Στο ‘Ενήλικοι στο Δωμάτιο’ του Κώστα Γαβρά, ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι ο μοναχικός ήρωας
Ο Χρήστος Λούλης είναι εξαιρετικός στο ρόλο του Βαρουφάκη, με την ταινία να μην κρύβει σε κανένα σημείο τι εκπροσωπεί
- 01 Σεπτεμβρίου 2019 10:58
Πριν πιάσουμε τους ενήλικες στο δωμάτιο ας μιλήσουμε πρώτα για τον ελέφαντα σε αυτό: Είναι μια ταινία που, πιάνοντας καυτά ζητήματα ενός παρελθόντος τόσο πρόσφατου που αποτελεί σχεδόν παρόν, και με εμπλεκόμενους ήρωες και villains πρόσωπα ακόμα της επικαιρότητας, μοιάζει να έχει οδηγήσει πολύ κόσμο να ‘πάρει θέση’ εξαρχής, με βάση καθαρά ιδεολογική.
Ωστόσο ο 86χρονος πια, θρυλικός Κώστας Γαβράς επιστρέφει ύστερα από μισό αιώνα και το “Ζ” σε μια θεματική καθαρά ελληνικής πολιτικής, κι αυτό είναι γεγονός αναμφίβολα -και- καλλιτεχνικό.
Αυτή τη φορά, η απολυταρχική καταπίεση στην κοινωνική ανάγνωση του Γαβρά εμφανίζεται με μια εντελώς άλλη μορφή, λιγότερο ωμά επιθετική αλλά πιο εξαντλητικά δαιδαλώδη- ένα σύστημα από μόνο του κατασκευασμένο για να μην υπάρχει διέξοδος από αυτό. Η κωμωδία στους “Ενήλικες στο Δωμάτιο” προέρχεται από την περιγραφή και μόνο των οριακά καφκικών συστημάτων γραφειοκρατίας, όπου το κάθε γρανάζι μοιάζει κατασκευασμένο και τοποθετημένο ώστε να σταματάει την κίνηση όλων των γύρω του.
Ο Γαβράς βασίζεται στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, του οποίου η σκιά πάνω από το έργο είναι εμφανής με τρόπο όχι ιδιαίτερα λεπτό. Όχι ακριβώς αγιογραφία, αλλά στα όρια κάποιου ηρωικού φολκ παραμυθιού, ο Γιάνης εμφανίζεται ως μόνος αγνός (στα όρια της αφέλειας, κάποιες φορές) ιδεολόγος σε μια θάλασσα από τέρατα και αδαείς. Ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο είναι, ειλικρινά, αναίτια καλός. Δίνει το είδος της ερμηνείας που σε χολιγουντιανή παραγωγή θα χαρακτηρίζαμε με ευκολία, ‘οσκαρική’ (είμαστε στη Βενετία εξάλλου): σταματάει αρκετά πριν τον μιμητισμό, έχοντας ωστόσο υιοθετήσει χαρακτηριστικά, χροιές και μανερισμούς του Βαρουφάκη, και υπογραμμίζοντας τις δραματικές στροφές του ήρωά του με τρόπο που το μονόπατο σενάριο δεν αναδεικνύει απαραιτήτως το ίδιο.
Η ταινία χρονολογεί τους λιγοστούς μήνες του Βαρουφάκη στο ρόλο του υπουργού οικονομικών της κυβέρνησης Τσίπρα, στο κρίσιμο πρώτο διάστημα μετά τις εκλογές ως και το δημοψήφισμα, όταν η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Τρόικα αφορούσε την συνέχιση ή μη του μνημονίου στο βαθμό αναζήτησης της ίδιας της ταυτότητας της χώρας.
Η δράση ξεκινά με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, τον Γιάνη να παρουσιάζεται αποφασισμένος για μια νέα αρχή, και τον Αλέξη (οι κεντρικοί χαρακτήρες αναφέρονται με τα μικρά τους ονόματα, Πιερ, Κριστίν, Βόλφγκανγκ, κλπ) να κοιτά επίμονα, με απορία στο πρόσωπό του, τη διαφορά της νίκης- ένα άγχος που επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια του φιλμ ως κυρίαρχο δραματικό arc του Πρωθυπουργού, ενός άντρα εξαρχής αγχωμένο με το πώς δεν θα φορτωθεί την όποια επερχόμενη αποτυχία και μαζί τις διαλυμένες ελπίδες του μεγάλου ποσοστού των ψηφοφόρων του, που κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, μοιάζει και 5% λιγότερο στιβαρός, δίπλα στον αμετακίνητο Γιάνη. Το δίπολο δεν είναι κακή ιδέα, δραματικά μιλώντας.
Το πρόβλημα προκύπτει περισσότερο από την προφανή σχηματικότητα των περισσότερων προσώπων και καταστάσεων, πολύ συχνά άγαρμπα ή απλουστευτικά δοσμένη: Η γραφιστική αποτύπωση εκλογικών αποτελεσμάτων μοιάζει περισσότερο με Eurovision ή Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα παρά exit poll, ενώ ο Γιάνης είναι πάντα έτοιμος με ένα κουμπί ή ένα βλέμμα να προβάλει επεξηγηματικά slides σε όποια οθόνη ή σε όποιο πανί υπάρχει διαθέσιμο. Χαρακτήρες μπορεί να καθορίζονται απλώς από μια ατάκα (“τι είναι καλέ αυτό το MoU που λέτε”) μετατρέποντας μεγάλο μέρος της ταινίας σε ένα μάλλον άβολο παιχνίδι του “μάντεψε τον υπουργό”, ενώ αντίστοιχου βάθους είναι και η απεικόνιση του κοινωνικού πλαισίου μες στο οποίο στήνεται το όλο δράμα- ανύπαρκτου δηλαδή, με ταμπέλες “χρεοκοπία” να εκπροσωπούν το απόλυτο του κοινωνικού δράματος.
Η ταινία λειτουργεί ως απόλυτο κομμάτι της εποχής της, ξεκομμένη απευθείας από τα πρωτοσέλιδα, και με ένα παράδοξο τρόπο αυτή η τρομακτική εστίαση στα όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες εντείνει την πυρετώδη αίσθηση παραλόγου γύρω από τις διαδικασίες που περιγράφει. Αφήνοντας στην άκρη όλες τις εμφανείς της αδυναμίες, η ταινία του Γαβρά είναι ένα περίεργα συναρπαστικό procedural, ένα κομμάτι πάνω στις αδιανόητα κουραστικές, δαιδαλώδεις και παράλογες διαδικασίες θεσμών-φαντάσματα. Η σάτιρα συχνά προκύπτει από την απλή κυριολεκτική απεικόνιση μιας τυπικής ακολουθίας, για το αν ας πούμε μια συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί προτού αποφασιστεί αν ένα δελτίο τύπου θα περιλαμβάνει τη λέξη “προσαρμοσμένο” ή “τροποποιημένο” και για το αν θα χρειαστεί για αυτό να ψηφίσει το κάθε κοινοβούλιο ξεχωριστά.
Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα πίσω από τις κλειστές πόρτες μίτινγκ ρουμ, κι εδώ είναι που οι σκιάσεις εξαφανίζονται παντελώς. Κανείς δε θα κατηγορήσει ποτέ αυτό το φιλμ για αίσθηση λεπτότητας και χάρης. Οι τροϊκανοί είναι χάρτινες, καρτουνίστικες φιγούρες κακών, εκεί όχι ως αυτόνομοι χαρακτήρες αλλά ως εκπρόσωποι της ευρύτερης ιδέας του καπιταλιστικού γραφειοκρατικού εφιάλτη που θέλει -και πετυχαίνει- να υπερπηδήσει κάθε αίσθηση τοπικής, επιμέρους δημοκρατικής διαδικασίας των διαφόρων χωρών. Ο “Βόλφγκανγκ” θα μπορούσε κάλλιστα να στρίβει το μουστάκι του κάθε φορά που μπαίνει στο κάδρο. Η Κριστίν “Κριστίν” Λαγκάρντ είναι ο μόνος ίσως χαρακτήρας σε όλο αυτό τον εφιάλτη, που απεικονίζεται με κάποια συμπάθεια.
Η ταινία, προφανώς ακολουθώντας το βιβλίο και την καταγραφή των γεγονότων του ίδιου του Βαρουφάκη, περνά μπόλικο χρόνο σε μικρά ανεκδοτολογικού τύπου στοιχεία. Το διαβόητο σακάκι του Γιάνη, η ροζ γραβάτα που αρνείται να φορέσει ο Αλέξης, εμπλουτισμένα με φολκ στοιχεία λαϊκής κατανάλωσης α λα “what is kefi”: Οι ξένοι που μαθαίνουν να τρώνε τζατζίκι, μια στιγμή κεφιού που “αυτό είναι το ένα πράγμα που δε μπορούν να μας πάρουν”, υπό την μουσική υπόκρουση μιας “greek meraki” σύνθεσης του Αλεξάντερ Ντεσπλά.
Όμως το όλο εγχείρημα ζωντανεύει πραγματικά μόνο όταν, περιέργως, μοιάζει πεζό και πληκτικό. Οι αδιανόητες διαδικασίες στο βάθος των θεσμικά ακαθόριστων Θεσμών αποτελούν ένα θέαμα περίεργα καθηλωτικό, με τον “Γιάνη” να τρακάρει στο ένα αδιέξοδο μετά το άλλο και ανθρώπους να του λένε κυριολεκτικά ένα πράγμα μπροστά του κι ένα άλλο την ακριβώς επόμενη στιγμή. Είναι πρόχειρου στησίματος “Brazil” της πολιτικής μας επικαιρότητας. Του οποίου μάλιστα το αποκορύφωμα έρχεται σε μια χοροθεατρική αποχώρηση την οποία δε θα περιγράψουμε γιατί αξίζει να τη βιώσει κανείς χωρίς να ξέρει τι ακριβώς έρχεται- είναι μια στιγμή ελευθερίας σε σχέση με το βιβλίο τόσο στυλιστικά απρόσμενη σε σχέση με το υπόλοιπο φιλμ που μας κάνει να ευχόμαστε να άφηνε πίσω του πιο συχνά το κυριολεκτικό του υπόβαθρο.
Ως έχουν, οι “Ενήλικοι στο Δωμάτιο” θα παραμείνουν ως ένα κάποιο -ελεγχόμενο- ντοκουμέντο της κρίσης, που ενδεχομένως και κατά λάθος, να εντόπισε κάτι αληθινό στον διαδικαστικό εφιάλτη της εποχής, μια τραγική σάτιρα πάνω στην αποσύνδεσης της εξουσίας όχι μόνο από τους εξουσιαζόμενους, αλλά και από τους ίδιους τους εξουσιαστές.