Kendrick Lamar: ο καλλιτέχνης που “πυροβόλησε” τα οδοφράγματα του Pulitzer

Kendrick Lamar: ο καλλιτέχνης που “πυροβόλησε” τα οδοφράγματα του Pulitzer
Ο Kendrick Lamar στην εμφάνιση του στα Brit Awards 2018 (Joel C Ryan/Invision/AP) Joel C Ryan/Invision/AP

Το βραβείο Pulitzer για τη μουσική "υπάρχει" από το 1943. Από τότε έως σήμερα, υπήρξαν ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν είχε απονεμηθεί σε καλλιτέχνη κλασικής μουσικής. Αυτό που συνέβη φέτος με τον Κέντρικ Λαμάρ ήταν πραγματική επανάσταση.

H σεξουαλική κακοποίηση στο Χόλιγουντ και η ρωσική ανάμιξη στις αμερικανικές εκλογές, ήταν δυο από τα θέματα που απέσπασαν τα φετινά βραβεία Pulitzer, την ύψιστη διάκριση των δημοσιογράφων στις ΗΠΑ. Την έκπληξη ωστόσο, στην ιστορία του θεσμού την έκανε ο Kendrick Lamar, ο οποίος πήρε αυτό της μουσικής.

Tο Pulitzer Prize for Music απονέμεται από το 1943. Δεν άνηκε στις αρχικές οδηγίες του Joseph Pulitzer (παρεμπιπτόντως, ήταν αυτός που σύστησε στον κόσμο τις τεχνικές της “κίτρινης” δημοσιογραφίας, δηλαδή, της δημοσίευσης στοιχείων που δεν είχαν πλήρη επιβεβαίωση, τη δεκαετία του 1880, όταν έγινε ο εκδότης των St. Louis Post Dispatch και New York World).

Δηλαδή, όταν εμπνεύστηκε ο Pulitzer József (όπως βαπτίστηκε) αυτήν την βραδιά που διοργανώθηκε για πρώτη φορά το 1971 -με την ευγενή χορηγία του Columbia University-, δεν είχε κατηγορία “μουσική”. Αυτό που είχε προβλέψει, ήταν μια χορηγία για μουσικές σπουδές. Το 1943 αποφασίστηκε πως άξιζε το δικό του βραβείο “για μια διακεκριμένη μουσική σύνθεση, σημαντικής διάστασης, από Αμερικανό που εκτέλεσε για πρώτη φορά το έργο στις ΗΠΑ, μέσα στη χρονιά”.

Η προϋπόθεση να εκτελείται το έργο, σε πρώτη παγκόσμια μετάδοση, κατά το έτος της υποψηφιότητας είχε δημιουργήσει ένα θεματάκι. Για πολλές χρονιές, υπήρχε μόνο ένας υποψήφιος. Χρειάστηκε ωστόσο, να περάσουν 61 χρόνια, ώστε να τροποποιηθούν οι όροι. To 2004, o Sig Gissler, εκ των ιθυνόντων της διαδικασίας, αποφάσισε πως η κριτική που ασκείτο έπρεπε να τελειώσει και ανακοίνωσε ότι θα βραβεύεται “η διακεκριμένη μουσική σύνθεση από Αμερικανό που έκανε την πρώτη παρουσίαση ή την ηχογράφηση, στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του έτους”. Στη λίστα μπήκαν οι jazz, opera, μουσικό θέατρο, κινηματογραφικά μουσικά θέματα και άλλες μορφές μουσικής αρίστευσης. Διευκρινίστηκε ότι “δεν θα βραβεύονται μουσικές που προέρχονται από την ευρωπαϊκή κλασική παράδοση”. Στο μεσοδιάστημα είχαν συμβεί διάφορα που θα χαρακτηρίζατε έως τραγελαφικά.

To 1965 δεν δόθηκε βραβείο -γιατί κανείς υποψήφιος δεν το άξιζε

Το highlight ήταν αυτό που συνέβη το 1965, όταν η επιτροπή έκρινε ομόφωνα που καμία δουλειά δεν άξιζε το βραβείο. Για να μη μείνει στο ράφι, πρότειναν να το δώσουν στον Δούκα Ellington, ως αναγνώριση της γενικότερης δουλειάς του. Η επιτροπή δεν αποδέχθηκε την πρόταση και το 1965 έμεινε στην ιστορία, ως η μόνη χρονιά που δεν πήρε κάποιος Pulitzer μουσικής. Ακολούθησαν διάφορες κατά τις οποίες οι προτάσεις της επιτροπής που έχει επωμιστεί τη συγκεκριμένη ευθύνη, δεν έγιναν αποδεκτές από αυτήν που δίνει τα Pulitzer.

Ο Wynton Marsalis (AP Photo/Bebeto Matthews) AP

Το 1996 και ενώ είχε κορυφωθεί η εσωτερική διαμάχη για το ποιος τελικά αξίζει αυτή τη διάκριση, η επιτροπή προχώρησε στην πρώτη αλλαγή των κριτηρίων “ώστε να προσελκύσει τους τον καλύτερο από ένα ευρύ φάσμα αμερικανικής μουσικής”. Βλέπετε, έως τότε βραβευόταν αποκλειστικά η κλασική μουσική. Η αλλαγή έφερε τον Wynton Marsalis στο stage τι 1997, για να παραλάβει το Pulitzer. Ήταν η πρώτη φορά που οι καθ’ ύλην αρμόδιοι τιμούσαν καλλιτέχνη της jazz. Δεν αποθεώθηκε από όλους. Για την ακρίβεια, ήταν πολλοί εκείνοι που υποστήριξαν πως το “Blood on the Fields” δεν έπρεπε να επιλεγεί.

Η επιτυχία του ήταν μεν, δεδομένη, ωστόσο το κομμάτι του Marsalis είχε εκτελεστεί για πρώτη φορά, ενώπιον κοινού, την 1η Απριλίου του 1994 -και όχι το 1995 οπότε ηχογραφήθηκε από την Columbia Records. Σίγουρα ήταν προγενέστερο του 1997. Οι άνθρωποι του καλλιτέχνη είχαν εξηγήσει πως η δουλειά είχε υποστεί επτά αλλαγές, όταν εκτελέστηκε στο Yale University, το 1997. Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Robert Ward είχε κρίνει ότι “δεν έκανε απλά κάποιες μικροαλλαγές, αλλά άλλαξε την αντίληψη του κομματιού” και τη ιστορία γράφτηκε.

Ένα χρόνο νωρίτερα (1996), είχε βραβευθεί ο πρώτος Αφροαμερικανός συνθέτης. Ήταν ο George Theophilus Walker, για το Lilacs (για φωνή σοπράνο και ορχήστρα). Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Ο Walker είχε αποφοιτήσει από το Oberlin Conservatory (η δεύτερη παλαιότερη σχολή performing arts στις ΗΠΑ και αυτή με τα περισσότερα χρόνια συνεχούς λειτουργίας -από το 1865), στα 18 με τις ύψιστες των τιμών.

Ο Kendrick Lamar έγραψε ιστορία

Όταν προέκυψε η αριστεία του Marsalis, ο κόσμος θεώρησε πως πια το Pulitzer μουσικής θα αφορούσε -όντως- όλα τα είδη. Δεν ήταν αυτή η πραγματικότητα, καθώς συνέχισαν να προτιμώνται κλασικές δημιουργίες, για τα επόμενα εννέα χρόνια. Έκτοτε, υπήρξαν τρεις εξαιρέσεις που είχαν να κάνουν -πάλι- με την jazz. Δηλαδή, το 2006 προτιμήθηκε ο Thelonious Monk, το 2007 το βραβείο πήγε στον Ornette Coleman και το 2016 στον Henry Threadgill.

Στη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη γέννηση της σύγχρονης pop μουσικής, διάστημα στο οποίο καθιερώθηκε το είδος και οι πολυδιάστατες διαμορφώσεις του, δεν είχε προκύψει έστω μια φορά που να προτιμήθηκε από την επιτροπή των Pulitzer Prizes. Είχαν γίνει κάποιες ειδικές βραβεύσεις (Special Citations), όπως αυτή στον Bob Dylan, το 2008 ή στον Hank Williams, το 2010, πενήντα επτά χρόνια μετά το θάνατο του. Μέχρις εκεί και μη παρέκει. Φέτος ανατράπηκαν τα πάντα, με τους υπευθύνους να κινούνται βάσει του συστήματος “go big or go home” και να επιλέγουν έναν καλλιτέχνη της hip hop, του οποίου η δουλειά έχει γίνει δυο φορές πλατινένια και οι συναυλίες του γεμίζουν τις μεγαλύτερες “αρένες” των ΗΠΑ. Όπως έγραψε η Guardian “ο Kendrick Lamar ήταν η προφανής επιλογή, στην αναζήτηση του καλλιτέχνη που θα πυροβολούσε τα οδοφράγματα των Pulitzer Prizes”.

Πάμε να δούμε και το γιατί

H μουσική του καλλιτέχνη με δυο… μικρά ονόματα (η μητέρα του διάλεξε το Κendrick, προς τιμήν του συνθέτη/τραγουδιστή Eddie Kendricks των Temptations) δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία. Όπως έχει πει ο ίδιος “δεν μπορείτε να κατηγοριοποιήσετε. Η μουσική μου είναι ανθρώπινη”. Το “The New Yorker” τον χαρακτήρισε “μάστερ στην αφήγηση ιστορίας” και μάλλον αυτό είναι ό,τι πιο ακριβές έχει ειπωθεί για εκείνον. Μαζί με το “δεν υποτιμά τη νοημοσύνη του ακροατηρίου”. Μιλά για όλα, χωρίς να “κλαίγεται”, αλλά με την ικανότητα να παρηγορεί και να δίνει ελπίδα.

Ο τρόπος που γράφει είναι εξομολογητικός και την ίδια ώρα αμφιλεγόμενος. To highlight ήταν η τελευταία του δουλειά, με τίτλο “Damn”. Ασχολήθηκε με το “black movement”, την διαμαρτυρία για όσα ζουν οι μαύροι,, την προεδρία του Τrump και τη βία των ακροδεξιών. Αυτή η δουλειά είναι που βραβεύτηκε με Pulitzer.

Ο Kendrick Lamar Duckworth γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Campton της California (16/7 του 1987), όπου ο πατέρας του, Kenny δραστηριοποιείτο ως μέλος της συμμορίας Gangster Disciples. Η οικογένεια είχε δεσμούς με τους Bloods, την πρώτη αφροαμερικανική συμμορία του Los Angeles, που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ως αντίπαλο δέος των Crips -συμμορία που έφτασε να ‘χει 35.000 μέλη, διοικούσε τη νότια California και ευθύνεται για τις μεγαλύτερες εξάρσεις βίας της περιοχής. Ως αντιλαμβάνεστε, είχε δει πολλά. Είχε ζήσει πολλά, πριν διαπιστώσει την ύπαρξη του. Ουσιαστικά, μεγάλωσε με τη βοήθεια της πρόνοιας, σε εργατικές κατοικίες. Στο σχολείο ήταν άριστος μαθητής. Το 2004, στα 16, κυκλοφόρησε την πρώτη του δουλειά, με το ψευδώνυμο K-Dot. Τον προσέγγισε δισκογραφική εταιρία. Συνέχισε από εκεί, ώσπου έκανε δικές του, ανεξάρτητες παραγωγές τις οποίες διέθετε δωρεάν, online.

H δολοφονία φίλου του, πριν μια δεκαετία, ήταν ο λόγος που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Βαπτίστηκε το 2013. Έκτοτε μιλά και γράφει για τη θρησκεία του. Εξηγεί ότι “όλα μου τα έδωσε ο Θεός. Για τους περισσότερους fan μου είμαι ό,τι πιο κοντινό έχουν σε ιερέα. Ξέρω πως κάποια παιδιά ζουν με τη μουσική μου. Ο λόγος μου δεν θα είναι ποτέ όσο δυνατός ήταν αυτός του Θεού. Κάνω απλά, τη δουλειά μου”.

Στα 30 του έχει κερδίσει 12 Grammy Awards, το περιοδικό Time του ‘χει δώσει μια θέση μεταξύ των 100 ανθρώπων με τη μεγαλύτερη επιρροή, στον κόσμο και οι συνάδελφοι του, του βγάζουν το καπέλο.

Οι επιρροές του αφορούν τους Tupac Shakur, The Notorious B.I.G., Eminem και Jay Z, δηλαδή rappers με “ωμό”, καυστικό λόγο. Ως ίνδαλμα έχει προσδιορίσει τον Tupac (τον είχε δει live σε γυρίσματα video clip, στην περιοχή του, μαζί με τον Dr. Dre), ο οποίος δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1996, σε ηλικία 26 χρόνων. Ήταν η εποχή που οι Δυτικοί rappers ήταν σε πόλεμο με τους Ανατολικούς. Την ίδια ώρα, ο Lamar είχε έντονα τα ακούσματα μουσικών της jazz, όπως του Miles Davis και κάπως έτσι μπορεί να μιλά και να δείχνει (στα video clips του) για το πώς ζουν οι μαύροι, πραγματικά -όχι στη φαντασία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα