Το “Παιχνίδι με τη Φωτιά” είναι η διασκευή Μουρακάμι που ξεσήκωσε τις Κάννες
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η Κορεάτικη διασκευή Μουρακάμι που ενθουσίασε τη διεθνή κριτική και μια δραματική επιστροφή Τζούλια Ρόμπερτς με ένα βαρύ οικογενειακό δράμα.
- 10 Ιανουαρίου 2019 11:37
Το “Favourite” του Λάνθιμου μάζεψε μια ντουζίνα υποψηφιότητες στα βρετανικά BAFTA όπου έχει λογικά και τις περισσότερες πιθανότητες για μεγάλες νίκες μιας και τα Όσκαρ λογικά θα παιχτούν κάπου ανάμεσα σε “Ρόμα”, “Πράσινο Βιβλίο” και “Ένα Αστέρι Γεννιέται” στις μεγάλες κατηγορίες. Είναι μια περίεργη οσκαρική χρονιά, που την έκαναν ακόμα πιο περίεργη οι Χρυσές Σφαίρες, οπότε μέχρι να δούμε τις υποψηφιότητες δεν προδικάζουμε τίποτα. Το μόνο σίγουρο είναι πως στις 10 Φεβρουαρίου στα BAFTA μπορούμε να ποντάρουμε σε μια πολύ δυνατή εμφάνιση της ταινίας του Λάνθιμου, που θα φανεί τι επίδραση θα έχει στα Όσκαρ.
Το “Favourite” βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 7 Φεβρουαρίου- αναπάντεχα καλό timing τελικά.
Και στο μεταξύ, τα Όσκαρ επισήμως θα προχωρήσουν δίχως κεντρικό παρουσιαστή. Αυτό από μόνο του, θα έχει ενδιαφέρον.
Το Παιχνίδι με τη Φωτιά
*****
(“Beoning / Burning”, Λι Τσανγκ-ντονγκ, 2ω28λ)
Καστ: Γιου Αχ-ιν, Στιβεν Γιουν, Τζουν Τζονγκ-σέο
Η προηγούμενη ταινία του Λι Τσανγκ-ντονγκ: To φανταστικό ‘Poetry’ 8 χρόνια πριν, για το οποίο είχε κερδίσει και βραβείο σεναρίου στις Κάννες.
H καινούρια: Διασκευή ενός σύντομου διηγήματος του Μουρακάμι με τίτλο ‘Barn Burning’, για έναν άντρα που έχει το περίεργο συνήθειο μία στο τόσο να βάζει φωτιά σε στάβλους και να τους βλέπει να καίγονται. Αυτό το παιχνίδι ψυχολογικής ισχύος είναι δομημένο ως ένα περίεργο ερωτικό τρίγωνο, για έναν άντρα που βλέπει το κορίτσι που του αρέσει να επιστρέφει από ένα της ταξίδι με έναν νέο φίλο (“μόνο φίλο!”) πριν μια εξαφάνιση αλλάξει τα δεδομένα.
Και πώς είναι: Είναι ένα βραδυφλεγές, επιβλητικό δράμα με μερικές από τις εντυπωσιακότερες εικόνες που θα δούμε φέτος στη μεγάλη οθόνη. Σε πρώτη ματιά η τριών προσώπων σύνθεση που προσφέρει είναι αρκετά γνώριμη: Αγόρι ερωτεύεται κορίτσι, κορίτσι επιστρέφει από διακοπές στην Αφρική παρέα με άλλο αγόρι με το οποίο είναι ‘μόνο φίλοι’ και το οποίο είναι πιο πλούσιο alpha male από το αρχικό αγόρι της ιστορίας, alpha αγόρι λέει συνωμοτικά στο beta αγόρι ότι του αρέσει να καίει θερμοκήπια. Καθημερινά πράγματα.
Διασκευάζοντας ένα αφαιρετικό, σύντομο διήγημα, ο Λι Τσανγκ-ντονγκ παίρνει σύμβολα και ιδέες προβάλλοντές τες σε ένα δυομισάωρο ψυχολογικό έπος συγκλονιστικά σκηνοθετημένο (αν αναζητά κανείς την καλύτερη magic hour σκηνή τσιγαριλικιού της χρονιάς, αυτό είναι ένα βραβείο που ήδη μπορούμε να το απονείμουμε) που αφήνει τους χαρακτήρες να αναπτύξουν στο τεράστιο εύρος του κάδρου όλα τα πάθη και τις ανασφάλειές τους, σε μια ιστορία που εξερευνά τα αυτοκαταστροφικά βάθη στα οποία μπορεί εύκολα να αφήσει κανείς τον εαυτό του να χαθεί μέσα από εμμονικές διαδικασίες απόδειξης μιας κάποιας ανούσιας ανωτερότητας.
Για δυόμιση πανέμορφες ώρες, τρεις και μόνον ηθοποιοί κρατούν αναπόσπαστο το ενδιαφέρον μας, με τον σκηνοθέτη να καδράρει επιβλητικά την παραμικρή έκφραση της ψυχολογίας τους, μέσα από λέξεις, βλέμματα, χασμουρητά, κινήσεις, τα μικρότερα των μικρών πραγμάτων. Υπάρχουν πραγματικές λεπτομέρειες που μήνες μετά την πρώτη θέαση της ταινίας δεν εξαφανίζονται με τίποτα από μέσα σου: Ένα τόσο-όσο χασμουρητό του πλούσιου Μπεν μπορεί να επιφέρει σεισμικές αλλαγές ισχύος ανάμεσα στα μέλη αυτού του τριγώνου. Σε μια άλλη σκηνή θα περιγράψει το να είσαι πλούσιος ως τη δυνατότητα του να «ακούς μουσική ενώ μαγειρεύεις μακαρόνια» με μια χαλαρή, εξοργιστική ανωτερότητα που δεν γίνεται ποτέ απωθητική- ο Στίβεν Γιουν (ο Γκλεν του “Walking Dead”) παραδίδει στο ρόλο πραγματικά μια από τις ερμηνείες της χρονιάς.
Ο Λι Τσανγκ-ντονγκ μετατρέπει με διακριτικό τρόπο και χωρίς καν να έχει ριζοσπαστική διάθεση, μια ελαφρώς κλισέ τριγωνική σύνθεση (όπου το μοιραίο θηλυκό καταλήγει κομπάρσος στην ιστορία της, ξεσηκώνοντας πάθη απλώς και μόνο επειδή έχει το θράσος να υπάρχει ως ερωτικό πλάσμα) σε μια αληθινά σπουδαία μελέτη συμπεριφορών και δυναμικών ανάμεσα στα φύλα αλλά και ανάμεσα στις αντρικές συμπεριφορές, δίνοντας σαφή λόγο και κατεύθυνση στην ηρωίδα και μετατρέποντάς την σε κεντρική φιγούρα ακόμα κι όταν απουσιάζει.
Ο Γιονγκσού κι η Χαεμί, το ας πούμε ορίτζιναλ ζευγάρι της ιστορίας, κατάγονται από την ίδια πόλη, έχουν κοινό παρελθόν και πιο φτωχές ρίζες, μια ιδέα αρκετά ισχυρή ειδικά στο αρχικό μέρος της ταινίας μέχρι και την έξαφνη εισβολή του Μπεν που ταράζει τις ισορροπίες. Η ταξική διάσταση της όλης έντασης κάπως ξεχνιέται στη διαδρομή κι αυτό είναι ίσως το πιο ουσιαστικό πρόβλημα του φιλμ, όμως ακόμα κι οι αδυναμίες αυτής της ταινίας-οδοστρωτήρα ωχριούν μπροστά σε αυτό που ο σκηνοθέτης αναδεικνύει μέσα από τα στοιχειωδέστερα των υλικών. Τελικά, το μόνο που χρειάζεται για να κάνεις μια ταινία είναι τρεις άνθρωποι και οι ανασφάλειές τους.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η σεκάνς που οι τρεις πρωταγωνιστές καπνίζουν στο ηλιοβασίλεμα δεν είναι απλά η ομορφότερη της ταινίας, αλλά και το κλειδί σε όλη της την ανάγνωση. Βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά του φιλμ, ισορροπεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το μεταφυσικό και το ρεαλιστικό, με ανθρώπους-φαντάσματα να αφήνονται για πρώτη και μοναδική φορά σε όλο το φιλμ να νιώσουν, να αισθανθούν, να υπάρξουν ακριβώς με τους όρους που επιθυμούν. Στη συνέντευξή μας με τον σκηνοθέτη Λι Τσανγκ-ντονγκ, μας εξήγησε περισσότερα για το πώς γυρίστηκε αυτή η μαγική σκηνή.
Επίσης προβάλλονται
Η Επιστροφή του Μπεν
*****
(“Ben is Back”, Πίτερ Χέτζες, 1ω43λ)
Ένας εξαρτημένος έφηβος φεύγει νωρίτερα από ό,τι πρέπει από το κέντρο αποτοξίνωσης ώστε να περάσει Χριστούγεννα με την οικογένειά του. Αρχικά οι δικοί του τον αντιμετωπίζουν με δισταγμό κι αμηχανία και σύντομα τα πράγματα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο, καθώς οι ανοιχτοί λογαριασμοί του με έναν ντόπιο ντίλερ θα φτάσουν σε ένα κρεσέντο πόνου. Αρκετά διδακτικό σε τόνο, αυτό το δυσάρεστο οικογενειακό δράμα πάσχει στην πραγματικότητα κυρίως από το πόσο εξωφρενικά μοιάζουν τα πάντα σε αυτό. Μετά τις σκηνές της επανένωσης της οικογένειας στην πρώτη πράξη του φιλμ, οι οποίες ούτως ή άλλως φαίνονται σε σημεία απάνθρωπες απέναντι στο νεαρό χαρακτήρα (μεγάλο ρόλο παίζει και το εντελώς στεγνό στυλ ψηφιακής κινηματογράφησης), το ένα ακραίο συμβάν διαδέχεται το άλλο.
Ο Λούκας Χέτζες, από τα πολύ δυνατά ταλέντα του αμερικάνικου σινεμά αυτή τη στιγμή, προσπαθεί όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν να προσγειώσει την ταινία τραβώντας μια ευθεία γραμμή διαμέσου της με τη στιβαρή του ερμηνεία, ενώ η Τζούλια Ρόμπερτς γεμίζει όλα τα υπόλοιπα κενά με μια υπολογισμένη αλλά και πάλι αρκετά large ερμηνεία. (Αξίζει να την δείτε στο καλογυρισμένο τηλεοπτικό “Homecoming” του Amazon Prime Video: Σκεφτόμουν στη διάρκεια του “Μπεν” πως το “Homecoming” θα έπρεπε να είναι ταινία και ο “Μπεν” ίσως να σωζόταν αν είχε φτιαχτεί ως δραματική μίνι σειρά.)
Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο
*****
(“La nuit a dévoré le monde / The Night Eats the World”, Ντομινίκ Ροσέρ, 1ω33λ)
Η ζωή μετά την ζόμπι Αποκάλυψη. Δεν είναι η πρώτη φορά που κανείς είχε την ιδέα του να αναρωτηθεί τι συμβαίνει ‘μετά τους τίτλους τέλους’ μιας ζόμπι ταινίας, αλλά ο Ροσέρ το οδηγεί στα ανθρωπιστικά άκρα. Η ταινία δεν ενδιαφέρεται ούτε για μυθολογία, ούτε για δράση, ούτε για τρόμο, παρά αφήνει τον μοναχικό ήρώα της σε ένα διαμέρισμα κάπου εκεί μετά το τέλος του κόσμου, παρατηρώντας τον. Αυτή η “Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Ζομπιού” προσέγγιση δεν είναι δίχως ενδιαφέρον, καθώς ο ήρωας (τον παίζει ο Αντερς Ντάνιελσεν Λι που πρόσφατα είδαμε ως Μπρέιβικ στο φρικτό “22 Ιουλίου” του Πολ Γκρίνγκρας) κυκλοφορεί από δωμάτιο σε δωμάτιο (…της ανθρώπινης κατάστασης…) προσπαθώντας να βρει νόημα. Εμφανίζεται κι ο Ντενί Λαβάντ σε έναν ακόμα χαρακτηριστικότατό του ρόλο ‘που κλέβει την ταινία’.
Η Στολή του Λοχαγού
*****
(“Der Hauptmann / The Captain”, Ρόμπερτ Σβέντκε, 1ω58λ)
Λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την ήττα των Ναζί πια να έρχεται καθαρά, ένας 19χρονος στρατιώτης που προσπαθεί να επιβιώσει, θα βρεθεί τυχαία μέσα σε ένα στρατιωτικό όχημα και θα φορέσει μια παρατημένη στολή υψηλόβαθμου στελέχους των Ναζί. Καθώς αρχικά προσποιείται την ταυτότητα του άντρα του οποίου τη στολή φοράει, σταδιακά θα γίνει ένα με την ίδια του την ιδέα, διαπράττοντας σειρά φρικτών εγκλημάτων. Ενδιαφέρον ως ερώτημα πάνω στο τι καθορίζει την ταυτότητά μας και το πού μπορεί να μας οδηγεί το ένστικτο της επιβίωσης, η ταινία είναι κατά τα άλλα σχετικά επίπεδη και δραματουργικά μονότονη. Η ανασύσταση της εποχής της δίνει ένα αναμφίβολο στοιχείο σημασίας ιδιαίτερα για θεατές που ενδιαφέρονται για ιστορίες της εποχής. Σκηνοθετεί ο Ρόμπερτ Σβέντκε που κάνει ό,τι μπορεί για να επιστρέψει στις καλλιτεχνικές ρίζες του μετά από μια καταστροφική χολιγουντιανή περίοδο (που ξεκίνησε με το “Flightplan” και περιλαμβάνει κάκιστες δουλειές σαν το “R.I.P.D” και τα πλήρως ασήμαντα σίκουελ της τριλογίας της “Απόκλισης”, ενώ ετοιμάζεται κι ένα spin-off του “G.I. Joe”), αλλά ίσως να προσπαθεί και κάπως υπερβολικά.
Στο Σώμα της (Ζαχαρίας Μαυροειδής, 1ω25λ). Ελληνικό ντοκιμαντέρ για τις “δεκαπεντίστριες”, γηραιές κατοίκους της Σαντορίνης που κάθε Αύγουστο προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως των νεκρών και υπέρ υγείας των ζωντανών. Προβάλλεται Σάββατο 12 Ιανουαρίου στην Ταινιοθήκη στις 5. Μετά την προβολή ακολουθεί συζήτηση με τον σκηνοθέτη και τους καλεσμένους Εύα Στεφανή και Άγγελο Φραντζή.
Παίζεται ακόμα
Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.
Το Βαποράκι
*****
(“The Mule”, Κλιντ Ίστγουντ, 1ω56λ)
Ένας 90χρονος κηπουρός με οικονομικά προβλήματα αρχίζει να εκτελεί μεταφορές με το αμάξι του διαμέσου του Ιλινόις, κάτι που αποδεικνύεται πως είναι υπηρεσία για τα μεξικάνικα καρτέλ, και σύντομα γίνεται στόχος του FBI. Η διαδρομή του ήρωα του Ίστγουντ -του εαυτού του δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό- είναι χαμηλών τόνων, εσωτερική, και ειλικρινής. Στα 88 του, δε μοιάζει γκρινιάρης συντηρητικός, παρά ακόμα και μέσα από μια σχηματική ακολουθία γεγονότων, έρχεται αντιμέτωπος με τις προκαταλήψεις και με το προνόμιό του, συλλογίζεται ποια είναι η Αμερική που αλλάζει και τι έχει αυτός να πει γι’αυτήν, και ακόμα δίψα για ζωή, για εμπειρίες, για έρωτα (οι ερωτικές σκηνές -ω ναι, υπάρχουν- είναι με τον τρόπο τους αστείες και γλυκές ταυτόχρονα).