Οι ταινίες της εβδομάδας: Τζαντ Άπατοου, έφηβοι X-Men και ο διασημότερος Γκοντάρ
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα η πιο καταραμένη Χολιγουντιανή ταινία της τριετίας επιτέλους κυκλοφορεί.
- 03 Σεπτεμβρίου 2020 08:37
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Η Τέχνη της Ενηλικίωσης
*****
(“The King of Staten Island”, Τζαντ Άπατοου, 2ω16λ)
Εν μέρει -και με αρκετές δημιουργικές ελευθερίες- βασισμένη στη ζωή και την ενηλικίωση του ίδιου του πρωταγωνιστή του, Πιτ Ντέιβιντσον (“Saturday Night Live”, πρώην της Αριάνα Γκράντε), η νέα δραμεντί του Τζαντ Άπατοου (“Παρθένος Ετών 40”, “Knocked Up”) συνεχίζει τη διαδρομή μιας επίσης άτυπης ενηλικίωσης του σκηνοθέτη της, από την χοντροκομμένη κωμωδία στο δράμα χαρακτήρων.
Στην ταινία ο Ντέιβιντσον παίζει τον Σκοτ, έναν 20+ άντρα που έχει χάσει τον πυροσβέστη πατέρα του όταν ήταν 7 χρονών. (Ο πατέρας του ίδιου του Ντέιβιντσον, επίσης πυροσβέστης, σκοτώθηκε την 11η Σεπτεμβρίου.) Οι μέρες του Σκοτ κυλάνε χωρίς ιδαίτερη σημασία, ο ίδιος θέλει να γίνει καλλιτέχνης τατουάζ αλλά το ταλέντο απλά δεν είναι εκεί, και περνάει το χρόνο του αλλάζοντας με Τους Κολλητούς και καπνίζοντας χόρτο. Με την φιλόδοξη αδερφή του να φεύγει για το κολέγιο, ο Σκοτ θα μείνει σπίτι με την νοσοκόμα μητέρα του (Μαρίσα Τομέι, πάντα καλή) μέχρι που μια μέρα θα γνωρίσει τον νέο φίλο της. Είναι κι εκείνος πυροσβέστης, μια εξέλιξη που θα φέρει τον Σκοτ αντιμέτωπο με τις επιλογές του, την ζωή του, την κληρονομιά του.
Πάντα καλές προθέσεις από τον Άπατοου και μια αληθινή έγνοια για τους χαρακτήρες και το υλικό του. Την ίδια όμως στιγμή είναι αξιοσημείωτο το πώς οι ταινίες φαίνονται να ανταλάζουν στην πορεία το απρόσμενο χιούμορ με την κλισέ δραματουργία- κάθε του δουλειά είναι λιγότερο αστεία από την προηγούμενη και όλο και πιο αφηγηματικά ανοικονόμητη, με έναν πραγματικά παράξενο τρόπο. Η “Τέχνη” έχει την υφή μιας 30λεπτης σειράς του ΗΒΟ που κρατάει για 4-5 σεζόν και κάθε χρόνο τσακωνόμαστε αν πρέπει να διαγωνιστεί στις κατηγορίες κωμωδίας ή δράματος.
Ο Άπατοου ενδιαφέρεται πάντοτε για χαρακτήρες σε κάποια απότομη στροφή της ζωής (ή/και της ωρίμανσης) τους κι ενώ ο Ντέιβιντσον κάνει μονίμως ενδιαφέρουσες επιλογές παίζοντας τον κεντρικό ρόλο (φέρνοντας στο νου τον Άνταμ Σάντλερ στην πιο φιλόδοξη από όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη, το “Funny People”), το υλικό απλά δεν διαθέτει αρκετό ζουμί. Φωτογραφημένη με ζεστές χροιές της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας από τον σπουδαίο Ρόμπερτ Έλσγουιτ (“There Will Be Blood”, “Καληνύχτα και Καλή Τύχη”), η ταινία είναι όμορφη και προσγειωμένη, με νότες αλήθειες, αλλά με μια απλότητα και καθαρότητα στο δραματουργικό ξετύλιγμα που δεν της επιτρέπει να γίνει τελικά αληθινά ενδιαφέρουσα.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ:
Οι Νέοι Μεταλλαγμένοι
*****
(“The New Mutants”, Τζος Μπουν, 1ω38λ)
Πέντε νεαροί μεταλλαγμένοι βρίσκονται κλεισμένοι σε ψυχιατρείο όπου και προσπαθούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους της στιγμή που ανακαλύπτουν πως διαθέτουν ξεχωριστές ικανότητες και δυνάμεις. Η νέα, επί σειρά ετών καθυστερημένη, και εν τέλει τελευταία προσθήκη στο σύμπαν μεταλλαγμένων όπως το γνωρίσαμε πρώτη φορά πριν 20 με το “X-Men”.
Με την φανταστική Άνια Τέιλορ-Τζόι του “Split” στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μάτζικ (μια από τις πιο συναρπαστικές ηρωίδες του χάρτινου σύμπαντος των X-Men), τον Τζος Μπουν του άκρως συγκινητικού εφηβικού δραματικού ρομάντζου “Το Λάθος Αστέρι” σκηνοθέτη, και με πρωτογενές υλικό το ομώνυμο εμβληματικό υπερηρωικό κόμικ των Κρις Κλάρεμοντ και Μπιλ Σίνκιεβιτς, αυτή η διασκευή έμοιαζε κάποτε με το μέλλον αυτού του κόσμου ηρώων στο σινεμά. Οι διαρκείς καθυστερήσεις το έφεραν στις οθόνες χρόνια αργότερα κι ενώ οι πάντες (από τη Disney, στην οποία πλέον ανήκει, μέχρι το καστ και τον σκηνοθέτη) μοιάζουν να το έχουν εγκαταλείψει ως “κατεστραμμένο αντικείμενο”.
Ο Μπουν επιχειρεί να φανταστεί αυτή την υπερηρωική ιστορία ως κάτι ξεκομμένο από φλασιές δυνάμεων και χρωμάτων, ως μια κλειστοφοβική, μουντή ιστορία ενηλικίωσης με 5 εφήβους που ψάχνουν τους εαυτούς τους. Η πρόθεση έχει περισσότερο ενδιαφέρον από το τελικό αποτέλεσμα, μια ταινία που μοιάζει απλά να μην ξεκινάει ποτέ, μέχρι μια τελευταία πράξη που βιαστικά παρουσιάζει την απειλή. Δεν είναι φρικτή ταινία, αλλά σε κανένα σημείο τελικά δεν μας πείθει για ποιον ακριβώς λόγο είναι εκεί.
Όταν Έγινα Πλούσιος
(“Si Υo Fuera Rico”, Άλβρο Φερνάντεζ Αρμέρο, 1ω38λ).
Άντρας που μόλις έχασε τη δουλειά του και με τη γυναίκα του να είναι έτοιμη να τον χωρίσει, κερδίζει λαχείο εκατομμυρίων. Ισπανική κωμωδία, σουξέ του τοπικού box office.
After 2 Μετά τη Σύγκρουση
(“After we Collided”, Ροτζερ Καμπλ, 1ω35λ).
Young adult ρομάντζο, σίκουελ του “After”, το οποίο πολύ αμφιβάλλουμε αν είναι ταινία που έχει όντως υπάρξει.
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ:
Με Κομμένη την Ανάσα
*****
(“Α Bout de Souffle / Breathless”, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, 1ω30λ, 1960)
O Μισέλ κλέβει ένα αυτοκίνητο και ταξιδεύει σε μια άλλη πόλη για να διεκδικήσει το κορίτσι με το οποίο είναι παθιασμένος. Στον δρόμο σκοτώνει έναν αστυνομικό κι αυτό ξεκινά μια αντίστροφη μέτρηση εναντίον των ονείρων του, ζώντας την κάθε στιγμή σα να μην υπήρχε άλλη. Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ σκηνοθετεί σενάριο του Τρυφώ στην ταινία που κατά κοινή ομολογία αποτελεί σημαία της Νουβέλ Βαγκ αλλά και κάτι ακόμα παραπάνω. Πρόκειται χωρίς υπερβολή για μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, με αφηγηματικό στυλ και τεχνικές που δε σταματούν μέχρι και σήμερα να ξεπατικώνουν επίδοξοι νέοι δημιουργοί του μέσου.
Φτιαγμένο από πρώτα υλικά κινηματογραφικής λατρείας αλλά με κέντρο τον ίδιο τον auteur και την σινεφιλική του (και την ερωτική του) εμμονή, το φιλμ ξετυλίγει στυλιζαρισμένο πάθος, στυλιστικές ιδέες και ασυγκράτητο κουλ στο σελιλόιντ, με τον Μπελμοντό και την Σίμπεργκ να περιφέρονται φιλοσοφώντας, ερωτοτροπώντας και ενσαρκώνοντας δύο μαγευτικά (με τους άκρως διαφορετικούς τρόπους τους), αυτοαναφορικά κατασκευάσματα-πνεύματα. Εδώ το στυλ γίνεται το περιεχόμενο με έναν εκκωφαντικά ποπ τρόπο που κλείνει το μάτι προς συμπάσχοντες κινηματογραφικά άρρωστους, υπογραμμίζοντας το πώς οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες είναι γυναίκες (και το σινεμά είναι cinéma!)
Ίσως γι’αυτό κι είναι ετούτη η ταινία, από όλες του Γκοντάρ, που κατέληξαν να γράφουν εκ νέου τους αφηγηματικούς κανόνες του μετα-Νουβέλ Βαγκ σινεμά, όντας πιο άμεση, λιγότερο αμφίσημη από ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει, αλλά και βουτηγμένη στον (πολλών εκδοχών) έρωτα. Μόνο την δεκαετία του ‘60 που μόλις ξεκινούσε, ο Γκοντάρ θα γύριζε θρυλικές ταινίες σαν το “Αλφαβίλ”, τον “Τρελό Πιερό”, την “Κινέζα”, το “Week End”, το “Bande à part” και φυσικά την αξεπέραστη “Περιφρόνηση” που είδαμε νωρίτερα φέτος το καλοκαίρι, την κορυφαία ταινία της καριέρας του.
Το “Με Κομμένη την Ανάσα” μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με μια πρώτη γεύση, με ενστικτώδη προσχέδια των όσων αμέσως μετά θα ακολουθούσαν, μια πρώιμη δουλειά στην οποία ο auteur εξαπολύει κάθε του ολοκληρωμένη ή μη ιδέα. Συναρπαστικό, ειδικά στο κατάλληλο ιστορικό πλαίσιο, παραμένει -αδιαπραγμάτευτα- μια ταινία-σταθμός.
Σαμπρίνα
*****
(“Sabrina”, Μπίλι Γουάιλντερ, 1ω53λ, 1954)
Μιλώντας για σκηνοθέτες των οποίων έχουμε δει ακόμα σπουδαιότερες ταινίες στη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού, η κλασική αισθηματική ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ βρίσκει τον κλασικό σκηνοθέτη σε διαθέσεις περισσότερο άκριτα ρομαντικές, σε ένα φιλμ κατασκευαστικά και ρυθμικά υποδειγματικό (ο Γουάιλντερ μπορεί να πει μια κινηματογραφική ιστορία όσο τέλεια τις έχει πει ποτέ κανείς) που όμως του λείπει μια αίσθηση αιχμής, μια εσάνς κυνισμού ή μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στο γλυκό και το πικρό, που χαρακτηρίζει τις πιο σπουδαίες στιγμές του- όπως την αριστουργηματική “Γκαρσονιέρα” για την οποία μιλήσαμε μόλις την περασμένη βδομάδα.
Στην παρόλαυτά κλασική “Σαμπρίνα”, δύο αδέρφια εντελώς διαφορετικά (ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ είναι ο Λάινους, ο απόλυτα σοβαρός επαγγελματίας, ο Γουίλιαμ Χόλντεν είναι ο Ντέιβιντ, ξέφρενος πλειμπόι χωρίς έγνοια στον κόσμο) μπλέκονται σε ερωτικό τρίγωνο με την κόρη του σωφέρ τους, τη Σαμπρίνα, που έχει μόλις επιστρέψει με άλλο αέρα από το Παρίσι. Τη Σαμπρίνα παίζει η Όντρεϊ Χέπμπορν, μια ηθοποιός που κάθε της φιλμικό καρέ μπορείς να το χαρακτηρίζεις εμβληματικό χωρίς να ανησυχείς πως θα είναι ποτέ υπερβολή Ο Γουάιλντερ δεν μοιάζει να αντιλαμβάνεται σε κανένα σημείο πόσο creepy μπορεί να είναι κατά τόπους η ιστορίας του, αποζητώντας αντ’αυτού λύτρωση και εύκολες λύσεις για όλους τους ήρωές του. Όμως είναι κατάθεση στη μαγνητιστική σταρ παρουσία των τριών πρωταγωνιστών και στην αβίαστη αφηγηματική ικανότητα του ίδιου του σκηνοθέτη, το πόσο αρμονικά ξετυλίγεται το δράμα, αποκτώντας βαρύτητα, πάθος και ακόμα και γοητεία.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι κορυφαία στιγμή του Γουάιλντερ, αλλά από την άλλη ο πρωταγωνιστής του “Με Κομμένη την Ανάσα”, αν έπρεπε να πάει ένα σινεμά αυτό το μήνα, στη “Σαμπρίνα” θα πήγαινε.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr