Γιώργος Κουμεντάκης στο NEWS 24/7: “Το ’21 ήταν μια ευκαιρία να ξαναδούμε την ιστορία μας λίγο πιο αντικειμενικά”
Με αφορμή τις δυο sold-out παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, στις οποίες υπογράφει την μουσική, ο Γιώργος Κουμεντάκης διατύπωσε τις σκέψεις του για μια σειρά ζητήματα –από πολύ προσωπικά, έως τέρμα εθνικά.
- 15 Ιουνίου 2021 16:46
Καθώς μιλάει, με εκείνη την χαρακτηριστική ρεθυμνιώτικη εσάνς να αρωματίζει τις λέξεις του, ο Γιώργος Κουμεντάκης δημιουργεί άθελά του ομόκεντρους κύκλους νοήματος –σαν τους κυματισμούς που αφήνει ένα βότσαλο σαν πέφτει στο νερό, με την μια σκέψη να γεννάει απαλά την άλλη κι όλες μαζί να συμπληρώνουν αενάως την αρχική.
Με αφορμή την παράσταση «Κλυταιμνήστρα – Μουσική Δωματίου για ένα όργανο», που θα παρουσιαστεί Τετάρτη και Πέμπτη στην Πειραιώς 260, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο οποίος συνέθεσε την μουσική της, μίλησε στο NEWS 24/7. Για την παράσταση, για την μουσική και την παύση της «η οποία εμπεριέχει πάρα πολλή μουσική μέσα της, ακριβώς επειδή βρίσκεται μεταξύ δυο μουσικών γεγονότων», αλλά και για την θητεία του στην ΕΛΣ, ή την ουσία πίσω από τα 200 χρόνια από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Με ενθουσιασμό ανέρωτο ο κ. Κουμεντάκης μιλάει για τους συνεργάτες του σε αυτό το πρωτοποριακό μουσικοθεατρικό εγχείρημα, το οποίο, δυστυχώς, θα δουν μόνο όσοι μερίμνησαν εγκαίρως –τα εισιτήρια και των δυο παραστάσεων έχουν προ πολλού εξαντληθεί. Αλλά περί τίνος ακριβώς πρόκειται; Εν αρχή ην ο λόγος, βέβαια. Ήτοι, «μια ανασύνθεση μονολόγων και χορικών με μορφή σπαραγμάτων» από την αισχύλεια τραγωδία «Αγαμέμνονας». Τα οποία ερμηνεύει, μόνη επί σκηνής ως Κλυταιμνήστρα, η Σοφία Χιλλ. Μια «συγκλονιστική ηθοποιός –ειλικρινά δεν έχω δει τέτοια τεχνική αρτιότητα, όλο αυτό το συναισθηματικό φορτίο που έχει μέσα της, που το φέρει με έναν ιδανικό τρόπο. Το λέω πολύ αυθόρμητα, γιατί αυτό απολαμβάνω στις πρόβες: μπορεί να κάνει τα πάντα, ο,τιδήποτε συζητηθεί μαζί της, το πώς το αφομοιώνει και πώς το εξελίσσει.»
Από κοντά, η μουσική. Η δική του μουσική, την οποία ερμηνεύουν ζωντανά ο εμπνευστής και σκηνοθέτης της παράστασης, Κωνσταντίνος Χατζής, στο πιάνο, και ο δεξιοτέχνης του γιαϊλί ταμπούρ Ευγένιος Βούλγαρης, «ένας απίιιιιστευτος μουσικός! Δεν ξέρω πώς μπορώ να δώσω το μέγεθος αυτού του ανθρώπου, είναι από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έχουν γεννηθεί ποτέ στην Ελλάδα σε ένα όργανο τεχνικά κι εκφραστικά πάρα πολύ απαιτητικό, που στα χέρια του είναι η απόλυτη αποκάλυψη.»
Μα τι είναι αυτό το γιαϊλί ταμπούρ; Πρόκειται για έναν τοξωτό μεταλλικό ταμπουρά με δοξάρι, ένα «σολιστικό όργανο της οθωμανικής κλασικής μουσικής –δεν υπάγεται στα παραδοσιακά όργανα της ελληνικής μουσικής– που πολλές φορές συνδυάζεται με άλλα, όπως είναι η πολίτικη λύρα, το κανονάκι, τα σαντούρια,» εξηγεί ο συνθέτης. Η δε επιλογή του συγκεκριμένου οργάνου, «το οποίο εμφανίζεται σε μια πολύ σημαντική στιγμή του έργου, και η λύτρωση έρχεται μέσα απ’ αυτό το όργανο, αυτόν τον ήχο,» ήταν του Κουμεντάκη.
Συνθέτοντας λόγο, μουσική και φωτογραφία
Έτσι όπως μου τα λέει, αυτό θα πρέπει να ήταν ένα από τα λίγα πράματα που αποφάσισε εκείνος για την εν λόγω παράσταση. Διότι, σε αντίθεση με τον συνήθη τρόπο συνεργασίας του με τον εκάστοτε σκηνοθέτη, «με τον Χατζή εφαρμόζουμε ένα άλλο σύστημα, το οποίο μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ: ανάλογα με το περιεχόμενο της σκέψης ή του λόγου που συζητιούνται, αλλά κι από μόνος του πολλές φορές, μου ζητάει νότες, υλικό, θέματα, είτε από έργα που ήδη υπάρχουν, είτε από κομμάτια που συντίθενται με αφορμή τις πρώτες συναντήσεις μας για το συγκεκριμένο έργο. Και μετά, ουσιαστικά, [αυτές οι μουσικές] δουλεύονται ερήμην του συνθέτη. Άρα, έχει στα χέρια του [ο Χατζής] το κείμενο και την παρτιτούρα και μαζί με την ηθοποιό τα μεταπλάθουν και τα ενσωματώνουν στην θεατρική πράξη οι δυό τους.»
Κι αφού αυτή η διαδικασία σύζευξης μουσικής και λόγου μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού είχε σχεδόν φτάσει στην τελική της μορφή, «και αφού, κατά διαστήματα, μου ζητούσε συμπληρωματικά στοιχεία ή θέματα, ερχόμουνα στις πρόβες –κάτι που δεν έκανα ποτέ παλιά– και η συμμετοχή μου ήταν πια σαν θεατής κάνοντας επεμβάσεις πολύ διακριτικές, και μόνο όταν βοηθούσαν αυτό το οποίο έβλεπα κι άκουγα μπροστά μου να γίνει ακόμα πιο εύγλωττο.» Είναι προφανές, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Κουμεντάκης, πως μια τέτοια συνεργασία λειτουργεί επειδή «ο Κωνσταντίνος κι εγώ είμαστε μουσικοί. Κι επειδή ο τρόπος που δουλεύει –ο τρόπος που και τώρα δουλεύει με την Χιλλ, αλλά και από προηγούμενες συνεργασίες μας– είναι καθαρά μουσικός, προέρχεται από μια εμμονή στην παρτιτούρα και στην μουσική πράξη.»
Κι υπάρχει κι ένα τρίτο στοιχείο που, προς το τέλος της παράστασης, έρχεται σαν άγκυρα και γειώνει το συναίσθημα του θεατή σε κάτι απτό –και σαφώς ευρύτερο από τον εξωτερικευμένο εσωτερικό μονόλογο της συζυγοκτόνου Κλυταιμνήστρας. Είναι οι σπαρακτικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του μέγιστου βραζιλιάνου φωτοδημοσιογράφου Σεμπαστιάου Σαλγκάντο που προβάλλονται στον χώρο. «Ένας άλλος κόσμος, που είναι ο πραγματικός κόσμος, που προέρχεται από πολέμους, από πείνες, από φυσικές καταστροφές σε παγκόσμιο επίπεδο. Και [τότε] βλέπεις την κενότητα, βλέπεις τον χαμένο άνθρωπο. Σας το λέω και συγκινούμαι πάρα πολύ,» βεβαιώνει ο συνθέτης.
Το στοίχημα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Μέσα από τους αλλεπάλληλους κυματισμούς του λόγου του, ο Γιώργος Κουμεντάκης μου μιλάει με θέρμη για την «εγκεφαλικότητα και την υπεράνθρωπη συνθετική μα και συγκινησιακή πολυπλοκότητα του Μπαχ», ή για την απελευθέρωση που χάρισε στους συνθέτες ο μοντερνισμός και η μουσική αβανγκαρντία του 20 αιώνα ενσωματώνοντας τελικώς «και το θορυβικό στοιχείο, και το κρουστικό, ή ήχους της φύσης.» Παρακάτω, αναγνωρίζει πως μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας –σε αντίθεση με όσα πρέσβευε μέχρι τα 30 μες στην αψάδα της νιότης– συνειδητοποίησε πως «ήταν πολύ ουσιαστικό να βρω έναν τρόπο να περάσω τις μουσικές μου σκέψεις με αισθαντικότητα, απλότητα, σαφήνεια σε ένα μεγαλύτερο κοινό.»
