Μίκης Θεοδωράκης: Ο ήλιος που δεν έσβησε και δεν θα σβήσει ποτέ
Ο σπουδαίος συνθέτης πέτυχε αυτό για το οποίο ίσως τελικά και να γεννήθηκε: Να ενώσει τους Έλληνες. Να γίνει ο νοητός ήλιος της Δικαιοσύνης, του Πολιτισμού και της Ρωμιοσύνης ολόκληρης.
- 22 Δεκεμβρίου 2021 10:27
Ήταν στις 2 του περασμένου Σεπτέμβρη, όταν οι πένθιμες καμπάνες σήμαναν και τον τελευταίο σταθμό μιας διαδρομής, γεμάτης προκλήσεις: Αφού είχε ενώσει τρεις ολόκληρες γενιές, έπρεπε να ενώσει και όλους τους Έλληνες. Έστω και για μία μέρα…
Ήταν εκείνη η αποφράδα μέρα, εκείνο το βαρύ κι ασήκωτο πρωινό της Πέμπτης, όπου ο χρόνος δεν έδειξε οίκτο ούτε στο αγέρωχο, υπερήφανο και χορτάτο από ζωή βλέμμα μιας φιγούρας που, όσες γενιές ένωσε, όσα τραγούδια συνέθεσε, όσα ποιήματα μελοποίησε, όσους αγώνες έδωσε, όσα χώματα πάτησε, όσες διακρίσεις έλαβε, τόσες κι άλλες τόσες ζωές έζησε, μέχρι να φύγει πλήρης ημερών, τιμών και “τα πάντα πληρών”.
Μέχρι την ώρα εκείνη που, ο Μίκης των Ελλήνων, ο οικουμενικός, ο νοητός ήλιος της παιδείας, του πολιτισμού και του πνεύματος, άνοιξε πάλι διάπλατα και στοργικά την αγκαλιά του για να στριμώξει σε αυτά έναν ολόκληρο λαό. Έναν λαό που ένιωσε ότι ήταν κι εκείνος αντιμέτωπος με το πλήρωμα του χρόνου, με το χρέος του να αποχαιρετίσει με σεβασμό και ομοψυχία τον τελευταίο μεγάλο Έλληνα.
Να τον ξεπροβοδίσει στο ταξίδι με προορισμό το πάνθεον των αθανάτων, όπως ακριβώς άρμοζε στον τελευταίο των διανοητών, τον τελευταίο πνευματικό πατέρα που γνώρισε και κληρονόμησε ο τόπος. Και ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που, μπροστά στο σύμβολο της τέχνης, των γραμμάτων, των αγώνων, της ελευθερίας και του ουμανισμού, η Ελλάδα του καθημερινού διχασμού, της κοινωνικής κρίσης, της πόλωσης, των αμφιλεγόμενων προτύπων και των αγνώστου τύχης και κατεύθυνσης επικλήσεων σε μία χώρα που πλέον αναζητά εν ζωή αυθεντίες, τα πάντα έπρεπε να σιγήσουν. Για να ακολουθήσει το στερνό, αλλά μεγαλοπρεπές αντίο, η απόδοση του μεγαλείου του και των διαστάσεων του έργου του, ο απολογισμός, ή μάλλον ο υπολογισμός της βαριάς και πλούσιας παρακαταθήκης που άφησε πίσω του.
Καμία διαφωνία γύρω από πολιτικές επιλογές και θέσεις, καμία αμφισβήτηση, καμία ανορθογραφία του παρελθόντος, κανένα πταίσμα μπροστά στο τεράστιο έργο του δεν χωρούσε στην μεγάλη εκείνη αγκαλιά για τον τελευταίο μεγάλο Έλληνα.
Ακόμα και τα social media σάστισαν, ένιωσαν αμηχανία και βυθίστηκαν στη σιωπή και την περισυλλογή από την απώλεια της εμβληματικής προσωπικότητας που, λες και κρατούσε την μπαγκέτα από ψηλά, έντυνε με αρμονία τον χώρο.
Ανάλογη αρμονία με όποιο ποίημα, όποιον στίχο, όποια σύνθεση καταπιάστηκε, συστήνοντας τη μελωδία της ποίησης, συνδέοντας τη με τη μουσική, παντρεύοντας διαφορετικά είδη, πάντα με λαϊκό έρεισμα που εξέφραζε τον λαό.
Τα 96 χρόνια της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη έμοιαζαν με συρτάκι, που όλο και ανέβαζε ταχύτητα μπροστά στην άσβεστη δίψα και έμπνευση για δημιουργία, έκφραση, κοινωνική δικαιοσύνη. Ένας χορός, που, στον φρενήρη ρυθμό μίας ζωής γεμάτης εικόνες και αγώνες, παρέσυρε στον διάβα του βασανιστήρια, εξορίες, διωγμούς, φίμωση και έσυρε μαζί του ένα ολόκληρο έθνος. Έγινε σημαία στους αγώνες του, στίχος και σύνθημα στα χείλη του, στολίδι του πολιτισμού του.
Έγινε μία νοητή γραμμή από άκρη σε άκρη της γης, ένωσε τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Νερούδα, την Εντίθ Πιάφ, τους Beatles, ένωσε το κλασικό με το λαϊκό, το ξένο με το ελληνικό, συνόδευσε τον ελληνικό κινηματογράφο, σήκωσε για χορό τον Άντονι Κουίν, έντυσε με μελωδίες τον Αλ Πατσίνο και τον Σέρπικο. Το ίδιο ρυθμικά, το ίδιο δυναμικά, όπως όταν γέμιζε δρόμους και τοίχους, με τα τραγούδια του Πολυτεχνείου. Προσπάθησε να ενώσει το Ισραήλ με την Παλαιστίνη, την Ελλάδα με την Τουρκία, τιμήθηκε με Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Έτσι ειρηνικά πήρε τον δικό του ανήφορο εκείνη την Πέμπτη, αφήνοντας την Ελλάδα χωρίς την παρεμβατική “φωνή” του πολιτισμού και του πνεύματος, αλλά με έναν πολιτιστικό πλούτο, η αξία και το αποτύπωμα του οποίου θα ταξιδέψουν στον χρόνο, με αφετηρία εκείνο το πανελλαδικό, το παγκόσμιο ύστατο χαίρε.
Με “χίλιους δεκατρείς” για τρεις ημέρες στο λαϊκό προσκύνημα της Μητρόπολης Αθηνών και στη συνέχεια των Χανίων, με τραγούδια του να ηχούν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, με κόσμο έξω από το σπίτι του, στο λιμάνι του Πειραιά και της Σούδας, ακόμα και στο κελί του Ωρωπού όπου βρέθηκε κρατούμενος επί Δικτατορίας. Με τις τιμές που του άξιζαν και με το αντίο που ήθελε και έλαβε “ως κομμουνιστής”.
Κι όσο πλησίαζε προς την τελευταία του κατοικία, τον αγαπημένο του Γαλατά Χανίων, τόσο “ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε”, όπως ακουγόταν από τα μεγάφωνα της Μητρόπολης, όταν ο Δημήτρης Κουτσούμπας χρησιμοποιούσε τον στίχο του Σολωμού στις τελευταίες αποχαιρετιστήριες λέξεις.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μόλις καταφέρει να πετύχει αυτό για το οποίο ίσως τελικά και να γεννήθηκε: Να ενώσει τους Έλληνες. Να γίνει ο νοητός ήλιος της Δικαιοσύνης, του Πολιτισμού και της Ρωμιοσύνης ολόκληρης. Ο ήλιος που δεν έσβησε και δεν θα σβήσει ποτέ.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις