Διονύσης Σαββόπουλος: Το βιβλίο – δημόσια “συγγνώμη”, η φυλακή και ο έρωτας με τη σύζυγό του, Άσπα

Διαβάζεται σε 4'
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο "Στούντιο 4"
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο "Στούντιο 4" glomex

Ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για τη ζωή και την καριέρα του στο “Στούντιο 4”.

Στον καναπέ του “Στούντιο 4” βρέθηκε το απόγευμα της Παρασκευής (31/01) ο Διονύσης Σαββόπουλος και ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής και της καριέρας του, με αφορμή την αυτοβιογραφία του με τίτλο ”Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

“Δεν το έχετε παρατηρήσει, όσες φορές έχετε διηγηθεί περιστατικά και ιστορίες από τη ζωή σας στην παρέα σας, από διακοπές, από ένα ταξίδι, δεν βλέπετε πόσο πιο αληθινός και ‘ελαφρύς’ αισθάνεστε;”, ρώτησε αρχικά τους παρουσιαστές ο σπουδαίος δημιουργός, περιγράφοντας ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι που ήταν γεμάτο από αφηγήσεις προσφύγων.

Μιλώντας για το βιβλίο και όσα τον ώθησαν να το γράψει, ο Διονύσης Σαββόπουλος σχολίασε πως υπήρχε “η ανάγκη μιας ειλικρίνειας” και εκμυστηρεύτηκε πως για πολλά από τα οποία αναφέρει στην αυτοβιογραφία του αναρωτήθηκε αν μπορούν να δημοσιοποιηθούν.

Υπήρξαν, όπως παραδέχθηκε, και σημεία τα οποία τον προβλημάτισαν ιδιαίτερα, για παράδειγμα “να λες τα οικογενειακά σου, ή ότι έδινες μπάτσο στα παιδιά σου, γιατί αυτό έκανα. Αλλά εμείς μεγαλώσαμε έτσι. Μας βαράγανε οι δάσκαλοι, οι γονείς, ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό“, παραδέχτηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος και πρόσθεσε: “Γιατί σου λέει, ‘ευαίσθητος άνθρωπος, καλλιτέχνης, τι είναι αυτά κύριε;’. Ζητάω συγγνώμη από τα παιδιά μου, ο ένας είναι 52 και ο άλλος 54.”.

Στη συνέχεια, ο δημιουργός εξομολογήθηκε πως με το βιβλίο του είναι σαν να ζητάει μία δημόσια συγγνώμη, εξηγώντας πως “λες μια ιστορία, ή θα την πεις ολόκληρη ή δεν θα την πεις. Ένα πράγμα που δεν είναι καλό στις αυτοβιογραφίες, ανθρώπινο βέβαια, είναι ότι εξιδανικεύουμε, τα λέμε κάπως… δεν το θέλω αυτό, ποτέ μου δεν λειτούργησα έτσι. Και στα τραγούδια που έγραφα, με τα οποία είχα προβλήματα για πολιτικούς κυρίως λόγους, κάθε φορά που εισέπραττα την παγωνιά και το κράξιμο από κάτω, έλεγα στον εαυτό μου ‘πρόσεχε'”.

Του χρωστάνε οι άλλοι συγγνώμη; 

“Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου. Όχι δεν μου χρωστάνε, δεν έχω παράπονα. Και αν είχα τα εσβησα. Με τους γονείς μου είχα τσακωθεί, είχα φύγει άσχημα από το σπίτι… Με έπρηζαν για την ώρα που γυρνάω, για τις παρέες μου, αν έφαγα.. δεν γίνεται έτσι. Ήταν μία κατάσταση, ειδικά εκείνες τις ημέρες που έφυγα, είχε γίνει η δολοφονία του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη. Πηγαίναμε στις πορείες και τα συλλαλητήρια… αλλά είχε σφιχτεί το στομάχι μου! Είχα μπει σε ένα λεωφορείο και λιποθύμησα και όταν γύρισα σπίτι με ρώτησαν οι γονείς μου τι ώρα ήταν αυτή που γύρισα. Παλάβωσα, ενώ εγώ έτρεχα για το ιδανικό”, είπε μεταξύ άλλων στην κάμερα του “Στούντιο 4”.

Με τον ίδιο να γίνεται πατέρας σε ηλικία μόλις 22 ετών, ο Διονύσης Σαββόπουλος μίλησε για τους δυο γιους του, Κορνήλιο και Ρωμανό, αλλά και τα “σ’ αγαπώ” που έχει πει και έχε ακούσει από τους δικούς του γονείς.

“Το είχαμε δύσκολο το ‘σ’αγαπώ’, τότε διεθνώς η μόδα ήταν η αμφισβήτηση. Ότι πρέπει όλα να αλλάξουν. Έκανα και εγώ τις ταρζανιές μου και μετά ξαναγύρισα στον κόσμο που μου έμαθε την αγάπη, στο σόι μου, τους φίλους και τους συνεργάτες μου”, είπε αρχικά ο δημιουργός και παραδέχθηκε πως δεν είναι εύκολος ως άνθρωπος.

“Για ένα διάστημα είχα τον ανθρωποδιώκτη, άδειαζαν τα μαγαζιά που έπαιζα, δεν ήξερα τι να κάνω”, είπε σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, αναφερόμενος στο διάστημα μετά την κυκλοφορία του δίσκου “Το Κούρεμα“, για τον οποίο είπε, πως “ήταν ένα σκάνδαλο”.

Εκτενή αναφορά έκανε και στη σύζυγό του, Άσπα και τη γνωριμία του μαζί της, όταν εκείνη ήταν μαθήτρια Λυκείου και εκείνος βρισκόταν στη φυλακή.

“Η Άσπα ερχόταν (σ.σ. στη φυλακή), ακόμα και φίλοι μου εξαφανίστηκαν δικαιολογημένα γιατί σου λέει ‘πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς;’, πήγαν στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, ήταν στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά, γιατί οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων έφερναν φαγητό στους κρατούμενους.

Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν λίγο σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο, με κάτι τσεμπέρια. Η δικιά μου έλαμπε, χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ, μίνι φούστα και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το ‘Select’. Δεν φοβόταν, σε κάνει ατρόμητο η αγάπη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα