Είδαμε τις “Φοίνισσες” σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου στην Επίδαυρο
Ο Γιάννης Μόσχος, όταν αποφάσισε να αντιπαρατεθεί σκηνοθετικά με τις "Φοίνισσες", ήξερε πως δεν έχει να αντιμετωπίσει έναν εύκολο αντίπαλο.
- 02 Αυγούστου 2021 09:23
Οι Φοίνισσες είναι το μεγαλύτερο και το πιο πολυπρόσωπο έργο του Ευριπίδη. Διδάχτηκαν στα εν άστει Διονύσια μεταξύ του 411 και 408 π.Χ. και στην ίδια τριλογία ανήκουν και οι τραγωδίες «Υψιπύλη» και «Αντιόπη». Εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ως ένα οικογενειακό και πολιτικό δράμα που μέσα από τις ποικίλες αντιπαραθέσεις των προσώπων του στρέφει το ενδιαφέρον σε αξίες όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα και η ισοτιμία, ενώ αναδεικνύει τα δεινά της αρχομανίας και της διχόνοιας.
Η υπόθεσή του μοιάζει πολύ με αυτή των Επτά επί Θήβας – γράφτηκε μία πεντηκονταετία μετά- καθώς κι αυτό δραματοποιεί τον μύθο του θηβαϊκού κύκλου που αναφέρεται στα τραγικά συμβάντα του οίκου των Λαβδακιδών από τη στιγμή που ο Οιδίποδας ανακάλυψε την ακούσια αμαρτία του ως τη στιγμή που εξορίστηκε, ενώ το διαπερνούν θεματολογικά και οι Σοφόκλειες τραγωδίες του Οιδίποδα Τύραννου, αλλά και της Αντιγόνης.
Τίποτα από όσα ακούμε δε μας είναι άγνωστο, απλώς αυτή τη φορά τα ακούμε από τον εξωτικό χορό που αποτελείται από Φοίνισσες σκλάβες που εγκλωβίστηκαν στη Θήβα, ενώ πήγαιναν στους Δελφούς. Η υπόθεση της τραγωδίας στηρίζεται στην αντιπαράθεση του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη βασιλεία του πατέρα τους και συμφωνούν να μοιράζονται την εξουσία. Ο Ετεοκλής αρνείται να παραδώσει στον αδερφό του τη διακυβέρνηση των Θηβών κι ο Πολυνείκης, αγανακτισμένος από την αδικία, ξεσηκώνει στρατό για να εκδικηθεί. Η Ιοκάστη – που στην τραγωδία αυτή δεν έχει αυτοκτονήσει όπως στον Οιδίποδα Τύραννο – σε μια απέλπιδα προσπάθεια αποτροπής του κακού, καλεί τους δύο γιους της να λύσουν τη διαφορά με ειρηνικό τρόπο. Μάταια. Ο Μενοικέας μετά από χρησμό του Τειρεσία θυσιάζεται για το καλό της πόλης και στο πεδίο της μάχης οι Θηβαίοι παίρνουν το προβάδισμα. Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφασίζουν ο νικητής και κάτοχος του θρόνου να κριθεί από τη μεταξύ τους μονομαχία. Η κατάρα του Οιδίποδα για την αδελφοκτόνο μοίρα των γιών του επαληθεύεται. Τα δύο αδέλφια σκοτώνονται ο ένας από το χέρι του άλλου. Το θέαμα των νεκρών παιδιών της ωθεί την Ιοκάστη στην αυτοκτονία. Ο Κρέοντας αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Θήβας και ο Οιδίποδας παίρνει το δρόμο της εξορίας.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Μόσχου
Ο Γιάννης Μόσχος, όταν αποφάσισε να αντιπαρατεθεί σκηνοθετικά με τις «Φοίνισσες», ήξερε πως δεν έχει να αντιμετωπίσει έναν εύκολο αντίπαλο, καθώς πρόκειται για ένα κείμενο που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με δραματουργικό ενδιαφέρον. Ο λόγος; Δεν έχει έναν τραγικό ήρωα στο επίκεντρο με τα πάθη του οποίου να συγκινεί και να φτάνει στην κάθαρση, έχει πολλούς ετερόκλητους πρωταγωνιστές τα πάθη των οποίων φωτίζει διαδοχικά γεγονός που αποδυναμώνει το τελικό αποτέλεσμα. Συνεπώς το κείμενο προκειμένου να αναπαρασταθεί και να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινού θέλει μία μετάφραση- διαμάντι, έξυπνα σκηνικά ευρήματα και σίγουρα στιβαρές ερμηνείες.
Η μετάφραση του Νικηφόρου Παπανδρέου ήταν αρκούντως ικανοποιητική και έκανε σαφείς τις νοηματικές προεκτάσεις του έργου. Την απολαύσαμε στα χορικά, αλλά και στις νουθεσίες της Ιοκάστης μετά τη φιλονικία των δύο αδελφών.
Τα σκηνοθετικά ευρήματα και τα σκηνικά μέσα ήταν πολλά. Αυτό έγινε αισθητό από τον πρόλογο κιόλας του έργου που δεν αποδόθηκε από την Ιοκάστη, όπως ορίζει ο Ευριπίδης, αλλά πολυφωνικά από τον 10 μελή γυναικείο Χορό των Φοινισσών. Έξοχη σαν ιδέα και σκηνοθετική παρέμβαση, καθώς μας χάρισε μία εισαγωγή ιδιαίτερα δυναμική και κινητοποίησε το ενδιαφέρον μας. Ωστόσο, σχεδόν αυτόματα αυτή “πνίγηκε” από την ευφάνταστη σύσταση των κεντρικών ηρώων της τραγωδίας μέσω των πολύχρωμων βιντεοπροβολών (video design: Αποστόλης Κουτσιανικούλης) πάνω στο άχρωμο λιτό κτίριο/παλάτι της Τίνα Τζόκα. Τα πρόσωπα των ηρώων προβάλλονταν στον τοίχο του παλατιού ένα ένα, υπεμεγέθη – όχι σε live streaming που σίγουρα θα είχε ένα επιπλέον ενδιαφέρον, αλλά μαγνητοσκοπημένα- δίνοντας την αίσθηση πως θα παρακολουθήσουμε ένα πολυπρόσωπο τηλεοπτικό δράμα επί της αργολικής ορχήστρας. Και τα ευρήματα αυτά δεν τελείωσαν εδώ. Λίγο αργότερα και ενώ οι μαγνητοσκοπημένες βιντεοπροβολές τους συνεχίζονταν, οι ήρωες και ο χορός άρχισαν να «παίζουν» με τις σκιές τους χαρίζοντάς μας ωραίες εικόνες θεάτρου σκιών και πάλι επί του γυμνού τοίχου του παλατιού. Εικόνες η αισθητική των οποίων, όμως, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτά που βλέπαμε πριν.
Πολύ ενδιαφέρον στάθηκε σαν εύρημα η επιβλητική παρουσία και η διαρκής σκιά του βωβού προσώπου της Σφίγγας (Σεσίλ Μικρούτσικου), του μυθολογικού αυτού πλάσματος που αναφέρεται συχνά στο κείμενο, αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται επί σκηνής. Αυτό δημιούργησε μία απόκοσμη ατμόσφαιρα και μία αίσθηση πως όλοι είμαστε τελικά υποχείρια της μοίρας και της θεϊκής βούλησης.
Ο Γιάννης Μόσχος πήρε το ρίσκο και επενέβη ακόμη και στο τέλος του έργου κρατώντας την Αντιγόνη στη Θήβα, ενώ κανονικά η ηρωίδα απειθεί στον Κρέοντα, που είχε διατάξει τη μη ταφή του νεκρού Πολυνείκη, ακολουθώντας μετά τον πατέρα της στην εξορία. Μία παρέμβαση που δεν ενόχλησε μεν, αλλά δεν προσέφερε κάτι πολύ ουσιαστικό ταυτόχρονα.
Απόλυτος πρωταγωνιστής ο χορός
Ως προς τις ερμηνείες, ο χορός (Νεφέλη Μαϊστράλη, Ζωή Μυλωνά, Ελπίδα Νικολάου, Σταύρια Νικολάου, Κατερίνα Παπανδρέου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θάλεια Σταματέλου, Στυλιανή Ψαρουδάκη) ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής της βραδιάς και δικαίως απέσπασε και το θερμότερο χειροκρότημα, καθώς ήταν αυτός που ανέδειξε όλες τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, αλλά και τα πάθη των ηρώων του μύθου. Σαν μελίσσι (χορογραφία Αμάλια Μπένετ), στριφογύριζε κυκλικά κάτω από τη σκιά της σφίγγας και με ἡδυσμένῳ λόγῳ, τραγουδούσε τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μελλούμενα παρασύροντας δίνη του πολλές φορές και τους ήρωες του έργου. Οι φωνές των ηθοποιών ήταν όλες πανέμορφες. Τα λόγια του τραγικού ποιητή ακούστηκαν πολύ δυνατά με υπόκρουση τη λυρική και πιο έντεχνη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, που είχε μεν κάποιες καλές κορυφώσεις, όχι όμως ένα σταθερό μουσικό χαρακτηριστικό μοτίβο.
Από τους ηθοποιούς της παράστασης ξεχώρισε η στιβαρή ερμηνεία του Αλέξανδρου Μυλωνά στον ρόλο του Τειρεσία, η Μαρία Κατσιαδάκη που έδωσε βάθος και ξεχωριστό νόημα στα λόγια της Ιοκάστης, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης που μας χάρισε έναν σοβαρό και ισορροπημένο Κρέοντα λίγο πριν πάρει την εξουσία στα χέρια του, αλλά και η Λουκία Μιχαλοπούλου που κατάφερε να εμποτίσει τον ρόλο της Αντιγόνης με μία εφηβική κοριτσίστικη επαναστατική ορμή, οιωνό του τι θα επακολουθήσει.
Ο Αργύρης Ξάφης και ο Θάνος Τοκάκης, στους ρόλους του Ετεοκλή και του Πολυνείκη αντίστοιχα, δεν κατάφεραν να μας πείσουν. Οι ερμηνείες τους ήταν αχνές, υποτονικές ακόμη και σε μία από τις ωραιότερες σκηνές του έργου, τη σκηνή της σύγκρουσής τους, εκεί που διακρίνονται ξεκάθαρα τα δεινά της διχόνοιας και της εξουσίας και της αδελφικής διαμάχης. Αδύναμη – κυρίως κινησιολογικά- η ερμηνεία του Γιώργου Γλάστρα ως αγγελιαφόρου, αδιάφορος ο Μενοικέας του Βασίλη Ντάρμα και αμήχανος ο Οιδίποδας του Δημήτρη Παπανικολάου.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη παρέπεμπαν περισσότερο σε σαιξπηρικούς ήρωες και δεν λειτούργησαν κατά το αναμενόμενο. Οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις τους (ο Ετεοκλής και η Αντιγόνη ντυμένοι στα μπλε, ο Πολυνείκης στα κόκκινα, ο Μενοικέας στα πράσινα, το πένθιμο μωβ της Ιοκάστης και το σκούρο μπλε/ μαύρο του Κρέοντα) δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, την ανάδειξη δηλαδή των διαφορετικών προσωπικοτήτων των ηρώων, των στρατοπέδων που ανήκαν και των κοινωνικοπολιτικών τους θέσεων απέναντι στα δρώμενα του έργου.
Συμπέρασμα: Ο Γιάννης Μόσχος έστησε μία ενδιαφέρουσα αξιοπρεπή mainstream παράσταση που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και εντυπωσιάζει σ΄ένα πρώτο, πιο επιφανειακό επίπεδο με τις παρεμβάσεις και τα σκηνικά της ευρήματα. Ωστόσο, αυτή η οπτική φλυαρία στέρησε από το κείμενο τη δυναμικότητα και τη βαθύτερη ουσία του, την κορύφωση, αλλά και την τελική κάθαρση των ηρώων του.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις