Οι ταινίες της εβδομάδας: Οι νέες “Μικρές Κυρίες” είναι ένα κινηματογραφικό θαύμα
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ξεχωρίζουν οι υποψήφιες για 6 Όσκαρ “Μικρές Κυρίες” σε μια εβδομάδα γεμάτη ενδιαφέρουσες επιλογές.
- 06 Φεβρουαρίου 2020 07:08
Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Μικρές Κυρίες
*****
(“Little Women”, Γκρέτα Γκέργουιγκ, 2ω15λ)
Καστ: Σίρσα Ρόναν, Φλόρενς Πιου, Τίμοθι Σαλαμέ, Ελίζα Σκάνλαν, Έμμα Γουώτσον, Λόρα Ντερν, Μέριλ Στριπ, Σκοτ Κούπερ
Νέα κινηματογραφική διασκευή του διάσημου βιβλίου της Λουίζα Μέι Άλκοτ που σημάδεψε γενιές αναγνωστών και αναγνωστριών, για τις 4 αδελφές μιας οικογένειας στον απόηχο του εμφυλίου, που προσπαθούν η κάθε μία να αφήσει το στίγμα της και να χαράξει τη δική της διαδρομή σε μια κοινωνία φτιαγμένη για να κάνει κάθε τους βήμα δύσκολο.
Ο απόλυτος φορμαλιστικός έλεγχος που η Γκρέτα Γκέργουιγκ είχε επιδείξει και στο θαυμάσιο σόλο ντεμπούτο της, “Lady Bird”, παρουσιάζεται ξανά εδώ, ξανά σε συνδυασμό με μια συναισθηματικά μεστή αφήγηση πάνω στο υλικό- ένας συνδυασμός ευαισθησιών που πολύ σπάνια επιτυγχάνεται τόσο αρμονικά στο σινεμά, και δη από δημιουργό με τόσο μικρή σκηνοθετική εμπειρία. Η Γκέργουιγκ σε ένα σεμιναριακού επιπέδου διασκευασμένο σενάριο, σπάει την ιστορία της Άλκοτ σε σωματίδια και την επανασυνθέτει όχι υπακούοντας κάποια γραμμική αίσθηση εξιστόρησης, αλλά έχοντας ως φάρο θεματικές διασυνδέσεις και συναισθηματική ροή.
Το στόρι ανοίγει κάπου μετά τη μέση, με τις ηρωίδες της ήδη στις διαδρομές που τις καθορίζουν ως προς το επικείμενο φινάλε. Η Τζο της δεδομένα σπουδαίας Σίρσα Ρόναν προσπαθεί να εκδώσει το βιβλίο της. Η ταινία ανοίγει με τη σιλουέτα της Τζο να διαγράφεται μπροστά σε μια πόρτα καθώς ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον εκδότη που θα κρίνει αν η ιστορία της είναι άξια να εκδοθεί, ένας κυριολεκτικός gatekeeper. Στη συνέχεια θα ακούσει πως οι ιστορίες για γυναίκες ηρωίδες αφορούν, αλλά μόνο αν στο τέλος οι χαρακτήρες παντρεύονται ή πεθαίνουν, ένα point στο οποίο η ταινία θα επιστρέψει κατά το απογειωτικό φινάλε της σε ένα επίπεδο μετα-ανάγνωσης. Η Τζο ως ηρωίδα πάντα αποτελούσε ένα δοχείο των “θέλω” της ίδιας της συγγραφέας, αλλά η Γκέργουιγκ πάει την ιδέα ένα βήμα παραπέρα- ανοίγοντας και κλείνοντας την ταινία με τον τρόπο που το κάνει, μετατρέπει αυτή τη διασκευή τόσο σε μια μεταφορά της ιστορίας του βιβλίου, όσο και σε μια ματιά πάνω στην ίδια του τη συγγραφή.
Πρωτογνωρίζουμε τη Τζο όταν τρέχει στο δρόμο με την κάμερα να την ακολουθεί από τα πλάγια μες στο πλήθος. Η σκηνή θυμίζει την ίδια την Γκέργουιγκ στο “Frances Ha”, με την στυλιζαρισμένη αυτή αίσθηση ενθουσιασμού και έκφρασης να είναι πάντα κυρίαρχη στις δουλειές της. Το σκηνικό μοιάζει κατασκευασμένο και υπό μία έννοια είναι. Η Ρόναν δε μοιάζει να ζει στον αληθινό κόσμο, αλλά σε μια απεικόνισή του, ενισχύοντας την ιδέα του δεύτερου επιπέδου στο οποίο η Γκέργουιγκ εξετάζει τι σημαίνει αυτή η ιστορία- για τη συγγραφέα της, για την εποχή της, και για το σήμερα.
Η δεύτερη εκτεταμένη σκηνή μας συστήσει την Έιμι της Φλόρενς Πιου, έναν χαρακτήρα που διαχρονικά δίχαζε, όμως η Γκέργουιγκ έχει απολύτως σαφή ιδέα για το πώς να την απεικονίσει. Το σημείο εισαγωγής μας για αυτή την ηρωίδα είναι μια έκφραση ενθουσιασμού καθώς αντικρύζει τον Λόρι του Τίμοθι Σαλαμέ. (Ανάμεσα σε αυτή την ταινία και το “Lady Bird”, η Γκέργουιγκ ξέρει πώς να καδράρει τον νεαρό ηθοποιό ως προβληματικό κωλοπαιδάκι με αληθινά γοητευτικές χροιές.) Η Πιου παίρνει τον χαρακτήρα και τρέχει. Η ερμηνεία της, καθώς παίζει την Έιμι ως νεαρή ενήλικη που ξέρει πια τι θέλει και δεν θέλει, αλλά και ως 13χρονη κοπέλα που διαρκώς γουρλώνει τα μάτια σε κάθε νέα πληροφορία, είναι εντυπωσιακή- σαν μια μειλίχιας παράνοιας ερμηνεία που θα έδινε ένας χαοτικός ηθοποιός σαν τον Νίκολας Κέιτζ, αλλά με απόλυτο συναισθηματικό έλεγχο του ήρωά του.
Το φιλμ ξεκινά από αυτά τα δύο κεντρικά σημεία και εξελίσσεται προς πάσα κατεύθυνση. Προς τα εμπρός, προς τα πίσω, ή και πουθενά συγκεκριμένα. Η Γκέργουιγκ έχει πετσοκόψει την αφήγηση σε σωματίδια τα οποία έχει αφήσει να βρουν οργανικά, το καθένα μόνο του, τη θέση του στον χάρτη. Το παρελθόν, αποτυπωμένο με πιο ζεστή χρωματική παλέτα, και παιγμένο με μια πιο αθώα αίσθηση ενθουσιασμού από τις 4 νεαρές ηρωίδες, αποκτά χροιά ανάμνησης. Δεν είναι αυστηρά αντικειμενικά γεγονότα, αλλά περισσότερο κάτι που θυμάσαι ή διηγείσαι ή φέρνεις φευγαλέα στο νου για λόγους όχι απόλυτα σαφείς, πριν το ξαναξεχάσεις.
Η ταινία ρέει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν δίχως καμία αυστηρή σύμβαση. (Ο ιδιοφυής μοντέρ της, Νικ Χούι, που μόνταρε και το “Lady Bird” αξίζει όσα εύσημα δε θα λάβει ποτέ, επειδή η δουλειά του είναι τόσο τέλεια που καταλήγει τελείως κρυμμένη.) Άλλες φορές είναι ένα μέρος που μας ταξιδεύει σε μια αντίστοιχη παρελθοντική σκηνή, άλλες φορές μια φράση, άλλες φορές μια κατάσταση που διαδραματίζεται με παρόμοιο ρυθμό, άλλες φορές… τίποτα απολύτως. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την προσωπική μας ιστορία στην αληθινή ζωή: Βρίσκεται σε ένα διαρκή διάλογο με το παρόν μας, με τρόπους αταξινόμητους, άναρχους, αλλά συχνά και απόλυτα (και επίπονα) προφανείς.
Η Γκέργουιγκ καταφέρνει έτσι να ξεδιπλώσει την ιστορία από μέσα προς τα έξω, με τρόπο που υπογραμμίζει θεματικές διασυνδέσεις, συναισθήματα πόνου και αγάπης, αλλά και ανυψώνει όλες τις ηρωίδες της ξεχωριστά: Οι 4 τους δεν είναι χαρακτήρες που κατευθύνονται προς τα κάπου και καθορίζονται από το “τι θα γίνει μετά”, αλλά είναι πλήρως σκιαγραφημένες προσωπικότητες που καθορίζονται από τα ξεχωριστά τους “γιατί και πώς”. Η σκηνοθέτης εξακολουθεί να έχει έναν απίστευτο έλεγχο φόρμας και συναισθήματος μην αφήνοντας να της ξεφύγει ούτε σπιθαμή υλικού, χωρίς ποτέ το αποτέλεσμα να μοιάζει αποπνικτικό, ίσα-ίσα κάνοντάς το φαίνεται ως μια ροή εικόνων και παθών.
Τα πάντα δρουν συμπληρωματικά μεταξύ τους, από τον τρόπο που μια σοφίτα μοιάζει γεμάτη και ζησμένη ή άδεια και παρατημένη, μέχρι το πώς τα μαλλιά μιας ηρωίδας μεταβάλλονται καθώς η ίδια σχηματίζεται ως προσωπικότητας. Ξέρει πώς να κοιτάξει τους ήρωές της ως όντα με ορμές και επιθυμίες και θέληση για δημιουργία και για ελευθερία. Ξέρει πώς να κοιτάξει τους ήρωές της μέσα από τα μάτια των άλλων ηρώων της.
Ξέρει πώς να αποδώσει τον θυμό και την αγάπη ως δύο απόλυτα πλεγμένες μεταξύ τους καταστάσεις ύπαρξης (σκέψου και την εκπληκτικά δοσμένη σχέση της Lady Bird με τη μητέρα της στην προηγούμενη δουλειά της), με την εξαιρετική και εδώ Λόρα Ντερν (που θα πάρει δικαιότατα Όσκαρ για το “Marriage Story”, αλλά που το ερμηνευτικό της εύρος φαίνεται ακόμα περισσότερο στην απόσταση αυτών των δύο ρόλων της) να διατηρεί το ευγενές και πράο της πρόσωπο καθώς ομολογεί πως κάθε μέρα καταπνίγει μέσα της οργή.
Τελικά, η ιστορία των κατά Γκέργουιγκ “Μικρών Κυριών” μπορεί να μην ξεκινά στην αρχή, αλλά όπως έδειξε και στο “Lady Bird”, η δημιουργός πιστεύει πως καμία ιστορία δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, σίγουρο όχι αυστηρά εννοούμενα. Όλες οι ιστορίες είναι ψηφιδωτά γεμάτα λεπτομέρεια και ζωή, που ζουν μέσα μας ως μια διαρκής κατάσταση ανάμνησης και επιθυμίας.
Winona
*****
(The Boy, 1ω28λ)
Καστ: Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Δάφνη Πατακιά, Ηρώ Μπέζου
Στη νέα ταινία του The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) μετά το φοβερό “Νήμα”, 4 κοπέλες σε μια παραλία που παίζουν, λένε ιστορίες η μία στην άλλη, διασκεδάζουν. Αλλά δεν ξέρουν -ή ξέρουν;- γιατί είναι πραγματικά εκεί.
Η ταινία είναι δομημένη με ένα τρόπο που ευνοεί την ανακάλυψη δίχως να γνωρίζει ο θεατής πολλά-πολλά, όμως ας προσπαθήσουμε να πούμε κάποια πολύ βασικά στοιχεία. Ο The Boy στο σινεμά του πάντοτε βρίσκεις ευρηματικούς τρόπους να πλάθει χειροποίητα σύμπαντα μέσα σχεδόν από το τίποτα. Μέσα από λίγα υλικά ή -όπως στην προκειμένη περίπτωση- ένα και μόνο σκηνικό, καταφέρνει να πιάσει μια αλληγορική ιδέα και να τη μετατρέψει σε έναν ολόκληρο χειροπιαστό κόσμο τον οποίο γεμίζουν οι ήρωες και ηρωίδες του, άτομα καθορισμένα από ένα τους τραύμα ή ένα τους πάθος. Το “Νήμα” παραμένει κάτι σαν αποκορύφωμα: μία και μόνο ηθοποιός (η Σοφία Κόκκαλη, φυσικά) και μια καλλιτεχνική κατασκευή για περιβάλλον δημιουργούν μια πολιτικοκοινωνική sci-fi αφήγηση για μια κάποια Ελλάδα σε δύο χρόνους.
Στην “Winona” οι ηθοποιοί είναι 4 αλλά η προσέγγιση υπακούει στην ίδια βασική αρχή, χαρακτήρων ως κάτι πολύ ευρύτερο από τα όποια κυριολεκτικά χαρακτηριστικά τους. Το εντυπωσιακό κουαρτέτο αποτελείται από τις Ανθή Ευστρατιάδου, Δάφνη Πατακιά, Σοφία Κόκκαλη και Ηρώ Μπέζου, οι οποίες ενσαρκώνουν τις 4 κοπέλες, πλάθοντας όχι απλά διακριτούς αλλά ολοκληρωμένους χαρακτήρες μέσα από διάσπαρτες εικόνες, μέσα από θραύσματα, συνθέτοντας έναν σαρωτικό χάρτη συναισθημάτων καθώς η πλήρης αλήθεια του φιλμ έρχεται σταδιακά σε focus.
Αυτή η διαπραγμάτευση αφαίρεσης και κυριολεξίας ίσως συγκρατεί κάτι από τη δύναμη με την οποία καταφθάνει η τελική αλήθεια του φιλμ, και το πώς είναι κατασκευασμένο ευνοεί τη δεύτερη θέαση. Αλλά τελικά δεν έχει σημασία, γιατί ακόμα και ως ακαθόριστη εμπειρία, η αλήθεια των όσων επικοινωνούνται, περί αδελφικότητας, αγάπης, φιλίας, περί δυσαναπλήρωτων κενών και περί κοινών, αναφαίρετων εμπειριών, κάνει τη “Winona” ένα ακόμα αληθινά μοναδικό και απολύτως προσωπικό φιλμ-εμπειρία, από τον πιο ιδιοσυγκρασιακό δημιουργό αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Που φέρνει μαζί του και μια τετράδα φανταστικών ερμηνειών από μερικές από τις σημαντικότερες ηθοποιούς μας. (Ιδιαίτερη μνεία στην εντυπωσιακά αγνή αθωότητα που μεταδίδει η Πατακιά, την οποία είδαμε στο μικρού μήκους “Nimic” του Λάνθιμου και περιμένουμε στο νέο φιλμ του Βερχόφεν φέτος την άνοιξη.)
Επίσης κυκλοφορούν
Αρπακτικά Πτηνά και η Φαντασμαγορική Χειραφέτηση της Χάρλεϊ Κουίν
*****
(“Birds Of Prey and The Fantabulous Emancipation Of One Harley Quinn”, Κάθι Γιαν, 1ω49λ)
Η Χάρλεϊ Κουίν της Μάργκο Ρόμπι αφήνει πίσω της την Ομάδα Αυτοκτονίας και φτιάχνει τη δική της παρέα, κάπου στα όρια νόμου και παρανομίας. Για τα μέλη αυτών των φαντασμαγορικών Αρπακτικών Πτηνών, όλα αρχίζουν όταν ένα πολύτιμο πετράδι αγνοείται, και τρεις διαφορετικές ηρωίδες το αναζητούν, με διαφορετικά κίνητρα η κάθε μία.
Δίχως να διατηρεί τον παραμικρό δεσμό με το “Suicide Squad” πέραν των περιπαικτικών αναφορών στον Τζόκερ (“ακούγεται τελείως μ*λάκας”, λέει ένα Αρπακτικό Πτηνό στην Χάρλεϊ σε ένα από τα πιο αστεία σημεία της ταινίας), η περιπέτεια της Κάθι Γιαν επιχειρεί να χαράξει τη δική της διαδρομή, για το σημαίνει ριζοσπαστική ανεξαρτησία σήμερα, από την επιθετική μακιγιάζ αισθητική μέχρι τις πολιτικές πεποιθήσεις της Χάρλεϊ (“ψήφισε Μπέρνι”). Η ταινία πραγματικά υποφέρει όμως από το πόσο ισχνή είναι ως ιστορία και ως σκιαγράφηση ηρωίδων πέρα από τις “ειδήσεις σε τίτλους” περιγραφή της μιας οθόνης που μας συστήνει την κάθε μία.
Όμως η αναπολογητική διάθεση του φιλμ σε συνδυασμό με τις κατά τόπους αληθινές σκηνές δράσης (σε επιμέλεια του Τσαντ Σταχέλσκι, της “John Wick” τριλογίας) συνθέτουν μια περιπέτεια που τουλάχιστον δικαιολογείται την κατηγοριοποίησή της στο είδος. Δεν είναι απλώς ένα υπερηρωικό φιλμ με πολλή CGI πλαστελίνη στην 3η πράξη, αλλά μια αληθινή ταινία δράσης, έστω στυλιζαρισμένη σε ένα επίπεδο εξυπνάδας που μπορεί να ξενίσει αρκετούς θεατές αλλά είναι συνεπές ως προς αυτό που πρεσβεύει. Η Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ που παίζει την “Huntress” ως μια παρωδίας εκδοχή κάποιου χαρακτήρα από το “Kill Bill” κλέβει τις εντυπώσεις, αλλά έστω κι αν δεν αφήνει τίποτα πίσω του, όλο το φιλμ είναι τελικά διασκεδαστικό.
Η Αόρατη Ζωή της Ευριδίκης Γκουσμάο
*****
(“A Vida Invisível”, Καρίμ Αϊνούζ, 2ω19λ)
Στη Βραζιλία του 1950, δύο αχώριστες αδερφές που μοιράζονται μεταξύ τους τα πάντα, από πληροφορίες ερωτικών αποδράσεων μέχρι όνειρα για ένα πιο ρομαντικό ή επιτυχημένο αύριο, χωρίζονται απρόσμενα. Η μία εσωστρεφής, θέλει να ασχοληθεί με το πιάνο, η άλλη πιο τολμηρή και απελευθερωμένη, ονειρεύεται έναν μεγάλο έρωτα. Κι οι δυο τους όμως θα πέσουν θύματα ενός μεγάλου ψέματος που θα τις κρατήσει μακριά για δεκαετίες των ζωών τους. Ο Καρίμ Αϊνούζ χρησιμοποιεί για καλό σκοπό (μετά από κάποιες αστοχίες περασμένων φιλμ του) την φύσει καθηλωτική αισθητική ματιά του, μετατρέποντας ένα ταξίδι αναζήτησης σε συλλογή από αισθήσεις. Δημιουργεί κοινωνικά περιβάλλοντα όπου οι ηρωίδες σχεδόν του δεν έχουν δικαίωμα και τρόπο να ζήσουν ελεύθερες, σκιαγραφώντας έτσι τελικά ζωές που δεν ζήστηκαν και χαμένες ευκαιρίες σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει δεύτερη προσπάθεια. Η τρίτη πράξη μας προσγειώνει κάπως απότομα αλλά το φιλμ, η διαδρομή ως την κορύφωση, ο ελεγειακός τρόπος με τον οποίον ο Αϊνούζ μιλά για την απουσία και για χαμένες ζωές, δικαιολογεί απολύτως το κεντρικό του θεώρημα- όπως και το βραβείο στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα των περσινών Καννών.
Οι Monos
*****
(“Monos”, Αλεχάντρο Λάντες, 1ω44λ)
Το “Τζόκερ” του arthouse σινεμά: Κλέβοντας ξεδιάντροπα και κυρίως ανέμπνευστα, επιρροές από “Lord of the Flies” μέχρι το “Beau Travail” της Κλερ Ντενί, ο Λάντες συνθέτει ένα μονότονο, επαναλαμβανόμενο φιλμ δίχως τελικά την παραμικρή πολιτική αιχμή ή αισθητική πρόταση. Κάπου χαμένα σε βουνοκορφές της Νοτίου Αμερικής, μια ομάδα παιδιών με όπλα στην κατοχή τους, προσπαθούν να ελέγξχουν μια όμηρο. Όμως η ταινία ποτέ δεν αφοσιώνεται σε μια της ιδέα, χτίζοντας κούφιες απόπειρες κορύφωσης, μη δίνοντας ποτέ το ελάχιστο έστω πολιτικό πλαίσιο για την ιστορία που παρακολουθούμε. Η καθηλωτική μουσική επένδυση της Μίκα Λέβι και το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη είναι τα κυριότερα απλώς στοιχεία μιας τεχνικής τελειότητας που τελικά έχει λιγοστά πράγματα να πει, όσες αργόσυρτες εκρήξεις κι αν μας επιφυλάξει.
Φως στο Σκοτάδι
*****
(“Light of My Life”, Κέισι Άφλεκ, 1ω59λ)
Σε έναν κόσμο όπου οι περισσότερες γυναίκες έχουν πεθάνει ύστερα από της εμφάνιση μιας πανδημίας, ένας άντρας με την κόρη του ταξιδεύουν στα σύνορα του πολιτισμού τεστάροντας όχι μόνο τον μεταξύ τους δεσμό, αλλά και την πίστη τους στην ανθρωπότητα. Ο Κέισι Άφλεκ ερμηνεύει με αναμενόμενα στιβαρό τρόπο το ρόλο του πατέρα, σε μια εξαιρετικά αφοσιωμένη και συναισθηματική μίξη του “Δρόμου” του Κόρμακ ΜακΚάρθι με το αριστουργηματικό (και σαφώς ανώτερο, βέβαια) “Leave No Trace” της Ντέμπρα Γκράνικ, για έναν πατέρα και μια κόρη που αναζητούν την προσωπική τους αλήθεια και τις δικές τους ηθικές αξίες έξω από τα όρια του καθορισμένου πολιτισμού. Το φιλμ του Άφλεκ δεν επιχειρεί καν πάντως να εντυπωσιάσει, όμως η επιμονή με την οποία αφουγκράζεται τους δύο μοναχικούς ήρωές του σε ένα παρηκμασμένο κόσμο, αξίζει τη θέαση.