Jordan De La Sierra – Gymnosphere: Song of the Rose

Διαβάζεται σε 5'
Jordan De La Sierra – Gymnosphere: Song of the Rose

Το Gymnosphere: Song of the Rose δεν είναι άλμπουμ. Είναι μια συνθήκη ακρόασης χωρίς τέλος και κορυφώσεις.

Καλλιτέχνης: Jordan De La Sierra

Άλμπουμ: Gymnosphere: Song of the Rose

Δισκογραφική Εταιρεία: Unity Records (αρχική), Numero Group (reissue)

Ημερομηνία Πρώτης Κυκλοφορίας: 1977

Είδος: Minimalism / Ambient / Solo Piano Expansion

Μορφή Κριτικής: Vinyl / Digital / Remastered Reissue Listening

Υπάρχουν φορές — τόσο στη μουσική όσο και στη ζωή — που βαδίζεις μονοπάτια που θεωρούσες γνωστά και εξαντλημένα, μέχρι που, αναπάντεχα, συναντάς κάτι που αλλάζει τη χαρτογράφησή σου. Μια ανακάλυψη όχι έξω από τον χώρο σου, αλλά μέσα του — στα σημεία που είχες πάψει να κοιτάς.

Κάπως έτσι, σε μια τυχαία ακρόαση, βρέθηκα μπροστά στο Gymnosphere: Song of the Rose του Jordan De La Sierra. Ένα έργο από το μακρινό 1977 που, για λόγους που τώρα φαίνονται σχεδόν μυστηριώδεις, είχε διαφύγει της προσοχής μου. Ένα έργο που δεν απευθύνεται απλώς στο αυτί, αλλά σε μια εσωτερική περιοχή της ύπαρξης που λίγα έργα τολμούν να αγγίξουν.

Ο Jordan De La Sierra υπήρξε μια μοναχική μορφή στην ιστορία του αμερικανικού minimalism. Γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και πέρασε από την καρδιά της Bay Area τη δεκαετία του ’60 και ’70, ζώντας την έκρηξη της συνειδησιακής επανάστασης σε μουσική και τέχνη. Μαθήτευσε κοντά στον Terry Riley και επηρεάστηκε βαθιά από τις ιδέες του La Monte Young για τη διάρκεια, το drone, και την αργή μεταβολή του ήχου.

Η ζωή του ωστόσο δεν περιορίστηκε στη μουσική. Ταξίδεψε στην Ινδία και το Θιβέτ αναζητώντας δασκάλους στον πνευματικό ήχο, μελέτησε φιλοσοφία της Ανατολής, εμβάθυνε σε αρχέγονες διδασκαλίες για το ρόλο του ήχου στην εσωτερική μεταμόρφωση. Όταν επέστρεψε στην Καλιφόρνια, κουβαλούσε μαζί του μια ιδέα για το πιάνο που δεν ήταν ούτε δυτική, ούτε μοντέρνα: ήταν το πιάνο ως συνεχές πεδίο, ως επέκταση της αναπνοής του χώρου.

Το Gymnosphere: Song of the Rose ηχογραφήθηκε το 1976 σε συνεδρίες ζωντανών εκτελέσεων, χωρίς διορθώσεις, χωρίς post-production. Ο De La Sierra δεν έπαιζε κομμάτια. Καταβυθιζόταν σε ηχητικούς ποταμούς όπου η νότα ήταν απλώς η είσοδος — όχι ο σκοπός.

Παρά τη θεωρητική του υπόσταση, το Gymnosphere είναι έργο έκφρασης, όχι διακήρυξης. Οι πλευρές του βινυλίου δεν είναι συνθέσεις. Είναι συνομιλίες με τις αντηχήσεις του χρόνου.

Το Gymnosphere: Song of the Rose δεν είναι άλμπουμ. Είναι μια συνθήκη ακρόασης χωρίς τέλος.

Ο Jordan De La Sierra επιχειρεί εδώ να υπερβεί τη δυτική ιδέα του πιάνου ως εργαλείου με αρχή και τέλος. Η ηχογράφηση — τέσσερις πλευρές βινυλίου, καθεμιά με διάρκεια περίπου 30 λεπτά — δεν ακολουθεί συνθετική γραμμή. Δεν εξελίσσεται. Διαστέλλεται.

Το πιάνο είναι κουρδισμένο και μικροφωνημένο με τέτοιον τρόπο ώστε να συλλαμβάνει όχι μόνο την επίθεση της νότας, αλλά κυρίως το decay: το χρονικό σβήσιμο του ήχου. Ο ίδιος ο De La Sierra το περιγράφει ως “conversations with the overtones” — συνομιλίες με τα αρμονικά που αναδύονται μετά το άγγιγμα του πλήκτρου. Το αποτέλεσμα είναι ένας ήχος που επιμένει, διευρύνεται και γεμίζει τον χώρο αργά, ανεπαίσθητα.

Το έργο ήταν προϊόν τόσο μουσικής άσκησης όσο και εσωτερικής πειθαρχίας. Οι συνθέσεις δεν γράφτηκαν σε χαρτί. Καταγράφηκαν μέσα από ώρες αυτοσχέδιων ηχητικών ροών σε αναλογική ταινία, σε μια ακραία συνθήκη διάρκειας και υπομονής.

Το Part I: Gymnosphere: Song of the Rose είναι το ανοιχτόσχημο αρχικό πεδίο: ένα άπειρο άπλωμα τονικών κέντρων που σβήνουν και επανέρχονται. Το Part II διατηρεί την ίδια χαμηλή θερμοκρασία, αλλά αναπτύσσει εσωτερικές τάσεις μέσω της επανάληψης. Το Part III και το Part IV κινούνται σε ακόμα πιο διαλυμένες μορφές, αγγίζοντας σχεδόν το επίπεδο του καθαρού αέρα.

Η αισθητική συγγένεια με το early minimalism του La Monte Young και την ambient προσέγγιση του Brian Eno είναι εμφανής. Όμως ο De La Sierra δεν επιδιώκει λειτουργικότητα. Δεν φτιάχνει “ambient” για να γεμίσει χώρο. Φτιάχνει χώρο για να ακουστεί η εσωτερική κίνηση του ήχου.

Η ηχογράφηση — με φυσικό reverb, χωρίς επεξεργασία, χωρίς overdubs — καταγράφει την πάλη του ήχου να παραμείνει, και του ακροατή να μείνει παρών. Όπως σημειώνει το Pitchfork, το Gymnosphere “είναι ένα έργο που απαιτεί χρόνο, αλλά επιστρέφει χώρο”.

Δεν υπάρχουν κορυφώσεις, ούτε μελωδικές λύσεις. Υπάρχει μόνο το άπλωμα: της αναπνοής, της σκέψης, της αντοχής.

★ Αξιολόγηση: 5/5

Ριζικό, αμετάβλητο, σχεδόν τελετουργικό. Ένα έργο που δεν απευθύνεται στη λογική ακρόαση, αλλά στην υπαρξιακή παραμονή.

Απόσπασμα από τον Jordan De La Sierra

Στη συνέντευξή του στη Numero Group, ο Jordan De La Sierra περιγράφει το Gymnosphere όχι ως δίσκο, αλλά ως πρακτική:

«Δεν είχα στόχο να δημιουργήσω μουσική. Ήθελα να δημιουργήσω ένα πεδίο όπου η σκέψη να μην μπορεί να κρατηθεί για πολύ. Ένα περιβάλλον όπου ο ήχος να υποκαθιστά τον χρόνο.»

Ο ίδιος αναφέρει ότι οι ώρες ηχογραφήσεων δεν προορίζονταν για εμπορική κυκλοφορία, αλλά για “μοιρασμένο στοχασμό”. Η σχέση του με το πιάνο — και με τον ίδιο τον ήχο — ήταν σχέση διάρκειας, όχι επιτέλεσης.

Όταν τον ρωτούν πώς ορίζει το Gymnosphere, απαντά απλά:

«Είναι μια ευκαιρία να αναπνεύσεις μαζί με τον χώρο.»

Απολύτως απαραίτητο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα