Ζαν – Λυκ Γκοντάρ: 5 ταινίες του γίγαντα της Νουβέλ Βαγκ που πρέπει να δεις

Ζαν – Λυκ Γκοντάρ: 5 ταινίες του γίγαντα της Νουβέλ Βαγκ που πρέπει να δεις
Ο Ζαν - Λυκ Γκοντάρ Keystone Press Agency/ZUMA Press/VISUALHELLAS.GR

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος επιλέγει 5 ταινίες που περικλείουν μέσα τους αρκετά από τα όσα έκαναν τον Γκοντάρ, τον γίγαντα του σινεμά που ήταν. Ή, αλλιώς, είναι απλώς μια καλή αρχή.

Ο γίγαντας της Νουβέλ Βαγκ κι ένας εκ των σημαντικότερων και επιδραστικότερων δημιουργών στην ιστορία του σινεμά, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, πέθανε στα 91 του χρόνια. Το να επιλέξει κανείς τις must ταινίες του μέσα από μια τεράστια φιλμογραφία που διέσχισε τα είδη, πειραματίστηκε με τεχνοτροπίες, ανέτρεψε συμβάσεις και τελικά καθόρισε τη γλώσσα του σινεμά, δεν είναι ούτε εφικτό, ούτε σοφό.

Αυτές λοιπόν δεν είναι οι 5 καλύτερες, ούτε οι πιο αντιπροσωπευτικές, απαραίτητα. Είναι ελάχιστες μόνο από τις ταινίες που περικλείουν μέσα τους αρκετά από τα όσα έκαναν τον Γκοντάρ, τον γίγαντα του σινεμά που ήταν. Ή, αλλιώς, είναι απλώς μια καλή αρχή.

Με Κομμένη την Ανάσα (Breathless / À bout de souffle, 1960)

O Μισέλ κλέβει ένα αυτοκίνητο και ταξιδεύει σε μια άλλη πόλη για να διεκδικήσει το κορίτσι με το οποίο είναι παθιασμένος. Στον δρόμο σκοτώνει έναν αστυνομικό κι αυτό ξεκινά μια αντίστροφη μέτρηση εναντίον των ονείρων του, με τον ίδιο να ζει την κάθε στιγμή σα να μην υπήρχε άλλη. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ σκηνοθετεί σενάριο του Τρυφώ στην ταινία που κατά κοινή ομολογία αποτελεί σημαία της Νουβέλ Βαγκ αλλά και κάτι ακόμα παραπάνω. Πρόκειται χωρίς υπερβολή για μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, με αφηγηματικό στυλ και τεχνικές που δε σταματούν μέχρι και σήμερα να ξεπατικώνουν επίδοξοι νέοι δημιουργοί του μέσου.

Φτιαγμένο από πρώτα υλικά κινηματογραφικής λατρείας αλλά με κέντρο τον ίδιο τον auteur και την σινεφιλική του (και την ερωτική του) εμμονή, το φιλμ ξετυλίγει στυλιζαρισμένο πάθος, στυλιστικές ιδέες και ασυγκράτητο κουλ στο σελιλόιντ, με τον Μπελμοντό και την Σίμπεργκ να περιφέρονται φιλοσοφώντας, ερωτοτροπώντας και ενσαρκώνοντας δύο μαγευτικά (με τους άκρως διαφορετικούς τρόπους τους), αυτοαναφορικά κατασκευάσματα-πνεύματα. Εδώ το στυλ γίνεται το περιεχόμενο με έναν εκκωφαντικά ποπ τρόπο κι ίσως γι’αυτό καταλήγει να είναι εκείνη η ταινία, από όλες του Γκοντάρ, που έγραψε εκ νέου τους αφηγηματικούς κανόνες του μετα-Νουβέλ Βαγκ σινεμά. Ταινία-σταθμός όσο λίγες.

Ζούσε τη Ζωή της (Vivre sa Vie, 1962)

Μέσα από 12 μικρά επεισόδια στη ζωή μιας γυναίκας (Άννα Καρίνα), η ταινία ακολουθεί την σταδιακή της καταβύθιση στον κόσμο της πορνείας. 2 χρόνια μετά το “Με Κομμένη την Ανάσα” και ήδη πιο μεστός, ο Γκοντάρ ωστόσο δεν χάνει τίποτα από την αξεπέραστη ορμή του σινεμά του και την σαρωτικά ανανεωτική του διάθεση. Μπλέκει κοινωνικό μελοδραματισμό, τολμηρούς κινηματογραφικούς παραλληλισμούς, πρωτοφανείς τεχνικές και μια ανεξάντλητη αντισυμβατικότητα, σαν αποφασισμένος να μην αφήσει κανένα απολύτως αποδεκτό στάνταρ αφήγησης που να μην επιχειρήσει να το ανατρέψει ή να διερωτηθεί: Γιατί είναι εκεί; Γιατί είναι έτσι; Γιατί; O Γκοντάρ, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερο έλεγχο του εργαλείου του, αναζητεί μανιασμένα την αλήθεια μέσα από τα καρέ του, ακόμα κι όταν καταλήγει σε αδιέξοδο.

Περιφρόνηση (Le Mépris, 1963)

Στο μεγαλύτερο ίσως αριστούργημα του Γκοντάρ, ένα δημιούργημα πάνω στην αδιαφορία των θεών για τους κοινούς θνητούς, ένας παραγωγός προσκαλεί έναν σεναριογράφο (Μισέλ Πικολί) να δουλέψει πάνω στο σενάριο μιας ταινίας του η οποία δεν εξελίσσεται όπως εκείνος φανταζόταν. Καλεσμένοι του, ο Πολ και η σύζυγός του Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό) βλέπουν τον γάμο τους να αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια τους όταν ύστερα από μια φαινομενικά ασήμαντη πράξη αδράνειας, ο Πολ αφήνει την Καμίλ να τον δει για αυτό που πραγματικά είναι: Κάτι το μέτριο, το συνηθισμένο, το θνητό.

Ο Γκοντάρ ακολουθεί τη διάλυση μιας σχέσης χρησιμοποιώντας κάθε πιθανή γωνία ή σύνθεση κάδρου για να κοιτάξει τον πρωταγωνιστή του με τη ματιά ενός αδιάφορου θεού απέναντι σε έναν από τους ασήμαντους θνητούς που τον δημιούργησαν. Εδώ το σινεμά, το δημιούργημα, κάθε είδους ανυπέρβλητης ομορφιάς τέχνη καταλαμβάνει μια θέση στο πάνθεον, έχοντας δική τους βούληση πέρα από κάθε σύνορο κατανόησης ή δυνατότητας των όντων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους. Η ταινία σχολιάζει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τη θέση της στην παράδοση της τέχνης, με κάδρα γεμάτα αφίσες ταινιών, τιτάνες της κινηματογραφικής παράδοσης και ακόμα και τοποθεσίες σαν απομεινάρια αρχαιότερων πολιτισμών. Με μια αποστασιοποιημένη ειρωνεία να γεμίζει τα συγκλονιστικής ομορφιάς κάδρα, στα οποία έντονες κίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις διαρκώς ζωντανεύουν συνθέσεις νεκρής (ανθρώπινης) φύσης.

Ο Τρελός Πιερό (Pierrot le Fou, 1965)

Ο Πιερό αποδρά από τον βαρετό κοινωνικό του περίγυρο και ταξιδεύει από το Παρίσι στη Μεσόγειο μαζί με τη Μαριάν, ένα κορίτσι που κυνηγούν εκτελεστές από την Αλγερία. Ζαν-Πολ Μπελμοντό και Άννα Καρίνα, ένα κορίτσι, ένα όπλο κι ένας Γκοντάρ ήδη άγρια ωριμασμένος, να επιστρέφει σε μοτίβα που συναντάμε ήδη από το “Με Κομμένη την Ανάσα”, με έναν τρόπο πολύ πιο πολιτικά μεστό. Συνεχίζει, όπως συμβαίνει σε όλη του αυτή την πρώτη σκηνοθετική περίοδο, να μοιάζει σα να εφευρίσκει νέους αφηγηματικούς κώδικες με κάθε του λέξη. Χρώμα, ρυθμός, πικρία, επανάσταση χορεύουν μέσα (ή γύρω από) στα πλαίσια μιας κατά βάση απολαυστικής ιστορίας πάθους και απόδρασης, ενώ τα όρια μυθοπλασίας και φιλμικού δοκιμίου στη γλώσσα του Γκοντάρ ήδη αρχίζουν να θολώνουν.

Το Βιβλίο της Εικόνας (Le livre d’Image / The Image Book, 2018)

Πολύ μακριά από τις διασημότερες ταινίες της καριέρας του, η τελευταία ταινία του Γκοντάρ αποτελεί ωστόσο σημαντικό δείγμα της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη και των εντυπωσιακών φιλμικών δοκιμίων τα οποία κατασκεύαζε στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Στα 88 του, με ένα φιλμ που τιμήθηκε με Ειδικό Φοίνικα στις Κάννες, ο Γκοντάρ ετών 88 συνεχίζει να μιλά για το παρελθόν, την Ιστορία και τη φιλοσοφία πειραματιζόμενος με την εικόνα και τον ήχο. Ενώνει μεταξύ τους κατά κύριο λόγο φιλμικές εικόνες από το “Σαλό” και τον Φελίνι μέχρι τον Μάικλ Μπέι, το “Syriana” και εικόνες δελτίων ειδήσεων, αποχρωματίζει, καίει, σταματά και ξαναρχίζει την εικόνα εξερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους ενισχύει, αλλάζει, καλύπτει, υποκαθιστά τα λόγια ως μέσο μετάδοσης ιδεών. Απαισιόδοξος, καταδικαστικός και βίαιος μέσα από εικόνες και ιδέες αιχμηρές, ο Γκοντάρ μιλά για τη μετάβαση από τον γραπτό λόγο στην εικόνα ως κυρίαρχη μορφή τέχνης (αλλά και μορφής σκέψης, ως γλώσσας), για καταδικασμένες επαναστάσεις και την παρακμή του 20ου αιώνα– πάντα σε συνάρτηση με την εικόνα. Τολμηρός μέχρι το τέλος.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα