Νέες ταινίες: Οι “Υπέροχες Μέρες” είναι η καλύτερη ταινία του Βιμ Βέντερς εδώ και δεκαετίες

Διαβάζεται σε 8'
Νέες ταινίες: Οι “Υπέροχες Μέρες” είναι η καλύτερη ταινία του Βιμ Βέντερς εδώ και δεκαετίες

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

To “Άγνωστοι Μεταξύ Μας” μετουσίωσε το hype του σε ένα πολύ καλό άνοιγμα, με σχεδόν 7.000 εισιτήρια σε 33 οθόνες, και με τον κόσμο να συγκινείται και να συζητά το φιλμ, η συνέχεια μοιάζει πολύ υποσχόμενη.

Στην 1η θέση παρέμεινε η ρομαντική κομεντί “Λατρεύω Να Σε Μισώ” (στηρίζουμε) αν και τα εισιτήρια είναι γενικώς πεσμένα εν αναμονή του δεύτερου “Dune” που έρχεται καλπάζοντας στον ορίζοντα. Το “Poor Things” στην 3η πια θέση είναι πάντως μια ανάσα από τα 400.000 εισιτήρια έχοντας πλέον πολύ κοντά του “Οπενχάιμερ” και “Φόνισσα”.

Στις επιτυχίες λογίζονται τα “Παιδιά του Χειμώνα” που μετράνε πια 65.000 εισιτήρια, αλλά και τα 22.000 εισιτήρια που έχει κόψει το “Αγόρι κι ο Ερωδιός” του Χαγιάο Μιγιαζάκι.

Ενώ από τις πρεμιέρες της περασμένης εβδομάδας πιο ψηλά έφτασε το “Madame Web”, που όμως δεν είχε καλό άνοιγμα – τα λιγότερα από 10.000 εισιτήρια από 81 αίθουσες μαρτυρούν την αδιαφορία του κοινού (παγκοσμίως δηλαδή, όχι μόνο στην Ελλάδα) απέναντι στο έτσι κι αλλιώς αμήχανα κατασκευασμένο και πλασαρισμένο φιλμ.

Αναλυτικά οι ταινίες της εβδομάδας:

Υπέροχες Μέρες

(“Perfect Days”, Βιμ Βέντερς, 2ω3λ)

***½

O Χιραγιάμα έχει μια απλή ζωή ως καθαριστής στο Τόκιο. Μέρα μετά τη μέρα ακολουθεί τη ρουτίνα του, πηγαίνοντας από τη μία δημόσια τουαλέτα στην άλλη κρατώντας τες όλες καθαρές (και ομολογουμένως εντυπωσιακές – το όλο πρότζεκτ ξεκίνησε επειδή μια ΜΚΟ υποστήριξε τη δημιουργία 17 νέων τουαλετών στο Τόκιο και προσκάλεσε τον Βέντερς να τις δει από κοντά – αλήθεια λέμε). Στο ενδιάμεσο, απολαμβάνει τις απλές χαρές της καθημερινότητας, από τον ήλιο μέχρι τη μουσική που παίζει κάποια από τις μουσειακής αξίας παλιές κασέτες του. Όμως η αυστηρή δομή της καθημερινότητάς του διαταράζεται όταν η έφηβη ανιψιά του τον επισκέπτεται απροειδοποίητα – κι είναι αυτή η συνάντηση που σταδιακά θα ξεδιπλώσει το νήμα μιας ζωής που έχει αφήσει στο παρελθόν του.

Στην πρώτη ίσως αληθινά σημαντική του αφηγηματική ταινία από τα “Φτερά του Έρωτα” του 1987(!), και την καλύτερή του εν γένει από το “Buena Vista Social Club” του 1999, ο μεγάλος γερμανός Βιμ Βέντερς ταξιδεύει στο Τόκιο για να πει κάτι που μοιάζει με την απλούστερη ιστορία του κόσμου, εμπνευσμένος από αστικά στοιχεία, απλές καθημερινές συμπεριφορές και μικρές αισθητικές εμμονές. Ο Χιραγιάμα ζει μια απλή, σχεδόν ασκητική ζωή, που βρίσκει την ποίηση στη ρουτίνα, και τον θησαυρό στα κειμήλια μιας άλλης ζωής που σήμερα μοιάζουν ρετρό, όπως μια κασέτα με μουσική της Πάτι Σμιθ, την οποία δεν πουλάει για όλα τα λεφτά του κόσμου. Ακολουθεί τη ρουτίνα του και σέβεται εξίσου τη ρουτίνα των άλλων – όχι τυχαία η επανάληψη των συγκυριών όπου ο Χιραγιάμα διακόπτει μια δική του επιχείρηση καθαρισμού για να αφήσει κάποιον άνθρωπο να περάσει.

Ο Βέντερς αποφεύγει την παγίδα να κάνει όλα τα παραπάνω να μοιάζουν με μετα-ειρωνικές χαριτωμενιές, γιατί δεν ενδιαφέρεται για στομφώδεις δηλώσεις και χολιγουντιανές δραματουργίες, ούτε για να μικρύνει χαρακτήρες αφήνοντάς τους στις γωνιές τους, ενώ παράλληλα ποντάρει στην απλότητα και στην αμεσότητα. Σε όλη την ταινία η κάμερα είναι καρφωμένη πάνω στον σπουδαίο Κότζι Γιακούσο ο οποίος με ένα χαμόγελο και ένα βλέμμα μπορεί να σε κάνει να νιώσεις αιώνες ελπίδας να ξαποσταίνουν για μια στιγμή.

Την ιστορία δε δυσκολευόμαστε να την σχηματίσουμε από τις επίσης μικρές λεπτομέρειες μέσα από τις οποίες μας παρουσιάζονται, με τον Βέντερς να αποφεύγει έντεχνα και με ταπεινότητα, τις όποιες μεγαλόστομες εξάρσεις, ή μεγάλες #ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ, στοχεύοντας έτσι κι αλλιώς σε κάτι πιο ανθρώπινο. Η δράση είναι αργή μα το φιλμ ποτέ αργόσυρτο. Κι ο Βέντερς εδώ περπατά σε γνώριμες διαδρομές, μα το κάνει με μια αφοπλιστική απλότητα. Στο τέλος, όταν ξέρουμε τα πάντα, θα είναι σα να τα γνωρίζαμε ήδη. Οι “Υπέροχες Μέρες” είναι μια αληθινή άσκηση κινηματογραφικής οικειότητας.

Εκεί Που Το Κακό Παραμονεύει

(“When Evil Lurks / Cuando acecha la maldad”, 1ω39λ)agro

***½

Σε μια αγροτική κωμόπολη, το απόλυτο κακό είναι έτοιμο να γεννηθεί. Δυο αδέρφια θα έρθουν αντιμέτωπα με ένα δαιμονικό κακό που είναι έτοιμο να εξαπολυθεί στον κόσμο. Κάθε αλληλεπίδραση μαζί του θα το ευνοήσει. Δεν πρέπει να μιλήσεις το όνομά του, δεν πρέπει να το σκοτώσεις– το μόνο που θα καταφέρεις, θα είναι να το κάνεις πιο δυνατό. Πώς πολεμάς κάτι φαινομενικά άτρωτο;

Μια παραγωγή από την Αργεντινή αποτελεί μια από τις πιο αγνές horror εμπειρίες του πρόσφατου σινεμά, καθώς ο δημιουργός Ντεμιάν Ρούγκνα αγκαλιάζει πλήρως το υπαρξιακό έρεβος της μεταφυσικής του αλληγορίας, για ένα κακό που έχει ήδη κυριαρχήσει όσο οι ήρωες (και το κοινό) προσπαθούν να το συνειδητοποιήσουν. Ταυτόχρονα η ταινία καταφέρνει και κινείται, χωρίς ποτέ να εξαντλείται στην Μία Ιδέα της, προσφέροντας απλόχερα σκληρό gore και θέαμα για τους λάτρεις του είδους. Μπόλικες σκηνές καταφέρνουν πραγματικά να αναστατώσουν και τον πιο σκληραγωγημένο θεατή, μα η μεγάλη νίκη είναι πως καμία δεν εξαντλείται σε απλό σοκ, αλλά προσφέρει κάτι σε επίπεδο επεξηγηματικό ή/και δραματουργικό.

Παρά μια κοιλιά στη μεσαία πράξη, όταν η ομάδα απεγνωσμένων πρωταγωνιστών μαζεύει τις δυνάμεις της για να πολεμήσει μια άλλη μέρα, το φιλμ έχει να προσφέρει ένα εκπληκτικό εναρκτήριο ημίωρο, μια άψογη κορύφωση, και κυρίως τη συντήρηση της έντασης και της φρίκης διαμέσου της ιστορίας. Παλιομοδίτικα πρακτικό (και απολύτως αποτελεσματικό) gore στην υπηρεσία ενός φιλμ που παραπέμπει περισσότερο στα ξέφρενα φιλμ τρόμου των ‘70s – με την στιλιστική του απενοχοποίηση και την απεγνωσμένη τους κοινωνικοπολιτική ματιά σε μια κοινωνία σε αποσύνθεση.

Οι φανς του σινεμά τρόμου δεν πρέπει να το χάσουν για κανέναν απολύτως λόγο.

Ένα Τέλος και μια Αρχή

(“The End We Start from”, Μαχάλια Μπέλο, 1ω46λ)

**

Το Λονδίνο πνίγεται. Καθώς μια περιβαλλοντική κρίση έχει αποτέλεσμα το πλημμύρισμα των μητροπόλεων, άνθρωποι δραπετεύουν και πασχίζουν να επιβιώσουν στη φύση. Ανάμεσά τους, μια γυναίκα που μόλις έκανε το πρώτο της παιδί. Τώρα, έχει εκείνο να σκεφτεί. Τώρα, καθώς φεύγουν από το σπίτι τους αναζητώντας την ασφάλεια από άγνωστο μέρος σε άγνωστο μέρος, πρέπει να επιβιώσει πρωτίστως για το παιδί της. Ό,τι αποφάσεις κι αν πρέπει να πάρει για να το πετύχει αυτό.

Στιβαρό αλλά αρκετά μονότονο και αφηγηματικά περιορισμένο θρίλερ επιβίωσης με πρωταγωνίστρια της πάντα ενδιαφέρουσα Τζόντι Κόμερ (του “Killing Eve” και φυσικά της “Τελευταίας Μονομαχίας”). Υπάρχει μια αναποφασιστικότητα στην εστίαση: Βλέπουμε μια περιπέτεια επιβίωσης ή ένα morality play με φόντο την Αποκάλυψη; Η ταινία δεν είναι αρκετά καθηλωτική ως τίποτα από τα δύο, και χωρίς ποτέ να γίνεται κακή, παράλληλα δεν προσφέρει και πολλά που δεν έχουμε δει και σκεφτεί ξανά.

Το Χέρι της Θείας Δίκης

(“Red Right Hand”, Έσομ & Ίαν Χελμς, 1ω51λ)

½

Ένας άντρας αναγκάζεται να δουλέψει για την γυναίκα που ελέγχει την τοπική μαφία σε μια επαρχιακή περιοχή της βαθιάς Αμερικής. Τίποτα όμως δε θα τον σταματήσει από το να προστατέψει την οικογένειά του και την πόλη της. Προβλέψιμο και φτηνιάρικο, σκληρά νουαρικών αποχρώσεων φιλμ που μοιάζει σα να το ξεδιάλεξες τυχαία από κάποιο καλάθι «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ ΟΛΑ ΤΑ DVD ΕΝΑ ΕΥΡΩ». Ορλάντο Μπλουμ σε ντροπιαστική ερμηνεία ως στερεοτυπικός σκληρός αμερικάνος επαρχιώτης, και Άντι ΜακΝτάουελ ως αρχι-κακιά που έκανε ένα πέρασμα για να πάρει την επιταγή της (και πολύ καλά έκανε, μην παρεξηγηθούμε).

Κυκλοφορούν ακόμη

Εμπόλεμη Ζώνη: Οι Ειδικές Δυνάμεις κάνουν επέμβαση στις Φιλιππίνες σε περιπέτεια με τον Ράσελ Κρόου ως έμπειρο «παλιό» και τον Λίαμ Χέμσγουορθ ως ατίθασο νιάτο της Πολεμικής Αεροπορίας. Στην ταινία μάλιστα πρωταγωνιστεί κι άλλος ένας αδερφός Χέμσγουορθ, ο Λουκ. Είναι κι αυτό κάποιο είδος μεγάλης συνάντησης στη μεγάλη οθόνη.

Ladies in Waiting: Καθώς η εποχή των ψυχιατρικών ασύλων στην Ευρώπη έχει φτάσει στο τέλος της, αυτό το ντοκιμαντέρ ανοίγει ένα παράθυρο στο παρελθόν τους. Μέσα από το μοναδικό πρίσμα των νοσηλευτριών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και τις ζωές των περιθαλπομένων, πέφτει φως στον αθέατο κόσμο της ψυχικής ασθένειας, αποκαλύπτοντας μια πλευρά της που περιέχει διάνοια, χιούμορ, και φαντασία

Η Μητέρα του Σταθμού: Οι «αόρατες», γυναίκες που δεν κατέγραψε ποτέ η Ιστορία, πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη. Μετεμφυλιακή Ελλάδα, φτώχεια, ανεργία, η μετανάστευση μονόδρομος για τις χιλιάδες γυναίκες, κυρίως, από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας που ερήμωσαν μέσα σε μια δεκαετία. Οι περισσότερες έχοντας αφήσει πίσω τους την οικογένεια. Φτάνοντας στην τρίτη γενιά μεταναστριών, σε εκείνες τις νέες γυναίκες με επαγγελματικά εφόδια που έχουν εξισωθεί πλήρως με την δυναμική των υπόλοιπων Ευρωπαίων γυναικών και επιλέγουν οι ίδιες που και πως θα ζήσουν. Η κάμερα ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής τις «αόρατες» γυναίκες που κουβάλησαν τις πίκρες και τις χαρές, την ιστορία τους, φωτίζοντας τα κίνητρα της μετανάστευσης, την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα