Εθνική Πινακοθήκη: Η Τζοκόντα, ο Πικάσο και οι δύο φιλότεχνοι ελαιοχρωματιστές

Εθνική Πινακοθήκη: Η Τζοκόντα, ο Πικάσο και οι δύο φιλότεχνοι ελαιοχρωματιστές
O 49χρονος κατηγορούμενος στον ανακριτή. EUROKINISSI/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Το χρονικό της κλοπής στην Πινακοθήκη και μερικές κάπως "εκλεκτικές συγγένειες". Η ιστορία των έργων, ο δράστης και το πόρισμα Ρακιντζή.

Το πρωί της 21ης Αυγούστου του 1911, ένας Ιταλός ελαιοχρωματιστής, ο 30χρονος Βιντσένζο Περούτζα ξεμύτισε από ένα ντουλάπι στο Λούβρο, όπου είχε καταφέρει να κρυφτεί από το προηγούμενο βράδυ, πήγε κατευθείαν προς τη «Μόνα Λίζα», το αριστούργημα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, την απέσπασε από το κάδρο της και τοποθετώντας την στο εσωτερικό του παλτού του διέφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός . Η κλοπή επισημάνθηκε την επόμενη ημέρα, το Μουσείο έμεινε κλειστό για μια εβδομάδα, ο διευθυντής του Μουσείου και ο επικεφαλής της ασφάλειας απολύθηκαν και οι φύλακες δέχτηκαν επίπληξη. Ανάμεσα σε όσους εξέτασε η γαλλική Αστυνομία ως υπόπτους ήταν και ο Πάμπλο Πικάσο καθώς και ο ποιητής Γκιγιώμ Απολινέρ.

Το ξημέρωμα της 9ης Ιανουαρίου 2012, σύμφωνα με τις τωρινές αποκαλύψεις της ΕΛ.ΑΣ, ένας Έλληνας ελαιοχρωματιστής, ο 49χρονος σήμερα Γ.Σ. που κρυβόταν στα πέριξ της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας να ενεργοποιεί επίτηδες με κινήσεις κάθε τόσο τον (ιδιαίτερα ευαίσθητο σύμφωνα με μαρτυρίες) συναγερμό για να αποσυντονίσει τον νυχτοφύλακα, κατάφερε να μπει στον χώρο και να αποσπάσει από τα κάδρα τους: α) το «Γυναικείο κεφάλι» έργο (λάδι σε μουσαμά, 56χ40) που φιλοτέχνησε ο Πικάσο το 1939, απεικονίζει τη μούσα του Ντόρα Μάαρ και φέρει στο πίσω μέρος του καμβά την ιδιόχειρη σημείωση του καλλιτέχνη «Pour le Peuple Grec, Hommage de Picasso» («Για τον ελληνικό λαό, Φόρος Τιμής από τον Πικάσο»), β) το έργο «Ανεμόμυλος Στάμμερ» (λάδι σε ξύλο, 35χ44) της πρώτης περιόδου του Ολλανδού Πητ Μοντριάν που φιλοτεχνήθηκε το 1905, πριν από την επαφή του με τον κυβισμό και απεικονίζει ένα τυπικό ολλανδικό τοπίο με ανεμόμυλο κατά μήκος ενός ποταμού και γ) ένα μικρό σχέδιο θρησκευτικής θεματολογίας των αρχών του 17 αιώνα (“San Diego d’Alcalà”) που αποδίδεται στον Ιταλό καλλιτέχνη Γκουλιέλμο Κάτσα «Μονκάλβο» και απεικονίζει τον Σαν Ντιέγκο ντε Αλκαλά σε μυστικιστική έκσταση. Αυτό το τελευταίο κατά τις τωρινές δηλώσεις του φερόμενου ως δράστη καταστράφηκε, όταν στη βιασύνη του να φύγει τραυματίστηκε και αιμορράγησε χρησιμοποιώντας το σκίτσο για να σκουπίσει το αίμα και αργότερα «το πέταξε στην τουαλέτα»!

Η ιστορία των έργων

Από που προέρχονταν τα έργα; Ο Πικάσο ήταν απ΄όσους, δεκάδες Γάλλους κυρίως καλλιτέχνες είχαν ανταποκριθεί στην έκκληση για μία δράση υπέρ της ελληνικής Αντίστασης, του Γάλλου φιλέλληνα, διανοούμενου, εμπνευστή του «Ματαρόα» και μετέπειτα διευθυντή στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών Ροζέ Μιλλιέξ και της Ελληνίδας συζύγου του και γνωστής συγγραφέα Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, την περίοδο της Κατοχής όταν οι δυό τους ζούσαν εξόριστοι στον Νότο της Γαλλίας. Η πρόθεσή τους ήταν να συγκεντρώσουν κείμενα Γάλλων διανοουμένων και έργα καλλιτεχνών για την Ελλάδα και τον δοκιμαζόμενο λαό της προκειμένου να δημιουργηθεί ένα βιβλίο-λεύκωμα.

«Η προσπάθεια», έγραφε η δημοσιογράφος Παρασκευή Κατημερτζή το 2007 στα «Νέα», « ξεκίνησε το 1945 και βρήκε μεγάλη ανταπόκριση. Πρώτος ο Αντρέ Φουζερόν, μ΄ ένα χειρόγραφο κι ένα έργο του. Αμέσως μετά ο Ανρί Ματίς- που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει τη χώρα του στην περίοδο της κατοχής και είδε την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη σύζυγό του και την κόρη του- προσέφερε ένα ωραίο σχέδιο, μια γαλήνια γυναικεία μορφή με ρέουσες γραμμές. Ακολούθησαν κι άλλοι- ο Ζορζ Μπρακ, ο Πιερ Μπονάρ, ο Αντρέ Μασόν που δώρισε ένα πολύ δυνατό σχέδιο, την «Αντίσταση», ο Φρανσίς Πικάμπια ένα κεφάλι-μάσκα από τη σειρά επικαλυπτόμενα κεφάλια, η Ελληνίδα χήρα του γλύπτη Μπουρντέλ που προσέφερε ένα κεφάλι της Αθηνάς, ο Ανρί Λοράνς, ο Αντρέ Λοτ, ο Ντενουαγιέ, αλλά και δεκάδες άλλοι λιγότερο γνωστοί ζωγράφοι, όπως και οι Έλληνες Δημήτρης Γαλάνης και Μαρία. Στο μεταξύ το «τάμα της Κατοχής», έγινε όνειρο για τη δημιουργία μιας αίθουσας αφιερωμένης στη σύγχρονη γαλλική τέχνη σ΄ ένα υπό ίδρυσιν μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα. Είκοσι ένα λάδια, εκατόν δέκα σχέδια και δύο βιβλία τέχνης, του Ματίς και του Ντιφί, ήταν η «μαγιά». Τα έργα ήρθαν στην Αθήνα, εκτέθηκαν στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 1949 εν μέσω του κλίματος πολιτικής μισαλλοδοξίας, χλευάστηκαν από μερίδα του Τύπου και κατέληξαν στην Εθνική Πινακοθήκη».

Εξ ου και η ιδιόχειρη αφιέρωση από τον Πικάσο στον «ελληνικό λαό» του έργου που είχε φιλοτεχνήσει το 1939, Ήταν ένα από τα αρκετά πορτρέτα που έφτιαξε στη διάρκεια της καριέρας του με μοντέλο την επί σειρά ετών σύντροφό του, Γιουγκοσλάβα φωτογράφο, την περίφημη Ντόρα Μάαρ.

 

Από δωρεές στην Πινακοθήκη προέρχονταν και τα άλλα δύο έργα: Το έργο του Μοντριάν από δωρεά του πρύτανη του Πολυτεχνείου Αλέξανδρου Παππά, ο οποίος το είχε αγοράσει το 1963. Και το σχέδιο του «Μονκάλβο» από δωρεά το 1907, του Έλληνα εμπόρου και πολιτικού που απέκτησε αργότερα τη ρωσική υπηκοότητα, Γρηγορίου Μαρασλή.

 

Πίσω στον Ιανουάριο του 2012

Η εισβολή του κλέφτη το βράδυ του 2012 σήμανε συναγερμό. Όμως κατά τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και κατά το ρεπορτάζ ο ένας και μοναδικός νυχτοφύλακας, υπάλληλος εταιρείας φύλαξης με την οποία συνεργαζόταν το Μουσείο, ο οποίος φυλούσε από την πλευρά της Πινακοθήκης που «βλέπει» στη Μιχαλακοπούλου, καθυστέρησε να φτάσει στο σημείο της κλοπής και η προσπάθειά του να καταδιώξει τον κλέφτη (σ.σ. ως μη όφειλε καθώς οι οδηγίες που είχε έλεγαν ότι αν αντιληφθεί κάτι περίεργο πρέπει να ειδοποιήσει άμεσα την Άμεση Δράση και να μην εμπλακεί σε κυνηγητό) απέβη άκαρπη. Ο ίδιος μάλιστα φαίνεται να έπεσε στις σκάλες κατά την προσπάθειά του να προλάβει ..

«Σύμφωνα με μαρτυρίες του προσωπικού ασφαλείας, ο δράστης μόλις αντιλήφθηκε τον φρουρό να τον πλησιάζει, άρχισε να ουρλιάζει για να τον πανικοβάλει, χωρίς όμως να προχωρήσει σε επίδειξη όπλου», έγραψαν τότε οι εφημερίδες.

Εννέα μήνες αργότερα στις 23 Οκτωβρίου, «η ΕΛ.ΑΣ. παρέδωσε τη δικογραφία της υπόθεσης από όπου προέκυπτε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της μπαλκονόπορτας από όπου μπήκε ο δράστης, ενώ στο σημείο εκείνο βρέθηκαν πέντε πελματικά εντυπώματα που δεν διασταυρώθηκαν και θεωρήθηκαν πενιχρό στοιχείο. Ακόμη, από το σημείο της επιδρομής ελήφθησαν 12 δείγματα DNA που είναι ένα βασικό όπλο της ΕΛ.ΑΣ. για την ταυτοποίηση των δραστών, η οποία ωστόσο παραμένει το μεγάλο ζητούμενο (…)εξετάστηκε το ενδεχόμενο συμμετοχής κάποιου από τους 105 υπαλλήλους τότε της Πινακοθήκης στο σχέδιο αρπαγής του πίνακα, χωρίς να υπάρχει επιβεβαίωση. Ενδιαφέρον υπήρξε και για έναν-δυο γκαλερίστες που είχαν επισκεφθεί τον χώρο της Πινακοθήκης προ της αρπαγής και επεξεργάζονταν τον πίνακα του Πικάσο. Ακόμη ερευνήθηκε και ο ρόλος δύο αλλοδαπών από βαλκανικές χώρες που είχαν επισκεφθεί τότε τον χώρο της Πινακοθήκης και είχαν ζητήσει να πιστοποιηθεί η γνησιότητα πινάκων που είχαν στη διάθεσή τους».

Όλες αυτές οι έρευνες κι ακόμα περισσότερες απέβησαν άκαρπες. Βρέθηκε ωστόσο στο στόχαστρο η διοίκηση της Πινακοθήκης γιατί α) στο πλαίσιο της έκθεσης «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης» με σπανίως έως ποτέ παρουσιασμένα αριστουργήματα από τη συλλογή της, εξέθετε τον Πικάσο στο φουαγέ του μουσείου (που είναι αλήθεια ότι συχνά λειτουργούσε ως εκθεσιακός χώρος), πολύ κοντά στην κεντρική είσοδο. Και επιπλέον, όπως είχε πει ήδη από τότε ο ιστορικός Τέχνης και πρώην επιμελητής της Πινακοθήκης Μάνος Στεφανίδης «Ο συγκεκριμένος πίνακας είχε εκτεθεί, χωρίς προστατευτικό υαλοπίνακα, χωρίς καν τζάμι, κρεμασμένος από μία πρόκα». Επίσης ο πίνακας δεν είχε εξελιγμένο συναγερμό που ενεργοποιείται με την αφή. Και απ΄όσα γνωρίζουμε ακόμα και η ανακαινισμένη Πινακοθήκη δεν διαθέτει τέτοιο σύστημα.

Οι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ εξέφραζαν πάντως τότε την πεποίθηση ότι «πρόκειται για έργο οργανωμένου κυκλώματος κλοπής έργων τέχνης. Είναι εντυπωσιακό ότι από τους πίνακες μεγάλης αξίας ξένων ζωγράφων που υπήρχαν στην συγκεκριμένη αίθουσα της Εθνικής Πινακοθήκης έκλεψαν τους συγκεκριμένους του Πικάσο και του Μοντριάν. Είναι εντυπωσιακές οι ομοιότητες με την κλοπή στο Παρίσι στις 20 Μαΐου του 2010. Κι εκεί παρουσιάσθηκαν προβλήματα στο σύστημα συναγερμού, ενώ οι κινήσεις του δράστη θεωρείται ότι έχουν εξαιρετικές ομοιότητες με αυτές της Εθνικής Πινακοθήκης».

Σε δηλώσεις του και ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Χρήστος Παπουτσής είχε χαρακτηρίσει «έως και ανύπαρκτους» τους κανόνες ασφαλείας που έχει η Εθνική Πινακοθήκη, σημειώνοντας πως «υπήρξε ολιγωρία από την πλευρά του υπαλλήλου της ιδιωτικής ασφάλειας».

Το πόρισμα Ρακιντζή και η απάντηση της Πινακοθήκης

«Το σύστημα ασφαλείας είχε άδειες μπαταρίες, έτσι ο συναγερμός κτυπούσε συχνά, χωρίς να υπάρχει παραβίαση.

– Οι κασέτες από τις κάμερες είχαν τελειώσει και δεν είχαν αντικατασταθεί λόγω έλλειψης χρημάτων.

– Ο συναγερμός δεν ήταν συνδεδεμένος με την αστυνομία αλλά μόνον με την εταιρεία φύλαξης.

– Οι φύλακες απασχολούνταν σε άλλες θέσεις και επιπλέον δεν γνώριζαν τι ακριβώς να πράξουν σε ενδεχόμενη απόπειρα ληστείας, καθώς δεν είχαν περάσει ποτέ από ειδική εκπαίδευση για τον τρόπο που γίνεται η φύλαξη και για τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβούν σε περίπτωση συμβάντος».

Αυτά ανέφερε μεταξύ άλλων το πόρισμα-καταπέλτης του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή σχετικά με τις συνθήκες φύλαξης της Εθνικής Πινακοθήκης.

Το περιεχόμενο της έκθεσης δημοσιοποιήθηκε προκαλώντας με κάποια καθυστέρηση την αντίδραση του Δ.Σ. της Πινακοθήκης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του τον Απρίλιο του 2012: «τόσο το σύστημα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης, το οποίο χαρακτηρίστηκε στον Τύπο “διάτρητο”, όσο και η κατάσταση λειτουργίας του (ενδοεπικοινωνία, μπαταρίες, κασέτες καταγραφής κ.λ.π.) βρίσκονται σε άριστη κατάσταση και συντηρούνται διαρκώς σε στενή συνεργασία με την εταιρία παροχής συστημάτων ελέγχου», ενώ εκφράζεται η θέση ότι η έκθεση αυτή  «δεν  μπορεί να είναι πλήρης, εφόσον δεν εξετάστηκαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι για την ασφάλεια της Εθνικής Πινακοθήκης». Η διοίκηση της Πινακοθήκης αναγνωρίζει «ότι σε δύσκολες περιόδους κρίσης γίνονται περιορισμοί δαπανών και επιβραδύνονται οι εκσυγχρονισμοί των συστημάτων ασφαλείας» αναφέροντας ότι «τα συστήματα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης είναι απολύτως αξιόπιστα», ωστόσο καταλήγει ότι «τα πρόσθετα μέτρα τα οποία ελήφθησαν δεν θα είναι ποτέ επαρκή αν δεν υποστηρίζονται από το αντίστοιχο σε αριθμό προσωπικό φύλαξης, το οποίο η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης κατ’ επανάληψη είχε ζητήσει από το ΥΠ.ΠΟ.Τ., πριν το ατυχές συμβάν». 

Όπως και να χει πάντως μετά απ΄όλα αυτά εκείνος που την πλήρωσε αφού απομακρύνθηκε από την Πινακοθήκη, πήρε δυσμενή μετάθεση από την εταιρεία φύλαξης στην οποία υπηρετούσε και τιμωρήθηκε με δραματική μείωση μισθού ήταν ο νυχτοφύλακας! Και ουδείς άλλος!

Δρούσε για τον εαυτό του ο Έλληνας “Περούτζα”;

Έκτοτε οργίασαν οι φήμες. Άλλοι μιλούσαν για οργανωμένη κλοπή «προκειμένου να δυσφημιστεί η διευθύντρια της Πινακοθήκης» κυρία Λαμπράκη, καθώς τότε έληγε μια από τις πολλές θητείες της 30χρονης καριέρας της στην Πινακοθήκη (σ.σ. η τωρινή θητεία της λήγει ακριβώς σ ΄ένα χρόνο, τον Ιούλιο του 2022) και άλλοι προσανατολίζονταν σε «παραγγελία» κάποιου συλλέκτη. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα ουδείς που έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με την αγορά των έργων Τέχνης μπορεί να κατανοήσει τί θα έκανε ο φερόμενος ως κλέφτης Γ.Σ. έργα που ήταν καταλογογραφημένα διεθνώς, άρα ούτε να πουληθούν εκ των υστέρων ήταν δυνατόν, ούτε να φύγουν από τη χώρα. «Ένα έργο κλεμμένο από Πινακοθήκη από μουσείο είναι εκτός συναλλαγής. Ο συγκεκριμένος που το παρήγγειλε θα το έχει αποκλειστικά και μόνο στο σαλόνι του, δε μπορεί ούτε να το επιδείξει ούτε να το παρουσιάσει σε κάποιο γεύμα» είχε δηλώσει τότε, το 2012 ο δικηγόρος Στέλιος Γκαρίπης, συλλέκτης και εκτιμητής έργων τέχνης.

“Δυστυχώς αδύνατον να κρεμασθή εις το σαλόνι του…”

Ειδικά το έργο του Πικάσο με την αφιέρωση στην Ελλάδα είναι μία περίπτωση που μας γυρίζει στην κλοπή της….Τζοκόντα. Γιατί; Διαβάστε τί έγραφε η ελληνική εφημερίδα «Εμπρός» το 1911 (το απόσπασμα εντοπίστηκε στην πτυχιακή εργασία της Ελένη Μανιάκη 2005-6): «Ένα κράτος φυλάττει ένα καλλιτεχνικόν αριστούργημα, σαν τα μάτια του. Το αριστούργημα εξαφανίζεται. Αποδεικνύεται ότι το κράτος είναι στραβό. Και είναι Γαλλία. Ένας άνθρωπος κατορθώνει την μεγαλυτέραν λωποδυσίαν του κόσμου, κλέβων την Τζιοκόντα του Λούβρου, διαπράττων δηλαδή κακόν μεγαλειώδες, οριστικόν και αθεράπευτον. Διότι Λεονάρδος δα Βίντσι δεν ξαναγίνεται, ούτε Γάλλος βασιλεύς, σαν τους αθάνατους εκείνους χουρβαντάδες, να τον προσκαλέση στο σπίτι του. Αλλά και κλέφτης στραβός. Έκλεψε τη σκούφια του! όπως λέγουν οι χωρικοί. Τι θα ειπή κλοπή; Υπεξαίρεσις πράγματος που δεν το είχες. Αλλά Τζιοκόντα ήτο δική του, δική μας, δική σας και όλου του κόσμου. Διότι αν υπάρχη σήμερον κοινόν κτήμα είναι τα Μουσεία (…) Εάν κλέπτης είναι, όπως και θα είναι, εκατομμυριούχος σνομπ της Αμερικής, σνομπική του αδυναμία θα μείνει χωρίς ικανοποίησιν. Δυστυχώς αδύνατον να κρεμασθή εις το σαλόνι του. Αδύνατον να το ιδή άλλος. Αδύνατον να μάθη άλλος ότι το έχει. Αδύνατον να την ιδή και ίδιος! Διά να την βλέπη θα κατεβαίνει εις κατακόμβην, με ένα κερί, μακράν κάθε βλέμματος. Πρώτης τάξεως συντήρησις. Και απόλαυσις επίσης. Ερωτάται λοιπόν γιατί την έκλεψε. Για να είναι μόνος που την έχει; Μάλιστα είναι τούτο μια ηδονή. Αλλά θεωρητική. Δεν υπάρχει εις την ζωήν. Σας δίνω την Ελένην του Μενελάου, ωραίαν όπως την ύμνησαν οι γέροι Τρώες των τειχών και Θεόκριτος, υπό τον όρον να είναι δική σας, αλλά να μην την βλέπη άλλος, ούτε να ξεύρη άλλος ότι την έχετε. Δεν θα την πάρη κανείς. Όπερ έδει δείξαι.»

Το απόσπασμα ταιριάζει απόλυτα με την τωρινή ιστορία. Εάν ο δράστης της κλοπής της Πινακοθήκης ήταν τόσο δαιμόνιος και φιλότεχνος ώστε να οργανώσει μόνος τη ληστεία, αφού, όπως αναφέρθηκε, παρακολουθούσε επί μέρες το «τυπικό» της λειτουργίας του μουσείου, θα όφειλε να γνωρίζει πώς τρία διεθνώς καταλογογραφημενα έργα εκ των οποίων το ένα είναι ένας διάσημος Πικάσο με ιδιόχειρη αφιέρωση (και αξία που υπερβαίνει κατά.. πάρα πολύ τα 20 εκ. ευρώ που του αποδίδουν), θα ήταν αδύνατον να πουληθούν.

«Οι γνώστες ανέφεραν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο κάποιος να πουλήσει ή να βγάλει στο εξωτερικό τους πίνακες, παρά το γεγονός, όπως φαίνεται, ότι ο 49χρονος είχε προσπαθήσει να τους βγάλει στη «μαύρη» αγορά», έγραψαν οι εφημερίδες. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε χθες στις δηλώσεις της και η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη αναγνωρίζοντας ότι «ο πίνακας αυτός ήταν αδύνατον όχι απλώς να πουληθεί αλλά και να εκτεθεί οπουδήποτε. Ήταν απολύτως ταυτοποιημένος ότι ήταν προϊόν κλοπής από την Εθνική Πινακοθήκη».

Οι ίδιοι γνώστες της αγοράς των έργων Τέχνης θεωρούν τραβηγμένο από τα μαλλιά και το σενάριο του εντοπισμού των πινάκων σε ρέμα της Κερατέας, επειδή ο Γ.Σ. φοβήθηκε. Και επισημαίνουν ότι το τελευταίο δίμηνο χάρη ίσως στα εγκαίνια της ανακαινισμένης πλέον Πινακοθήκης είχαν πυκνώσει τα δημοσιεύματα ότι «η Ελληνική Αστυνομία μαζί με την ΕΥΠ, ξεκίνησε μια προσπάθεια αναζωπύρωσης των ερευνών» για τον εντοπισμό του ή των δραστών. Ήταν το χρονικό μίας προαναγγελθείσας σύλληψης κι ενός κάπως θριαμβευτικού εντοπισμού;

Ο μαρκήσιος Εδουάρδο ντε Βαλφιέρνο

Τελικά δρούσε μόνος του και παρορμητικά ο Γ.Σ.; Πάντως και στην περίπτωση του Ιταλού «κλέφτη» της «Μόνα Λίζα» Βιντσένζο Περούτζα που επέστρεψε μετά από χρόνια το πολύτιμο κλοπιμαίο του, ποτέ δεν διευκρινίστηκε αυτό. Η ιστορία και τα κίνητρά του γέννησαν ωστόσο θαυμάσια προϊόντα (μερικής) μυθοπλασίας: το περίφημο «Ο άνθρωπος που έκλεψε τη Τζοκόντα» του Martin Page (το «Set a Thief» έργο του 1984 κυκλοφόρησε στα ελληνικά στην κλασική πλέον έκδοση της ¨Άγρας¨) και «Το άλλο πρόσωπο της Τζοκόντας» του Μαρτίν Καπαρρός (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις «Πατάκη»). Και στα δύο βιβλία πίσω από την κλοπή στο Λούβρο υπάρχει κάποιος «εγκέφαλος»:  ο μαρκήσιος Εδουάρδο ντε Βαλφιέρνο.

Ο μαρκήσιος Βαλφιέρνο ήταν πραγματικό πρόσωπο. «Τον Ιούνιο του 1932 (συγκεκριμένα στις 25/6/32), μια συνέντευξη στην εφημερίδα Saturday Evening Post παρέθετε την ομολογία του Μαρκησίου του Βαλφιέρο, που αποκάλυπτε ότι ήταν συνένοχος του Περούτζα στην κλοπή του πίνακα. Προσέφυγαν στην πράξη αυτή, όπως ισχυρίστηκε, σε μια προσπάθεια να πουλήσουν ως αυθεντικά ορισμένα αντίγραφά του. Όταν ο πίνακας επεστράφη τελικά στο Λούβρο, εξακολουθούσαν να επιβεβαιώνουν στους συλλέκτες ότι η αυθεντική Μόνα Λίζα βρισκόταν στην κατοχή τους και ότι η είδηση της επανεύρεσης του πίνακα δεν ήταν παρά μια πράξη απελπισίας εκ μέρους του μουσείου»*. Αλλά αυτό ανήκει σε μία άλλη ιστορία.

*Απόσπασμα επίσης από την πτυχιακή εργασία της Ελένης Μανιάκη, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, την περίοδο 2005-6, με την εποπτεία του Μήτσου Μπιλάλη)

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα