Κάνε Focus: Η Δανάη Κοντόρα φέρνει τη χαρά και το δράμα των νεαρών μποέμ στη Λυρική
Διαβάζεται σε 12'Η σοπράνο κολορατούρα Δανάη Κοντόρα συστήνεται στο NEWS 24/7 με αφορμή την Μποέμ που παρουσιάζεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
- 30 Δεκεμβρίου 2024 06:12
Η καταξιωμένη σοπράνο κολορατούρα Δανάη Κοντόρα ερμηνεύει στη σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τη Μουζέττα, έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της όπερας Μποέμ του Τζάκομο Πουτσίνι που παρουσιάζεται σε μουσική διεύθυνση Ζακ Λακόμπ, σκηνοθεσία Γκρέιαμ Βικ (την αναβίωση σκηνοθεσίας αναλαμβάνει η Κατερίνα Πετσατώδη).
Με τη φωνητική της ευελιξία, την εκφραστικότητα και την εξαιρετική σκηνική της παρουσία, η Δανάη Κοντόρα δίνει ζωή στη χαρισματική και ζωηρή Μουζέττα, προσφέροντας στο κοινό μια ερμηνεία γεμάτη πάθος, δυναμισμό και λάμψη.
Στην πρεμιέτα της Μποέμ, το Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024, το κοινό επιφύλαξε θερμότατο χειροκρότημα για την Ορχήστρα, τη Χορωδία, την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ, τους συντελεστές και τους πρωταγωνιστές της παράστασης. Στον ρόλο της Μιμής, η σπαρακτική Κορεάτισσα υψίφωνος Άννα Σον εντυπωσίασε με τις φωνητικές και υποκριτικές της ικανότητες. Ο Ιταλός τενόρος Ίβαν Μαγκρί ήταν ένας συγκινητικός Ροντόλφο, ενώ οι μονωδοί Νίκος Κοτενίδης, Δανάη Κοντόρα, Τάσος Αποστόλου και Μάριος Σαραντίδης έφεραν τη χαρά και το δράμα των νεαρών μποέμ πάνω στη σκηνή με ευαισθησία και δύναμη.
Εμείς μιλήσαμε με τη Δανάη Κοντόρα, σοπράνο κολορατούρα που ζει στη Γερμανία εδώ και αρκετά χρόνια.
Η ίδια συστήνεται λέγοντας: “σπούδασα στην Κρατική Ακαδημία του Μονάχου και αμέσως μετά ξεκίνησα την επαγγελματική μου πορεία, αρχικά κυρίως στη Γερμανία, αλλά στη συνέχεια και σε πολλές άλλες χώρες.
Είμαι τυχερή που έχω ήδη εμφανιστεί σε σπουδαία θέατρα, όπως η Κρατική Όπερα της Βιέννης και το Royal Albert Hall του Λονδίνου. Ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια αυτής της δουλειάς, πέρα από τη μεγαλειώδη μουσική και τη χαρά της δημιουργίας, είναι τα ταξίδια. Το να μπορώ να ανακαλύπτω νέα μέρη και να γνωρίζω διαφορετικούς πολιτισμούς είναι πραγματικά πηγή τρομερής έμπνευσης.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο, όμως, είναι όλα όσα μπορώ να εκφράσω πάνω στη σκηνή. Η σκηνή είναι για μένα ένας μοναδικός χώρος ελευθερίας. Είναι το μέρος όπου επιτρέπεται –και απαιτείται– να απογυμνωθούμε από τα ταμπού, τα “πρέπει” και τη συχνά καταπιεστική ευγένεια της καθημερινής ζωής. Οι χαρακτήρες που δημιουργώ έχουν την άδεια να είναι αγενείς, να μιλουν άσχημα, να παθαίνουν κρίση, να κλαίνε χωρίς λόγο, να καταριούνται τους άλλους, να πεθαίνουν από έρωτα, να είναι ευαίσθητοι όσο δεν πάει, να είναι κλόουν, να χρησιμοποιούν τη σεξουαλικότητα τους όπως θέλουν”.
Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη μουσική; Θυμάσαι να σιγοψιθυρίζεις τραγούδια; Ποια ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησες ότι θέλεις να ακολουθήσεις τον δρόμο του λυρικού τραγουδιού;
Πάντα μου άρεσε να τραγουδάω και ακούγαμε κλασική μουσική στο σπίτι από τότε που γεννήθηκα όποτε τα ακούσματα αυτά μου ήταν οικεία μεγαλώνοντας. Περιστοιχιζόμουν πάντα από τη μουσική αυτή και θυμάμαι ότι αρχικά η μουσική που άκουγαν τα υπόλοιπα παιδιά μου ήταν αντιπαθής συνήθως και με ξένιζε (αργότερα στην εφηβεία άρχισα να ακούω και αλλά είδη μουσικής και έγινα λίγο πιο κανονική teenager).
Θυμάμαι στο δημοτικό ήθελα να γραφτώ σε μια εξωσχολική δραστηριότητα (θεατρικό παιχνίδι). Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο του θεάτρου κι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις επόμενες επιλογές μου. Όταν τελικά ξεκίνησα στο ωδείο μαθήματα πιάνου και μπήκα στη χορωδία Μανώλης Καλομοιρης τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Όταν δε έκανα το πρώτο μου μάθημα φωνητικής, ερωτεύτηκα.
Ποιες ερμηνεύτριες ή καλλιτέχνες του λυρικού θεάτρου θαυμάζεις και ποιοι σε έχουν εμπνεύσει στην πορεία σου;
Όταν πρωτοξεκίνησα οι δυο σοπρανο που με ενέπνεαν ιδιαίτερα ήταν η Dessay και η Gruberova για την τεχνική τους αρτιότητα και στην περίπτωση της Dessay την τρομερή της ικανότητα να δημιουργεί εξαιρετικούς χαρακτήρες στη σκηνή συνδυαστικά με τα φωνητικά της πυροτεχνήματα.
Ʃτη συνέχεια, όταν άρχισα να δουλεύω, οι καλλιτέχνες που με ενέπνεαν ήταν οι συνάδελφοι που γνώρισα και συνεχίζω να γνωρίζω στις διάφορες παραγωγές όπως ο μπάσοβαρύτονος Gerald Finley που είμασταν μαζί στην κρατική όπερα του μονάχου, ο μαέστρος Vladimir Jurowski και η αγαπημένη μου σκηνοθέτης Mariame Clèment.
Τι συναισθήματα σου προκαλεί η μουσική του Πουτσίνι; Τι σημαίνει για σένα η μποέμ;
Η μουσική του Πουτσίνι μιλά κατευθείαν στην καρδιά. Δεν είναι μόνο οι μελωδίες, αλλά και το κείμενο, που είναι γραμμένο με έναν ποιητικό, αλλά ταυτόχρονα απλό τρόπο. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μελετούσα τον ρόλο, έκλαιγα μόνο και μόνο διαβάζοντας το λιμπρέτο, χωρίς καν να ακούω τη μουσική. Και αυτό εξακολουθεί να μου συμβαίνει ακόμη και τώρα, αν και είναι η δεύτερη φορά που ερμηνεύω αυτό το ρόλο πάνω στη σκηνή.
Η Μποέμ αγγίζει συναισθηματικά τόσο άμεσα, που ακόμα και εμείς, οι ερμηνευτές, συχνά συγκινούμαστε στη σκηνή. Δεν είναι μόνο το τραγικό τέλος· υπάρχουν στιγμές σε όλο το έργο που το βάθος των συναισθημάτων μας συνεπαίρνει. Είναι η συγκίνηση που φέρνει το πλησίασμα των ανθρώπων, τα όνειρά τους, οι αγωνίες, οι προσπάθειες και τα αδιέξοδα που βιώνουν.
Παράλληλα, γελάμε στις κωμικές σκηνές, αλλά και στις δραματικές στιγμές, γιατί το έργο είναι φτιαγμένο τόσο κοντά στη ζωή. Η χαρά και η λύπη, το γέλιο και το δάκρυ διαδέχονται το ένα το άλλο, ακριβώς όπως στη ζωή. Αυτή η αλήθεια αντανακλάται και στη μουσική του Πουτσίνι, που είναι πραγματικά μεγαλειώδης. Ʃτην ουσία, δεν εξηγείται· μόνο βιώνεται.
Πώς προσεγγίζεις τη Μουζέττα ως χαρακτήρα; Τι σε γοητεύει περισσότερο σε αυτήν;
Η Μουζέττα είναι ένας εξαιρετικά πολύπλοκος χαρακτήρας και κατά τη γνώμη μου μια γυναίκα με αρκετα προωθημένη σκέψη καθώς διεκδικεί την ισοτιμία της στον έρωτα και δεν ενστερνίζεται τις σχέσεις που βασίζονται στην ιδιοκτησία της γυναίκας από τον άντρα. Αγαπάει τη ζωή και έχει μεγάλο συναισθηματικό πλούτο.
Το πιο γοητευτικό κομμάτι του ρόλου είναι το ότι δεν απολογείται για τίποτα. Της αρέσει να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, δεν την νοιάζει τι θα πούνε οι άλλοι παρότι όλοι προβάλουν ο καθένας ότι θέλει πάνω της. Έχει όμως και πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση της αλληλεγγύης και τη θέληση να προσφέρει στους ομοίους της χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς ανταλλάγματα.
Η Μουζέττα είναι από τους πιο φωτεινούς και αντισυμβατικούς χαρακτήρες της μποέμ. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ισορροπήσεις ανάμεσα στο ελαφρύ και στο βαθιά συναισθηματικό κομμάτι του ρόλου;
Η αλήθεια είναι ότι είναι μια πρόκληση η απόδοση του συγκεκριμένου ρόλου ακριβώς γι αυτό το λόγο. Από την άλλη είναι το ίδιο εύκολο η δύσκολο με το να ισορροπήσει κάποιος μέσα στον ίδιο τον δικό του εσωτερικό κόσμο γεμάτο αντιφάσεις. Ίσως το πιο ενδιαφέρον είναι τελικά το να αχνοφαίνεται αυτή η ελαφριά ανισορροπία, οι τάσεις που συχνά συγκρούονται η μια με την άλλη και που κάνουν αυτό τον ρόλο τόσο ανθρώπινο.
Η Μποέμ του Πουτσίνι μιλάει για τη νεότητα, τον έρωτα και την απώλεια. Πόσο πιστεύεις ότι αυτά τα θέματα παραμένουν διαχρονικά και πόσο αγγίζουν το σύγχρονο κοινό;
Τα θέματα που πραγματεύεται η Μποέμ είναι τρομερά επίκαιρα, ακόμα κι αν οι εποχές έχουν αλλάξει. Αυτά όμως δεν είναι μόνο η νεότητα, ο έρωτας και η απώλεια αλλά και η τρομερή φτώχεια, οι αντιξοότητες της καθημερινότητας. Η Μποέμ ως εξαίσιο δείγμα του βερισμού εστιάζει με ρεαλισμό στις δυσκολίες και τα πάθη των λαϊκών ανθρώπων. Έτσι οι θεατές μπορούν να ταυτιστούν με τη δυσκολία πληρωμής του ενοικίου, την πενία που τέχνας κατεργάζεται, την αλληλεγγύη μεταξύ των ηρώων αλλά και τις αγωνίες του έρωτα, τη δύναμη της φιλίας.
Στο ελληνικό κοινό, η όπερα θεωρείται συχνά “δύσκολο” είδος. Πιστεύεις ότι οι νέοι καλλιτέχνες μπορούν να φέρουν μια ανανέωση και να προσελκύσουν νέο κοινό στο λυρικό θέατρο;
Κατά τη γνώμη μου η όπερα ήταν, είναι και θα είναι ένα καλλιτεχνικό είδος διαχρονικό και αξεπέραστο καθώς συνδυάζει όλες τις τέχνες. Φυσικά είναι σε μεγάλο βαθμό και στο χέρι το δικό μας πώς μιλάμε για την τέχνη μας, πώς απευθυνόμαστε στον κόσμο και με ποιο τρόπο κάνουμε τη δουλειά μας, τι καλλιτέχνες θελουμε να είμαστε.
Από την άποψη αυτή δεν είναι η ηλικιακή νεότητα αυτή που οπωσδήποτε φέρνει ανανέωση σε αυτό ή σε άλλο είδος τέχνης. Θεωρώ σίγουρα ενδιαφέρον για το κοινό να γνωρίζει -και είναι στη δική μας ευθύνη να το δείχνουμε, είτε είμαστε νεότεροι, είτε παλαιότεροι καλλιτέχνες- ότι ένας τραγουδιστής της όπερας, ένας καλλιτέχνης, είναι ένας άνθρωπος, όπως είναι και ένας μηχανικός, ένας οικοδόμος ή ένας δάσκαλος. Ένας άνθρωπος με προβληματισμούς, με όνειρα, με ιδέες, με αγωνίες όπως όλοι οι άλλοι.
Ο μύθος της ντίβας είναι ακριβώς αυτό. Ένας μύθος. Λέγοντας όμως όλα αυτά θεωρώ ότι ο κυριότερος δρόμος για να γίνει η όπερα ευρέως κατανοητή και αγαπητή από το κοινό, για να γνωρίσει ο κόσμος τη μαγεία αυτού του είδους είναι η εκπαίδευση. Πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε από τα παιδιά να ανακαλύψουν αυτό το είδος, όταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα δίνει τόσο μικρή σημασία στο μάθημα της μουσικής στα σχολεία, ένα μάθημα που συνεχώς συρρικνώνεται; Όταν τα τραγούδια που δημιουργούνται σήμερα είναι όλο και χειρότερης ποιότητας αλλά και η γενική καλλιτεχνική εικόνα είναι μια εικόνα εύπεπτης υποκουλτούρας.
Τι θα συμβούλευες έναν νέο άνθρωπο που θέλει να ασχοληθεί με τη λυρική μουσική, αλλά διστάζει λόγω των δυσκολιών του χώρου;
Να το κάνει! Παρά τις δυσκολιες που είναι μεγάλες. Ʃαφώς από μόνες τους οι σπουδές της μουσικής είναι ένα εγχείρημα χρονοβόρο και ακριβό. Κι εμένα οι γονείς μου είδαν κι έπαθαν να τα βγάλουν πέρα με τις σπουδες μου, αλλά ευτυχώς πάντα κάποιος τρόπος βρισκόταν και όταν έφυγα στο εξωτερικό δούλευα παράλληλα με τις σπουδές μου και κυνηγούσα τις υποτροφίες.
Επίσης είναι ένα επάγγελμα που δεν εγγυάται σε κανέναν ούτε δουλειά, ούτε σταδιοδρομία και ακόμα και μια σημαντικη πορεία να έχει πίσω του κάνεις, τις περισσότερες φορές κρίνονται όλα εκ νέου. Ʃε όλα αυτά προστίθεται ότι ο κόσμος της τέχνης περνάει μεγάλη κρίση, καθώς ολοένα και μειώνονται οι κρατικές επιχορηγήσεις σε όλες τις χώρες. Οι αντικειμενικές δυσκολιες όμως δε θεωρώ ότι πρέπει να είναι ανασταλτικός παράγοντας.
Ʃε έναν κόσμο που επιδιώκει την ευκολία και την άνεση πάση θυσία, τείνουμε να ξεχνάμε την ομορφιά που περιέχει το κόπιασμα, η προσπάθεια, η εύρεση λύσεων, η δημιουργική σκέψη απέναντι στις δυσκολιες. Παράλληλα ο κόσμος μας σήμερα χρειάζεται όλο και περισσότερο ανθρώπους ζωντανούς, αποφασισμένους και δυνατούς. Και αυτές οι ποιότητες είναι χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ακολουθούν αυτό που τους καλεί ακόμα κι αν αυτό φαντάζει αδιανόητο για κάποιους άλλους.
Ιnfo
Πότε: 21, 27, 29, 31 Δεκεμβρίου 2024 2, 5 Ιανουαρίου, 14, 16, 19, 23 Μαρτίου 2025
Πού: Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
Μουσική διεύθυνση: Ζακ Λακόμπ / Κωνσταντίνος Τερζάκης
Σκηνοθεσία: Γκρέιαμ Βικ
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Κατερίνα Πετσατώδη
Τιμές εισιτηρίων: €15, €20, €30, €35, €42, €50, €65, €80
Φοιτητικό, παιδικό: €15
Περιορισμένης ορατότητας: €10
Προπώληση: Ταμεία ΕΛΣ (2130885700 | καθημερινά 9.00-21.00) &www.ticketservices.gr.
Οι παραστάσεις της Μποέμ της 31ης Δεκεμβρίου 2024 και της 2ας Ιανουαρίου 2025 θα παρουσιαστούν σε συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας, σε συνεργασία με την ATLAS E.P., με στόχο την ανεμπόδιστη οπτικοακουστική παρακολούθηση για όλες, όλους και όλα. Στο πλαίσιο αυτό έχει προβλεφθεί να υπάρχουν θέσεις για Κ/κωφούς και βαρήκοους ανθρώπους που χειρίζονται την Ελληνική Νοηματική Γλώσσα (ΕΝΓ), θέσεις για ανθρώπους που χρησιμοποιούν τους υπέρτιτλους (CAPS) οι οποίοι καλύπτουν όλο το ακουστικό κανάλι, καθώς και θέσεις τυφλών ανθρώπων και ανθρώπων με περιορισμένη πρόσβαση στο οπτικό κανάλι επικοινωνίας, που θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν την υπηρεσία ακουστικής περιγραφής (AD). Οι σκύλοι οδηγοί τυφλών είναι επίσης ευπρόσδεκτοι.
Κρατήσεις θέσεων: Ταμεία ΕΛΣ (2130885700) & [email protected]
Για υποβοήθηση στις κρατήσεις: 6993507553 & [email protected] (ATLAS E.P.)