Στα σινεμά το συνταρακτικό “Όλη η Ομορφιά και η Αιματοχυσία” – Όλη η αλήθεια για τα οπιοειδή στην Αμερική
Διαβάζεται σε 10'Κάθε εβδομάδα ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 18 Νοεμβρίου 2023 07:28
Είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο ένα ντοκιμαντέρ να βραβεύεται με το κορυφαίο βραβείο σε κάποιο από τα μεγάλα φεστιβάλ όπως οι Κάννες ή η Βενετία, αυτό όμως συνέβη με το “Όλη η Ομορφιά και η Αιματοχυσία” της Λόρα Πόιτρας, η οποία μάλιστα έχει μιλήσει τότε αποκλειστικά στο Magazine για το έργο της.
Η ταινία που είχε κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι του φεστιβάλ Βενετίας μια χρονιά πριν το “Poor Things” του Γιώργου Λάνθιμου ήταν αυτή η συγκλονιστική ματιά στον ακτιβιστικό αγώνα με στόχο να λάμψει η αλήθεια γύρω από την κρίση οπιοειδών στην Αμερική και τη σύνδεση των βαθύπλουτων Σάκλερ με αυτήν.
Διαβάστε αναλυτικά για την ταινία της Πόιτρας και για όλες τις υπόλοιπες νέες ταινίες στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα:
Όλη η Ομορφιά και η Αιματοχυσία
(“All the Beauty and the Bloodshed”, Λόρα Πόιτρας, 1ω57λ)
****½
Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την καριέρα της θρυλικής φωτογράφου και ακτιβίστριας Ναν Γκόλντιν, παράλληλα με την εξιστόρηση του πώς μέσα από τους αγώνες της (και του ακτιβιστικού γκρουπ P.A.I.N. που ίδρυσε) τα έβαλε με την πανίσχυρη οικογένεια των Σάκλερ αναδεικνύοντας τον ρόλο τους στην μεγάλη κρίση οπιοειδών στην Αμερική και του αίματος που έχουν στα χέρια τους.
Σπάνιο Χρυσό Λιοντάρι φεστιβάλ Βενετίας που πάει σε ντοκιμαντέρ, αλλά απολύτως δικαιολογημένο μετά την συγκλονιστική εμπειρία της θέασης αυτού του ηλεκτρισμένου φιλμ, του οποίου νιώθεις όλη την ένταση, το θυμό, την ιερή οργή απέναντι στους Σάκλερ και την εκμεταλλευτική καπιταλιστική Αμερική – αλλά και την τρυφερότητα απέναντι στους ανθρώπους που παράγουν τέχνη και Ιστορία μέσα σε αυτό το περιβάλλον, με προσωπική αφοσίωση και κόστος. Παίρνοντας ως σημείο εκκίνησης τον ακτιβιστικό αγώνα της Γκόλντιν απέναντι στην οικογένεια Σάκλερ της Purdue Pharma, το φιλμ ενώνει πολιτικό αγώνα, προσωπικές αναμνήσεις, και τελικά την Ιστορία ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού ρεύματος των ΗΠΑ υπογραμμίζοντας το πώς τα πάντα –δε μπορεί παρά να– είναι αλληλένδετα.
Σκηνοθετεί η Λόρα Πόιτρας, που πριν τον Λέοντα της Βενετίας είχε κερδίσει και Όσκαρ για το (οριακά γυρισμένο σαν παρανοϊκό πολιτικό θρίλερ) “CitizenFour” για τον Έντουαρντ Σνόουντεν. Η Πόιτρας πετυχαίνει εδώ μια συγκλονιστική ισορροπία, με το ντοκιμαντέρ της να μην παραμένει ποτέ μόνο ένα ευθύγραμμο πράγμα. Αλλά να αγκαλιάζει δεκαετίες απώλειας και αντίστασης μέσα από το προσωπικό πορτρέτο μιας θρυλικής καλλιτέχνη, και πάντα υπό το πρίσμα ενός θαυμαστού ακτιβιστικού αγώνα. Συνθέτοντας τελικά ένα πλέγμα πυκνό όσο και στιβαρό. Ένα φιλμ, από κάθε άποψη αναγκαίο.
May December
(Τοντ Χέινς, 1ω57λ)
***½
Μια ηθοποιός καταφθάνει στο σπίτι μιας οικογένειας προκειμένου να γνωρίσει και να μελετήσει από κοντά τη γυναίκα, μιας και πρόκειται να την ερμηνεύσει σε επερχόμενη ταινία. Ο λόγος; Το σκανδαλώδες, πολυσυζητημένο ταμπλόιντ ρομάντσο του ζευγαριού πριν πολλά χρόνια λόγω της τεράστιας διαφοράς ηλικίας τους. Όμως η άφιξη της ηθοποιού, οι ερωτήσεις της, και γενικώς ο τρόπος που γίνεται κομμάτι αυτής της οικογένειας για το διάστημα που ακολουθεί, θα δημιουργήσει ρωγμές στο καλά φτιαγμένο προσωπείο– αυτή η τεταμένη αίσθηση αμήχανης ευτυχίας που βιώνει η οικογένεια, θα ζαρώσει για τα καλά.
Ο Τοντ Χέινς του “Carol” και του “Far from Heaven” (αλλά και του πάρα πολύ υποτιμημένου “Σκοτεινά Νερά“) επιστρέφει με ένα αναπολογητικά ‘50s αισθητικής κοινωνικό μελόδραμα με καμπ φλερταρίσματα, που επιτίθεται στο ένοχο παρελθόν του κεντρικού ζευγαριού ξεφλουδίζοντας στρώματα παράνοιας και ψευδούς αίσθησης ισορροπίας. Κι ανακαλύπτοντας διαρκώς όχι μόνο κομμάτια της αλήθειας και του τι όντως συνέβη– αλλά και του πώς οι δυο αυτοί άνθρωποι έχουν χτίσει μια πραγματικότητα πάνω σε τόνους αυταπάτης.
Τζούλιαν Μουρ και Νάταλι Πόρτμαν (η σύζυγος και η ηθοποιός, αντίστοιχα) σε φοβερό δίδυμο κεντρικής ερμηνείας να δημιουργούν επίπεδα ερμηνειών πάνω στις ερμηνείες, ο Τσαρλς Μέλτον του “Riverdale”(!) χτίζει ως νεαρός σύζυγος γεμάτος σκοτεινή αθωότητα τον πιο απρόσμενο χαρακτήρα όλων, την ώρα που ο Χέινς καδράρει τα πάντα σαν φλου σαπουνόπερα, με απότομα ζουμ και δραματικές μουσικές κορώνες που κάνουν το παραμικρό να μοιάζει με υστερική κρίση. Πολύ αστείο, πολύ σκοτεινό, πολύ αιχμηρό, μια ακραία στιλιστική άσκηση πάνω στη μαύρη καρδιά μιας εύθραυστης συναισθηματικής ισορροπίας.
Το Τέρας
(“Monster / Kaibutsu”, Χιροκάζου Κόρε-εντα, 2ω5λ)
***
Σε μια επαρχία της Ιαπωνίας ένα κτίριο φλέγεται, μια μητέρα υποψιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά με τον γιο της, κι ο καθηγητής του τοπικού σχολείου ίσως κρύβει κάποιο φρικτό μυστικό. Η ιστορία παρουσιάζεται σε τρεις δόσεις: Από το φλεγόμενο κτίριο μέχρι έναν επικίνδυνο τυφώνα που σαρώνει την περιοχή, η ταινία περνάει τρεις φορές, κάνοντας κάθε φορά reset και ξεκινώντας πάλι από την αρχή, κάθε φορά από μια διαφορετική οπτική. Πρώτα από τη μητέρα, ύστερα από τον καθηγητή, τέλος από το παιδί, η αφήγηση εντοπίζει μοτίβα και διαλευκάνει απορίες, γεμίζει κενά, εξιλεώνει και αποκαλύπτει, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να πει ψέματα. Ίσα-ίσα, κάθε νέα στροφή εξηγεί πράγματα που είχαμε νωρίτερα ως απορίες, με την τελική εκδοχή να αποσαφηνίζει τα πάντα με έντονα συναισθηματικό τρόπο.
Γιατί επιλέγει αυτό το φορμάτ ο Κόρε-εντα κι ο σεναριογράφος του; (Στην πρώτη φορά από το ‘95 που ο δημιουργός του “Κλέφτες Καταστημάτων” συνεργάζεται με άλλον σεναριογράφο.) Αρχικά, αν γίνει κάτι τέτοιο σωστά, κάνει για συναρπαστικό σινεμά, όπως έχουν αποδείξει περιπτώσεις σαν το “Ρασομόν” (με το οποίο το “Monster” παραλληλίστηκε έντονα στις Κάννες όπου προβλήθηκε και βραβεύτηκε για το Σενάριό του) ή την πρόσφατη “Τελευταία Μονομαχία” του Ρίντλεϊ Σκοτ, το οποίο είναι μια πολύ πιο ακριβής αναλογία, μιας και όπως και στην “Τελευταία Μονομαχία”, έτσι και στο “Τέρας” τα γεγονότα δεν αλλάζουν ποτέ– απλώς τα μάτια μέσα από τα οποία τα κοιτάμε.
Αφετέρου, έχει να κάνει –όπως τελικά τα πάντα στο έργο του ιάπωνα σκηνοθέτη– με τον άνθρωπο. Χωρίς να γνωρίζουμε βασικά κομμάτια της αλήθειας κατά τις πρώτες απόπειρες εξιστόρησης, τείνουμε να υποθέτουμε και να πιστεύουμε τα χειρότερα. Για το τι έχει συμβεί, για τους εμπλεκόμενους ανθρώπους. Για το ποιος είναι το Τέρας του τίτλου. Φτάνοντας στην τρίτη εξιστόρηση, η αποστολή του φιλμ αποσαφηνίζεται: Είναι μια ιστορία για το πώς κανείς τελικά δε μπορεί να μπει αληθινά μέσα στον ψυχισμό ενός μικρού παιδιού που μέσα από τυχαία κοινωνικά ερεθίσματα διαπιστώνει έντρομο πως δεν ανήκει στη νόρμα. Οι πάντες προβάλλουν, οι πάντες υποθέτουν, αλλά κανείς δε μπορεί ποτέ να ξέρει. Η ελπίδα βρίσκεται στην προσωπική αποδοχή, στην αναγέννηση σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι στο φως.
Τέσσερις Κόρες
(“Four Daughters / Les filles d’Olfa”, Καουτέρ Μπεν Χανιά, 1ω47λ)
***½
Από τις πιο ενδιαφέρουσες φορμαλιστικά ταινίες που έχουμε δει ίσως και τα τελευταία χρόνια. Ντοκιμαντέρ που λειτουργεί τόσο ως ντοκουμέντο αλλά και ως αναπαράσταση, όσο ΚΑΙ ως ντοκουμέντο της απόπειρας της εν λόγω αναπαράστασης, το φιλμ της τυνήσιας σκηνοθέτη (“Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του”) επιχειρεί να παρουσιάσει την ιστορία μιας οικογένειας που έχασε δύο από τα μέλη της, μια απώλεια που οι γυναίκες που έμειναν πίσω ακόμα προσπαθούν να επεξεργαστούν και να διαχειριστούν.
Η Μπεν Χανιά παίρνει συνεντεύξεις από την μητέρα, Όλφα, αλλά και τις δύο νεότερες κόρες, χτίζοντας ένα πορτρέτο της οικογένειας και των συνθηκών του μεγαλώματός τους. Χρησιμοποιεί δύο ηθοποιούς για τους «ρόλους» των δύο μεγαλύτερη από τις τέσσερις κόρες του τίτλου, εκείνες που απουσιάζουν. Και χρησιμοποιεί και μια ηθοποιό για τον «ρόλο» της Όλφα, για όσες φορές εκείνη δεν αντέχει να βρεθεί μέσα σε μια σκηνή ή δε μπορεί να αντικρύσει έναν διάλογο. Συχνά δε, η ηθοποιός έρχεται να επέμβει στην πραγματικότητα, αμφισβητώντας τις μεθόδους της Όλφα για το μεγάλωμα των παιδιών της, ή σχολιάζοντας τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό που παρουσιάζει.
Φλοιός ιστορίας μέσα σε άλλο φλοιό ιστορίας, ή ίσως κάτι σαν ψυχαναλυτικό παιχνίδι ρόλων σε κινηματογραφική μορφή. Η Μπεν Χανιά φλερτάρει με την κουλτούρα του entertainment «αληθινών ιστοριών» και φλερτάρει οπωσδήποτε με την συναισθηματική εκμετάλλευση, αλλά το κάνει τουμπάροντας τις προσδοκίες και εν τέλει κι αυτού του τύπου τις χειριστικές ιστορίες που μασκαρεύονται ως διασκέδαση: Λέει την ιστορία από τα μέσα προς τα έξω, αποκαλύπτοντας σταδιακά τόσο την αλήθεια για τις δύο μεγαλύτερες κόρες, και παραλληλίζοντας έτσι μια διαδρομή συνειδητοποίησης για τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας καθώς κι εκείνες φτάνουν σε (συναισθηματικούς) τερματικούς σταθμούς της διαδικασίας επούλωσής τους.
Δημιουργεί έτσι μια ιδιόμορφη μελέτη χαρακτήρων, παρακολουθώντας τους καθώς αυτο-αναλύονται χωρίς απαραίτητα να το συνειδητοποιούν. Και μας τοποθετεί τόσο μέσα όσο και έξω από τα γεγονότα, προσφέροντας μια μοναδική οπτική πάνω στους οικογενειακούς δεσμούς, τη μνήμη και, εν τέλει, τη ριζοσπαστικοποίηση. Αξίζει συμπληρωματικά με αυτό το φιλμ να αναζητήσετε και το σπουδαίο “Kate Plays Christine” του Ρόμπερτ Γκριν, ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ ανάλογης φόρμας που επιπλέον όμως –και σε αντίθεση με τις “Κόρες”– έρχεται ευθέως αντιμέτωπο με την ηθική της εικόνας, της καταγραφής και της αναπαράστασης, δηλαδή τελικά με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι “Κόρες” δεν έχουν τέτοιες αναζητήσεις κι ως εκ τούτο αφήνουν ένα ίσως άδικα μεγάλο φορτίο στον θεατή – ένα φορτίο όμως που αξίζει τελικά όλο τον κόπο.
The Hunger Games: Η Μπαλάντα των Αηδονιών & των Φιδιών
(“The Hunger Games: The Ballad of Songbirds and Snakes”, Φράνσις Λόρενς, 2ω38λ)
***
Σε κάτι πιο απλό: 8 χρόνια μετά την τελευταία ταινία του καλού franchise δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας “Hunger Games” (με την Τζένιφερ Λόρενς στον ρόλο που την έκανε σταρ πρώτης γραμμής) κυκλοφορεί ένα νέο, αυτοτελές, πρίκουελ φιλμ, που αφηγείται την ιστορία των 10ων Αγώνων Πείνας, χρόνιας πριν την εμφάνιση της Κάτνις. Εκεί, ο νεαρός που εν τέλει θα γινόταν ο φασίστας Πρόεδρος Σνόου (στην αρχική τριλογία με τη μορφή του Ντόναλντ Σάδερλαντ), αναλαμβάνει το ρόλο του μέντορα μιας νεαρής κοπέλας από το φτωχό District 12, μια περιπλανώμενη τραγουδίστρια ονόματι Λούσι Γκρέι (η συμπαθέστατη Ρέιτσελ Ζίγκλερ του “West Side Story” του Σπίλμπεργκ) που μπαίνει παρά τη θέλησή της στους Αγώνες.
Είναι μια ιστορία τύπου «πώς ο Άνακιν έγινε Νταρθ Βέιντερ» που όμως βρίσκει ενδιαφέρον focus και στην ανάπτυξη μιας ηρωίδας που δεν μοιάζει με την Κάτνις. Λέγοντας μια ολοκληρωμένη περιπέτεια με ακέραιες τις προβληματικές του ορίτζιναλ και της συγγραφέως Σούζαν Κόλινς πάνω στην επικράτηση του φασισμού και τη θεμελίωσή του πάνω σε τακτικές εκφοβισμού και μαζικής διασκέδασης. Σχηματικό σε αρκετά σημεία αλλά με ακέραια αισθητική και μια ανθρωπιστική έγνοια μέσα στον αλληγορικά sci-fi κόσμο που χτίζει, το φιλμ στέκεται επάξια δίπλα σε εκείνα της αρχικής τριλογίας.
Κυκλοφορούν ακόμη
Ο Πατέρας του Στρατιώτη: Μια ταινία για έναν πατέρα που θα κάνει τα πάντα για να κρατήσει ζωντανό το παιδί του. Ο παραλογισμός του πολέμου μέσα από την (άγνωστη) ιστορία των αφρικανών που εξαναγκάζονται να πολεμήσουν σ’ έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους. Με τον Ομάρ Σι (“Οι Άθικτοι”, “Λουπέν”).
Εξέλιξη: 2012. Ο Νίκος μένει στην Αθήνα. Είναι σκηνοθέτης και διδάσκει σκηνοθεσία κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ζητά από τον πατέρα του να τον συνοδεύσει στην τελετή ορκωμοσίας για την εξέλιξη του στην ανώτερη βαθμίδα στο Πανεπιστήμιο. Ένα ταξίδι πατέρα – γιού με το τρένο, με τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω. Η νέα ταινία του Περικλή Χούρσογλου.