“Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως”: Μάλλον είδαμε την ταινία της χρονιάς
Διαβάζεται σε 7'Το All We Imagine As Light είναι η ιστορία τριών νοσοκόμων στη σύγχρονη Βομβάη που ανάγεται σε ένα πραγματικό εικονογραφικό αριστούργημα.
- 12 Νοεμβρίου 2024 06:15
“Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός – η μόνη ίσως οδός – προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει”.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1979 ο Οδυσσέας Ελύτης βραβευόταν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και στην ομιλία του, έκανε έναν μικρό απολογισμό του έργου του και των επιρροών του, εστιάζοντας στην ποίηση. Το φως κι η σκιά του, ο κεντρικός ρόλος της αγάπης στην προσωπική ανάταση, οι ατομικές υπερβάσεις για τον ανώτερο σκοπό του Ανθρώπου, κυριαρχούσαν πάντοτε στο έργο του Ελύτη. Πραγματικά δεν ξέρω αν η Παγιάλ Καπάντια έχει διαβάσει Ελύτη, ωστόσο στην πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της, έφερε το πιο λαμπερό φως στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και εμείς είχαμε την τύχη να πάρουμε λίγη από τη μαγεία του. Γιατί πραγματικά το “All We Imagine as Light” ένα ένα ποιητικό διαμαντάκι που αξίζει να δει κανείς, σε αρπάζει και σε βάζει αντιμέτωπο με τις εσωτερικές, καλά κρυμμένες επιθυμίες, και την ομορφιά που βγαίνει τελικά, μέσα από τις ειλικρινείς, εσωτερικευμένες μάχες.
Το “All We Imagine as Light” πραγματεύεται ουσιαστικά τη μόνο οδό που έχει σημασία, εκείνη προς τον άγνωστο εαυτό μας, μέσα από το δύσκολο καθημερινό βίωμα και τη φαντασία. “Και από την ανάποδη φοριέται η φαντασία, και σ’ όλα τα μεγέθη της”, για να επικαλεστούμε πάλι τον μεγάλο Έλληνα ποιητή. Το ελληνιστί “Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως” κατάφερε να αποσπάσει το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (Grand Prix) στις Κάννες, αλλά για πολλούς έπρεπε να κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα που πήγε στο εξίσου αριστουργηματικό “Anora”. Σημειολογικά όμως, η βράβευση μιας ταινίας τέτοιου συμβολικού βεληνεκούς από την Ινδία, θα είχε ίσως μεγαλύτερη σημασία από τη βράβευση του Σον Μπέικερ, που προσωπικά εύχομαι να θριαμβεύσει στα Όσκαρ. Πρακτικά, και οι δύο ταινίες θα ήθελα να διαπρεύσουν στα Όσκαρ, επειδή γυρνούν την εστίαση του φακού τους στον ρεαλισμό, στον Άνθρωπο, χωρίς στυλιζαρισμένες ηθικολογίες, χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς κανέναν διδακτισμό.
Στο “Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως” παρακολουθούμε δύο συγκατοίκους που δουλεύουν αμφότερες σε ένα νοσοκομείο της Βομβάης και σε μια συνάδελφό τους που μόλις βγήκε στη σύνταξη – οι Prabha (Kani Kusruti), Anu (Divya Prabha) και Parvaty (Chhaya Kadam). Η πρώτη είναι παντρεμένη, από συνοικέσιο, με έναν άντρα που ζει στη μακρινή Γερμανία, αν και τη φλερτάρει ένας γιατρός από το περιβάλλον της. Η επικοινωνία με τον άνδρα της είναι ανύπαρκτη και εκείνη ελπίζει σε μια “επιστροφή” του βάζοντας τέλος στο φλερτ του γιατρού, κλείνοντας στην ουσία μια πόρτα εξόδου από το καθημερινό της ψυχικό τέλμα.
Η δεύτερη ζει τον έρωτά της με έναν Μουσουλμάνο που για να γίνει “επισήμως” γυναίκα του, πρέπει να κάνει υποχωρήσεις που δεν ταιριάζουν στη δική της κουλτούρα (να φορέσει τσαντόρ). Η τρίτη, απειλείται ξαφνικά με έξωση από το διαμέρισμά της και αντιμετωπίζει τα δικά της αδιέξοδα, αποφασίζοντας να φύγει για το χωριό της. Οι τρεις γυναίκες θα μπορούσαν να είναι η ίδια, σε διαφορετικές φάσεις ζωής. Επιβιώνουν μέσα στην μικροαστική ανέχεια της εργατικής τάξης στην Ινδία, τα κοινωνικοπολιτικά σχόλια είναι παραπάνω εμφανή με υπέροχα σκηνοθετικά περάσματα στις σκοτεινές πλευρές της Βομβάης και έχουν ένα κοινό στοιχείο: Την αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης.
Οι τρεις χαρακτήρες ξεχωρίζουν ως αντίθετες και αλληλοσυμπληρούμενες φωνές, μέσα από έναν ιστό γυναικείας οικειότητας και φιλίας. Παράλληλα διασταυρώνονται μεταξύ τους μέσα από θρησκευτικές διαφορές, γλωσσικούς φραγμούς και διαχωρισμούς τάξεων και καστών. “Όσο μεγαλώνουμε, οι φίλοι μας γίνονται το μεγαλύτερο σύστημα υποστήριξής μας, μερικές φορές σπουδαιότερο και από την οικογένειά μας. Αισθάνομαι ότι αυτό είναι αλήθεια, ειδικά όταν κάποιος ζει μακριά από το σπίτι του. Αυτή ήταν η σχέση που ήθελα να εξερευνήσω στην ταινία”, έχει δηλώσει άλλωστε η ίδια η σκηνοθέτιδα.
Κάθε κάδρο της ταινίας είναι μια μικρή ποιητική στάση. “Όταν βρέχει θα σου στέλνω φιλιά από τα σύννεφα”, θα πει ο νεαρός εραστής στη φίλη του, πριν την ακολουθήσει στο ταξίδι της στο χωριό της συναδέλφου της, εκεί που θα διαφύγουν και οι τρεις τους ζώντας την ολόδική τους ουτοπία, έστω για λίγο.
Το “All We Imagine as Light” είναι μια βαθύτατα φεμινιστική ταινία με ταξικές αναφορές, χωρίς όμως να γίνεται “υπερφίαλο μανιφέστο”. Αντιθέτως εστιάζει στη λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά, με εντελώς νατουραλιστικό τρόπο. Η Καπάντια ακολουθεί υπόκωφα την ιστορία των τριών πρωταγωνιστριών της σε ένα ταξίδι ονειρικής απελευθέρωσης από τα δεσμά τους, που δεν έχει σημασία πόσο θα κρατήσει. Σημασία έχει ότι συνέβη συνειδητά για την καθεμιά τους ξεχωριστά, σαν “ξύπνημα”.
“Δείχνει εδώ εγκλωβισμένη, σαν να περιμένει κάτι να συμβεί”, αναγράφετε σε μια σπηλιά στο χωριό που αποτελεί το προσωρινό “λιμάνι” τους, σαν μότο και πυξίδα που δείχνει τον δρόμο για μια συνέχεια, που είναι προσωπική επιλογή. Ένα λιμάνι που με τρόπο βραδυφλεγή, γίνεται σημείο αναφοράς για τις τρεις γυναίκες που δένονται με τα ισχυρότερα δεσμά αλληλεγγύης, μέσα σε ένα μυστικιστικό τοπίο που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν είναι αληθινό ή αποκύημα του τι θα ήθελαν να φαντάζονται. Σημασία έχει το “δέσιμό” τους.
Φως και Anora
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, παραδόξως το “All we Imagine as Light” έχει κοινές συνισταμένες με το “Anora”, παρότι προέρχονται από δύο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους.
Από τη μια η εργατική τάξη της Ινδίας που παλεύει να επιβίωσει με χαμηλά εισοδήματα, καθημερινές ματαιώσεις και ανάσες ελπίδας σε μικρές διαφυγές, είτε μέσα από τις προσδοκίες και το όνειρο, είτε μέσα από τη ζωή στο “ημίφως και το σκοτάδι”.
Από την άλλη η στυλιζαρισμένη σεξεργασία στη γη του american dream και η επίπλαστη φούσκα του που σε καταπίνει. Κεντρικό θέμα και στις δύο ταινίες, είναι η γυναίκα. Κεντρικό θέμα είναι η εσωτερική αναζήτηση και η στήριξη που τη βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις.
Κεντρικό θέμα είναι αυτό το καθαρτικό φως που μπορεί να λάμψει ατόφιο έστω για ένα μόνο βράδυ, σε έναν σπαραγμό πάνω σε έναν άγνωστο ώμο, σε ένα χαμόγελο που βγήκε αυθόρμητα μετά από πολύ πόνο και αποδοχή, σε μια ανιδιοτελή αγκαλιά, σε μια νύχτα με αστέρια σε μια καντίνα στη μέση του πουθενά με έναν υπάλληλο πιτσιρικά που ακούει τραπ και χορεύει μόνος.
“Εδώ μπορείτε να μείνετε όσο θέλετε”, λέει ο καντινιέρης της Καπάντια και χορεύει μόνος. Είπαμε, κάθε ατάκα στην ταινία, έχει τη σημασία της. Ακόμη και η εναλλαγή βροχής και ήλιου, παίζει και αυτή τον δικό της ρόλο.
Το φινάλε και των δύο ταινιών είναι συγκλονιστικό.
Τα “πρέπει” απέναντι στο “θέλω”, η πτώση απέναντι στην συνειδητοποίηση, που δείχνει τον δύσκολο δρόμο της ανύψωσης.
Έναν δρόμο που απαιτεί θυσίες, δύναμη και μάχη μεγαλύτερη από τον συμβιβασμό της επαναληψιμότητας, ακόμη κι αν οι οικονομικές συνθήκες δεν το ευνοούν (κοινωνικοπολιτικό σχόλιο υπάρχει και στα δύο φιλμ). Έναν δρόμο που στο τέλος της ημέρας δείχνει πως η ανθρώπινη επαφή είναι σημαντικότερη από οτιδήποτε άλλο.
Σε μια ιδανική υπόθεση, τα δύο φιλμ θα άξιζε να παιχτούν back to back γιατί είναι τόσο διαφορετικά αλλά και τόσο ίδια.
Και γιατί σε κάνουν να βγεις από την αίθουσα, γεμάτος. Χωρίς να μπορείς να βρεις πολλές λέξεις για να περιγράψεις επαρκώς αυτό που είδες, ακριβώς επειδή σε φέρνουν μπροστά στους ατομικούς σου “εγκλωβισμούς” και στις δικές σου “αλήθειες”.
Αν δεν είναι αυτή η δύναμη του καλού σινεμά, τότε ποια μπορεί να είναι;
*Το “All We Imagine As Light” θα προβληθεί από τις 23 Ιανουαρίου από το Cinobo