Θεσσαλονίκη 2016: Ο χρόνος δεν περνά, στο «Istanbul Story» της Φωτεινής Σισκοπούλου

Θεσσαλονίκη 2016: Ο χρόνος δεν περνά, στο «Istanbul Story» της Φωτεινής Σισκοπούλου

To «τι ήμασταν και τι γενήκαμε» των Ελλήνων της Πόλης, σε μια όμορφη αλλά ανοικονόμητη και στερεοτυπική σύγχρονη εκδοχή ρομάντζου (Pics+Vid)

Η επιθυμία είναι εμφανής σε κάθε πλάνο του «Istanbul Story» της Φωτεινής Σισκοπούλου που, έντεκα χρόνια μετά τη «Rakushka», επανέρχεται με μια ταινία ελληνοτουρκική, τόσο ως παραγωγή, όσο κι ως περιεχόμενο. Αυτή είναι η ιστορία της Κάτιας που, έχοντας μόλις χάσει τη μητέρα της, πηγαίνει στην Ιστανμπούλ για ν’ αναζητήσει την εκεί περιουσία της οικογένειάς της. Γνωρίζει έναν όμορφο και μαχητικό δικηγόρο, γνωρίζει την Πόλη, γνωρίζει μυστικά από το παρελθόν της μαμάς της και αλήθειες για το διωγμό του 1965. Εμείς, την ίδια ώρα, γνωρίζουμε τι θα ήθελε να έχει πετύχει η Σισκοπούλου.

Το «Istanbul Story» ήθελε να γίνει ένα πυκνό ρομαντικό δράμα, μια ιστορία που συνδέει το τώρα με το τότε. Περιπλανώμενη στους δρόμους, τα καλντερίμια και τις αυλές της Κωνσταντινούπολης και της Πριγκήπου, η Κάτια φέρνει στο βλέμμα της νοσταλγική αχλή, καθώς χαϊδεύει, με τα χέρια ή και με τα μάτια, τοίχους, πέτρες, φύλλα, ψηφίδες του δικού της, αλλά και του συλλογικού παρελθόντος των Ελλήνων της Πόλης. Ευτυχώς η Σισκοπούλου αποφεύγει τα της «Μεγάλης Ιδέας», όμως ο χειρισμός του θέματος της, τότε, ελληνοτουρκικής συνύπαρξης έχει τη δική του δόση απλοϊκότητας κι ελαφράς υπεροψίας.

 

Ασφαλώς επιθυμία της ταινίας θα ήταν να έχει μεγαλύτερο budget: το οδοιπορικό στην Ιστανμπούλ και τα τουρκικά παράλια έχει ομορφιά, έχει ενδιαφέροντα καδραρίσματα και μια γοητεία που ξεπερνά το τουριστικό, αλλά προδίδεται συχνά από την παραγωγή της, παρότι το φυσικό ντεκόρ όπου γυρίζεται, δρόμοι και σπίτια, ξεχειλίζουν από ρημαγμένη ομορφιά. Με τον ίδιο τρόπο, η καλλιτεχνική διεύθυνση, οι αισθητικές επιλογές, τα ρούχα, στήνουν ιστορίες και ήρωες βγαλμένους από Αρλεκιν, χωρίς στιλ ή πειστικότητα.

Ως κεντρική ηρωίδα, η Μυρτώ Αλικάκη έχει, όπως πάντα στη μεγάλη οθόνη, μια δική της δύναμη και φυσικότητα που δίνει στην ταινία και την ώθηση που δεν της δίνει το σενάριό της, παρότι είναι «καμουφλαρισμένη» σ’ ένα look που παραπέμπει σε Μαρία Εκμεκτσίογλου. Ωστόσο, είναι μια ηρωίδα στερεοτυπική, που της λείπουν οι αλήθειες. Από τη μια, η χρονική συνοχή φέρνει μια αμηχανία: η ταινία κυλά στο παρόν, κρίνοντας από τα κινητά τηλέφωνα, τα περαστικά αυτοκίνητα, κι όμως η Κάτια έφυγε από την Πόλη το ’65, έχοντας ήδη πάει σχολείο εκεί – οπότε είτε η Μυρτώ Αλικάκη χρησιμοποιεί εξαιρετικές κρέμες προσώπου, είτε η ηλικιακή επιλογή είναι ελαφρώς καταχρηστική. Επειτα, το φιλμ δεν κάνει το τόλμημα να βάλει τους ήρωές της να μιλούν στα τουρκικά, παρότι η Κάτια έχει μεγαλώσει εκεί, αλλά μιλούν όλοι στ’ αγγλικά, αυτά τα αγγλικά της ελληνικής συμπαραγωγής που θέλει να διαχυθεί και στο εξωτερικό, που δυσκολεύουν τους ήρωες να γίνουν πειστικοί.

 

Επιπλέον, η Κάτια της ταινίας έχει χαρακτηριστικά, αλλά όχι χαρακτήρα: εκτός από την αναζήτηση του παρελθόντος της μητέρας της και το δικό της, είναι μια damsel in distress, μια ηρωίδα μονοδιάστατη, δε γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτήν, παρά ότι τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της είναι πάντα καλοχτενισμένα κι ότι είναι σε διαρκή ετοιμότητα να βουρκώσει. Ούτε, όμως κι οι υπόλοιποι ήρωες της ταινίας υπερβαίνουν το σχηματικό, ούτε καν η νεαρή φωτορεπόρτερ Νουρ, με αφορμή την οποία η Σισκοπούλου ξεκινά, κάπου στη μέση της ταινίας, να κάνει ένα σχόλιο για τη σύγχρονη Τουρκία, τη μισαλλοδοξία της και τη θέση της γυναίκας, αλλά γρήγορα το ξεχνά και το αφήνει ημιτελές.

 

Κυρίως, όμως, το «Istanbul Story», ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, στην εσωτερική αναζήτηση και τα εμβόλιμα στοιχεία μυστηρίου, μεταξύ πραγματικότητας και στιγμών ονειρικών, συνεχίζει και συνεχίζει, με σκηνές μεγάλες και φλύαρες, με πλοκή που στριφογυρίζει και σταματημό δεν έχει, ξεπερνώντας κατά πολύ τη χρήσιμη διάρκειά του, φτάνοντας στις τρεις ώρες. Πράγμα που θα προσφέρονταν για μια τηλεοπτική μίνι σειρά, μόνο που θα έλειπε το σασπένς από το ένα επεισόδιο στο άλλο. Κι έτσι εκείνο που μένει είναι οι εμφανείς επιθυμίες κι οι φραγμοί τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΟ FLIX

Ο Ραμί Μαλέκ θα υποδυθεί τελικά τον Φρέντι Μέρκιουρι των Queen
Η Μέριλ Στριπ θα παραλάβει το Βραβείο Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ στις Χρυσές Σφαίρες!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα