Βάσια Ζαχαροπούλου: “Πόσο ωραίο είναι να υψώνεις το ανάστημά σου για να υπερασπιστείς κάποιον άλλο”
Η λυρική τραγουδίστρια Βάσια Ζαχαροπούλου δίνει τη φωνή της στo μοντέρνo anime "Μπελ: Ο Δράκος και η Πριγκίπισσα" του Mamoru Hosoda, μια συγκλονιστική ταινία για ένα κορίτσι που ξαναβρίσκει τη χαμένη "φωνή" του.
- 28 Ιανουαρίου 2023 07:24
Είναι πρόκληση να γράφει κανείς για μια ταινία που έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη ζωή του θεατή, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι anime.
Έχει αποδειχθεί μεν ότι οι ιαπωνικές ταινίες κινουμένων σχεδίων είναι “ψαγμένες” τόσο σημειολογικά όσο και εικαστικά – οι Ιάπωνες σκηνοθέτες ουκ ολίγες φορές μάς βάζουν “γυαλιά” όσον αφορά στην πλοκή, στο καδράρισμα, τους χρόνους ενός φιλμ (“Akira“, “Spirited Away“, “Ghost in a Shell” και “Princess Mononoke” δικαίως χαρακτηρίζονται αριστουργήματα του διεθνούς σινεμά). Για αρκετούς δε, τα anime εξακολουθούν να ανήκουν στη σφαίρα των καρτούν ή των επονομαζόμενων “παιδικών ταινιών”. Σίγουρα είναι εξ ορισμού έργα animation, όμως πολλά anime κάθε άλλο παρά διαπραγματεύονται θέματα που αφορούν μόνο παιδιά ή εφήβους. Και σίγουρα η ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων τους δεν είναι δισδιάστατη.
Το μικρό “διαμάντι” λοιπόν που φιλοδοξώ να μπει στη λίστα των καλύτερων ταινιών anime είναι το “Belle” (Μπελ: Ο Δράκος και η Πριγκίπισσα) του πλέον πετυχημένου σκηνοθέτη κινουμένων σχεδίων Mamoru Hosoda, το οποίο προβάλλεται από χθες στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Η επαφή μου με την Belle ή Suzu όπως είναι το πραγματικό της όνομα, έγινε εντελώς τυχαία: Ήταν Σεπτέμβρης του 2021 όταν έκατσε ένα βράδυ να σχολάσω λίγο νωρίτερα και μαζί με δυο φίλες δοκιμάσαμε την τύχη μας να κλείσουμε τελευταία στιγμή εισιτήρια για μια προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ο κλήρος έπεσε στο φιλμ του Hosoda: μπήκαμε στην Αίγλη Ζαππείου και καθίσαμε εφησυχασμένοι ότι θα δούμε χαλαρά ένα “παραμυθάκι” για να περάσει η ώρα. Όμως η ιστορία της Suzu μάς αιφνιδίασε: Αν πρέπει να τη συνοψίσω σε μια φράση, θα πω ότι είναι η ιστορία ενός έφηβου κοριτσιού που προκειμένου να διαχειριστεί την απώλεια της μητέρας της, δημιουργεί ένα προφίλ εν ονόματι Belle στον εικονικό κόσμο του “U” και εκεί καταφέρνει να ξαναβρεί τη φωνή της.
Καθώς εξελίσσεται, η ταινία αρπάζει από τα μούτρα τον θεατή, τον ταξιδεύει με τις μελωδίες της, τον βυθίζει στον θρήνο και τον λυτρώνει δείχνοντάς του τη δύναμη που μπορεί να έχει η αλήθεια του. Πίσω από τα χρώματα και τα εντυπωσιακά σχέδια, κρύβεται μια διήγηση της διπλανής πόρτας, αληθινά τέρατα της καθημερινότητας αλλά και πραγματικοί ήρωες που αποφασίζουν όσο “μικροί” και να είναι, να υψώσουν ένα τεράστιο ανάστημα. Όλα αυτά μέσα από μια έξυπνη κριτική του διαδικτύου, των social media και του κυρίαρχου ρόλου που πλέον διαδραματίζουν στη ζωή μας.
Πρωτότυπες μακέτες της Belle:
Μου είχε κάνει εντύπωση πώς και δεν είχε “ακουστεί” η ταινία αυτή στην Ελλάδα – είχε άλλωστε συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Καννών 2021. Το πλήρωμα του χρόνου ήθελε να περάσουν δύο χρόνια και τα παιδιά της Digital Soul Entertainment και των NEO Films να αναλάβουν να μεταγλωττίσουν την Belle στα ελληνικά, για να ξεκινήσει εκ νέου το ταξίδι της. Όταν είδα τη σχετική ανακοίνωση ενθουσιάστηκα και ταυτόχρονα προβληματίστηκα: Η φωνή της Kaho Nakamura ήταν κομβική για την ταινία και τα μηνύματά της, κελαριστή, εύθραυστη και τόσο δυνατή ταυτόχρονα, ένας δύσκολος συνδυασμός. Πώς θα μπορούσε να αποδοθεί στη γλώσσα μας και να μη χαθούν αυτά τα χαρακτηριστικά;
Enter Βάσια Ζαχαροπούλου, μια σοπράνο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και βετεράνος voice actor (στο βιογραφικό των μεταγλωττίσεων που έχει κάνει, βλέπουμε από την Anna του “Frozen” και την Barbie μέχρι τα Pokemon και το Pichi Pichi Pitch). Με το που έμαθα ότι επιλέχθηκε για τον ρόλο της Suzu /Belle, ήξερα ότι θα ήταν η επόμενη συνέντευξή μου. Ήθελα να μάθω πώς προσέγγισε αυτόν τον εξαιρετικά περίπλοκο χαρακτήρα και ποιες θεματικές του έργου ξεχώρισε.
Η συνάντησή μου μαζί της ήταν μια έκπληξη: Η Βάσια Ζαχαροπούλου έχει μια αφοπλιστική γλυκύτητα κι έναν αυτοσαρκασμό που σε αφοπλίζει. Πατά γερά στα πόδια της – είναι κάτι που το γνωρίζει και το βασίζει τόσο στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο της όσο και τις δουλειές της (σ.σ.: έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σκηνοθέτες του εξωτερικού και της χώρας μας, όπως οι Θ. Μοσχόπουλος, Κ. Αρβανιτάκης, Οδ. Παπασπηλιώπουλος κ.ά), όμως ταυτόχρονα παραμένει ένα παιδί που λατρεύει τη μουσική, τον χορό, τις αποδράσεις στη θάλασσα, τις βόλτες στην Πλάκα και ναι τις τηγανιτές πατάτες.
Της ζήτησα να μου μιλήσει για τον εαυτό της και την πρώτη επαφή με τη μουσική. Ακολουθεί η μαγευτική αφήγησή της που επαληθεύει ότι ήταν η καλύτερη επιλογή για να δώσει πνοή στη Suzu:
«Έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στην Αθήνα. Όλη μου η ζωή είναι εδώ μέχρι τώρα. Έχω πάει και έχω έρθει στο εξωτερικό για διάφορα πράγματα που αφορούσαν κυρίως στις σπουδές μου. Είμαι σοπράνο, λυρική τραγουδίστρια. Στην Ελλάδα γίνεται λίγο πιο δύσκολο να βιοποριστεί κανείς από την όπερα, δεν είμαστε μια χώρα που ευνοεί το λυρικό θέατρο αλλά δεν έχω παράπονο. Συνεργάζομαι εδώ και πολλά χρόνια με την Εθνική Λυρική Σκηνή και παράλληλα στη ζωή μου υπάρχει το voice over για διαφήμιση ή μεταγλώττιση.
Έτυχε να έχει κοντά στο σπίτι μου, ένα εργαστήριο επισκευής πιάνων κι όταν το είδα σαν παιδάκι, μου έκανε φοβερή εντύπωση. Κόλλαγα τη μούρη μου στην τζαμαρία και έλεγα “τι είναι αυτό, θέλω κι εγώ!”
Είχα καλό αυτί από μικρή ηλικία. Με πιάνο ξεκίνησε η μουσική μου ζωή από τεσσάρων χρονών κιόλας. Τότε μέναμε στον Κολωνό, κι έτυχε να έχει κοντά στο σπίτι μου, ένα εργαστήριο όπου επισκεύαζαν πιάνα κι όταν το είδα μου έκανε φοβερή εντύπωση. Κόλλαγα τη μούρη μου στην τζαμαρία και έλεγα “τι είναι αυτό, θέλω κι εγώ!”. Με εντυπωσίαζε η κατασκευή του, ήταν ανοιγμένα τα κουτιά οπότε έβλεπα μέσα τις χορδές και τα κλειδιά. Έτσι οι γονείς μου μού πήραν πιάνο και ξεκίνησα τεσσάρων χρονών να παίζω στο σπίτι και μετά στα έξι στο εθνικό ωδείο. Αν με ρωτούσες μικρή τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, η απάντηση ήταν μία: «Να είμαι στη σκηνή». Το είχα πει και σε μια δασκάλα μπαλέτου που είχα, ότι αισθάνομαι πολύ πιο άνετα στη σκηνή από οπουδήποτε αλλού. Γενικά ήμουν το παιδί του τρίπτυχο “μπαλέτο, γαλλικά και πιάνο”. Λάτρευα ό,τι είχε να κάνει με τις κλασικές τέχνες, παρόλο που είχαμε και άλλα ακούσματα στο σπίτι, λαϊκά, ροκ…
Στα 24 πήρα το δίπλωμά μου στο τραγούδι και το πρώτο βραβείο, ένας τιμητικός τίτλος που σημαίνει ότι αποφοιτώ με άριστα παμψηφεί.
Παράλληλα όμως σπούδασα και ναυτιλιακά. Είναι αυτό που όταν σπουδάζεις μουσική, πάντα όλοι σου λένε “κάνε και κάτι άλλο γιατί δεν ξέρεις πώς θα έρθουν τα πράγματα”. Δεν με πίεσε κανείς για τις σπουδές μου, απλά κι εγώ η ίδια στα 18 μου δεν ήξερα αν θα ασχοληθώ επαγγελματικά με το τραγούδι παρόλο που ήξερα ότι είναι όλη μου η ζωή. Ήθελα να έχω αυτογνωσία και να πατάω στα πόδια μου. Σκέφτηκα να έχω στο CV μου και κάποιες άλλες σπουδές” κι επειδή τα οικονομικά ήταν τότε πολύ της μόδας έβαλα στο μηχανογραφικό μου και κάποιες οικονομικές σχολές, μεταξύ των οποίων και το ναυτιλιακό, στο οποίο και μπήκα και το τελείωσα. Δούλεψα έναν χρόνο στη ναυτιλία κι επιβεβαίωσα ότι δεν κάνω για αυτήν τη δουλειά, δεν περνούσα ωραία. Δεν μπορώ να το συγκρίνω με το πώς αισθάνομαι όταν δουλεύω στον τομέα μου που είναι μουσική.
Η μεταγλώττιση μπήκε στη ζωή μου το 2011 όταν έψαχναν τραγουδιστική φωνή για την Barbie. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Με βοηθά πολύ το “αυτί” μου και οι σπουδές μου, καθώς ό,τι ακούω, μπορώ εύκολα να το αναπαράγω, είτε στο πιάνο είτε στο τραγούδι. Κι η μεταγλώττιση χρειάζεται μεταξύ άλλων και μίμηση.
“Η Belle είναι Βούλγαρης”
Πώς επιλεχθήκατε για τον ρόλο της Suzu/Belle;
«Τα παιδιά στην Digital Soul άκουσαν τη φωνή της Belle και όπως μου είπαν, ήμουν από τις πρώτες τους επιλογές. Έστειλαν δείγματα της φωνής μου στο ιαπωνικό στούντιο, τα οποία έγιναν δεκτά και πήραν έγκριση. Όταν ήρθα σε επαφή με το έργο, δεν μπορούσα να φανταστώ τι με περίμενε: Η Belle ξεπερνά κάθε προηγούμενη δουλειά και το λέω και ως προς τις απαιτήσεις. Όταν σκεφτόμαστε καρτούν, συνήθως κατά νου έρχονται ήρωες που είναι πολύ ζωντανοί και ομιλητικοί. Η Belle είναι Βούλγαρης, είναι άλλο πράγμα. Μιλά με μεγάλες σιωπές. Είναι ένα κορίτσι που έχει περάσει κάποιες πολύ άσχημες καταστάσεις στη ζωή του, κι αυτό την οδήγησε να κλειστεί στον εαυτό της και να γίνει ένα πολύ ντροπαλό και εσωστρεφές πλάσμα. Η Suzu μιλά λίγο και σε χαμηλούς τόνους, είναι υποτονική. Δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ, σε όσους ρόλους έχω υποδυθεί, να συναντήσω παρόμοια ψυχολογία χαρακτήρα. Έχει μεγάλη δυσκολία γιατί πρέπει να περάσει μέσα από όλη τη διαδικασία της μεταγλώττισης η αύρα αυτή του ρόλου. Με βοήθησε πολύ σε αυτό ο Δημήτρης Σάρλος, σκηνοθέτης της ταινίας.»
Θεωρείτε ότι η Belle είναι alter ego της Suzu;
«Θα έλεγα πως η Suzu τροφοδοτεί την Belle και το αντίστροφο. Μέσω της Belle, η Suzu ξαναβρίσκει τη χαμένη εσωτερική της δύναμη, η οποία είναι τεράστια και αυτό φαίνεται προς το φινάλε της ταινίας. Η απώλεια που είχε της πήρε τη δύναμη και ο εικονικός κόσμος του U – όπου ξανατραγουδάει για πρώτη φορά μέσα μέσω της Belle – της αλλάζει τη ζωή. Αρχίζει σιγά σιγά να βρίσκει πάλι τα πατήματά της, τη χαρά της στη ζωή.»
Έχετε αναφέρει ότι είχατε και εσείς μια απώλεια, είναι ένα κοινό σας σημείο με τη Suzu.
«Έχασα τον πατέρα μου πριν αρκετά χρόνια. Θυμάμαι τον εαυτό μου, όταν επέστρεψα στη δουλειά μου, να αισθάνομαι ανασφάλεια στη σκηνή, ενώ όπως σας είπα γενικά είχα πολύ “θράσος”, το καλώς εννοούμενο θράσος – πάταγα το πόδι μου και αισθανόμουν πολύ άνετα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν είχα ψυχική δύναμη. Δεν μπορούσα να τραγουδήσω όπως ήθελα, ταλαιπωριόμουν περισσότερο. Και δεν έπρεπε να το αφήσω να φανεί, έπρεπε να προσπαθήσω διπλά και τριπλά για να βγει η φωνή μου και να πατήσω το πόδι μου γερά.
Ο θάνατος της μητέρας της Suzu ήταν από τα πρώτα πράγματα που έμαθα για τον χαρακτήρα της όπως και το γεγονός δεν μπορεί πλέον να τραγουδήσει. Βλέποντας την ταινία συνειδητοποίησα πόσο σωματοποιημένη είναι αυτή η απώλεια για τη Suzu, δεν της βγαίνει η φωνή, σχεδόν την αηδιάζει οποιαδήποτε προσπάθεια να τραγουδήσει. Είναι ένα κοινό στοιχείο αυτή η αδυναμία λόγω πένθους που θα με βοηθήσει να την προσεγγίσω καλύτερα.»
Είναι ρεαλιστικό αυτό, ένα κορίτσι να χάνει τη φωνή του σε μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση;
«Βέβαια. Είμαστε ό,τι τραγουδάμε. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ το καταλαβαίνω.»
Ποια θεματική ξεχωρίζετε στην ταινία;
«Ξεχωρίζω την εξέλιξη της Suzu, πώς από εκεί που ήταν ένα πλάσμα που δεν μπορεί καν να βγάλει τη φωνή της, έβγαλε και φωνή για άλλους, προστατεύοντάς τους. Η θεματική νομίζω είναι το πώς καταφέρνουμε να ξαναβρούμε τη δύναμή μας και πώς αυτό γίνεται μαζί με άλλους, όχι μόνοι μας. Η ταινία αυτή καταπιάνεται με κάποια κοινωνικά ζητήματα, στα οποία είμαι υπερευαίσθητη.»
Πόσο ωραίο είναι όταν υψώνεις το ανάστημά σου για να υπερασπιστείς κάποιον άλλο. Για μένα αυτό είναι το χαρακτηριστικό που σε καθιστά ήρωα
Ένα ακόμα μήνυμα είναι ότι αν υψώσεις το ανάστημά σου, μπορείς να φέρεις μια αλλαγή.
«Ναι βέβαια και είναι ωραίο αυτό να υπάρχει και να το βλέπουμε σε μια ταινία. Όταν υψώνεις – εκφράζεις τη “φωνή” σου, υψώνεις και το ανάστημά σου ταυτόχρονα. Και πόσο ωραίο είναι όταν το υψώνεις για να υπερασπιστείς κάποιον άλλον. Για μένα αυτό το χαρακτηριστικό είναι που καθιστά κάποιον ήρωα, να υψώνει τη “φωνή” του – χωρίς να τον ενδιαφέρει τι θα συμβεί στον ίδιο – για να προστατεύσει κάποιον άλλο που χρειάζεται τη βοήθειά του.»
Οι καλλιτέχνες πιστεύετε είναι άνθρωποι που “υψώνουν” τη φωνή τους; Πχ με το Προεδρικό Διάταγμα.
«Με σόκαρε όταν έμαθα για την εξέλιξη αυτή, πρέπει να αναθεωρηθεί το Προεδρικό Διάταγμα. Αλλιώς οι καλλιτέχνες θα πρέπει να επαναστατήσουμε. Δεν το έχω πάρει στα σοβαρά, μου φαίνεται σχεδόν αστείο: Μιλάμε για τόσους ανθρώπους, τόσα χρόνια σπουδών. Eιδικά οι μουσικοί δεν υπάρχει κάποια σπουδή σε όργανο που να είναι λιγότερο από έξι χρόνια. Εάν το ζήτημα είναι η ποιότητα των πτυχίων από τα ωδεία ή γενικά από τις ιδιωτικές σχολές, τότε η λύση είναι να φτιάξεις τα ωδεία, όχι να ακυρώσεις τα πτυχία.»
Έχουν υπάρξει στιγμές που έχετε αισθανθεί ότι κάποιος πάει να σας στερήσει τη “φωνή” σας;
«Επαγγελματικά όχι δεν το έχω βιώσει. Το μόνο που έχω να σκεφτώ για τη δουλειά μου είναι ότι στη χώρα μου που έχω επιλέξει να μείνω και να ζω, η αγορά του λυρικού θεάτρου είναι πολύ μικρή. Υπάρχουν ελάχιστοι φορείς με τους οποίους μπορούμε να συνεργαστούμε. Είναι μια δουλειά που – ακριβώς επειδή είμαι freelancer, δεν έχω μόνιμη θέση – είμαι μονίμως σε αναμμένα κάρβουνα να αποδεικνύω την αξία μου από το μηδέν, παρά το πέρας των ετών. Υπάρχουν πολύ λιγότερες θέσεις σε σχέση με τις άλλες παραστατικές τέχνες. Δεν έχουμε όπερα σε άλλη πόλη της Ελλάδας εκτός της Αθήνας (εξαίρεση ίσως μόνο η Θεσσαλονίκη με το Μέγαρο Μουσικής). Υπάρχει ανασφάλεια για το μέλλον.»
Πού το αποδίδετε αυτό;
«Νομίζω το ελληνικό κοινό δεν είμαστε αρκετά εξοικειωμένο με την όπερα και δεν την επιλέγει. Η όπερα βεβαίως και δεν είναι το άκρως εμπορικό είδος σε παγκόσμια κλίμακα. Όμως εδώ έχουμε μόνο ένα θέατρο ενώ στη Γερμανία έχουν 180.»
Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για το διαδίκτυο. Ο Mamoru σε πολλές ταινίες του καταπιάνεται με αυτό και βρίσκει τα θετικά σημεία. Η δική σας σχέση;
«Είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιώ για τη δουλειά μου ως επί το πλείστον. Δεν μου αρέσει να εκθέτω την προσωπική μου ζωή στα social media. Αν επισκεφτεί κανείς τις σελίδες μου σε Instagram ή Facebook θα το καταλάβει, οι 9 στις 10 δημοσιεύσεις αφορούν στη δουλειά μου. Και ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά τα μέσα για να προωθούμε τη δουλειά μας. Αρκεί να μη γίνεσαι τελικά εσύ θύμα του μέσου, το οποίο χρησιμοποιείς. Πιστεύω εάν έχει κανείς μια ισορροπία στον χρόνο που αφιερώνει για να προωθήσει τη δουλειά του και στον χρόνο που αφιερώνει στην προσωπική σου ζωή, τότε μια χαρά. Αν το ένα καλύψει το άλλο, εκεί ίσως θέλει άλλη διαχείριση.»
Διακρίνετε κινδύνους στο διαδίκτυο;
«Βέβαια. Υπάρχει εθισμός στο διαδίκτυο. Κι εγώ πιάνω τον εαυτό μου μερικές φορές να χαζεύει στο κινητό περισσότερο από ό,τι ενδεχομένως θα έπρεπε.
Πιστεύω ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι ελλοχεύουν για τη νέα γενιά, που πρέπει να συνδυάσει το σχολείο, τις σπουδές της και τη συγκέντρωση που αυτές χρειάζονται με την ύπαρξη του διαδικτύου. Θέλει θεωρώ πολλή δουλειά από το σπίτι, την οικογένεια και το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς ώστε τα παιδιά να έχουν ισορροπία στη χρήση του διαδικτύου και να μπορούν να διακρίνουν τους κινδύνους που υπάρχουν. Αυτό είναι το χειρότερο, ότι κάποιος μπορεί να εκμεταλλευτεί μια κατάσταση, όπως και βλέπουμε να συμβαίνει. Να εκμεταλλευτεί την αφέλεια και την αθωότητα των παιδιών. Δεν ξέρεις ποτέ πού θα φτάσει ένα παιδί ψάχνοντας στο διαδίκτυο.»
Θα ήθελα το παιδί μου να μην ψάχνει την ελπίδα στο διαδίκτυο αλλά να την ψάξει μέσα του και γύρω του
Ο Mamoru έχει πει ότι το διαδίκτυο είναι ένα μέρος που μπορεί κανείς να ανακαλύψει τον εαυτό του και να βρει ελπίδα. Συμφωνείτε;
«Προσωπικά είμαι υπέρ των ανθρώπινων σχέσεων δια ζώσης. Θα ήθελα ιδανικά δηλαδή το παιδί μου να μην ψάχνει την ελπίδα στο διαδίκτυο αλλά να την ψάξει μέσα του και γύρω του. Αν ερμηνεύσουμε τη δήλωση του Mamoru με την έννοια ότι μπορείς να ανακαλύψεις άλλους ανθρώπους που σκέφτονται όπως εσύ, ή έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις με εσένα, και πάλι χρειάζεται διαχείριση, γιατί εξαρτάται τι ανθρώπους θα ανακαλύψεις. Πού ξέρεις ότι υπάρχει αλήθεια στην ιστορία τους. Είμαι λίγο επιφυλακτική με όλα αυτά, ίσως γιατί σκέφτομαι το μέλλον της κόρης μου. Είναι αχανές το διαδίκτυο και θεωρώ ότι χρειάζεται να μπορείς να ξεχωρίζεις τι είναι καλό και τι όχι.»
Ένα στοιχείο που θεώρησα ενδιαφέρον στην ταινία είναι ότι ο Mamoru “σπάει” τη μάσκα του avatar της Belle για να προβάλει τον άνθρωπο πίσω από αυτή.
«Άρα αυτό τι μας λέει ουσιαστικά; Ότι ναι μεν μπορούμε να είμαστε κάτι άλλο στο διαδίκτυο, αλλά τελικά ο πραγματικός μας εαυτός είναι εκείνος που πρέπει να προσέξουμε. Μπορεί κανείς να έχει ένα προσωπείο, μια μάσκα, για να καλύψει τις “ατέλειές” και αδυναμίες του, αλλά όταν βγει μπροστά και πατήσει στα πόδια του και πάψει να φοβάται, τότε οι γύρω του θα τον αποδεχτούν καλύτερα, θα τον εκτιμήσουν περισσότερο ενδεχομένως.»
Τι ετοιμάζετε στο εγγύς μέλλον;
«Προετοιμάζομαι για μια παράσταση που θα ανέβει τον ερχόμενο Μάιο στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής. Πρόκειται για ένα σύγχρονο ποπ μιούζικαλ, το “The last five years” του Jason Robert Brown. Με περιμένει πολλή μελέτη για το έργο έχει μόνο δύο ρόλους επί σκηνής. Καταπιάνεται με τη ζωή ενός σύγχρονου ζευγαριού. Η αφήγηση είναι κάπως ιδιαίτερη γιατί πάει ανάποδα χρονικά: Ο ένας από τους δύο αφηγείται την ιστορία από το τέλος προς την αρχή και ο άλλος από την αρχή στο τέλος. Είναι πολύ ενδιαφέρον, έχει υπέροχη μουσική και θέλω να πιστεύω θα κάνουμε μια πολύ όμορφη παράσταση.»
Μπελ: Ο Δράκος και η Πριγκίπισσα
Η υπόθεση: Η Suzu είναι ένα ντροπαλό, καθημερινό κορίτσι γυμνασίου που ζεί σε ένα χωριό. Για χρόνια ήταν η σκιά τού εαυτού της. Μα, όταν μπαίνει στο “U”, έναν απίστευτο εικονικό κόσμο, δραπετεύει στην διαδικτυακή της περσόνα, την Belle, μία πανέμορφη παγκοσμίου βεληνεκούς τραγουδίστρια. Μία μέρα, η συναυλία της διακόπτεται από ένα τερατώδες πλάσμα που κυνηγούν αυτόκλητοι τιμωροί. Καθώς το κυνήγι θεριεύει, η Suzu ξεκινά ένα επικό ταξίδι αναζήτησης της ταυτότητας αυτού τού μυστηριώδους “τέρατος” και να ανακαλύψει την αληθινή της ταυτότητα σε έναν κόσμο, όπου μπορείς να είσαι οποιοσδήποτε.
Δείτε το trailer της ταινίας:
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Διανομή: Βάσια Ζαχαροπούλου, Νίκη Γεωργακάκου, Δημήτρης Σάρλος, Κωνσταντίνος Ρεπάνης, Παρή Τρίκα, Παναγιώτης Αποστολόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου, Βούλα Κώστα, Χίλντα Ηλιοπούλου, Λίλα Μουτσοπούλου, Άννα Σταματίου, Πέτρος Δαμουλής, Άρις Γεροντάκης, Ανδρέας Ευαγγελάτος, Σταύρος Καλλίστρατος, Πέτρος Σπυρόπουλος, Βαγγέλης Μάγειρος, Μαριλέττα Κυριαζή
Μετάφραση/Σκηνοθεσία: Δημήτρης Σάρλος
Στούντιο: Sierra Recordings
Στίχοι: Ηλίας Ματάμης
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις