Lorqa: Μια γκάιντα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ένα συνθεσάιζερ ηπειρώτικο, ένα ταξίδι από τόσο μακριά
Ο Αναστάσης Κοτσίνης, καλλιτεχνικά γνωστός ως Lorqa, παρουσιάζει τον πρώτο του δίσκο και ανοίγει το μουσικό του σύμπαν μιλώντας στο NEWS 24/7.
- 02 Νοεμβρίου 2022 06:57
Ο Αναστάσης Κοτσίνης ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη εδώ και δέκα χρόνια. Η καραντίνα τον έκανε να επανασυστηθεί πρώτα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, και έπειτα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, ως “Lorqa”. Προφανώς, η αναφορά στον Federico Garcia Lorca είναι εμφανής. Καθόλου εμφανείς όμως δεν είναι οι “ταμπέλες” και τα στεγανά στη μουσική που παρουσιάζει στον πρώτο του δίσκο, την ανεξάρτητη κυκλοφορία με τίτλο “Από Μακριά”.
Πρακτικά, ο Lorqa πειραματίζεται με ηλεκτρονικούς ήχους και παραδοσιακά όργανα, που αντηχούν Ηπειρώτικες και νησιωτικές επιδράσεις. Η “αφετηρία” του δίσκου είναι τα καλοκαίρια στην Ερεσό, και ο πυρήνας του, η ζωή στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ιδιαίτερο εγχείρημα, που όμως αποτυπώνεται με σεβασμό στα όργανα που χρησιμοποιούνται και με δημιουργικές υπερβάσεις, που περισσότερο στοχεύουν στο να συγκροτήσουν ένα ενιαίο ηχόχρωμα, παρά να αποτυπώσουν μια ετερογένεια “αφιερωματικού” σκοπού.
Η γκάιντα, ο τζουράς, τα έντονα βαλκανικά κρουστά, συμβολοποιούνται στο εξώφυλλο του άλμπουμ που επιμελήθηκε η Ανδριάνα Νάσσου. Βαθιά κρουστά και ρεμπέτικες ζίλιες με 808 drums, γκάιντα από τη Θράκη και τζουράς με το prophet 12 και korg synthesizers, soul και alternative φωνητικά με επιρροές από Ηπειρώτικους δρόμους και πολυφωνικά σχήματα, ξεδιπλώνονται στο “Από Μακριά”, και το αποτέλεσμα “δουλεύει” – παρότι ακούγοντας κανείς τα κομμάτια του δίσκου, δεν ξέρει τι να περιμένει.
Η σύμπραξη των μουσικών που συνεργάζονται εδώ, έγινε εν μέρει, “εξ αιτίας” της πανδημίας, η οποία έφερε τον Αναστάση στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Με αφορμή λοιπόν την απαρχή του “ταξιδιού” του Lorqa στα αχανή νερά του μουσικού σύμπαντος, και εν όψει νέων συναυλιών και παραγωγών, εμείς μιλήσαμε μαζί του για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού στίχου, για τις ηχητικές του περιπλανήσεις, για τις ιδέες που έχει μέσα στο κεφάλι του αλλά και για την αγάπη του κοινού για τις μουσικές σαν εκείνες που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μουσικές δηλαδή, εκτός ορίων.
Για αρχή θα θέλαμε να μας πεις λίγα λόγια για σένα. Ποιος είστε κύριε Lorqa; Τι κάνετε στο Μπρούκλιν τα τελευταία δέκα χρόνια;
Καταρχάς ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και την ευκαιρία να πω δυο λόγια. Μεγαλωμένος στην πόλη με πολλή δόση θάλασσας και κάμπου, ακόμα ψάχνω το ποιος ακριβώς είμαι, και ενδεχομένως για να μη πάω κόντρα σε κλισέ, το ψάχνω και μέσω της μουσικής που γράφω.
Μεγάλη συζήτηση το τι κάνω στο Μπρούκλιν. Κυρίως μεγαλώνω και ανακαλύπτω. Επίσης αυτό το διάστημα τρέχω ένα μεγάλο και ιδιαίτερο εστιατόριο στο Μανχάταν το οποίο μου παρέχει και εν μέρει για τις μουσικές μου δραστηριότητες, αλλά και προκλήσεις που με βοηθούν να εξελιχθώ.
Πώς προέκυψε το καλλιτεχνικό όνομά σου;
Έψαχνα ένα καινούριο όνομα καθώς άλλαζα μουσικό και κάπως “υπαρξιακό” κεφάλαιο στη ζωή μου (νομίζω όλοι βιώσαμε ένα τέτοιο φαινόμενο επί καραντινών..) και εκείνη την εποχή είχα μπει στο κόσμο των Ισπανόφωνων συγγραφέων. Ο αδερφός μου μου χάρισε το “100 χρόνια μοναξιάς” του Marquez, μετά αυτό κάπως οδήγησε στο να ψάχνω ηγετικές φιγούρες ηρώων και ποιητών Λατινικής Αμερικής από Simon Bolivar, Jose Marti, Emiliano Zapata και μετά αυτοί με τη σειρά τους μου θύμισαν τον Borjes και έπειτα την γενιά του ’27 στην Ισπανία και τον Federico Garcia Lorca. Όλα αυτά τα ονόματα τα ήξερα αλλά ποτέ δεν είχα περάσει κάποια φάση που να αφουγκραστώ και να μελετήσω. Αφού λοιπόν έμαθα τη βιογραφία πολλών συνοδοιπόρων των γραμμάτων του ήθους και των τεχνών σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μου έμεινε το Λόρκα σαν όνομα και συλλογή γραμμάτων. Μου έβγαζε κάτι πολύ ελκυστικό και ιδιαίτερο.
Σαν όνομα για τη καινούρια μου μουσική σταδιοδρομία ήθελα κάτι απλό, μικρό και χωρίς να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο (συνήθως οτιδήποτε κάνω πρέπει να έχει στρώσεις από νόημα και αιτιολογήσεις). Αποφάσισα λοιπόν να υιοθετήσω το Lorca και για να το κάνω πιο αισθητικά στα μέτρα μου έβαλα q αντί για c.
Ποια στοιχεία του Μπρούκλιν υπάρχουν στον νέο δίσκο και ποια στοιχεία της Ερεσού;
Και τα δυο μέρη τα νιώθω πολύ οικεία οπότε πολλές φορές είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσω από που έρχεται η οποιαδήποτε ιδέα. Νομίζω τα στοιχεία από το Μπρούκλιν είναι το αίσθημα της καινοτομίας, του να μη φοβάμαι να δημιουργήσω έναν αυθαίρετο αχταρμά και να προσπαθήσω να βγάλω κάποια άκρη. Παράλληλα όμως μια ωριμότητα και μια έλλειψη φόβου για το καινούριο και το άγνωστο (όπου ουσιαστικά είναι και η εμπειρία που έχω βιώσει τόσα χρόνια εδώ στην Αμερική). Σαφέστατα και η οικειότητα με τα πιο σκοτεινά ηλεκτρονικά στοιχεία του δίσκου.
Από την Ερεσό είναι τα ακούσματα που βγαίνουν από συναισθηματικές πηγές. Είναι ένας ουτοπικός ρομαντισμός που αντιπροσωπεύεται άμεσα και από τα λόγια. Μια θετική προσέγγιση στα πάντα, η νοσταλγία, οι γλυκές αναμνήσεις, ένα μεγάλο ευχαριστώ. Παράλληλα και τα παραδοσιακά μουσικά στοιχεία. Οι παραδοσιακοί ρυθμοί, το μεράκι, και το πηγαίο δέσιμο με τη πολιτιστική κληρονομιά που έχει τύχει να απορροφήσω ανά τα χρόνια και τα οποία έκαναν τις αποφάσεις που πάρθηκαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ενστικτωδώς σίγουρες, αν και εκείνη τη στιγμή ήταν τελείως πειραματικές.
Γιατί ονομάστηκε ο δίσκος “Από Μακριά”; Τι συμβολίζει;
Για μένα είναι ξεκάθαρα το γεφύρωμα των δύο κεφαλαίων της ζωής μου μέχρι στιγμής. Είναι και συμβολικά άλλα και κυριολεκτικά η ένωση δύο κόσμων. Της Ελλάδας και της παγκόσμιας μητρόπολης που εστί ΝΥ. Είναι ένας ήχος αλλά κ μια συλλογή έργων που πήρε πολλά χρόνια να μου “έρθει” (δεδομένου του ότι γράφω εδώ και πολλά χρόνια και έχω βγάλει και άλλα 2 ΕP με τη προηγούμενη μου μπάντα).
Όλα ξεκίνησαν όταν έβαλα τζουρά πάνω από 808s. Εκεί ήταν ξεκάθαρη η αντίθεση των στοιχείων και όλα περιέργως έβγαζαν νόημα. Νομίζω επίσης ότι είναι αποδεικτικό στοιχείο για το ότι τα πάντα μπορούν να ταιριάξουν αρκεί να είναι είμαστε ανοιχτοί!
Μπορεί να είναι μια στερεοτυπική ερώτηση αλλά είναι και απαραίτητη. Ποια είναι τα αγαπημένα ακούσματά σου και ποιες οι επιρροές;
Θα μπορούσα να γράφω για μέρες για αυτή την ερώτηση. Γενικά είχα πρόσβαση σε και ερεθίσματα από πολλά και διάφορα και ήμουν τυχερός που βρέθηκα σε περιβάλλοντα που υπήρχε καλή και ιδιαίτερη μουσική και με ανθρώπους που σκεφτόντουσαν με έναν αρκετά αυθαίρετο τρόπο, πράγμα το οποίο έδινε άλλη διάσταση και βαρύτητα στα οποιαδήποτε ακούσματα συνοδεύαν την οποιαδήποτε ατμόσφαιρα/συγκυρία. Τα πατήματα μου θα μπορούσα να πω πως ήτανε η grunge και η pop των 90s. Μετά μια πολυετή στάση σε διάφορες μορφές της μέταλ και προς το τέλος αυτής της φάσης μια εξερεύνηση (περισσότερο από περιέργεια) της κλασικής, funk, reggae, jazz, blues, μέχρι που κατέληξα στην ηλεκτρονική μουσική και πιο συγκεκριμένα τα drum n bass & IDM (είχα καλούς δασκάλους). Την ίδια στιγμή (εφηβεία), ξεκίνησα να έρχομαι σε επαφή και να αποδέχομαι την ελληνική λαϊκορεμπέτικη μουσική καθώς και νησιώτικα και καρσιλαμάδες (ο νονός μου θυμάμαι να παίζει και να χορεύει τέτοια τραγούδια) και να εξοικειώνομαι με πιο παραδοσιακούς ήχους και το μπουζούκι που μέχρι τότε το θεωρούσα απίστευτα σπαστικό. Από εκεί και πέρα απλώς απορροφούσα οτιδήποτε μου ακουγόταν ωραίο. Μπορώ να πω ότι το “Βροχή από Κάτω” και ο “Βραχνός Προφήτης” του Θανάση Παπακωνσταντίνου, o Trentemøller, οι Massive Attack, η Björk, οι Radiohead, ο Aphex Twin, οι Plaid, οι Tool, ο Βαμβακάρης μου άλλαξαν τη ζωή.
Πώς προέκυψαν οι συνεργασίες για το άλμπουμ;
Οι πιο πολλές προέκυψαν τυχαία. Είναι ένα από τα πράγματα που κοιτώντας πίσω συνειδητοποιώ ότι ήμουν στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή (που λέμε και εδώ). Εκείνη τη περίοδο που τελείωνα το υλικό και τη προ-παραγωγή του δίσκου, έτυχε να γνωριστώ με άτομα και να βρεθώ σε συγκυρίες που βοήθησαν να ανθίσει η όλη διαδικασία. Ήμουν επίσης τυχερός γιατί λόγω καραντινών ο περισσότερος κόσμος διψούσε για να ξανασχοληθεί με δημιουργικά πράγματα και είχε και το χρόνο εφόσον όλα ήταν σε μια παύση. Με τη Lah Porella γνωριστήκαμε μερικές εβδομάδες πριν τις ηχογραφήσεις τυχαία (είμαστε κι από το ίδιο μέρος). Με τον Πάνο που έπαιξε πνευστά απλώς μας έβαλε ένας φίλος σε επαφή και την επόμενη μέρα γράφαμε. Με τον Δημήτρη από το studio είχαμε γνωριστεί τη προηγούμενη χρόνια όταν είχα παρευρεθεί σε παραγωγή δίσκου ενός καλού μου φίλου. Γενικά όλη η διαδικασία έγινε τελείως οργανικά και ήτανε σαν να έπαιζες μπιλιάρδο όπου χτυπάς μια μπάλα και επηρεάζεις άλλες τρεις κλπ.. Το κοινό στοιχείο με όλους ήταν ότι “έβραζε” το υλικό και όπως λέει το γνωστό ρητό “στη βράση κολλάει το σίδερο”. Ακόμα και το εξώφυλλο του δίσκου, έτυχε η καλή μου φίλη που το έφτιαξε να ψάχνει για ένα πρότζεκτ, και μετά χαράς πρόσφερα τη μουσική μου σαν “πειραματόζωο”. Δε ξέρω αν έτσι γίνονται όλες οι συνεργασίες αλλά εμένα μου φάνηκε αρκετά σουρεάλ που βρεθήκαν όλοι οι συντελεστές σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα υπάρχει μια έκρηξη ενδιαφέροντος για τον πιο “έθνικ” ήχο, με μεγαλύτερο παράδειγμα τις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πού θα απέδιδες αυτό το φαινόμενο; Δηλαδή νέα κατά βάση παιδιά, να ενδιαφέρονται για τον εν λόγω ήχο;
Φαντάζομαι πως για τους ίδιο λόγους για τους οποίους ενδιαφέρθηκα κ εγώ. Θα έλεγα πως ειδικά μέσα από δημιουργούς όπως ο Θανάσης που έχει δείξει μια ανεξάρτητη και χωρίς φόβο στάση στο να πειραματίζεται με την παράδοση και με ήχους που στερεοτυπικά συνδέονται με κάτι παλιό και ξεπερασμένο αλλά που εν τέλει – όπως και με τα ρητά και τις ιστορίες των αρχετύπων – κουβαλάνε μαζί τους μια πηγαία αλήθεια.
Θα έλεγα πως ενδεχομένως όπως πολλοί άνθρωποι μπορεί να καταφεύγουν στη φύση, να κλείνουν το κινητό και απλώς συνυπάρχουν με τα στοιχεία, πράγμα το οποίο τους γεμίζει με ένα ανεξήγητο νόημα, κάπως έτσι φαντάζομαι πως μπορεί να βιώνει κανείς αυτό που φαντάζομαι αποκαλείτε “έθνικ” στη προκειμένη περίπτωση. Μια επαφή δηλαδή με κάποια πιο βασικά, πηγαία, απλά, αλλά και πλούσια στοιχεία από ένα ρομαντικό παρελθόν / παρόν, που βοηθάνε στο να χαρτογραφείται η ζωή, η ταυτότητα, η καθημερινότητα και η φαντασία. Μια πολύ καλή λύση στο να ταξιδέψει κανείς και να ξεφεύγει από την ασφυκτική και πιεστική καθημερινότητα της τεχνολογίας και του “καινούργιου”. Ταυτόχρονα νομίζω πως έχει και ενδιαφέρον η καινοτομία που μπορεί να ανακαλύψει κανείς αναπλάθοντας ήδη υπάρχοντα στοιχεία με μια διαφορετική προσέγγιση.
Επίσης πιστεύω ότι είναι μια εμφανής ανταπάντηση και στη “πλαστική” και παρασκευασμένη μουσική που συνεχώς σπρώχνει η κατεστημένη βιομηχανία προσπαθώντας να επηρεάσει το τι θα έπρεπε να είναι το τωρινό γούστο, το trending στυλ, ο cool τρόπος σκέψης κλπ, πράγμα που κάνει αυτό το δέσιμο με το πιο παραδοσιακό και οργανικό στοιχείο αρκετά punk.
Τέλος και ίσως πιο σημαντικά, υπάρχει πολύ ποιοτική μουσική και στιχουργική. Μερικές από τις μελωδίες απλά γλυκαίνουν και ταξιδεύουν όσο τίποτα άλλο. Υπάρχουν περίεργες συγχορδίες που δε συναντάει κανείς συχνά και χτίζουν ένα διαφορετικό γούστο αλλά και είναι πρόκληση στον ακροατή να κάνει μια παραπάνω προσπάθεια για να εκτιμήσει κάτι. Επίσης εδώ φαίνεται και η φαντασία και ο πλούτος του ελληνικού στίχου. Δημιουργείται ένας κόσμος φαντασμαγορικός και αλλοτινός, ιδιαίτερος αλλά και ταυτόχρονα γήινος και πολύ οικείος.
Υπάρχει λοιπόν μέλλον για τον ελληνικό στίχο; Και προσωπικά, γιατί επέλεξες να γράψεις και να τραγουδήσεις στα ελληνικά;
Πιστεύω πως αναπόφευκτα υπάρχει. Ένας από τους λόγους που ήθελα να γράψω σε ελληνικό στίχο ήταν ότι η ελληνική γλώσσα έχει τόσο πολλή ιστορία και πλούτο – για παράδειγμα το πώς συνδέονται δύο λέξεις στα αρχαία για να δώσουν νόημα σε μια καινούργια – και η ποίησή της έχει ένα τόσο πολυδιάστατο χαρακτήρα. Νομίζω οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις / παρομοιώσεις που έχω συναντήσει στα ελληνικά τραγούδια είναι τόσο ευφάνταστες που μόνο περιέργεια δημιουργεί για το τι άλλο θα ακούσει κανείς… Είναι σαν να ρωτάς αν υπάρχει μέλλον στη μουσική επειδή έχουν υπάρξει ο Mozart, οι Beatles και ο Jimi Hendrix.
Επέλεξα λοιπόν να εξερευνήσω τα όριά μου και να δω πως μπορώ να χρησιμοποιήσω μια διαφορετική μέχρι τότε (γιατί έγραφα στα Αγγλικά) γλώσσα για να μεταφράσω τα μέσα μου.
Ποια άλμπουμ έχεις ξεχωρίσει τον τελευταίο χρόνο; Από Ελλάδα και εξωτερικό.
Από την Ελλάδα θα έλεγα τώρα τελευταία το “Τρία” από τους Λάμδα
Από εξωτερικό μάλλον θα επιλέξω το “Could we be More” από τους Kokoroko.
Τι περιμένουμε μετά το πρώτο άλμπουμ; Πότε θα το ακούσουμε live;
Γενικά περνάω πολύ χρόνο στο στούντιο και στην “ανακάλυψη” του επόμενου μουσικού κόσμου. Έχω υλικό για μέρες και πλέον την ώθηση να συνεχίσω με τον ίδιο αέρα που είχα στο “Από Μακριά”. Ήδη κατά τη διάρκεια της μίξης του δίσκου έγραψα καινούργια τραγούδια με την Lah Porella, την Synead, τον Ephebe, και άλλες δουλειές που είναι στο “φούρνο”. Προς το παρόν γιορτάζουμε τον τωρινό δίσκο και θα ήθελα να τον αφήσω να “αναπνεύσει” λιγάκι πριν το επόμενο βήμα που μάλλον φιλοδοξώ να είναι ακόμα πιο συνεργατικός και να πάω ακόμα παραπέρα στην εξερεύνηση διαφορετικών κόσμων.
Όσον αφορά το live, με το καιρό… Νιώθω πολύ τυχερός και ευγνώμων που μπόρεσα να συγκεντρώσω πέντε ψυχές μπάντα, το περασμένο καλοκαίρι, για μια υπέροχη συναυλία ανοίγοντας για τον Παυλίδη. Με τη μπάντα γίναμε μια πολύ όμορφη παρέα και ανυπομονώ να βρεθούμε και να συνδράμουμε σύντομα. Πιστέψτε με, θα το μάθετε όλοι!
Στο άλμπουμ συμμετέχουν οι: Lah Porella (φωνητικά), Ξενοφών Καρύδης (Μπουζούκι), Πάνος Σκουτέρης (θρακιώτικη γκάιντα, ηπειρώτικο καβάλ, τσαμπούνα από την Κάρπαθο και κλαρίνο), Βασίλης Τεντολούρης (Τζουρά στη “Φωτιά”), Ανδριάνα Νάσσου (Artwork), Μελίνα Ξενάκη (Ceramic Ram Desing), Δημήτρης Ρομανίδης (engineering/tracking), Ελένη Μάλτα (mixing/mastering).
O Lorqa, εκτός από την δημιουργία και την ερμηνεία των τραγουδιών, έπαιξε τα υπόλοιπα όργανα, έκανε το electronic programming και συμμετείχε στις μίξεις. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Tube Sound Recordings στην Αθήνα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2021.
Το “Από Μακριά” είναι μια ανεξάρτητη κυκλοφορία και είναι διαθέσιμο ψηφιακά σε όλες τις πλατφόρμες. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Tube Sound Recordings στην Αθήνα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2021.
Ακούστε το εδώ: Spotify| YouTube |Bandcamp
Περισσότερα για τον Lorqa μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις