Οι ταινίες της εβδομάδας: Το εκστατικό “Elvis” κι ο σιωπηλά σαρωτικός Δημήτρης Λάλος
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 23 Ιουνίου 2022 07:04
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Elvis
(Μπαζ Λούρμαν, 2ω39λ)
3 / 5
Η άνοδος, η πτώση και η αθάνατη κληρονομιά του Έλβις μέσα από ένα οργιώδες βιογραφικό φιλμ που ακολουθεί τον Βασιλιά από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τον θάνατό του, ακολουθώντας κάθε σημαντική στιγμή της ζωής και της καριέρας του. Από τη σχέση του με τη μαύρη μουσική μέχρι τη γνωριμία του με τον μοχθηρό ατζέντη του Τομ Πάρκερ, κι από τον γάμο του με την Πρισίλα μέχρι τα σόου του στο Λας Βέγκας.
Η επιστροφή του Μπαζ Λούρμαν έρχεται σχεδόν μια δεκαετία μετά το “Great Gatsby”, ένα διάστημα ασυγχώρητα μεγάλο για έναν σκηνοθέτη με τέτοιες αισθητικές διαθέσεις και προσλαμβάνουσες. Στο ενδιάμεσο, ο Λούρμαν είχε δανείσει τη ρυθμική εξτραβαγκάντσα του βλέμματός του στη μικρή οθόνη, σκηνοθετώντας το εξαιρετικό (και κομμένο στη μία σεζόν) “Get Down” του Netflix, μια r’n’b αστική όπερα πάνω στη συνάντηση ενηλικίωσης και ξεπουλήματος.
Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες είναι επίμονες για τον Λούρμαν, ή αλλιώς για το πώς απεικονίζεις φιγούρες και έργα που είναι μεγαλύτερα από εσένα. Εδώ, ο σκηνοθέτη του “Moulin Rouge!”, αφήνεται δίχως φρένα στην κατηφόρα. Ή, για την ακρίβεια, στην ανηφόρα. Σε όλη την πρώτη πράξη του φιλμ, όπου ξεδιπλώνεται η θεαματική καλλιτεχνική άνοδος του Έλβις, ο Λούρμαν χρησιμοποιεί πολλαπλά καρέ, οπτικά εφέ, γραφιστικά στοιχεία, ξέφρενες μουσικές που διαχέονται η μία στην άλλη, και φυσικά τους ηθοποιούς του (ο Τομ Χανκς ως Τομ Πάρκερ παίζει βασικά σαν μάπετ), προκειμένου να υπογραμμίσει, να βροντοφωνάξει, την ιστορία προέλευσης ενός ταλέντου που δεν χρειάζεται συστάσεις. Παρουσιάζει έναν βομβαρδισμό από τρικ, ώστε να μην προσέξουμε πόσο συνηθισμένη είναι η ιστορία που διηγείται– μήπως αυτή δεν είναι εξάλλου η ιστορία της ίδιας της showbiz;
Το σενάριο δεν ξεφεύγει ποτέ από την εντελώς συμβατική δομή αφήγησης, δίχως ποτέ να μοιάζει σαν στόρι να έχει κάτι να πει ή κάποια φρέσκια οπτική να προσφέρει. Όμως ο Λούρμαν σκηνοθετικά ακολουθεί τις διακυμάνσεις του: Κόλπα χωρίς ανάσα στην άνοδο, πιο συμβατική, συγκροτημένη ματιά στην πτώση, και ένα τελικά απρόσμενα φρεναριστό, καθηλωτικά κοντινό βλέμμα κατά την τρίτη πράξη όπου πλέον ο Έλβις δεν είναι παρά φυλακισμένος από την επιτυχία του, από τον εαυτό του, κι από το ίδιο το σύστημα.
Ο Λούρμαν παρατηρεί έτσι τη μονίμως αυτή επαναλαμβανόμενη θριαμβευτική τραγωδία σε τρεις πάντα πράξεις, που η showbiz επιφυλάσσει στους ήρωες-κράχτες της. Αλλά και πετυχαίνει με χειροπιαστό τρόπο να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος -οι θεατές, αλλά κι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες-είδωλα- συμπαρασύρονται από τη μεθυστική, αναπόδραστη έλξη του σόου. (Μια φανταστική σκηνή με τις κοπέλες στο κοινό που κυριολεκτικά χάνουν τον έλεγχο του σώματός τους στη θέα της ερμηνείας του Έλβις, θα μπορούσε να αναπαριστά τον ίδιο τον σκηνοθέτη.)
Ηρωικά στηρίζει το εγχείρημα ο Όστιν Μπάτλερ, τόσο καλός στο ρόλο του Έλβις που δε σε αφήνει ποτέ να σκεφτείς πως βλέπεις ερμηνεία. (Ίσως κι επειδή τα πάντα στο φιλμ είναι τόσο εμφατικά κατασκευασμένα.) Δίνει όλο του το είναι, εκπέμπει ενέργεια, πάθος και τραγωδία από κάθε ίντσα του σώματός του, από κάθε σταγόνα ιδρώτα. Ο Έλβις του Μπάτλερ είναι ένας ηλεκτρισμένος περφόρμερ σε απόλυτη αρμονία με τον αληθινό, οδηγώντας το φιλμ στο ανατριχιαστικό του φινάλε.
Κάπου ανάμεσα στο συντονισμό αληθινού Έλβις περφόρμερ και ερμηνευμένου Έλβις, και στην απόπειρα του Λούρμαν να σκηνοθετήσει με τρόπο ανάγλυφο την γνώριμη άνοδο και την πτώση ενός pop culture ήρωα, η ταινία έρχεται στη ζωή. Ακριβώς επειδή ο Λούρμαν ξέρει πως η έκσταση και η αλήθεια, μπορούν να βρεθούν μέσα και στο χιλιοστό επαναλαμβανόμενο περφόρμανς.
Αγέλη Προβάτων
(Δημήτρης Κανελλόπουλος, 1ω53λ)
3 / 5
Κάπου έξω από την Τρίπολη, ο Θανάσης (ένας σιωπηλά σαρωτικός Δημήτρης Λάλος) έχει τη ζωή του, την γυναίκα του και τη δουλειά του, ένα φυτώριο. Όμως ως είθισται, τα πράγματα πίσω από τη βιτρίνα είναι πάντα διαφορετικά. Ο γάμος είναι βουβά διαλυμένος. Η δουλειά υποφέρει, επειδή τα πάντα στην Ελλάδα υποφέρουν. Ο Θανάσης έχει ένα μεγάλο χρέος απέναντι στον τοκογλύφο Στέλιο, ο οποίος του ζητά τα λεφτά κάνοντας επίδειξη δύναμης στον ίδιο τον επαγγελματικό χώρο του Θανάση.
Ήδη η ταινία του Δημήτρη Κανελλόπουλου -για χρόνια ηχολήπτη και σκηνοθέτη ταινιών μικρού μήκους που εδώ πραγματοποιεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό του ντεμπούτο- τοποθετείται σε ένα πλαίσιο σχεδόν αρχετυπικά γουέστερν. Δεν υπάρχουν φυσικά άλογα ή σαλούν ή Ινδιάνοι, όμως η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα σκηνικό επαρχίας που μοιάζει με κάποιου είδους σύνορο, έχοντας τη στόφα κάποιας απομονωμένης κωμόπολης της άγριας Δύσης, εκεί που δεν υπάρχει ακριβώς Νόμος, κυριαρχεί η αποκέντρωση, και οι άνθρωποι φυλάνε τα κτήματά τους όποιο κι αν είναι το κόστος.
Ο Θανάσης σταδιακά συγκεντρώνει μια ομάδα (ναι, μια αγέλη) ανδρών που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτόν. Χρωστάνε, παραπάνω από όσα είναι ενδεχομένως ηθικό, παραπάνω από όσα σίγουρα θα μπορούσαν να αποπληρώσουν. Ανάμεσά τους ο Άρης Σερβετάλης παίζει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχει κάτι πολύ προσωπικό να χωρίσει με τον Θανάση. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου χαρακτήρα είναι οπωσδήποτε μια επιλογή, που φλερτάρει στα όρια της καρικατούρας.
Καθώς η αγέλη συγκεντρώνεται, ο Στέλιος φέρνει στην πόλη δύο τραμπούκους για να εκφοβίσουν τους άντρες, να πληρώσουν τα χρωστούμενα και να ξεχάσουν τις όποιες ιδέες περί ισχύος εν τη ενώσει. Αυτές οι τακτικές φυσικά, όπως και όλα τα παραπάνω φαρ ουέστ χαρακτηριστικά, δεν απέχουν τελικά από τον δικό μας κόσμο, όσο σύγχρονο κι αν θέλουμε να τον βλέπουμε. Νόμος είναι νομοτελειακά το δίκαιο του ισχυρού, κι είναι ακριβώς αυτές οι τακτικές εκφοβισμού που κρατούν τους αδύναμους χωρισμένους και σε κόντρα μεταξύ τους.
Ο Κανελλόπουλος αφήνει τόσο το τοπίο να χρωματίσει την ιστορία του, όσο και τους χαρακτήρες του να την αφηγηθούν. Από τον, θέλοντας και μη, ηγέτη του Λάλου μέχρι το απολαυστικό δίδυμο των τραμπούκων και την φανταστική τους δυναμική (οι υπαρξιακές και φιλοσοφικές τους αναζητήσεις μπορεί να εκφράζονται ακόμα και την ώρα που χαζεύουν στην τηλεόραση τρώγοντας γαριδάκια και συζητώντας ουσιαστικά τα μοτίβα της ταινίας), η “Αγέλη” ζωντανεύει σαν παλπ ανάγνωσμα. Ο Κανελλόπουλος κι ο διευθυντής φωτογραφίας Στέλιος Πίσσας καδράρουν αυτά τα κουρασμένα (από τη ζωή) και απεγνωσμένα (από το κοινωνικό αναπόφευκτο) παλικάρια μπροστά από πυκνές εικόνες ακίνητης επαρχιακής ζωής, σαν πίνακες μια βιομηχανικής επανάστασης που μας άφησε πίσω.
Ο Λάλος περνά όλη την ταινία μοιάζοντας σα να σηκώνει όλο το βάρος και τον θυμό του κόσμου πάνω του. Τα χαρακτηριστικά του μοιάζουν τραχιά, το βλέμμα του συννεφιασμένο. Διαρκώς σκέφτεται, αποφασίζει. Διαπιστώνει πως η ισχύς συγκρούεται μόνο με ισχύ. Κινείται με την ενέργεια ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί με τον πιο αδιέξοδο τρόπο, πώς λειτουργεί στα αλήθεια ο κόσμος.
Σε σημεία η ταινία λειτουργεί με ένα τρόπο σχηματικό -που ίσως να μοιάζει με το αρχετυπικό, αλλά δεν είναι- όμως η κινηματογραφική και αφηγηματική της αισθητική λειτουργεί απόλυτα, οδηγώντας προς μια εξαιρετική κορύφωση σιωπηλής έντασης και εσωτερικού σασπένς. Είναι ένα αληθινά δυνατό φιλμ, με χαρακτήρα, προσωπικότητα και αίσθηση τόπου, προέλευσης και κατεύθυνσης.
Αφήνοντας το Λας Βέγκας
(“Leaving Las Vegas”, Μάικ Φίγκις, 1ω52λ)
2.5 / 5
Σεναριογράφος παραδομένος στον αλκοολισμό του έχει πια χάσει τα πάντα και αποφασίζει να πάει στο Λος Άντζελες και εκεί να πιει μέχρι θανάτου. Εκεί όμως γνωρίζει μια σεξεργάτρια με την οποία σχηματίζει έναν άμεσο, βαθύ δεσμό που του αλλάζει τη ζωή. Όμως η συμφωνία τους είναι σαφής: Κανείς δε θα επέμβει στις αποφάσεις του άλλου.
Διάσημα κακόκεφο δράμα των ‘90s γνωστό κυρίως για το Όσκαρ που δικαίως απέφερε στον Νίκολας Κέιτζ για την ποτισμένη στον πόνο και το αλκοόλ ξέφρενη ερμηνεία του. Το γεγονός πως ο Κέιτζ έχει κερδίσει ερμηνευτικό Όσκαρ (ειδικά για έναν ρόλο που στα χαρτιά ακούγεται τόσο συμβατικός) ακούγεται ταυτόχρονα απολύτως αναμενόμενο όσο και απολύτως παράλογο, όμως στην πραγματικότητα η προσέγγισή του δεν διαθέτει τίποτα το κλισέ ή τεμπέλικο. Συνεχίζει να παίρνεις θαρραλέες ερμηνευτικές αποφάσεις ακόμα και σε ένα τόσο στενό δραματικό πλαίσιο.
Δίπλα του η Ελίζαμπεθ Σου είναι φανταστική, αν και σε ένα ρόλο δυσπρόσιτο, μιας ηρωίδας που διαρκώς παθαίνει, και η οποία παίρνει πάνω της τα πιο βαριά και ανακόλουθα κομμάτια του φιλμ. Ο Μάικ Φίγκις διασκευάζει ένα ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο και φτάνει στο απόγειο της καριέρας του, πετυχαίνοντας υποψηφιότητες Όσκαρ για Σενάριο και Σκηνοθεσία, απέχοντας εδώ ίσα χρόνια από την καλύτερη ταινία της καριέρας του (το ντεμπούτο του, “Stormy Monday”) κι από την καταστροφική τροχιά στην οποία θα την έβαζε τον 21ο αιώνα με τους διαδοχικούς του –όλο και πιο ανούσιους– πειραματισμούς.
Από το σήμερα, τα ανησυχητικά σημάδια είναι ήδη εδώ. Ο Φίγκις επιλέγει μια αισθητική αφήγησης που μοιάζει με Γουόνγκ Καρ-γουάι εκπτωτικής περιόδου. Η διαφορά είναι πως οι ελλείψεις του Καρ-γουάι λειτουργούν ως πινελιές κι ως συστολή και διαστολή του κινηματογραφικού χρόνου, ενώ εδώ χρησιμοποιούνται ως ευκολία, προκειμένου ποτέ να μην χρειαστεί η ταινία να εξηγήσει τον εαυτό της, τους ήρωές της, και τη σχέση τους. Ο χαρακτήρας της Σου τραβά τα πάνδεινα προκειμένου να κρατήσει τελικά τον άχαρο ρόλο της πατερίτσας για εκείνον του Κέιτζ, την ώρα που συναισθηματικά όσο και ψυχολογικά, η διαρκής αναλογία και μεταξύ τους εξίσωση που επιχειρεί το φιλμ, απλά δεν λειτουργεί.
Φιλμ άβολα γερασμένο όσο κι η καριέρα του σκηνοθέτη του, παραμένει χαρακτηριστικό δείγμα της mid-’90s συνάντησης του ανεξάρτητου arthouse με το οσκαρικό mainstream, διαθέτει δύο σπουδαίες κεντρικές ερμηνείες και μερικές αφηγηματικές εκλάμψεις, όμως τελικά είναι οι παθογένειές του που επικρατούν κατά τη διάρκεια μιας θέασης σχεδόν 3 δεκαετίες μετά.
Νεκρό Τηλέφωνο
(“Black Phone”, Σκοτ Ντέρικσον, 1ω42λ)
Αφότου πέφτει θύμα απαγωγής και κλειδώνεται σε ένα υπόγειο όπου δεν περνά κανένας ήχος, ένα 13χρονο αγόρι αρχίζει να λαμβάνει τηλεφωνήματα από τα προηγούμενα θύματα του δολοφόνου. Ο Ίθαν Χοκ πρωταγωνιστεί στο νέο θρίλερ του Σκοτ Ντέρικσον (“Doctor Strange”) ο οποίος άφησε πίσω του τη Marvel για να επιστρέψει στα γνωστά του λημέρια του σινεμά τρόμου.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις