαν συναρπασμένη κι εκείνη με την ηρωίδα που έχει απεναντί της, πλησιάζει πρόσωπα σα να επρόκειτο για κομμάτι της χορογραφίας.
Όλη η ταινία ακολουθεί περισσότερο το ρυθμό μιας urban χορογραφίας που αφουγκράζεται τη -νέα- κοινωνία, παρά τη γραμμική αφήγηση μιας ιστορίας που αναμεταδίδει πράγματα γνωστά και δεδομένα. Κοιλιές στο ρυθμό θα εμφανιστούν αρκετές και η κεντρική ηρωίδα είναι ομολογουμένως ένα κατασκεύασμα κάπως πρωτόγνωρο και απροσπέλαστο. Κι αν η ιστορία οδηγείται σε μια οριακά υστερική κορώνα (αλλά δοσμένη με έναν φανταστικά στεγνό τρόπο), ο τρόπος που ο Λαραϊν αφοσιώνεται σε αυτό το ρυθμικό χάος είναι αν μη τι άλλο συναρπαστικός. Μια ερωτική, οικογενειακή σαπουνόπερα αποτυπώνεται μέσα από νέον χροιές και μέσα από ένα παρανοϊκό μίγμα ήχων (το ηλεκτρονικό ambient του Νίκολας Τζάαρ είναι το περιβάλλον, η επιθετική ρεγκετόν είναι οι ζωντανοί άνθρωποι που κατοικούν σε αυτό, θα λέγαμε), καθώς αυτή η θρυμματισμένη ταινία-χορός ακολουθεί κορμιά σε τροχιές που δεν έχουν τη δυνατότητα να ερμηνεύσουν, παρά μόνο να ακολουθήσουν.
Διαγράφοντας τις, εχμ, εμπρηστικές διαδρομές τους, ο Λαραϊν ολοκληρώνει ένα σίγουρα άνισο, σίγουρα πειραματικών διαθέσεων φιλμ που -μαγεμένο από έναν νέο κόσμο που χτίζεται γύρω μας- όχι μόνο δεν προσποιείται πως έχει απαντήσεις, αλλά ξέρει πως πολλές φορές, η γλώσσα δεν αρκεί. Γνωρίζει όμως κάτι πολύ βασικό: Τα σώματα δεν λένε ποτέ ψέμματα.
Επίσης κυκλοφορούν
Στη Γη του Άγριου Μελιού
(“Honeyland”, Ταμάρα Κοτέβσκα, Λιούμπομιρ Στεφάνοφ, 1ω27λ)
Νομάδες μελισσοκόμοι εγκαθίστανται δίπλα σε μια γυναίκα που ζει με την ηλικιωμένη μητέρα της σε χωριό της Βορείου Μακεδονίας, διαταράζοντας την -σημαντική για την ισορροπία της περιοχής- ρουτίνα της. Η γυναίκα παίρνει το μισό μέλι, αφήνοντας το άλλο μισό για τις μέλισσες, όμως οι νέοι γείτονές της σπάνε αυτό τον κανόνα. Τώρα η τελευταία μελισσοκόμος της Ευρώπης πρέπει να σώσει τις μέλισσες και να αποκαταστήσει την φυσική ισορροπία.
Πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ, που πρόσφατα πέτυχε μια αξιοπερίεργη οσκαρική πρωτιά. Έγινε η πρώτη ταινία στην ιστορία των Όσκαρ που προτείνεται την ίδια στιγμή για Καλύτερο Ντοκιμαντέρ και Καλύτερο Διεθνές (πρώην Ξενόγλωσσο) Φιλμ.
*Η ταινία κυκλοφορεί σε επιλεγμένες αίθουσες και σύντομα σε streaming στην πλατφόρμα Cinobo.
Οι Αεροναύτες
*****
(“The Aeronauts”, Τομ Χάρπερ, 1ω40λ)
Ελαφρώς βασισμένο σε αληθινή ιστορία με γενναίες μυθοπλαστικές δόσεις, το φιλμ του σκηνοθέτη του “Wild Rose” ακολουθεί την πτήση ενός επιστήμονα και μια πιλότου αερόστατου, που καθένας για τους δικούς τους λόγους έχουν βαλθεί να αντιμετωπίσουν τα στοιχεία της φύσης για να φτάσουν όσο ψηλά μπορούν, αψηφώντας τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Ο Τζέιμς Γκλέισερ (Έντι Ρεντμέιν) προσπαθεί να αποδείξει την αξία της μετεωρολογίας ως επιστήμης κι η Αμίλια Ρεν (Φελίσιτι Τζόουνς) θέλει να ξεπεράσει προσωπικές της ενοχές για το θάνατο του συζύγου της. Η ταινία ακολουθεί το ταξίδι τους διακόπτοντας την κατά τόπους εντυπωσιακή αγωνία των σκηνών επιβίωσης, με παντελώς συμβατικής δραματουργίας φλάσμπακς που επιχειρούν να γεμίσουν τα κενά στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων.
Όπως όμως απέδειξε το αξέχαστο “All is Lost” με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, η επιβίωση ως αγνό ένστικτο είναι πιο δυνατό δραματικό στοιχείο από οποιαδήποτε άλλη σύμβαση. Η ταινία καταλήγει τελικά ως ένας καλοφτιαγμένος ενδιάμεσος, ούτε εδώ ούτε εκεί. Ένα φιλμ τόσο πασιφανώς φτιαγμένο για τις οσκαρικές του βλέψεις (επανενώνοντας μάλιστα το πρωταγωνιστικό δίδυμο της “Θεωρίας των Πάντων”) που καταλήγει εν μέρει παρωδία του εαυτού του, αδικώντας τις όχι εντελώς αμελητέες αρετές που εμφανίζει σε αρκετά σημεία.
*Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες και είναι ήδη διαθέσιμη μέσω streaming στην πλατφόρμα Amazon Prime Video.
Sonic η Ταινία
*****
(“Sonic the Hedgehog”, Τζεφ Φάουλερ, 1ω40λ)
Κινηματογραφική μεταφορά του διάσημου βιντεοπαιχνιδιού της Sega, για τον υπερηχητικό μπλέ σκαντζόχοιρο που τα βάζει με τον μοχθηρό Δρ. Ρομπότνικ. Πολύ μακριά από την αναπάντεχη εφευρετικότητα και αισθητική αρτιότητα του φετινού “Ντετέκτιβ Πίκατσου”, το “Sonic” είναι απλώς μια άνευρη και ασφαλής μεταφορά που χάνει παντελώς την ουσία και την όποια έλξη του πρωτογενούς υλικού. Τα κλασικά παιχνίδια πλατφόρμας με τον Sonic ήταν μια ιλιγγιώδης άσκηση ταχύτητας, μια διάσταση που απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από αυτή την συμπαθή αλλά τελικά αδιάφορη περιπέτεια, που βρίσκει διαρκώς τρόπους για να κάνει τον κεντρικό της ήρωα αργό, ακόμα και ακίνητο. Περνάει η ώρα, αλλά δεν υπάρχει τίποτα αξιοσημείωτο εδώ, πέραν της ερμηνείας του Τζιμ Κάρεϊ ως Ρομπότνικ- σε μια ταινία που θα τον υπηρετούσε καλύτερα, θα μπορούσε να έχει απαασφαλίσει πλήρως, ερμηνευτικά.
Στο Λαβύρινθο (“Into the Labyrinth / L’uomo del labirinto”, Ντονάτο Καρίζι, 2ω10λ). Μαθήτρια πέφτει θύμα απαγωγής και ξυπνάει μια μέρα 15 χρόνια αργότερα χωρίς να θυμάται τίποτα. Ιταλικό αστυνομικό θρίλερ με τον Ντάστιν Χόφμαν και τον Τόνι Σερβίλιο.
Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης (“The Call of the Wild”, Κρις Σάντερς, 1ω45λ). Διασκευή του βιβλίου του Τζακ Λόντον με πρωταγωνιστή τον Χάρισον Φορντ, από τον σκηνοθέτη των “Λίλο & Στιτς” και “Πώς να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο Σας”.