Τον ακούω, γοητεύομαι. Και συγχρόνως, απορώ: πώς στο καλό καταφέρνει ένας ψυχή τε και πνεύματι καλλιτέχνης, ένας τόσο εσωτερικός δημιουργός να λειτουργεί και ως καλλιτεχνικός διευθυντής ενός πολυδαίδαλου φιλόδοξου οργανισμού όπως η νέα ΕΛΣ; «Κατ’ αρχήν, δεν ξέρω αν τα καταφέρνω. Δεν το λέω από ταπεινοφροσύνη, αυτό θα αποδειχθεί στο τέλος. Δεν ήρθα, όμως, ανυποψίαστος. Υπήρχε ένα πολύ συγκεκριμένο πλάνο στο κεφάλι μου, το οποίο το άλλαξα πολλές φορές, [ώσπου] κάποια στιγμή διαμορφώθηκε κι από μένα κι απ’ τους συνεργάτες μου –γιατί πολλά πράματα απ’ αυτά είναι και μια συλλογική δουλειά– ένα πλαίσιο που μου άρεσε να πετύχουμε. Βάλαμε, δηλαδή, ένα πλάνο το οποίο ήταν αρχικά τριετίας, μετά της τετραετίας, τώρα είναι της εξαετίας.»
Κι ύστερα, «εκεί που όλα ήταν και πηγαίναν πραγματικά πολύ καλά, δηλαδή πιστεύω ότι η ΕΛΣ έφτασε σε σημείο να είναι απ’ τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές όπερες παγκοσμίως», προέκυψε κορονοϊός… Και «αρχίσαμε να αναθεωρούμε πάρα πολλά απ’ αυτά τα πράματα. Αλλά βρήκαμε πάλι έναν άλλον τρόπο να επιβιώσουμε,» λέει ο κ. Κουμεντάκης αναφερόμενος στο GNO TV https://tv.nationalopera.gr/, την ψηφιακή εκδοχή του οργανισμού. Η οποία, με πληροφορεί, βρίσκεται ήδη στην τελική δεκάδα του διεθνούς βραβείου Classical: NEXT https://www.classicalnext.com, «το οποίο σκοπό έχει να δώσει διεθνή αναγνώριση σε φορείς και καλλιτέχνες που προωθούν πρωτοποριακές ιδέες στον χώρο της κλασικής μουσικής με έναν τολμηρό, αποτελεσματικό –και εκτός πλαισίου– σχεδιασμό και προγραμματισμό.»
Πίσω, ωστόσο, από όλα αυτά τα ρηξικέλευθα και ψηφιακά σοβούν πάντα τα κλασικά προβλήματα ενός δυσκίνητου ελληνικού κρατικού οργανισμού, έτσι δεν είναι; «Αυτό, σίγουρα,» παραδέχεται ο κ. Κουμεντάκης. «Μάλιστα, δεν είναι τόσο τα προβλήματα που περιμένεις, είναι αυτά που δεν περιμένεις. Κι είναι κρίσεις επαναλαμβανόμενες και πάρα πολύ συχνές. Κι εκεί φυσικά αναλώνεσαι σε έναν κόσμο που δεν ξέρω αν είναι ο καλύτερος, ή εάν θα ήθελα η ζωή μου να περάσει έτσι…»
Όντας ο ίδιος αναφανδόν υπέρ της κατά το δυνατόν άμεσης επίλυσης των όποιων προβλημάτων –«ακόμα κι αν κάνεις λάθος, είναι προτιμότερο να πάρεις μια απόφαση για να λύσεις ένα θέμα, από το να το αφήνεις πίσω για να το λύσουν οι επόμενοι»–, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσει ανθρώπους και καθεστηκυίες νοοτροπίες που δεν είναι καθόλου αυτής της άποψης. «Αυτό που είδα ότι καλλιεργείται είναι η επιθυμία κάποιων να παραμείνει η ΕΛΣ μια μικρή επαρχιώτικη οντότητα. Η οποία να μην φύγει ποτέ, εξυπηρετώντας διάφορα πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα. Αυτή η προοπτική είναι που με τρομάζει. Τα υπόλοιπα όχι, στα υπόλοιπα δίνω μάχες. Σ’ αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτα.» Και πώς να τον ψέξεις, δηλαδή…
Από το «Ελλάδα 2021» στο νόημα του ‘21
Τον ρωτάω γιατί επέλεξε να μην μετάσχει στην οργανωτική επιτροπή του Ελλάδα 2021 https://www.greece2021.gr, όταν αυτό του προτάθηκε. Μου εξηγεί ότι ήδη από τον Αύγουστο του 2018 ο ίδιος, και αργότερα μαζί με τους συνεργάτες του είχαν καθίσει κι είχαν σκεφτεί πολύ σοβαρά ένα ολόκληρο επετειακό πρόγραμμα στους κόλπους της ΕΛΣ. Ένα πρόγραμμα που ενδεχομένως έβλεπε τα Επαναστατικά πράματα από μια πιο φρέσκια και διαφορετική οπτική γωνία. «Όταν, λοιπόν, ήρθε η πρόταση από το 2021 για να είμαι κι εγώ μέλος της επιτροπής, αισθάνθηκα ότι θα ήταν ένα είδος προδοσίας απέναντι στους ίδιους μου τους συνεργάτες, αλλά και στον βασικό φορέα [σ.σ. το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος] που χρηματοδοτούσε το δικό μας πρόγραμμα. Είχαμε ήδη δώσει το μεγαλύτερο μέρος των αναθέσεων, γιατί φτιάχτηκε όντως ένα πρωτογενές υλικό [από την ΕΛΣ]. Αισθανόμουν, λοιπόν, ότι μπαίνοντας σε αυτή την ιστορία που είχε εθνικά χαρακτηριστικά –αυτά δεν τα αμφισβητώ, ούτε τα πρόσωπα, για την ουσία μιλάω– δεν θα έπρεπε να μπει στον διάλογο αυτό κάποιος εκ των υστέρων, που ενδεχομένως και να μην καταλάβαινε την δική μας λογική –δηλαδή, θα μοιραζόμασταν τι; Αυτοί οι προβληματισμοί μας κράτησαν σε ένα πιο ανεξάρτητο περιβάλλον.»
Δεκτό, απόλυτα κατανοητό. Και η γνώμη του για το έργο του Ελλάδα 2021 ποια είναι; «Δεν μπορώ να σας πω την γνώμη μου, διότι δεν ξέρω τι έχουν κάνει. Δηλαδή, μέχρι τώρα δεν ξέρω ποιες είναι οι δράσεις. Ακούω διάφορα πράγματα που γίνονται στην περιφέρεια, κι ότι είναι όλοι συντονισμένοι σε διάφορα σημεία του ορίζοντα, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό. Δεν έχω ενημέρωση, δεν ξέρω ποιο είναι το έργο της επιτροπής. Εμείς, το δικό μας έργο το ανακοινώσαμε. Δεν ξέρω αν υπάρχει μια αντίστοιχη ανακοίνωση, κι είναι κρίμα να μιλήσω για κάτι που δεν ξέρω… Ξέρω, πάντως, ότι υπάρχουν τόσο λαμπρά μυαλά, ειδικά στο κομμάτι των ιστορικών. Εμείς στην έρευνα που κάναμε ήρθαμε σε επαφή με κάποιους από αυτούς, κι ήταν μια ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια και αντικρουόμενες, θα έλεγα, απόψεις, αλλά και στοιχεία έρευνας πάρα πολύ σημαντικά για να ξαναδούμε την ιστορία μας λίγο πιο αντικειμενικά, ας πούμε. Αυτό αν έβγαινε στην επιφάνεια, το ‘21 δεν θα πέρναγε απαρατήρητο. Και δεν φταίει ο κορονοϊός γι’ αυτό.»
Μήπως, τελικά, φταίμε εμείς οι ίδιοι; Μήπως δυσκολευόμαστε να αποτολμήσουμε αυτό το διαφορετικό κοίταγμα στο παρελθόν και την ιστορία μας; «Το μεγαλείο της φυλής,» λέει ο κ. Κουμεντάκης, «έχει πάρα πολλές αποχρώσεις. Δεν έχει μόνο θετικές, έχει κι αρνητικές. Έτσι είναι ο άνθρωπος, τι να κάνουμε; Υπάρχουν και πράγματα για τα οποία θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι, και κάποια που θα ‘πρεπε να ντρεπόμαστε. Αυτές οι δυο αντιθετικές δυνάμεις είναι που φτιάχνουν τον σύγχρονο Έλληνα. Είναι μια πολύ μικρή ιστορία, είναι μόνο 200 χρόνια… Εμένα με ενθουσιάζει η ιδέα της Ανεξαρτησίας, που γεννήθηκε στο μυαλό κάποιων ανθρώπων, αλλά έγινε μια ιστορία η οποία πολύ σύντομα, ήδη σε αυτό το πλαίσιο [της Ελληνικής Επανάστασης], δημιούργησε εμφύλιους πολέμους και έναν σπαραγμό αδιανόητο. Εμένα, αυτό μου έλειπε [στους επετειακούς εορτασμούς]: αισθανόμουν ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει πραγματικά τι ήταν το ‘21.»
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις