Μία μυστηριώδης Πηνελόπη παίρνει το ελληνικό της “βάπτισμα” στο Ολύμπια

Διαβάζεται σε 9'
H σοπράνο Catherine Hunold
H σοπράνο Catherine Hunold

Το Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» ολοκληρώνει τον προγραμματισμό του για την σεζόν 2023-2024 παρουσιάζοντας σε πανελληνία πρώτη την Πηνελόπη, τη μοναδική όπερα του συνθέτη Gabriel Fauré.

Έπειτα από μία επιτυχημένη χρονιά με απανωτά sold out, το Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» ολοκληρώνει τον προγραμματισμό του για την σεζόν 2023-2024 παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα την «Πηνελόπη», τη μοναδική όπερα του συνθέτη Gabriel Fauré με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, καθώς και μια πλειάδα Γάλλων και Ελλήνων ερμηνευτών διεθνούς ακτινοβολίας, που ζωντανεύουν τους ομηρικούς ήρωες.

Ανάμεσά τους, ο αρχιμουσικός Pierre Dumoussaud και η σπουδαία Γαλλίδα σοπράνο Catherine Hunold, που επιστρέφουν στο Θέατρο Ολύμπια μετά τον θρίαμβό τους στην «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Σκηνή από τη Βεατρίκη

Ποια είναι όμως αυτή η μυστηριώδης οπερατική Πηνελόπη;

Ο Fauré, γνωστός κυρίως για τη συμβολή του στο γαλλικό έντεχνο τραγούδι και τη μουσική δωματίου άρχισε να συνθέτει την «Πενελόπη» το 1907 και δούλεψε πάνω σ’ αυτήν κατά διαλείμματα για αρκετά χρόνια, ολοκληρώνοντάς την το 1912. Το λιμπρέτο, γραμμένο από τον René Fauchois, ακολουθεί την κλασική ιστορία της Πηνελόπης, η οποία περιμένει πιστά επί είκοσι χρόνια τον σύζυγό της Οδυσσέα να επιστρέψει από τον Τρωικό Πόλεμο και τις μετέπειτα περιπέτειές του.

Ο επώδυνος και πιστός έρωτας της ομηρικής Πηνελόπης, συμβόλου της συζυγικής αφοσίωσης, η επιστροφή στην πατρίδα του Οδυσσέα και η αίσια κατάληξη του μύθου μετά τη θανάτωση των μνηστήρων, εξυφαίνουν έναν γοητευτικό μουσικό ιστό που απηχεί τις επιρροές, τόσο του Γκλουκ όσο και του Βάγκνερ.

Η μουσική του Fauré χαρακτηρίζεται από τις πλούσιες αρμονίες και περίπλοκη ενορχήστρωσή της. Η παρτιτούρα αντικατοπτρίζει το ώριμο ύφος του, και δίνει έμφαση στη λυρική έκφραση τη γαλλική ευαισθησία του συνθέτη.
Η όπερα διακρίνεται για τις βαγκνεριανές επιρροές της, ιδιαίτερα στη χρήση των leitmotifs (αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό μελωδικό ή αρμονικό στοιχείο που χρησιμοποιείται ως πηγή έμπνευσης αλλά και συνδετικός κρίκος με ένα πρόσωπο, αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια) και της συνεχούς μουσικής ροής.

“Μυστηριώδης και συνάμα διαυγής, όπως το βλέμμα ενός παιδιού”, έτσι χαρακτηρίζει τη μουσική του Fauré o φιλόσοφος Vladimir Jankélévitch.

H σοπράνο Catherine Hunold
H σοπράνο Catherine Hunold

Η υποδοχή της Πηνελόπης από το κοινό

Η πρεμιέρα της “Πηνελόπης” δόθηκε στις 4 Μαρτίου 1913 στο Μόντε Κάρλο και έτυχε ανάμικτης υποδοχής. Ωστόσο, η παρουσίασή του έργου στο Παρίσι στις 10 Μαΐου 1913 στο Théâtre des Champs-Élysées, που μόλις είχε εγκαινιαστεί, σημείωσε τεράστια επιτυχία.

Ο Τύπος της εποχής μίλησε για ένα αριστούργημα. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε σε δημοσιεύματα της εποχής: «μπορούμε πλέον να το παραδεχτούμε. Πολλοί θαυμαστές του Fauré διατηρούσαν επιφυλάξεις απέναντι στην τόλμη ενός δασκάλου, ενδόξως καταξιωμένου στη μουσική δωματίου, να κάνει ένα όψιμο ντεμπούτο στο λυρικό θέατρο. Οι νέοι μνηστήρες χαμογελούσαν απέναντι σε αυτόν τον ασπρομάλλη αντίπαλο που άρπαξε με τόση ήρεμη τόλμη το τρομερό τόξο της ελληνικής τραγωδίας. Και, όπως συμβαίνει στο ομηρικό έπος, είδαν ξαφνικά αυτόν τον νέο Οδυσσέα να κραδαίνει το τρομερό τόξο και με το ρωμαλέο του μπράτσο να εκσφενδονίζει το βέλος στην καρδιά του πλήθους. Αυτό το κατόρθωμα άφησε το Παρίσι έκθαμβο».

Σήμερα θεωρείται ένα πραγματικό «λυρικό ποίημα» και αποτελεί γέφυρα μεταξύ του ρομαντισμού του 19ου αιώνα και του αναδυόμενου μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα.

O αρχιμουσικός Pierre Dumoussaud
O αρχιμουσικός Pierre Dumoussaud

Η “περιπέτεια” του Fauré με την Πηνελόπη

Ο Fauré έζησε στο Παρίσι, περιτριγυρισμένος από δασκάλους και φίλους του μουσικούς, οι οποίοι συμμετείχαν στην αναγέννηση της γαλλικής σχολής: το 1871 ιδρύθηκε η Εθνική Εταιρεία Μουσικής (Société nationale de musique) γύρω από τους D’Indy, Lalo, Saint-Saëns, Bizet, Franck και Duparc με σκοπό την ανάδειξη ενός «εθνικού» ύφους.
Το λυρικό θέατρο τον “στοιχειώνει”, σχεδιάζει πολλά έργα, χωρίς όμως αυτά να τελεσφορούν, ελλείψει ενός κατάλληλου λιμπρέτου. Τελικά, με την προτροπή της λυρικής τραγουδίστριας Pauline Viardot, και σε ηλικία πια 62 ετών, ο Fauré επιδίδεται στη σύνθεση μιας όπερας.

Όπως ο ίδιος αναφέρει: «Για αρκετά χρόνια δεν είχα γράψει τίποτα για το θέατρο, εκτός από σκηνική μουσική. Το λυρικό θέατρο είναι ένα είδος το οποίο δεν με άφηνε αδιάφορο, χωρίς ωστόσο κάποιο θέμα να μου έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον».

H σοπράνο Catherine Hunold
H σοπράνο Catherine Hunold

Στο απόγειο της ωριμότητάς του, ο Fauré ανακαλύπτει στην «Οδύσσεια» το ιδανικό θέμα από την αρχαιότητα για να συνθέσει το μουσικό δράμα «Πηνελόπη», σε λιμπρέτο του René Fauchois.

Η σύνθεση του έργου ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1907 και ολοκληρώθηκε το 1912. Τα καθήκοντα του διευθυντή του Ωδείου του Παρισιού που είχε αναλάβει από το 1905 δεν του άφηναν πολλά χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί με τη σύνθεση, παρά μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν επισκεπτόταν την Ελβετία.

Η συγγραφή του λιμπρέτου ανατέθηκε στον νεαρό ποιητή René Fauchois, κατόπιν πρότασης της Lucienne Bréval, η οποία ενσάρκωσε τον φερώνυμο ρόλο της όπερας στην πρεμιέρα της στην Όπερα του Μόντε Κάρλο το 1913. Ο Fauchois συμπυκνώνει τη δράση σε τρεις (από τις αρχικά πέντε) πράξεις, καταργώντας τον χαρακτήρα του Τηλέμαχου και στοχεύοντας στον «εξευγενισμό» της δράσης.

Η γένεση και τα στάδια της συνθετικής πορείας του έργου αποτυπώνονται διάφανα στην πυκνή αλληλογραφία του Fauré με τη σύζυγό του. Η παλαιά και ξεπερασμένη οπερατική φόρμα εγκαταλείπεται (η επανάσταση του Βάγκνερ έχει ήδη συντελεστεί) χάριν μιας γραφής που εξασφαλίζει τη μουσικοδραματική συνέχεια.

O αρχιμουσικός Pierre Dumoussaud
O αρχιμουσικός Pierre Dumoussaud

Λιμπρέτο ή μουσική: Ποιος ο νικητής;

Στην περίπτωση της “Πηνελόπης” δεν τίθεται θέμα υπερίσχυσης κειμένου ή μουσικής, καθώς επιτυγχάνεται μια σπάνια για τα δεδομένα του λυρικού θεάτρου, ισορροπία, με την παρτιτούρα, άλλοτε να συνοδεύει και να υποστηρίζει το κείμενο, άλλοτε να αναδεικνύει κρυφά νοήματα και να προβάλλει ανείπωτες πτυχές του δράματος κι άλλοτε να αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τον ρόλο του αφηγητή.
Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι ο Fauré δεν περιορίστηκε απλώς στο να το ακολουθήσει πιστά και να αποδώσει σχολαστικά την εξέλιξη της πλοκής, αλλά δημιούργησε παράλληλα τις προϋποθέσεις ώστε να αναδειχτούν κρυφές νοηματικές πτυχές, να προβληθεί η ιδιάζουσα ψυχολογική εξέλιξη των χαρακτήρων, εν ολίγοις, να σκιαγραφήσει μουσικά ό,τι δεν είχε καταγραφεί λεκτικά.

Η “ελληνικότητα” του Fauré

Ο Fauré αποφεύγει την «τραχύτητα» και την «αιχμηρότητα» του ελληνικού τοπίου, αγνοεί την «Ελλάδα των περιηγητών και των λογίων» και στρέφεται προς την εξιδανικευμένη πλάνη που καλλιέργησε η γαλλική φαντασίωση.
Ο συνθέτης Paul Dukas εκτιμούσε πως η μουσική της Πηνελόπης αποκάλυπτε την Ελλάδα «του Verlaine και του Watteau», αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο στο έργο την αισθητική του γαλλικού 18ου αιώνα και των fêtes galantes (μτφρ: σκηνές από υπαίθριες γιορτές- όρος που δημιουργήθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία ειδικά για τους πίνακες του Antoine Watteau).
Σε μια συνολικότερη θεώρηση ο Fauré συνοψίζει στην “Πηνελόπη” τις κυρίαρχες τάσεις στην πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας που επικράτησαν στη γαλλική σκέψη και καλλιτεχνική δημιουργία από τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι, σε αυτήν την όπερα συνυπάρχουν η κλασική αρχαιότητα του επίσημου ακαδημαϊσμού, η ατμόσφαιρα των fêtes galantes, η ηδονιστική πρόσληψη της εποχής, αλλά και το πνεύμα του συμβολισμού.

Ο Οδυσσέας, αλλά και ο αφανής Δίας, ενσαρκώνουν τη δύναμη της λογικής αλλά και του δικαίου το οποίο τελικώς υπερέχει και θριαμβεύει, επαναφέροντας την αρχική τάξη.

Από την άλλη πλευρά, η φιλήδονη φύση των μνηστήρων εκφράστηκε μέσα από το διαδεδομένο πλέον πρίσμα μιας αισθησιακής εικόνας του αρχαίου κόσμου: σε αυτή την περίπτωση η ευλύγιστη χρωματικότητα (άριες των μνηστήρων, σκηνές χορού) αποδίδει την επιθυμητή νωχέλεια, χωρίς όμως ακρότητες, αλλά διατηρώντας πάντα ένα βαθμό ευγένειας.

Πανελλήνια πρώτη στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας»

Για την πρώτη πανελλήνια παρουσίαση του έργου, η φωνητική διανομή που πλαισιώνει τη σπουδαία Γαλλίδα δραματική σοπράνο Catherine Hunold και τον αρχιμουσικό Pierre Dumoussaud αποτελείται από ταλαντούχους Γάλλους λυρικούς τραγουδιστές με λαμπρή καριέρα (Julien Henric, Jérôme Boutillier, Anaïk Morel), αλλά και από Έλληνες (γαλλόφωνους) συναδέλφους τους, προκειμένου να αναδειχτούν με τον καλύτερο τρόπο οι ιδιαιτερότητες του κειμένου και η εκπληκτική ομορφιά της παρτιτούρας.

Συντελεστές

Μουσική διεύθυνση: Pierre Dumoussaud
Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική προετοιμασία: Δημήτρης Γιάκας
Διδασκαλία χορωδίας: Σταύρος Μπερής

Πηνελόπη: Catherine Hunold
Οδυσσέας: Julien Henric
Ευρύκλεια: Anaïk Morel
Εύμαιος / Ευρύμαχος: Jérôme Boutillier
Αντίνοος: Βασίλης Καβάγιας
Λειώδης: Γιάννης Φίλιας
Κτήσιππος: Florent Leroux-Roche
Πείσανδρος: Αντώνης Κορδοπάτης
Κλεώνη: Χρυσάνθη Σπιτάδη
Μελανθώ: Έλενα Μαραγκού
Φυλώ: Μαριλένα Στριφτόμπολα
Άλκανδρος / Ευρυνόμη: Διαμάντη Κριτσωτάκη
Λυδία / Ένας βοσκός: Άννυ Φασσέα

Σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Gabriel Fauré

Info

Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας»
Πέμπτη 23 ΜΑÏΟΥ στις 20:00
Είσοδος: 5€, 10€, 15€, 20€, 25€, 40€

Προπώληση: https://www.ticketplus.gr/event-venue/olympia/

Τηλεφωνικό κέντρο: 210 881 7072

Πώληση εισιτηρίων για όλες τις παραγωγές πραγματοποιείται και στο ταμείο του Θεάτρου Ολύμπια κάθε Τρίτη & Παρασκευή με ώρες εξυπηρέτησης κοινού από τις 10:00 έως τις 12:30, αλλά και δύο ώρες πριν την έναρξη των προγραμματισμένων παραστάσεων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα