Οι ταινίες της εβδομάδας: Το φινάλε του “Star Wars” και η ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ξεχωρίζει το "Skywalker η Άνοδος" που ολοκληρώνει τη σάγκα του Πολέμου των Άστρων
- 19 Δεκεμβρίου 2019 09:37
Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Star Wars: Skywalker η Άνοδος
*****
(“Star Wars: The Rise of Skywalker”, Τζ. Τζ. Έιμπραμς, 2ω35λ)
Καστ: Άνταμ Ντράιβερ, Ντέιζι Ρίντλεϊ, Κάρι Φίσερ, Όσκαρ Άιζακ, Τζον Μπογιέγκα, Μαρκ Χάμιλ
Το τελευταίο κεφάλαιο στη διαστημική σάγκα των Σκαϊγουόκερ βρίσκει την ομάδα αντιστασιακών υπό τις διαταγές της Λέια σε μια απεγνωσμένη μάχη απέναντι στον χρόνο, όταν μια παλιά απειλή εμφανίζεται ξανά. H ταινία προωθεί την ιδέα πως αποτελεί το οριστικά τελευταίο κεφάλαιο της εποποιίας που γέννησε ο Τζορτζ Λούκας πριν 4 δεκαετίας αν και, όπως και στην ίδια την συγκεκριμένη περιπέτεια καθίσταται σαφές, τίποτα δεν μένει για πάντα νεκρό. Ωστόσο το κλείσιμο της ταινίας, θεματικά αν μη τι άλλο, είναι ίσως και το κορυφαίο σημείο του φιλμ, μια ιδέα (μια εικόνα) που εμφανώς υπήρχε καιρό στα κεφάλια των ανθρώπων πίσω από την τριλογία.
Όμως η ίδια η ταινία, ως κορύφωση ιστορίας, χαρακτήρων και μοτίβων, είναι ένα χάος. Το μεγάλο αρχικό σεναριακό εύρημα εξελίσσεται σε κάτι τόσο περίεργα περίπλοκο που σχεδόν παραιτείσαι μπροστά του. Για έναν προβληματικά μεγάλο αριθμό σημείων της ταινίας, θα αναρωτηθείς αν κάτι χρειαζόταν, αν προσέφερε κάτι, αν βγάζει νόημα, «ποιοι ήταν όλοι αυτοί», και τελικά θα ανασηκώσεις ώμους προχωρώντας παρακάτω. Προφανή MacGuffins και διαρκείς ευκολίες στο στήσιμο της πλοκής, αίσθηση επανάληψης, ανακύκλωση προσώπων και ιδεών σε μια φιλμική καραμπόλα πολλών άλλων ταινιών, ένα κατασκεύασμα που μοιάζει από τη μία να τρέχει χωρίς μην παίρνει ανάσα κι από την άλλη να μη μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Πολλές από τις προαναφερθείσες στιγμές είναι διασκεδαστικές ή έστω προσφέρουν επιμέρους εκλάμψεις, συνήθως στημένες πάνω στη δύναμη των ηθοποιών. Ο Όσκαρ Άιζακ παίρνει μεγάλος μέρος της ταινίας πάνω στους ώμους και στο ύφος του, γεμίζοντας ο ίδιος κενά της ανάπτυξης (το στόρι του μοιάζει με ένα από τα πολλά μισοψημένα concept της νέας ταινίας). Η Ντέιζι Ρίντλεϊ προσφέρει πυγμή και συνέπεια χαρακτήρα και arc στην Ρέι, ακόμα και στα σημεία που το σενάριο κάνει αεροπλανικές κωλοτούμπες στον μύθο σε μια προσπάθεια να στριμώξει μια φρέσκια ηρωίδα μέσα σε προϋπάρχουσες δομές και κατευθύνσεις. Κι ο Άνταμ Ντράιβερ, πάντα συναρπαστικός, δίνει την καλύτερη ερμηνεία στο φιλμ. Τα cameos είναι βέβαιο πως θα συγκινήσουν και θα εκπλήξουν, σε μια ταινία εν γένει κατασκευασμένη πάνω στη νοσταλγία, την αυτοαναφορικότητα και την προσπάθεια να αγκαλιάσει με -φορσέ- ζεστασιά τους παλιούς φανς.
Όμως ο Έιμπραμς, σε μια καταφανέστατα φοβισμένη προσπάθεια να προσγειώσει το όλο πράγμα, στην πραγματικότητα δεν καταφέρνει ποτέ καν να το απογειώσει. Κάθε νέα σκηνή ή κάθε νέο set-up θα προσφέρει κάτι εν τέλει ασφαλές και εντελώς άμεσα προβλέψιμο, πασπαλισμένο με πλούσιες δόσεις γκλίτερ νοσταλγίας. Ο ίδιος έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο παραγωγός παρά κινηματογραφιστής, με την ταινία μια σκιά του οπτικού πλούτου του προηγούμενου κεφαλαίου, γυρισμένου από τον Ράιαν Τζόνσον. Ταυτόχρονα, οι εικόνες του και τα σύμβολά του είναι εντελώς λεία, η μόνη πολιτική πεποίθηση των εικόνων του είναι η νοσταλγία. Ως εκ τούτου, τα πάσης φύσεως τσιτάτα ηθικής και πάλης μένουν ξεκρέμαστα στον αέρα, εύκολο να καταναλωθούν κι ερμηνευτούν προς πάσα κατεύθυνση.
Όταν η ταινία του Έιμπραμς δεν έχει στόχο να πάρει πίσω ή να αμβλύνει κεντρικές προθέσεις του έξοχου «Last Jedi», μοιάζει να πλέει αβέβαιο, κατευθυνόμενο μηχανικά -και αχρείαστα περίπλοκα- προς μια ασφαλή κατακλείδα. Είναι μια φοβισμένη ταινία που προσπαθεί να κρύψει το ότι δεν έχει να πει τίποτα, μιλώντας συνέχεια.
Ευτυχία
*****
(Άγγελος Φραντζής, 2ω)
Καστ: Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θάνος Τοκάκης
Βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, από όταν ταξίδεψε στην Ελλάδα ξενιτεμένη αποφασισμένη να μην αφήσει κανέναν άνθρωπο και καμία κοινωνική συνθήκη να την περιορίσει και να της υπαγορεύσει τι είναι και τι δεν είναι πρέπον να κάνει στη ζωή της, μέχρι την εξέλιξή της στη μεγαλύτερη στιχουργό του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, συνεργαζόμενη με όλους τους μεγάλους της εποχής.
Αρκετά συμβατική δομικά και δραματουργικά βιογραφία, από την οποία παρόλαυτά δεν λείπουν οι αρετές. Ξεκινώντας από το γεγονός πως κάθε μέλος του καστ με σημαντικό ρόλο είναι βασικά άψογη ή άψογος. Κι αν το δεδομένο μεγαλείο της Καραμπέτη επιβεβαιώνεται με ευκολία και αμεσότητα, μέσα από θαυμαστό έλεγχο δύναμης, έντασης, ελαφρότητας και βαρύτητας στις σωστές στιγμές, η έκπληξη είναι η Γκουλιώνη στην καλύτερη ερμηνεία της ως σήμερα. Αναλαμβάνοντας να ενσαρκώσει την Ευτυχία στο πρώτο σκέλος της ταινίας, καθώς δηλαδή συστήνεται ως νεαρή γυναίκα στους θεατές, η ηθοποιός καταφέρνει να της προσδώσει σπίθες αληθινού χαρακτήρα, με την ορμητικότητά της και την άλλοτε ειρωνική άλλοτε πλήρως δραματική διάσταση να συνθέτουν ένα μεστό χαρακτήρα. Γύρω από τις δυο τους, οι πάντες σχεδόν είναι καλοί, με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη να ξεχωρίζει, φέρνοντας διαρκώς κάτι το αγνό στην οθόνη.
Ο Άγγελος Φραντζής, που πάντα έτεινε περισσότερο προς τον πειραματισμό με το σινεμά του, εδώ δείχνει την ευκολία με την οποία μπορεί να κατευθύνει κάτι αρκετά πιο συμβατικό. Η ταινία είναι όμορφη, στιβαρή, και με απόλυτο έλεγχο στον τόνο. Τίποτα από αυτά δεν είναι δεδομένο σε μια mainstream παραγωγή που θα μπορούσε να έχει προκύψει παντελώς κούφια και καθόλου αρτιστική. Κι αν έχει ενδιαφέρον το πώς η Ευτυχία ως ηρωίδα καθορίζεται τελικά από τους θανάτους γύρω της και ένα διαρκές φάσμα απώλειας, η αδυναμία τελικά του φιλμ είναι το σενάριο (της Κατερίνας Μπέη), μέσα από το οποίο ούτε επιχειρείται κάποια θεματική επέκταση (όλο τελικά το δράμα έχει ενδιαφέρον όσο το παρακολουθείς, αλλά ύστερα ομολογουμένως δεν μένουν και πολλά), ούτε κάποια θεματική εστιάση (το μόνο τέχνασμα στην αφήγηση είναι μια κάπως παραδεισένια τιμητική μάζωξη από την οποία τα πάντα προκύπτουν ως ανάμνηση).
Μα πάνω απ’όλα χάνεται η όποια αίσθηση ιστορικού πλαισίου, με έναν παράδοξο έστω τρόπο. Η ταινία μπορεί να διατρέχει τις δεκαετίας και να αποτυπώνει αρκετές στιγμές αυθεντικής λαϊκής ζωής, όμως κάπου στο περιθώριο υπάρχει η ιδέα μιας πολύ πιο συναρπαστικής εκδοχής του ίδιου φιλμ, στο οποίο η σύχρονη ιστορία της Ελλάδας, οι διωγμοί, οι μεγάλες αλλαγές, οι στιγμές που άλλαξαν την πορεία της χώρας, περνούν μέσα από τα μάτια μιας εμβληματικής γυναίκας από τα σπλάχνα του 20ου αιώνα.
Επίσης κυκλοφορούν
Το Εγχειρίδιο του Κακού
*****
(“The Field Guide to Evil”, διάφοροι, 1ω57λ)
Διεθνής ανθολογία με σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο να παρουσιάζουν μια δική τους ιστορία πάνω σε έναν και μόνο άξονα: τη φολκόρ παράδοση του τόπου τους αναγνωσμένη μέσα από ένα φακό τρόμου και αγωνίας. Είναι απολύτως φυσιολογικό λοιπόν τα κομμάτια να είναι σε πολλές περιπτώσεις παράταιρα μεταξύ τους, δεν έχει καν νόημα να χαρακτηρίσεις ένα τέτοιο εγχείρημα άνισο. (Παρότι φυσικά είναι.) Αξίζει όμως να πούμε πως μερικές από τις ιστορίες είναι πραγματικά έξοχες, με καλύτερη όλων την ελληνική, του Γιάννη Βεσλεμέ («Νορβηγία»), που μπλέκει το μύθο των καλικάντζαρων με την παγανιστική παράδοση της ελληνικής επαρχίας, με αποτέλεσμα ένα φιλμ εικαστικά επιβλητικό, αγωνιώδες με τον τρόπο του, και αληθινά συναισθηματικό.
Αλλού, ο Πίτερ Στρίκλαντ («Duke of Burgundy») επίσης ξεχωρίζει με μια ιστορία πάνω στη βουβή παράδοση και υφασμένη τόσο από τις προσωπικές του κινηματογραφικές εμμονές, όσο και τις ούγγρικες παραδόσεις που επιλέγει να παραλλάξει. Η ταινία αργότερα θα μεταπηδήσει από την Ινδική θρησκευτική παράδοση μέχρι την Αμερική, αλλάζοντας διαρκώς είδη, μοτίβα, εικόνες. Πολλές ιστορίες είναι άνευρες, αλλά σε μια τέτοια συλλογή, πάντα θα ήταν. Η ιδέα που τυλίγει όμως το όλο εγχείρημα, αξίζει από μόνη της τον κόπο.
Τρεις Αδερφές
*****
(“Kiz Kardesler / A Tale of Three Sisters”, Έμιν Αλπέρ, 1ω48λ)
Σε απομακρυσμένο χωριό της βορειοανατολικής Τουρκίας, οι τρεις κόρες μιας οικογένειας που είχαν σταλεί σε ευκατάστατα σπίτια της πόλης για να δουλέψουν, επιστρέφονται πίσω στο χωριό για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία. Από τη μία, ο πατέρας τώρα δεν έχει λύση για αυτές. Από την άλλη όμως, κάτι ακόμα πιο τραγικό: Σε αυτή την κλειστή κοινωνία, οι τρεις κοπέλες δεν έχουν διαφυγή.
Ο Αλπέρ κινηματογραφεί μια ιστορία βαθιά ριζωμένη στο κοινωνικό δράμα, όμως το το κάνει με όρους φολκ παραμυθιού, τουλάχιστον στο ντύσιμό της. Το χιόνι αγκαλιάζει αλλά και καταπνίγει τα πάντα, τοποθετώντας το σκηνικό της ιστορίας σαν σε δικό του πλανήτη, σαν σε δικό του χρόνο και τόπο. Είναι ένας έξυπνος, αποτελεσματικός, και ομολογουμένως σκληρά όμορφος τρόπος να αποδοθεί η διαχρονικότητα ενός συντηρητικού κοινωνικού αδιεξόδου. Η ταινία ωστόσο επιστρέφει διαρκώς στα ίδια μοτίβα και με μια σε σημεία πραγματικά ανυπόφορη πολυλογία. Είναι οπωσδήποτε στυλιστική επιλογή, αλλά ως προς τι στόχο; Όπως και νά’χει, η εικόνα, και η συνθήκη που εντυπωσιακά έχει δομήσει ο Αλπέρ ωχ όχημα της ιστορίας του, μιλούν από μόνες τους. Μια ταινία που πραγματικά αξίζει της προσοχής.
Φάννυ και Αλέξανδρος
*****
(“Fanny och Alexander / Fanny and Alexander”, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 3ω8λ)
Σε επανέκδοση, και με άψογο timing χάρη στην κυκλοφορία της «Ιστορίας Γάμου» του Νόα Μπάουμπακ (μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, βαθύτατα εμπνευσμένη από την τεχνική και τα μοτίβα του Μπέργκμαν), στις αίθουσες ένα από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα του μεγάλου σκηνοθέτη. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η αρμονική και ευτυχισμένη ζωή μιας οικογένειας θα διαταραχθεί ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα. Όταν η μητέρα παντρευτεί έναν αυστηρό, χειριστικό ιερέα, η κατάσταση για τα δύο μικρά αδέρφια θα γίνει όλο και χειρότερη.
Ύστερος Μπέργκμαν αλλά ταυτόχρονα σε τέτοιο επίπεδου δραματουργικού ελέγχου που κατάφερε να χτίσει ένα μεγαλειώδες, εξαπλωμένο έπος παιγμένο ανάμεσα στους τοίχους. Μέσα από μια γραφή αυστηρή από τις ρωγμές της οποίας νιώθεις κάτι το οριακά μεταφυσικό, μια προσμονή για κάτι το θείο, να προσπαθεί να διαχυθεί, όπως ακριβώς τα δύο παιδιά αναζητούν μια ελπίδα, νόημα, ζεστασιά έξω από τους κανόνες και τα αυστηρά όρια. Ένα αληθινό έργο ζωής, μια ματιά τόσο στο ίδιο του το παρελθόν όσο και μια διαρκής αναζήτηση ελπίδας και νοήματος σε ένα στάδιο στο οποίο σύμβολα, αλληγορίες, ρεαλισμός έχουν γίνει ένα.
Μέχρι τη Θάλασσα (Μάρκο Γκαστίν, 1ω48λ). Ντοκιμαντέρ πάνω στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, ακολουθώντας ασθενείς που νοσηλεύονται ύστερα από σοβαρά ατυχήματα στο ΚΑΤ και προσπαθούν να ανακτήσουν ξανά την αυτονομία τους. Προβολές 21-22 Δεκεμβρίου και 12, 19 Ιανουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.
Playmobil: Η Ταινία (“Playmobil: The Movie”, Λίνο ντι Σάλβο, 1ω39λ). Ένα παιδί εξαφανίζεται στον κόσμο των Playmobil κι αδερφή του ξεκινά μια περιπέτεια για να τον βρει. Παιδικό φιλμ κινουμένων σχεδίων.