Το άβολο ρομάντζο του “Πίτσα Γλυκόριζα” κρυφοκοιτάζει πίσω από το Αμερικάνικο Όνειρο
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 06 Ιανουαρίου 2022 07:21
Καμία ταινία πέρα από το σταθερά πια στο #1 “Spider-Man: No Way Home” δεν μοιάζει να μπορεί αυτό το διάστημα να φέρει κόσμο στις αίθουσες κι είναι και λογικό κιόλας. Το εν δυνάμει κοινό του “Σμύρνη Μου Αγαπημένη” οπωσδήποτε το σκέφτεται πολύ περισσότερο πριν πάει σινεμά σε σχέση με εκείνο -το σαφώς νεότερο- της Marvel, ενώ για τις μικρότερου βεληνεκούς παραγωγές ούτε λόγος να γίνεται. (Ο “Οίκος Gucci” θα φρενάρει λίγο πριν τα 100.000 εισιτήρια κι αυτό είναι ένας κάποιος θρίαμβος αναλογικά με την υπόλοιπη κατάσταση.)
Πλήγμα δέχονται κι οι παραδοσιακά «οικογενειακές» ταινίες, με τις οικογένειες να προτιμούν κάποιον άλλο τύπο διασκέδασης. Το σίκουελ “Τραγούδα! 2” τα πάει καλά αλλά πουθενά κοντά στην τεράστια είσπραξη του ορίτζιναλ πριν 5 χρόνια, που σχεδόν έφτασε τις 200.000. Οι δε ανεξάρτητες προτάσεις που πλασάρονται ως ταινίες για όλη την οικογένεια, δεν έχουν δυστυχώς στον ήλιο μοίρα: Και τα δύο έξοχα φιλμ της περασμένης εβδομάδας (“Μικρή Μαμά” της Σελίν Σιαμά, “Που Κρύβεται η Άννα Φρανκ”) μάζεψαν μαζί γύρω στους 500 θεατές.
Τα ερωτήματα τώρα είναι αν άλλη εμπορική πρόταση (όπως το “King’s Man” αυτής της εβδομάδας) θα μπορέσει να παίξει σε υψηλά επίπεδα, αλλά και τι είδους «πόδια» θα έχει η “Σμύρνη”. Στο μεταξύ, κάπου μακριά από εμάς, στην Αμερική, το Φεστιβάλ Σάντανς μεταφέρεται ξανά σε μόνο ονλάιν έκδοση, υποκύπτοντας στο κύμα της Όμικρον. Επόμενο θύμα λογικά το Βερολίνο – σε αυτό το κλίμα, η αμηχανία των διανομέων είναι απολύτως λογική. Παρόλαυτά, έχουμε δύο σημαντικές κυκλοφορίες αυτή την εβδομάδα.
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Πίτσα Γλυκόριζα
(“Licorice Pizza”, Πολ Τόμας Άντερσον, 2ω13λ)
3.5 / 5
Ο Πολ Τόμας Άντερσον συνεχίζει στη διαδρομή των πιο αεράτων ταινιών του δεύτερου μισού της καριέρας του. Ίσως η λέξη «ανάλαφρη» να μην είναι σωστή για όλες τους, αν και οπωσδήποτε η “Αόρατη Κλωστή” ήταν απολύτως ανάλαφρη ως προς το κινηματογραφικό της άγγιγμα. Σε κάθε περίπτωση, αυτός συνεχίζει να είναι ένας Άντερσον που δεν μοιάζει στιγμή αγχωμένος, είτε σκηνοθετεί ένα νεο-νουάρ σαν το “Inherent Vice”, είτε ένα ερωτικό δράμα εποχής σαν την “Κλωστή”.
Η “Πίτσα Γλυκόριζα” τον συναντά σε μια στιγμή όπου η κατασκευαστική και αφηγηματική του δεινότητα έχουν ήδη φτάσει σε ένα απόγειο. Έτσι ώστε να μπορεί μέσα σε μια διάρκεια 2-και-λίγο ωρών, και χωρίς ποτέ η αφήγησή του να κάνει κοιλιά ή να μοιάζει αποσπασματική, να συμπτύξει μια γλυκόπικρη αποδόμηση της αμερικάνικης φαντασίωσης σε μορφή απρόσμενης ρομαντικής κομεντί ενηλικίωσης. Το κάνει με τρομερή χάρη, με τα επεισόδια να κυλάνε το ένα μες στο άλλο, χαρακτήρες να φεύγουν και να επανέρχονται ακριβώς με το ρυθμό και την απόσταση που πρέπει, και με την κάμερα του Άντερσον να μην χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της για τα πρόσωπά τους, τις αντιδράσεις τους.
Αυτό ακριβώς το αφηγηματικό flow στην απεικόνιση μιας σχέσης διαρκώς μετακινούμενης δυναμικής ισχύος, είναι που έκανε την “Αόρατη Κλωστή” τόσο λαχταριστό θέαμα, με μια απόλυτη ισορροπία χιούμορ, πάθους και φόβου. Εδώ τα πράγματα είναι σαφώς λιγότερο έντονα όμως η μαεστρία του Άντερον ως κατασκευαστή αφηγήσεων είναι αντίστοιχα έκδηλη. Η ιστορία του έφηβου Γκάρι και της μεγαλύτερής του Αλάνα, της φιλίας, των επίμονων φλερτ και της πολυεπίπεδης δυναμικής τους, ξεδιπλώνεται στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ του 1973 μέσα από μια σειρά επεισοδίων-κόλπων, καθώς οι δυο τουςπροσπαθούν να πιάσουν την καλή, προσπαθούν να πετύχουν.
Τι σημαίνει επιτυχία σε μια Αμερική όπου καριέρα κάνουν τύποι σαν τον Τζον Πίτερς (που παίζει ξεκαρδιστικά και ιδιοφυώς ο Μπράντλεϊ Κούπερ στο πιο αστείο κομμάτι της ταινίας); Ο Γκάρι κι η Αλάνα αλληλοεντυπωσιάζονται και αλληλοσυμπαρασύρονται καθώς προσπαθούν να πιάσουν την καλή, να σκαρώσουν διαρκώς το επόμενο κόλπο, να βρουν την επόμενη κερδοφόρα ιδέα την ώρα που διαπραγματεύονται την θέση τους σε μια Αμερική πολιτική αβέβαιη, έτοιμη να παραδώσει την όποια της αθωότητα στα χρόνια που έρχονται. Στις τηλεοράσεις, ο Νίξον. Στους δρόμους, η κρίση. Στο φόντο, το Βιετνάμ. Στα περιθώρια αυτής της κεντημένης νοσταλγίας, βρίσκεται κάτι σκοτεινό έτοιμο να δραπετεύσει.
Ο Άντερσον, συνεπής απέναντι στο είδος της προσωπικής (κι όχι χολιγουντιανά κατασκευασμένης) νοσταλγίας που υπηρετεί, φτιάχνει μια ιστορία με υλικά μέσα από το ολόδικό του, προσωπικό σύμπαν. Ο Γκάρι είναι βασισμένος στον Γκάρι Γκέτσμαν, παραγωγό ταινιών, φίλο του σκηνοθέτη και πάλαι ποτέ συνεργάτη του θρυλικού Τζόναθαν Ντέμι (“Stop Making Sense”, “Φιλαδέλφεια”) που ήταν πάντα το μεγάλο είδωλο του Άντερσον. Πρωταγωνιστεί ο Κούπερ Χόφμαν, γιος του πρόωρα χαμένους πρωταγωνιστή του σκηνοθέτη, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Υπάρχουν εκφράσεις του μικρού Κούπερ που θυμίζουν τόσο φυσικά τον πατέρα του που μπορούν να μας κάνουν να κλάψουμε.
Στο ρόλο της Αλάνα, η φανταστική Αλάνα Χάιμ, μέλος της μπάντας Haim που είναι οικογενειακές φίλες του Άντερσον, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει πολλά -υπέροχα- βιντεοκλίπ τους. (Τις αδερφές της Αλάνα στην ταινία παίζουν οι άλλες δύο Haim, αλλά αυτό θα το μαντέψατε ήδη.) Ακόμα και στις λεπτομέρειες, τα πάντα μοιάζουν με εσωτερικές αναφορές. Από μικρά κομμάτια της ιστορίας που είναι ξεκάθαρα διηγήσεις που ο Άντερσον κάποτε άκουσε από κάποιον φίλο του στο Χόλιγουντ, μέχρι λεπτομέρειες του κάστινγκ. (Ναι, αυτός ο κύριος Ντι Κάπριο που παίζει τον πωλητή στρωμάτων νερού, φυσικά και είναι ο πατέρας του Λεονάρντο.)
Τα πάντα εδώ έχουν την υφή ενός παρεϊστικου στόρι που ώριμοι κάποιοι φίλοι ή και ίσως εραστές λένε μεταξύ τους αναπολώντας, αλλά και μη χάνοντας την αίσθηση του τι κρυβόταν πίσω από την αθώα τους αφέλεια. Ίσως μέσα σε αυτό το προστατευμένο πλαίσιο να εξηγείται πώς η ταινία σε σημεία πήρε κάποιες αληθινά ανεξήγητες κατευθύνσεις: Το κεντρικό μη-ρομάντζο (αλλά μη γελιόμαστε, φυσικά και είναι ρομάντζο) του φιλμ είναι αληθινά άβολο και δεν εξυπηρετεί πραγματικά κάπου παρά στο να υποσκάπτει την σοβαρότητα της κεντρικής ηρωίδας. Είναι κρίμα γιατί ο τρόπος που σκιαγραφείται αυτή η περίεργη σχέση αλληλοεξάρτησης της Αλάνα με τον Γκάρι έχει αληθινή βάση. Μπλέκονται μέσα αισθήματα ελέγχου, εμμονής, αυτοεπιβεβαίωσης και -ναι- συναισθήματος, σε ένα είδος συναρπαστικά πολύπλοκου και επίπονα ανθρώπινου δεσμού που δε συναντάμε τόσο συχνά στο σινεμά όσο στη ζωή – και που δυστυχώς προδίδεται στο φινάλε. (Όσο για ένα πραγματικά αψυχολόγητο ρατσιστικό γκαγκ που μυστηριωδώς επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά στο φιλμ, θα το αφήσουμε ασχολίαστο.)
Παρά τους λάθους υπολογισμούς ως προς την έκβαση και τον τόνο σε κομβικά σημεία, είναι μια ταινία δύσκολο να μη τη θαυμάσεις ή να μη σε πάρει μαζί της. Ακόμα και μες στις αντιφάσεις της. Είναι πλήρως μια αγορίστικη φαντασίωση, αλλού ανεξέλεγκτη, αλλού -σε κοινωνικό επίπεδο- έχοντας πλήρη συναίσθηση του ρόλου της ως φαντασίωση. Είναι μια παρεϊστική εξιστόρηση μιας γλυκόπικρης ενηλικίωσης σε μια Αμερική όπου τελικά η μόνη επιτυχία -η μόνη φαντασίωση- είναι η υπόσχεση της επόμενης.
Ο Άνθρωπος του Βασιλιά: Το Ξεκίνημα
(“The King’s Man”, Μάθιου Βον, 2ω10λ)
2 / 5
Σε αυτό το πρίκουελ-ιστορία προέλευσης της οργάνωσης Kingsman, μερικοί από τους χειρότερους τύραννους και μεγαλύτερες εγκληματικές διάνοιες της σύγχρονης Ιστορίας συνεργάζονται για να πετύχουν έναν πόλεμο που θα σβήσει εκατομμύρια από τον χάρτη. Ένας άντρας τρέχει ενάντια στο χρόνο για να τους σταματήσει. Στο ρόλο ο Ρέιφ Φάινς που παίρνει τα ηνία του franchise σε αυτή την απρόσμενη στροφή, τόσο στον χρόνο (εξελίσσεται στον Α’ Παγκόσμια) όσο και στο στυλ.
Αποφεύγοντας το νιχιλιστικό κιτς των δύο προγενέστερων κατασκοπικών περιπετειών, ο σκηνοθέτης Μάθιου Βον επιστρέφει έχοντας όμως κατά νου κάτι αρκετά πιο στυλάτο. Εδώ η χαρακτηριστικά κομιξική δράση του franchise λειτουργεί καλύτερα, ως αντίθεση με το περιβάλλον του στόρι. Δυστυχώς όσο κι αν η περιπέτεια κυλάει εξαιρετικά, ο αντιδραστικός συντηρητισμός της σειράς όχι απλώς επιστρέφει αλλά είναι και εντονότερος από τα προηγούμενα φιλμ κάνοντας τη θέση οριακά δυσάρεστη.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.