Οι ταινίες της εβδομάδας: Χίτσκοκ, “12 Ένορκοι” και μια ταινία αναζήτησης στο κέντρο της Αθήνας
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα δύο διεθνείς παραγωγές επισκέπτονται την Ελλάδα (και νησί, και πόλη!) και σε επανέκδοση Χίτσκοκ με Γκρέις Κέλι και οι αξεπέραστοι “12 Ένορκοι”.
- 16 Ιουλίου 2020 00:00
Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:
Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ
*****
(“The Personal History of David Copperfield”, Αρμάντο Ιανούτσι, 1ω59λ)
Η κλασική ιστορία του Τσαρλς Ντίκενς για ένα ορφανό που αντιμετωπίζει και ξεπερνά κατά κύματα τις δυσκολίες που του φέρνει η ζωή για να χτίσει μια ζωή με τους δικούς του όρους. Το πυκνό σε ιστορία και καταστάσεις έργο του Ντίκενς ακολουθεί τον ήρωα από την δυστυχισμένη παιδική ηλικία στην εφηβεια μέχρι την ενηλικίωση και την ανακάλυψη του χαρίσματός του ως αφηγητή, το ταξίδι του Ντέιβιντ είναι γεμάτο δίψα για ζωή, αγωνία για επιβίωση και μπόλικο χιούμορ.
Η φρέσκια ματιά του Αρμάντο Ιανούτσι στο υλικό, ένα από τα πλέον παραδοσιακά κείμενα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, έγκειται κατά κύριο λόγο στο κάστινγκ του Ντεβ Πατέλ (του “Slumdog Millionaire”) στον ρόλο του τίτλου, κάτι που αποκτά επιπλέον βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς τη θέση του συγκεκριμένου ήρωα ως εν μέρει αυτο-προσωπογραφία του ίδιου του συγγραφέα. Γύρω όμως από αυτή του την απόφαση ο Ιανούτσι δεν κάνει κάτι ενδιαφέρον με το υλικό, στριμώχνοντας το κείμενο μέσα σε μια διάρκεια 2 ωρών που δεν το χωράει. Η ταινία κατ’επέκταση μοιάζει διαρκώς να βιάζεται να φτάσει από το ένα περιστατικό στο επόμενο, και με την φύσει ειρωνική διάθεση του Ιανούτσι (που εκτός από τον “Θάνατο του Στάλιν” βρίσκεται πίσω από θανατηφόρα σατιρικές σειρές σαν το “Veep”) να μη βρίσκει ιδιαίτερο αντίκρυσμα ή χώρο να αναπτυχθεί.
Ο Ιανούτσι συγκεντρώνει μπόλικα αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε ρόλους-κλειδιά της ζωής του Κόπερφιλντ, από τον Χιου Λόρι και τον Πίτερ Καπάλντι μέχρι την Τίλντα Σουίντον, αλλά σε συνδυασμό με τον αδιάκοπο ρυθμό και την τονική αμηχανία, καταφέρνει ως αποτέλεσμα ένα έργο που μοιάζει διαρκώς ένα βήμα από το να αποκαλυφθεί ως φάρσα ή ως κάποιο ανατρεπτικό παιχνίδι πάνω στο υλικό, αλλά ποτέ δεν το κάνει. Έχει ενδιαφέρον ως σύλληψη, αλλά ως εκεί.
Κυκλοφορούν επίσης
Παράθυρο στη Θάλασσα
*****
(“Una Ventana al Mar”, Μιγκέλ Άνχελ Χιμένεθ, 1ω45λ)
Pari
*****
(Σιαμάκ Ετεμάντι, 1ω40λ)
Στο άτυπο double feature της βδομάδας για τις παραγωγές της εταιρείας Heretic, δύο διεθνείς συμπαραγωγές προσγειώνονται στην Ελλάδα, αμφότερες με διάθεση αναζήτησης, αλλά με ολότελα διαφορετικό ύφος, διάθεση και φόντο. Στο “Παράθυρο στη Θάλασσα”, μια 55χρονη γυναίκα από το Μπιλμπάο, η Μαρία (στο ρόλο η πολύ καλή ηθοποιός Έμα Σουάρεζ της “Julieta” του Πέδρο Αλμοδόβαρ) μαθαίνει κάποια πολύ άσχημα νέα για την πορεία της υγείας της και αποφασίζει παρά τις οδηγίες του γιατρού και κόντρα στις επιθυμίες και τις ανησυχίες του γιου της, να πραγματοποιεί ένα απρογραμμάτιστο ταξίδι στην Ελλάδα, αναζητώντας έναν προσωπικό της Παράδεισο.
Φτάνει στη Νίσυρο όπου θα έρθει πολύ κοντά με έναν ντόπιο ψαρά που υποδύεται με ένα αξιοθαύμαστο επίπεδο βαθιά ανθρώπινης ωμότητας ο Ακύλλας Καραζήσης. Εκεί, παρά την πορεία της υγείας της, θα αγαπήσει και θα αγαπηθεί, γνωρίζοντας κάτι διαφορετικό από αυτό που πάντα περίμενε. Η ταινία στήνει ένα γλυκό πορτρέτο μιας καθημερινής ηρωίδας αντιμέτωπης με το θνητό της χαρακτήρα, κι αν δεν ξέρει πάντα πώς να εμβαθύνει στο κείμενο και τις ιδέες πίσω από τις εικόνες ή πως να εκμεταλλευτεί κινηματογραφικά το συναίσθημα, το φιλμ προσφέρει πάντως κάτι το βαθιά συγκινητικό και ανθρώπινο με μια υπέροχη τελευταία σκηνή.
Εντελώς διαφορετικοί οι όροι της επίσκεψης στην Ελλάδα του σήμερα στο “Pari”, όπου ένα ζευγάρι Ιρανών φτάνουν στο Ελευθέριος Βενιζέλος για να επισκεφθούν τον φοιτητή γιο τους, που ομως δεν είναι εκεί για να τους υποδεχθεί. Σύντομα ξεκινά μια αναζήτηση για τον Μπάμπακ που φέρνει το ζευγάρι -και πρωτίστως την μητέρα που δεν κάνει πίσω απέναντι σε κανένα εμπόδιο- στα ενδότερα μιας πρωτεύουσας που φλέγεται, σε αναζήτηση ενός γιου που ίσως και να μην είναι (πια) αυτό ακριβώς που θυμούνται ή νομίζουν.
Πολύ δυνατό κινηματογραφικό ντεμπούτο με μια επεισοδιακής δομής ιστορία που περνά από το ένα σημείο της Αθήνας στο άλλο μέσα από τα μάτια μιας μουσουλμάνας που νιώθει πλήρως ξένη στον κόσμο που τώρα καλείται να φέρει ανάποδα προκειμένου να βρει τον γιο της. Η ταινία προσεγγίζει την ιδέα του ξένου με όρους όχι μόνο εξωτερικούς (φέρνοντας την Παρί στον έναν μετά τον άλλον, τους χώρους για τους οποίους δεν γνωρίζει τίποτα) αλλά και καθαρά εσωτερικούς, καθώς μέσω αυτής της άγριας, ορμητικής διαδρομής η ηρωίδα αφήνει διαρκώς πίσω κομμάτια του εαυτού της- και όσο μαθαίνει πράγματα που δεν γνώριζε για τον γιο της, μαθαίνει παράλληλα και την ίδια. Από τα φλεγόμενα Εξάρχεια μέχρι τα σκοτεινά λιμάνια, η Αθήνα γίνεται ανοικτό πεδίο δράσης, αγωνίας και αναζήτησης, με μια σειρά από γνώριμες φάτσες (από τη Σοφία Κόκκαλη μέχρι τη Λένα Κιτσοπούλου) να εμφανίζονται σε ρόλους-κλειδιά της οδύσσειας της Παρί.
Όταν Ανθίζει η Νιότη (“The Best Years / Gli Αnni più Belli”, Γκαμπριέλε Μουτσίνο, 2ω9λ). H σύγχρονη ιστορία της Ιταλίας από το ‘80 μέχρι σήμερα, μέσα από τις ζωές, τους έρωτες, τις αγωνίες 4 φίλων. Από τον Γκαμπριέλε Μουτσίνο, σκηνοθέτη του “Pursuit of Happyness” με τον Γουίλ Σμιθ.
Νέοι Είστε και Φαίνεσθαι (“Les Vieux Fourneaux”, Κριστόφ Ντιτιρόν, 1ω29λ). Στην κηδεία της συζύγου ενός εκ τριών γερασμένων φίλων, ένας από αυτούς ανακαλύπτει ένα μυστικό που τον στέλνει σε ένα ξέφρενο ταξίδι πάθους από την Γαλλία στην Τοσκάνη, με φίλους και συγγενείς στο κατόπι του για να τον αποτρέψουν από το να διαπράξει ένα έγκλημα. Βασισμένο σε πετυχημένη σειρά γαλλικών κόμικς.
Ο Γαμπρούλης μας (“My Outlaws / Beaux Parents”, Έκτορ Καμπέγιο Ρέγιες, 1ω30λ). Ζευγάρι χωρίζει κι η γυναίκα απαιτεί από τους γονείς της να μην ξαναδούν τον πρώην γαμπρό τους, όμως εκείνοι στήνουν ολόκληρη διπλή ζωή για να μην τον χάσουν. Γαλλική κωμωδία με την Ζοσιάν Μπαλασκό.
Επανεκδόσεις
Οι 12 Ένορκοι
*****
(“12 Angry Men”, Σίντνεϊ Λιουμέτ, 1ω36λ, 1957)
12 ένορκοι κλείνονται σε μια αίθουσα και διαβουλεύονται προκειμένου να πάρουν ομόφωνη απόφαση καταδίκης ή αθώωσης ενός νέου άντρα που κατηγορείται για φόνο. Στο κλασικό φιλμ του Σίντνεϊ Λιουμέτ με ένα απίστευτα έντονο καστ του οποίου ηγείται ο Χένρι Φόντα, 12 άντρες, 12 διαφορετικές τάξεις, ηθικές, κοσμοθεωρίες συγκρούονται μέσα σε τέσσερις τοίχους σε μια διαβούλευση πάνω στο πιο στοιχειώδες δικαίωμα που αναγνωρίζει ο νόμος: το τεκμήριο της αθωότητας.
Ο Λιουμέτ δουλεύει εντυπωσιακά πάνω στο σενάριο-κέντημα του Ρέτζιναλντ Ρόουζ το οποίο πατά μεν σε μια σειρά από μάλλον βολικές συμπτώσεις-διαπιστώσεις ώστε να προχωρήσει κάθε φορά και λίγο την αφήγηση. Όμως το κάνει με έναν αριστοτεχνικό και φαινομενικά αβίαστο τρόπο, στήνοντας κάθε φορά και ένα διαφορετικό ανείπωτο προσωπικό δράμα που υπονοείται για τον κάθε ένορκο καθώς κάθε τους οπτική, κάθε ηθικό θεμέλιο γίνεται σκαλί για την επόμενη σύγκρουση. Το staging είναι εντυπωσιακό, ο Λιουμέτ κατορθώνει να στήσει μικρές σκηνές δράσης γύρω από το κάθε επεισόδιο και τον κάθε διάλογο, καθώς οι 12 άντρες όλο και περισσότερο θυμώνουν, όλο και περισσότερο ιδρώνουν, η κάμερα όλο και πιο ασφυκτικά τους παγιδεύει.
Ένα από τα πιο κλασικά δικαστικά φιλμ όλων των εποχών, παρόλο που η οπτική μας περιορίζεται αποκλειστικά στο δωμάτιο των ενόρκων και ποτέ δεν βλέπουμε κάν την ίδια την αίθουσα του δικαστηρίου. Όμως η δικαιοσύνη εκπροσωπείται, ή έστω προσεγγίζεται σε επίπεδο ηθικό, κοινωνικό, πρακτικό, μέσα από ένα φιλμ φρενήρες, παρότι πρακτικά ακίνητο. Αγέραστο, ασταμάτητα rewatchable φιλμ για όλες τις εποχές και όλες τις γενιές.
Το Κυνήγι του Κλέφτη
*****
(“To Catch a Thief”, Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1ω46λ, 1955)
Κλασικό ρομαντικό αστυνομικό θρίλερ και ταυτόχρονα η απόλυτη διακοποταινία του Χίτσκοκ με φόντο της Γαλλική Ριβιέρα και το ζευγάρι Κάρι Γκραντ – Γκρέις Κέλι ως ένα από τα απόλυτα, αναντίρρητα δείγματα ιδανικής κινηματογραφικής σταρ χημείας στη μεγάλη οθόνη. Η πλοκή αφορά έναν πρώην διαρρήκτη που προσπαθεί να ανακαλύψει τον αληθινό ένοχο για μια σειρά από κλοπές χρυσαφικών, προκειμένου να διασφαλίσει τη δική του φήμη, μιας και προφανώς οι υποψίες πέφτουν πάνω του.
Ο Κάρι Γκραντ βρίσκει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο να ξεγλιστρά από τους διώκτες του και στο να ανάβει σπίθες στην οθόνη δίπλα στην Γκρέις Κέλι κι ο Χίτσκοκ το καταδιασκεδάζει στήνοντας το σασπένς του σε εκτυφλωτικά τουριστικό φόντο, σε μια από τις όχι απαραιτήτως σπουδαιότερες ταινίες του, αλλά οπωσδήποτε μια από εκείνες που δεν χορταίνεις να κοιτάς.