Μανώλης Χιώτης: Κι όμως δεν ξεκίνησε με μπουζούκι – Η τελευταία του συνέντευξη
Μια σπάνια συνέντευξη από τον Μανώλη Χιώτη το 1968. Το ξεκίνημά του στο συγκρότημα του Κώστα Μπέζου, το περίφημο "Μινόρε του τεκέ" του Ιωάννη Χαλικιά και οι μεγάλες επιτυχίες του.
- 21 Μαρτίου 2022 09:56
Το ξημέρωμα της 21ης Μαρτίου 1970 έφυγε από τη ζωή ο Μανώλης Χιώτης. Ίδια μέρα με τα γενέθλιά του δηλαδή, αφού είχε γεννηθεί στις 21 Μαρτίου 1921 στην Θεσσαλονίκη από Ναυπλιώτες γονείς.
Μια συνέντευξη του Χιώτη το 1968
Το Νοέμβρη του 2008 το 4ο τεύχος του περιοδικού «Όασις» περιλάμβανε ένα μεγάλο αφιέρωμα του ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού Βαγγέλη Αρναουτάκη στον Μανώλη Χιώτη, καθώς κι ένα cd με τίτλο «Μανώλης Χιώτης – Τα τελευταία του τραγούδια / Η τελευταία του συνέντευξη», με δώδεκα από τις τελευταίες ηχογραφήσεις του, που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1968-1970 και δυο τραγούδια που ηχογραφήθηκαν λίγο μετά το θάνατό του.
Μαζί με τα τραγούδια στο cd υπάρχει κι ένα 22λεπτο ηχητικό ντοκουμέντο με αποσπάσματα από μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του λαϊκού συνθέτη στον Τάσο Κουτσοθανάση, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1968, λίγο μετά την επιστροφή του από την Αμερική, όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια.
Εκεί ο Μανώλης Χιώτης αναφέρεται στο ξεκίνημά του σαν κιθαρίστας στο συγκρότημα του Κώστα Μπέζου, στο περίφημο «Μινόρε του τεκέ» του Ιωάννη Χαλικιά (ή Χαλκιά ή Τζακ Γρηγορίου), στις ιδιότητες του ως συνθέτης και σολίστας του μπουζουκιού και στις μεγάλες επιτυχίες του, στο ρόλο του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη στο λαϊκό τραγούδι, στον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και στον Στέλιο Καζαντζίδη.
Το ντοκουμέντο αυτό ήταν ένας από τους αρκετούς θησαυρούς που το περιοδικό Όασις πρόσφερε στα 19 του τεύχη στους φίλους τους μουσικής. Ακολούθησαν κι άλλα με την υπογραφή του Κουτσοθανάση και όχι μόνο. Ο τελευταίος συνδέονταν στενά με σπουδαίους καλλιτέχνες του τραγουδιού μας, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Άκης Πάνου, ο Χιώτης κ.ά. ενώ η παρουσία στη μουσική δημοσιογραφία ειδικά στα χρόνια του ’60 και του ’70 στήριξε το τραγούδι συμβάλλοντας μάλιστα στην ανάδειξη σημαντικών καλλιτεχνών.
Το site ogdoo.gr δημοσίευσε αυτό το σπάνιο ντοκουμέντο, το οποίο μπορείτε να απολαύσετε παρακάτω.
Ο Χιώτης και το μπουζούκι
Όπως διαβάζουμε στο rebetiko.gr:
Το 1936 έρχεται στην Αθήνα. Την πρώτη του ολιγοήμερη εμφάνισή του την έκανε στα «Παγώνια» (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) πλάϊ στον Στράτο Παγιουμτζή.
Μετά από εμφανίσεις που διαρκούσαν λίγες μέρες (με Γιώργο Δερέμπεη ή Σωφέρ, κλπ) εμφανίστηκε σαν επαγγελματίας στο «Δάσος», στο τέλος του 1936, πλάϊ στον Στράτο, και με ορχήστρα που αποτελείτο από μπουζούκι, σαντούρι, κιθάρα και βιολί.
Την ίδια εποχή, ο Στράτος τον πήγε στην «Κολούμπια» όπου, παιδάκι ακόμα (16 ετών), υπόγραψε συμβόλαιο σαν «διευθύνον πρίμο όργανο». Για πολλά χρόνια ήταν ο βασικός εκτελεστής της Columbia.
Σε λίγο, το 1937-38, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το «Ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω)» με τον ανεπανάληπτο Στράτο Παγιουμτζή. Κορυφαίο κλασσικό ρεμπέτικο, από τα καλύτερα. Μεγάλη επιτυχία του Μανώλη, που έγινε και ανεπανάληπτο σουξέ όταν γυρίστηκε δίσκος.
Καθώς περνάνε τα χρόνια, οι τραγουδιστικές επιτυχίες του Μανώλη Χιώτη όλο και πολλαπλασιάζονται. Μέχρι που φτάνει η μεγάλη τυχερή του στιγμή και συνθέτει τη μεγαλύτερη επιτυχία των επιτυχιών του. Τον «Πασατέμπο», πάνω σε στίχους του αξέχαστου Χρήστου Γιαννακόπουλου. Με το τραγούδι αυτό καθιερώνεται στην Ελλάδα σαν μεγάλος συνθέτης λαϊκής μουσικής.
– Έτσι, κι’ όταν ο Χιώτης μαθαίνει τέλεια κιθάρα και το αρμονικό αυτό όργανο παύει να έχει γι’ αυτόν κανένα μυστικό, βρίσκει ενδιαφέρον σ’ ένα άλλο όργανο που μεσουρανεί εκείνη την εποχή: Στο αθάνατο μπουζούκι με τη γλυκιά φωνή και τους μοναδικούς στεναγμούς του.
Μα και από το μπουζούκι ο μεγάλος μας συνθέτης δεν ικανοποιείται απόλυτα. Καλό το όργανο, μα έχει πολύ περιορισμένες φωνές που δεν του δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργεί αρμονικά ακόρντα για τα τραγούδια που ο Χιώτης συνθέτει στην εξέλιξή του, που μπορεί να είναι λαϊκά, ρεμπέτικα, μα είναι πολύ εξευγενισμένα και οι μελωδίες του πρωτότυπες!
Έτσι, στύβοντας το κεφάλι του κατεβάζει μια έμπνευση. Και τρέχει αμέσως στον καλύτερο πειραιώτη κατασκευαστή μπουζουκιού για να του πει:
– Γιατί τα μπουζούκια έχουνε μόνο τρεις διπλές χορδές μάστορη;
– Έτσι είναι από παλιά Μανωλάκη μου!!
– Εγώ όμως ήρθα εδώ να σου παραγγείλω να μου φτιάξεις ένα μπουζούκι με τέσσερις διπλές χορδές, αλλά να είναι ίδιο με τ’ άλλα τρίχορδα μπουζούκια που παίζουν οι άλλοι συνάδελφοί μου.
– Τρελλάθηκες Μανώλη μου; του κάνει κατάπληκτος ο οργανοποιός. Γίνεται μπουζούκι με οχτώ χορδές; Ποτέ μου δεν ξανάκουσα τέτοιο πράμα!
– Θ’ ακουστεί τώρα, του κάνει, επιμένοντας ο συνθέτης. Γίνεται λοιπόν ή δεν γίνεται εμείς θα το φτιάξουμε και θα είναι χίλιες φορές καλύτερο από τα τρίχορδα μπουζούκια που έφτιαχνες ως τώρα.
Έτσι, θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, ο οργανοποιός στρώνεται στη δουλειά και σκαρώνει του δεξιοτέχνη μπουζουξή Χιώτη ένα μπουζούκι όπως ακριβώς το θέλει. Κι όταν ο Χιώτης το παίρνει έτοιμο στα χέρια του τον ρωτάει:
– Πόσο έχει ο μήνας σήμερα μάστορα;
– Είκοσι μία Μαρτίου, παιδί μου. Αλλά γιατί ρωτάς;
– Για να θυμάσαι την ημερομηνία αυτή…..
– Δηλαδή;
– Να, σήμερα είκοσι μία Μαρτίου γεννήθηκε το πρώτο τετράχορδο μπουζούκι! Στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο θα γιορτάζω τα γενέθλιά του!!
Κι αλήθεια: Η ημέρα ήταν σημαδιακή. Γιατί στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο αρχίζει η Aνοιξη!
(Σημείωση: Βέβαια οι λάτρεις του τρίχορδου και ξορκιστές του τετράχορδου έχουν εντελώς αντίθετη άποψη. Αλλά αυτό όμως είναι άλλο θέμα. Επίσης, τα τετράχορδα και πεντάχορδα μπουζούκια και μπουζουκοειδή όργανα (τα λεγόμενα εριβάν) σίγουρα προϋπήρχαν του Μ. Χιώτη. Ο Χιώτης απλώς το καθιέρωσε, δεν το ανακάλυψε. Πιθανώς η στιχομυθία Χιώτη-οργανοποιού που προαναφέρθηκε και καταγράφηκε από τον Ν. Ρούτσο να είναι φανταστική).
Ο αξέχαστος και ανεπανάληπτος συνθέτης της λαϊκής μας μουσικής, πέφτει με τα μούτρα στο καινούργιο μπουζούκι που έχει επινοήσει και κουράζεται αφάνταστα όχι μόνο για να γίνει δεξιοτέχνης εκτελεστής και σ’ αυτό, αλλά και ν’ ανακαλύψει τους κανόνες του παιξίματός του για να διευκολύνει τους συναδέλφους του που θα ήθελαν να το μάθουν. Και καταφέρνει γρήγορα κι αυτόν τον δεύτερο καλλιτεχνικό του άθλο. Το τετράχορδο (οκτάχορδο στην πραγματικότητα) μπουζούκι αρχίζει να ζητιέται και να παίζεται από τους μπουζουξήδες, που πολλά χρόνια ματαιοπονούσαν στα (δύσκολα) τρίχορδα μπουζούκια που, δυστυχώς (κατά τον Ν. Ρούτσο) κυκλοφορούν ακόμα στα πάλκα και στις κομπανίες.
Και ο Μ. Χιώτης με την επινόησή του αυτή, γίνεται αιτία να χωριστούν οι ρεμπέτες μουσικοί σε δυο αντιμαχόμενες κατηγορίες: Στους «τρίχορδους» και στους «τετράχορδους». Και κάθε παράταξη υποστηρίζει την προτίμησή της με πολλά επιχειρήματα! Περισσότεροι είναι οι «τρίχορδοι» που κατηγοράνε το «τετράχορδο» πως δεν είναι γνήσιο μπουζούκι.
Ο πραγματικός όμως λόγος που το κατηγορούν -λέγεται από αρκετούς- πως είναι γιατί το τετράχορδο μπουζούκι για να παίζεται κάπως της προκοπής θέλει μεγάλο μουσικό ταλέντο και «Χιώτικη» δεξιοτεχνία που πολύ δύσκολα μπορεί ν’ αποκτήσει ο καθένας.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις