“Το Θαύμα”: Πώς γυρίστηκε ένα επικό αστυνομικό δίπτυχο back to back στα Βαλκάνια
Δεν γυρίζονται μόνο στο Χόλιγουντ δύο-δύο οι ταινίες. Ο Μπόγκνταν Γκεόργκε Απέτρι μιλά στο NEWS 24/7 για το πώς η πόλη του ενέπνευσε μια τριλογία αστυνομικών ταινιών τις οποίες γύριζε ταυτόχρονα.
- 02 Ιουνίου 2022 06:21
Μια μοναχή εξαφανίζεται από το μοναστήρι κι ένας αστυνομικός αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση. Μια φαινομενικά γνώριμη απόπειρα αστυνομικής αφήγησης, καταλήγει σε κάτι εντελώς ξεχωριστό στα χέρια του Μπόγκνταν Απέτρι.
Το “Θαύμα” είναι χωρισμένο σε δύο διακριτά μέρη τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο, όμως αυτό δεν είναι το μόνο αξιοσημείωτο στοιχείο αυτού του αστυνομικού φιλμ από τη Ρουμανία. Αποτελεί κάποιου τύπου συνέχεια (με την έννοια πως διαδραματίζεται στους ίδιους τόπους, μπροστά από ίδια σκηνικά) του φιλμ “Αγνώστων Στοιχείων” που είχε διαγωνιστεί πριν λίγα χρόνια στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Στη νέα ταινία το σασπένς χτίζεται με διαφορετικό τρόπο, όμως νιώθεις πράγματι πως το φιλμ είναι κομμάτι ενός ευρύτερου σύμπαντος– πάρα πολύ αληθινού μάλιστα. Είναι γεμάτο τοπικά στοιχεία, ιστορίες που μοιάζουν βιωματικές, και λεπτομέρειες από την καθημερινότητα της χώρας. Και, την ίδια στιγμή, μοιράζεται ζωτικό χώρο με μια άλλη ταινία, η οποία μάλιστα γυριζόταν ταυτόχρονα! Στα ίδια μέρη, με τα ίδια σκηνικά, με ίδιο καστ.
Καθώς αυτό το ΑπέτριVerse πρόκειται να αποκτήσει και τρίτο φιλμ κλείνοντας μια άτυπη τριλογία, το “Θαύμα” κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες. Κι εμείς μιλάμε με τον σκηνοθέτη, στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία, για την πρόκληση μιας τέτοιας παραγωγής αλλά και για την αναγκαιότητα του τοπικού χαρακτήρα στο σινεμά– και στη ζωή μας, γενικότερα.
Το “Θαύμα” γυρίστηκε ταυτόχρονα μαζί με το “Αγνώστων Στοιχείων”, την προηγούμενη ταινία σου, σωστά; Πώς ήταν αυτή η απόπειρα σε ένα τέτοιο επίπεδο παραγωγής;
Το πρακτικό του ζητήματος ήταν μια τρέλα. Είχαν τόσα κοινά στοιχεία οι δύο ταινίες που έβγαλε νόημα να τα γυρίσω ταυτόχρονα, αλλά ήταν τρελό. Είχαμε το ίδιο συνεργείο, κάποιους ίδιους ηθοποιούς, ακόμα και κάποια σκηνικά όπως το αστυνομικό τμήμα. Τι να έκανα, να το κατέστρεφα και να το ξανάφτιαχνα; Αλλά προγραμματιστικά ήταν τρελό γιατί γυρίζαμε δύο μέρες τη μία ταινία, μετά τρεις μέρες την άλλη, ξανά πίσω δυο μέρες την πρώτη, πήγε εναλλάξ όλο.
Δεν ήταν πρακτικά δύσκολο αλλά νοητικά, είχαμε δύο εντελώς διαφορετικές ταινίες, με διαφορετική δομή. Κάθε πρωί έπρεπε να θυμηθούμε, ποια ταινία γυρίζουμε; Η κάμερα πρέπει να κινείται με αυτό τον τρόπο, πρέπει να παίζουμε με αυτό το στυλ, κλπ.
Η δομή αυτής της ιστορίας έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η αφήγηση προκύπτει σε δύο διακριτά κεφάλαια. Πώς κατέληξες σε αυτή την ιδέα;
Η ιδέα για το Θαύμα ήρθε εξαρχής με αυτή τη δομή. Δε θα επέβαλα ποτέ σε καμία ταινία κάποια φιλοσοφική ιδέα εξωτερική. Δε θα σκεφτώ δηλαδή ποτέ «α, θα ήταν ενδιαφέρον να κάνω long takes», δεν κάνω ποτέ τέτοιες ερωτήσεις, πάντα κοιτάω την ταινία από μέσα και αναρωτιέμαι τι χρειάζεται αυτή η ιστορία, τι θα πω σε αυτή την ταινία; Και το γυρίζω αναλόγως.
Εδώ η δομή ήταν τέλεια για αυτή την ιστορία. Μιλάμε για την καλόγρια στο πρώτο μέρος και για τον επιθεωρητή στο δεύτερο, και τα δύο κεφάλαια συνδέονται βαθιά σε επίπεδο συναισθηματικό. Η φόρμα είχε συναίσθημα! Δεν φαντάζομαι δηλαδή αυτή την ταινία γυρισμένη με άλλο τρόπο. Γιατί ο χρόνος για μένα ήταν στην καρδιά της ταινίας, και το θαύμα στο τέλος ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με τον χρόνο. Οπότε ήθελα οι θεατές να νιώσουν το πέρασμα του χρόνου, με έναν ρεαλιστικό τρόπο.
Κι όταν έρχεται το θαύμα στο τέλος, και δεν ακολουθούμε τον ρεαλισμό πια, συνειδητοποιείς ότι όλη η αρχιτεκτονική του φιλμ καταρρέει. Μεταφέρεσαι αλλού. Οπότε ρωτάω πάντα αυτές τις ερωτήσεις μέσα από την ταινία. Ποτέ δεν αποφασίζω ότι «θέλω να κάνω κάτι “ενδιαφέρον”».
Σε συναρπάζουν οι πόλεις και η ιστορία τους;
Ναι γενικά. Έχω μεγάλη περιέργεια για την Ιστορία, πολλές φορές δεν κοιμάμαι τη νύχτα, διαβάζω βιβλία ή βλέπω ντοκιμαντέρ, με μεγάλο ενδιαφέρον. Συνήθως όταν κάνω κάποια ταινίες δεν βλέπω άλλες ταινίες επειδή δεν θέλω να με αποσπάσουν από την δική μου, θέλω να ζω στον fictional κόσμο μου. Αλλά θέλω να παίρνω ιδέες από τον δικό μας κόσμο –όχι από άλλες ταινίες– κι έτσι βλέπω ντοκιμαντέρ. Ξενυχτάω μετά το μοντάζ ας πούμε, βλέποντας ιστορικά κι επιστημονικά ντοκιμαντέρ.
Αλλά σε αυτή την ταινία ένιωσα και μια συναισθηματική σύνδεση, γιατί γυρίστηκε στην πόλη που γεννήθηκα. Μετακόμισα στη Νέα Υόρκη πριν 20 χρόνια, αλλά πάντα γυρνάω πίσω. Κάθε καλοκαίρι, και πολλούς χειμώνες. Η οικογένειά μου είναι εκεί, ξέρω τον κάθε δρόμο, την κάθε γωνία, ξέρω ακόμα όλους τους γείτονές μου, έχω συναισθηματική σύνδεση.
Κι όταν είμαι στη Νέα Υόρκη πάντα σκέφτομαι το σπίτι. Όταν όμως είμαι σπίτι, η Αμερική εξαφανίζεται. Δεν με νοιάζει πια η Αμερική. Ακόμα και τώρα, αν κάποιος μου πει κάτι έγινε στην Αμερική, το διαμέρισμά σου δεν υπάρχει πια, δε θα με τάραζε, γιατί ακόμα και 20 χρόνια είμαι ακόμα ρουμάνος, μέρος της μικρής μου πόλης.
Πάντα ήθελα να κάνω μια τριλογία στην πόλη μου, δεν ήξερα πώς και πού. Κάποια στιγμή μου ήρθε όταν ήμουν σε ένα αεροδρόμιο και την έγραψα σε μια χαρτοπετσέτα. Υπήρχαν κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο ταινίες και είπα ναι, αυτή είναι η τριλογία μου. Κι αφού τις συνέδεσα βρήκα ιδέα για την τρίτη ταινία, που γράφω τώρα. Άρα λοιπόν δεν είναι τόσο διανοητική η σύνδεση που κάνω με την ιστορία του τόπου, αλλά περισσότερο συναισθηματική. Μια σύνδεση με τον χώρο που μεγάλωσα και τον ξέρω σαν το πίσω μέρος της παλάμης μου.
Οι ιστορίες αυτές είναι από εμπειρίες σου πίσω στο σπίτι; Ή πράγματα που σου ήρθαν ξεχωριστά;
Ξεχωριστά αλλά είναι γεμάτες με τοπική επίδραση. Η πλοκή, η ιστορία, δεν είναι αληθινό γεγονός, αλλά οι χαρακτήρες βασίζονται σε χαρακτήρες που ξέρω, υπάρχει δηλαδή μια τοπική γεύση. Ήμουν συνήγορος υπεράσπισης για ένα χρόνο και πέρασα πολύ χρόνο σε αστυνομικά τμήματα. Οπότε για την ακρίβεια, οι χαρακτήρες δεν είναι ακριβώς αληθινά πρόσωπα που ξέρω, αλλά ξέρω πώς μιλάνε, πώς κάθονται στο παράθυρο να πιουν καφέ, το είδος των αστείων που κάνουν, τους μανερισμούς τους. Άρα όχι αληθινές ιστορίες, αλλά βασισμένες σε τόπους και συμπεριφορές.
Επίσης αυτό που έκανα είναι ότι προσπάθησα να φέρω στην ταινία όσο περισσότερο κόσμο γινόταν, που να έχει σύνδεση με την πόλη. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν είτε γεννηθεί στην πόλη μου ή έχουν δουλέψει στο τοπικό θέατρο, που είναι διάσημο. Οπότε βασίστηκα και στη δική τους εμπειρία, να φτιάξω αυτό το περιβάλλον που είναι πολύ ρεαλιστικό μεν, αλλά όχι κυριολεκτικά αληθινό.
Είναι σημαντικό να κρατάμε δεσμούς πάντοτε με κάτι τοπικό; Γιατί σήμερα είναι εύκολο να είμαστε παγκόσμιοι αλλά νιώθω πως είναι σημαντικό να διατηρούμε και ένα αληθινό τοπικό στοιχείο.
Συμφωνώ και θεωρώ πως το συγκεκριμένο είναι το πιο σημαντικό. Με ενδιαφέρει η παγκοσμιότητα αλλά δε μπορείς να αρχίσεις με την παγκοσμιότητα, πρέπει να αρχίσεις με τα συγκεκριμένα. Κι αν είναι πάρα πολύ συγκεκριμένο, κάτι από την καθημερινότητα στην Καμπότζη για παράδειγμα, μπορεί να έχει παγκόσμια επίδραση. Γιατί δεν ξέρεις τίποτα για αυτό αλλά καθώς μαθαίνεις, φτάνει να αγγίζει τον κόσμο σε ένα επίπεδο παγκόσμιο.
Εξάλλου αν υπάρχει κάτι παγκόσμιο, είναι η ανθρώπινη φύση. Εσύ Ελλάδα, εγώ Ρουμανία, έχουμε διαφορές αλλά και τόσα κοινά μεταξύ μας, σωστά; Μεγάλωσες Αθήνα;
Ναι.
Εγώ σε μια μικρή πόλη, αυτή από την ταινία. Άρα διαφορετική εμπειρία. Στην πόλη μου είχα 70.000 ανθρώπους, στην πόλη σου είχες 6 εκατομμύρια. Έχουμε πολλές διαφορές και πολλά διαφορετικά συγκεκριμένα πράγματα ο καθένας μας. Αλλά τα συναισθήματα που περνάμε είναι ίδια. Σου φάνηκαν ξένα αυτά που έβλεπες στην ταινία; Όχι. Το μέρος είναι πάντα συγκεκριμένο αλλά η καρδιά αντιδρά σε κάτι το παγκόσμιο, που είναι η ανθρώπινη φύση.
Γι’αυτό δουλεύει το σινεμά, επειδή μας συνδέει κάτι μεγάλο, η ανθρώπινη φύση. Αλλιώς αν δεν καταλαβαίνεις τους ανθρώπους, το σινεμά δεν θα δούλευε. Αν οι άνθρωποι ζούσαν στις φούσκες τους, το σινεμά δεν θα δούλευε. Δουλεύει επειδή έχουμε ενσυναίσθηση κι επειδή καταλαβαίνουμε την ανθρώπινη φύση. Είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο συγκεκριμένο και στο παγκόσμιο.
Όταν ήσουν δικηγόρος έκανες ήδη σχέδια για σινεμά;
Ναι, ήταν πάντα το σχέδιο. Το αποφάσισα όταν ήμουν 15-16 κι ο φόβος ήταν πως δεν είχα τίποτα να πω. Στα 18 μου αγαπούσα το σινεμά κι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης για να πω ιστορίες. Αλλά τι ιστορίες είχα να πω στα 18;; Τίποτα.
Κατάλαβα πως αν πήγαινα σχολή κινηματογράφου στα 18 θα αντέγραφα μετά άλλους σκηνοθέτες που θαυμάζω. Λέω πάντα στους μαθητές μου, την τεχνική την μαθαίνεις σε ένα χρόνο, δεν είναι το σημαντικό. Το σημαντικό είναι πώς θα βρεις τη φωνή σου και θα κάνεις ταινίες και πώς θα αναποδογυρίσεις το μυαλό σου για να πεις ιστορίες. Προφανώς βέβαια όσο μεγαλύτερη πείρα έχεις τόσο καλύτερος γίνεσαι τεχνικά.
Είπα λοιπόν στα 17 πως θα πάω σε νορμάλ πανεπιστήμιο. Γιατί το σινεμά δεν είναι νορμάλ! [γελάει] Σπούδασα νομική, που μου άφηνε χρόνο να πηγαίνω πολύ σινεμά. Καταβρόχθισα κάθε βιβλίο σινεμά, περιοδικά, το Premiere, τα Cahiers du Cinema, έβρισκα πού ερχόταν το ένα αντίτυπο της πόλης και έδινα έξτρα λεφτά για να το κρατήσουν για μένα. Έμαθα γαλλικά για να το διαβάζω, αυτοδίδακτος.
Μετά έκανα μάστερ στη σκηνοθεσία, πήγα κι έγινα δικηγόρος για ένα χρόνο και μετά στο πανεπιστήμιο Columbia όπου διδάσκω τώρα. Στα 24-25, σε αυτές τις ηλικίες αρχίζεις να σκέφτεσαι. Αυτό είναι το ταξίδι ενός σκηνοθέτη. Το να κάνεις σινεμά σημαίνει το να ξέρεις την ανθρώπινη φύση, να βάζεις καθρέφτη και να δείχνεις στους ανθρώπους την αλήθεια. ‘Όσο μεγαλύτερος είσαι, τόσο καλύτερος είσαι σε αυτό.
*Η ταινία “Το Θαύμα” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο 78o Φεστιβάλ Βενετίας.