Λυρική Σκηνή: Με τη “Νυχτερίδα” του Γ. Στράους γιορτάζει τα 80 της χρόνια
Η"Νυχτερίδα" του Γιόχαν Στράους είναι το πρώτο έργο με το οποίο ξεκίνησε τις δραστηριότητές του το μοναδικό ελληνικό λυρικό θέατρο στις 5 Μαρτίου 1940.
- 17 Ιανουαρίου 2020 18:57
H «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους του νεότερου είναι το έργο με το οποίο θα εορταστεί η επέτειος των 80 χρόνων λειτουργίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς η διάσημη οπερέτα είναι το πρώτο έργο με το οποίο ξεκίνησε τις δραστηριότητές του το μοναδικό ελληνικό λυρικό θέατρο στις 5 Μαρτίου 1940. Από τις 7 Φεβρουαρίου και για οκτώ παραστάσεις έως την 5η Μαρτίου 2020 -ημέρα συμπλήρωσης των 80 ετών της ΕΛΣ- στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Ζιάβρα και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη.
Στην εορταστική παράσταση της 5ης Μαρτίου 2020, ημέρα συμπλήρωσης των 80 ετών της ΕΛΣ, οι προσκεκλημένοι στο πάρτι του πρίγκιπα Ορλόφσκι θα αποτελέσουν ξεχωριστή έκπληξη.
Η «Νυχτερίδα» είναι ένα έργο που βρίσκεται στον γενετικό κώδικα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Την έχουν ερμηνεύσει μερικοί από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της και έχει αγαπηθεί από το κοινό της. Είναι ένα έργο που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι έχει «ελληνοποιηθεί» μέσα από την τόσο στενή ταύτισή του με τη μουσικοθεατρική ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας και ιδιαίτερα με εκείνη της ΕΛΣ.
Παρά το γεγονός ότι η «Νυχτερίδα» θεωρείται η αντιπροσωπευτικότερη και διασημότερη βιεννέζικη οπερέτα, υπερβαίνει τα στερεότυπα του είδους, δηλαδή δεν αποτελεί ακόμα μια συρραφή από βαλς, μαζούρκες και πόλκες -τις οποίες μάλιστα ο Στράους έγραφε με χαρακτηριστική άνεση-, αλλά κατόρθωσε να αναπτύξει δομές ικανές να στηρίξουν μια κωμική όπερα. Στη «Νυχτερίδα» τα βαλς ορόσημα του Στράους δεν χρησιμοποιούνται αδιάφορα, αλλά γίνονται φορείς συναισθημάτων, ανάλογα με την περίσταση, ενώ η εντυπωσιακή εισαγωγή δεν αποδίδει απλώς τις διαθέσεις, αλλά προαναγγέλλει τη θεατρική δράση.
Στο έργο όλα ξεκινούν από φάρσα που είχε γίνει στο παρελθόν: μετά από αποκριάτικο χορό ο Δρ Φάλκε βρέθηκε να τριγυρνά στους δρόμους, μέρα μεσημέρι, μασκαρεμένος με κοστούμι νυχτερίδας. Υπεύθυνος ήταν ο Γκάμπριελ φον ‘Αιζενσταϊν, στον οποίο ο Φάλκε αποφασίζει να ανταποδώσει τα ίσα κατά τη διάρκεια χορού που παραθέτει ο Ρώσος πρίγκιπας Ορλόφσκι. ‘Αφθονη σαμπάνια και μάσκες φροντίζουν για κέφι, παρασύροντας τους πρωταγωνιστές σε σειρά παρεξηγήσεων. Για διαφορετικούς λόγους όλοι καταλήγουν στη φυλακή, όπου τελικά αποκαλύπτεται η πραγματικότητα.
Η ιδιαιτέρως επιτυχημένη παραγωγή σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη -η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2014 στο Ολύμπια- μεταφέρει τη δράση του έργου στα αστικά σαλόνια της Αθήνας και στις καμπάνες του Αστέρα Βουλιαγμένης, κατά τη δεκαετία του ’60. Έχοντας ξαναδουλέψει τη σκηνοθεσία, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης μεταφέρει το πάρτι του Σοβιετικού πρέσβη Ορλόφσκι το βράδυ της 20ής Απριλίου 1967, παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Στην τρίτη πράξη, το ξημέρωμα της επομένης βρίσκει τους ήρωες του έργου στα κρατητήρια. Η μεταφορά στα «καθ’ ημάς» είναι μια διαδικασία απολύτως συνυφασμένη με το ελαφρό μουσικό θέατρο παγκοσμίως.
Πριν θεωρηθεί ένα από τα αριστουργήματα της σοβαρής μουσικής, η «Νυχτερίδα» υπήρξε ένα λαϊκότατο έργο, που γνώρισε τοπικές διασκευές στις διαφορετικές χώρες που παίχτηκε. Η σκηνοθετική πρόταση προκύπτει από τη λογική αυτή και επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον απαιτούμενο σε ένα τέτοιο έργο σεβασμό και στην εξίσου θεμιτή στο είδος της οπερέτας ασέβεια. Η επαναπλαισίωση της «Νυχτερίδας» που υπογράφει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης δεν είναι τίποτε άλλο από μια αλλαγή κάδρου του ίδιου πίνακα.
«Η ιδέα για την παράσταση αυτή της Νυχτερίδας διαμορφώθηκε μέσα από κάποιους αυθαίρετους συνειρμούς: τη συγγένεια των λέξεων “πραξικόπημα” και “οπερέτα”, την ιδιομορφία του έργου, το οποίο περιγράφει μια ιστορία που ξεκινάει το απόγευμα σε ένα αστικό σαλόνι και καταλήγει το ξημέρωμα σε μια φυλακή, το μυστηριώδες πρόσωπο του Ορλόφσκι, το οποίο με δελέασε να προβάλω πάνω του το σοβιετικό φαντασιακό και, κυρίως, από την προσωπική μου εμμονή για εκδοχές έργων του μουσικού θεάτρου που θα αντλήσουν έμπνευση από κομβικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Έτσι, προέκυψε το σενάριο μιας απολύτως φανταστικής ιστορίας που διαδραματίζεται μεταξύ 20ής και 21ης Απριλίου 1967, αρχικά σε μια καμπάνα του Αστέρα της Βουλιαγμένης, έπειτα σε ένα πάρτι του βαρύθυμου Σοβιετικού πρέσβη Ορλόφσκι στην αίθουσα χορού του ξενοδοχείου και, τέλος, σε ένα κρατητήριο, το ξημέρωμα του πραξικοπήματος» σημειώνει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης και προσθέτει:
«Στις τρεις αυτές εικόνες οι συνταγματάρχες συνυπάρχουν με Σοβιετικούς κοσμοναύτες και Αμερικανούς αστροναύτες, τα αντίπαλα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου θερμαίνουν τις σχέσεις τους υπό την επήρεια της σαμπάνιας, τα σοβιετικά μπαλέτα κονταροχτυπιούνται με τα σύγχρονα ρεύματα του χορού, ο Δαλιανίδης συναντά τον Βούλγαρη των “Πέτρινων χρόνων”. Πάνω από όλα, αναζήτησα τις συνθήκες που θα επέτρεπαν στο ανατρεπτικό και συχνά avant la lettre σουρεαλιστικό χιούμορ της οπερέτας αυτής να ανθίσει, μέσα από την επανατοποθέτηση της βιεννέζικης ιστορίας στο πολύχρωμο κάδρο των ελληνικών ’60s. Είναι, άλλωστε, μια εποχή που μας έχει αφήσει πλούσια παρακαταθήκη σε όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, με την οποία αναμετριόμαστε, θέλουμε δε θέλουμε, καθημερινά».
Στο καστ συναντούμε νεότερους και καταξιωμένους Έλληνες μονωδούς, όπως τους Δημήτρη Πακσόγλου, Νίκο Κοτενίδη, Γιάννη Καλύβα, Ελένη Καλένος, ‘Αννα Στυλιανάκη, ‘Αρτεμη Μπόγρη, Ταξιαρχούλα Κανάτη, Βασιλική Καραγιάννη, Μαριλένα Στριφτόμπολα, Βασίλη Καβάγια, Χρήστο Κεχρή κά.
Τη μετάφραση του λιμπρέτου στα ελληνικά υπογράφει ο Δημήτρης Δημόπουλος, συνεργάτιδα σκηνοθέτρια είναι η Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου, τα σκηνικά υπογράφει ο Σωτήρης Στέλιος, τα κοστούμια η Αλεξία Θεοδωράκη, τη χορογραφία η Μαρία Κουσουνή και τους φωτισμούς η Μελίνα Μάσχα. Τη χορωδία διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.