“Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε”: Θρυλικοί Έλληνες συνθέτες όπως δεν τους έχεις ξαναδεί
Διαβάζεται σε 8'Έντεκα θρυλικοί Έλληνες συνθέτες και ο Σταύρος Ξαρχάκος μάς καλούν να τους (ξανα)ανακαλύψουμε, μέσα από τη μουσειακή παρέμβαση με τίτλο «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» στην Πινακοθήκη Γκίκα.
- 08 Μαΐου 2024 06:54
Το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς (IEMK) επιχειρεί μια παρέμβαση στη μόνιμη έκθεση της Πινακοθήκης Γκίκα, με σκοπό να αναδείξει τους 11 συνθέτες ελληνικής μουσικής που φιλοξενούνται ανάμεσα στους σπουδαίους “ενοίκους” της συλλογής.
Βαμβακάρης, Θεοδωράκης, Κωνσταντινίδης (Γιαννίδης), Μητρόπουλος, Ξενάκης, Ξένος, Παπαϊωάννου, Σισιλιάνος, Σκαλκώτας, Τσιτσάνης, Χατζιδάκις. Τι είναι αυτό που συνδέει αυτά τα 11 μυθικά ονόματα του ελληνικού μουσικού στερεώματος;
Η ζωή και το έργο τους “συναντιούνται” και φιλοξενούνται στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα, στην οδό Κριεζώτου 3, στημένη από τον ιστορικό διευθυντή του μουσείου, Άγγελο Δεληβορριά.
Έντεκα συνθέτες μας καλούν να τους ξανα-ανακαλύψουμε, μέσα από τη δράση με τίτλο «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε», δάνειο από διήγημα του Μένη Κουμανταρέα, από το βιβλίο του «Το show είναι των Ελλήνων». Η έκθεση εστιάζει στην καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία στην Ελλάδα μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Δικτατορίας.
Εμβληματικοί συνθέτες μέσα από τη ματιά της νέας τεχνολογίας
Η πρωτότυπη δράση «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…» αποτελεί πρωτοβουλία του νεοσύστατου Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, εγκαινιάζοντας μια στενότερη συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη.
Η δράση, σε επιμέλεια της μουσειολόγου Ερατούς Κουτσουδάκη και με την επιστημονική αρωγή του Συλλόγου «Οι φίλοι της μουσικής», μας καλεί σε ένα ταξίδι (επαν)ανακάλυψης του έργου των έντεκα αυτών εμβληματικών συνθετών, μέσα από τη ματιά του σήμερα και με τη χρήση της τεχνολογίας.
Μπορούμε να ακούσουμε μουσικά δείγματα των συνθετών, να τους παρακολουθήσουμε να μας μιλούν, να θυμηθούμε τις -κάποτε κάποτε- στενές δημιουργικές και φιλικές σχέσεις που τους ένωναν μεταξύ τους. Μας επιτρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε πώς και πόσο διαφορετικά, συνεχίζουν να αποτελούν σήμερα, πηγή έμπνευσης νέων δημιουργών.
Μαζί, με τη χρήση μιας δωρεάν ψηφιακής εφαρμογής που σχεδιάστηκε ειδικά για τις ανάγκες της παρέμβασης αυτής, οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν το κινητό τους τηλέφωνο και τα ακουστικά τους για να ανακαλύψουν περισσότερα για το πώς άλλοι «ένοικοι» της Πινακοθήκης, ποιητές, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, χορογράφοι συνεργάζονταν με τους συνθέτες αυτούς, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο πλέγμα δημιουργικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, επιλέχθηκαν επιπλέον τρεις «πυκνωτές», της καλλιτεχνικής παραγωγής της γενιάς αυτής και παρουσιάζονται για την ιδιαιτερότητα των περιπτώσεών τους.
Η μουσειακή παρέμβαση με τίτλο «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» λειτουργεί βέβαια εμβόλιμα, παραδειγματικά και για τούτο, εν γνώσει της, αποσπασματικά. Καλεί τους επισκέπτες σε μια ενεργητική και προσωπική ανίχνευση των νημάτων που δένουν τους δημιουργούς μεταξύ τους.
Μας καλεί να ανακαλύψουμε το αποτύπωμα ενός «οικοσυστήματος», το οποίο, με τις καμμιά φορά απροσδόκητες συγκλίσεις και τις αποκλίσεις κάθε συμμετέχοντος δημιουργού, είναι σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, απολύτως παρόν στην ελληνική μας πραγματικότητα. Μετασχηματίζεται, μεταλαμπαδεύεται, επανερμηνεύεται, μα είναι πάντα εδώ.
Η δράση αντλεί τον τίτλο της από μια φράση του Μένη Κουμανταρέα που συνδέεται με τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Και τι ρόλο παίζει σ’ αυτή τη μυθική “συντροφιά” ο Σταύρος Ξαρχάκος;
Η δράση ολοκληρώνεται με μια αυτόνομη εκθεσιακή ενότητα, που είναι τόσο αυθύπαρκτη όσο και απολύτως εξαρτημένη από τη μόνιμη έκθεση και την παρέμβαση του ΙΕΜΚ σ’ αυτή. Πρόκειται για μια μουσειακή εγκατάσταση αφιερωμένη στον Σταύρο Ξαρχάκο, μια εν ζωή εμβληματική προσωπικότητα του σύγχρονου μουσικού μας πολιτισμού.
Φιλοξενείται στο χώρο περιοδικών εκθέσεων, στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκης Γκίκα, με την πρωτοβουλία του ΙΕΜΚ και μας προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε, μέσα σε ένα υποβλητικό και σύγχρονο τεχνολογικά περιβάλλον, τον Σταύρο Ξαρχάκο να αφηγείται τις μνήμες του από τη δημιουργική του συμπόρευση με τη γενιά που κατοικεί στους ορόφους της Πινακοθήκης ενώ για πρώτη φορά παρουσιάζονται τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του, πριν αυτά πάρουν το δρόμο προς τη δημιουργία ενός αρχείου.
Συνομιλητής και συνοδοιπόρος κάποιων από τους σημαντικότερους της λεγόμενης «γενιάς του ’30», ο Ξαρχάκος διατρέχει δημιουργικά τις δεκαετίες, με το έργο του να εμπεριέχει σχεδόν όλα τα μουσικά είδη στην ιστορία της ελληνικής μουσικής: λαϊκό, ρεμπέτικο, «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, λόγια μουσική, θεατρική και κινηματογραφική μουσική. Η μουσειακή εγκατάσταση του ισογείου, μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα και έναν άλλο Ξαρχάκο, τον συνθέτη κλασικής μουσικής, τον μαθητή της θρυλικής Σχολής Tζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, τον συνομιλητή του Λέοναρντ Μπερνστάιν και του Ντέιβιντ Ντάιαμοντ, υπό τους ήχους σημαντικών έργων του συνθέτη.
11 συνθέτες – “Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε”: Οι συντελεστές της έκθεσης
Η ιδέα και επιμέλεια της έκθεσης ανήκει στη μουσειολόγο Ερατώ Κουτσουδάκη. Επιστημονική υπεύθυνη του συνόλου της δράσης ως επιστημονική διευθύντρια του ΙΕΜΚ, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μουσικής και Οπτικο-ακουστικού Πολιτισμού, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ρενάτα Δαλιανούδη. Επιστημονικοί συνεργάτες της επιμελήτριας ανέλαβαν οι μουσικολόγοι Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, Δ/ντης του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», Στεφανία Μεράκου, Δ/ντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» και Βάλια Βράκα, υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής του ίδιου φορέα.
Για την έρευνα και τεκμηρίωση του αρχειακού υλικού και στο σχεδιασμό της δράσης, συνεργάστηκε η μουσειολόγος Ευγενία Ευθυμιάδου. Η δημιουργία των μικρών ταινιών ανήκει στo Abnormal Studio, η οπτική ταυτότητα της έκθεσης στο δημιουργικό γραφείο Schema, ενώ η σκηνοθετική επιμέλεια της προβολής Ξαρχάκου ανήκει στον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη. Η ψηφιακή εφαρμογή «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» αναπτύχθηκε από την Ιnteractive Light Designs.
Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς
Το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς (ΙΕΜΚ), μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μουσικών Βιβλιοθηκών, Αρχείων και Κέντρων Τεκμηρίωσης (IAML), είναι ένα καινοτόμο επιστημονικό Ινστιτούτο με κοινωφελή χαρακτήρα. Αποσκοπεί στη συλλογή, αρχειοθέτηση και ψηφιοποίηση μουσικών τεκμηρίων (παρτιτούρες, έντυπα & ψηφιοποιημένα αρχεία, βιβλία, ηλεκτρονικά βιβλία, οπτικο-ακουστικό & φωτογραφικό υλικό, εθνογραφικό υλικό, δισκογραφία, Τύπος, διατριβές), που αφορούν τη μουσική ως Τέχνη και ως Επιστήμη.
Βασικός στόχος του ΙΕΜΚ είναι η δημιουργία μιας εύχρηστης βάσης δεδομένων, ένα ενιαίο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αρχείων ελεύθερης πρόσβασης, όπου φιλοξενείται πληροφοριακό υλικό για όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής: αρχαία ελληνική μουσική, παραδοσιακή, βυζαντινή, αστικο-λαϊκή, «έντεχνη λαϊκή», λόγια («κλασική»), τζαζ, ηλεκτρονική-ηλεκτροακουστική. Το πληροφοριακό υλικό επεκτείνεται και στη σχέση της μουσικής με άλλες παραστατικές τέχνες (μουσική για θέατρο, όπερα, μπαλέτο, χορό, performance) και μουσική για κινηματογράφο (soundtracks).
Το ΙΕΜΚ προάγει την έρευνα με ενεργητικό τρόπο, χρηματοδοτώντας πρωτότυπες πραγματείες, γύρω από τη μουσική. Συνεργάζεται, επίσης, με Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της χώρας και του εξωτερικού, με εθνικούς και τοπικούς φορείς πολιτισμού, με μουσεία και μουσικά εκπαιδευτήρια, με σκοπό την ανάπτυξη εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, καινοτόμων τεχνολογιών, όπως και τη δημιουργία πολιτισμικού δικτύου διαχείρισης της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς. Διοργανώνει και συμμετέχει σε συνέδρια, ημερίδες, φεστιβάλ και εκθέσεις, που αφορούν τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό και τη διαχείριση αρχείων. Έτσι, το ΙΕΜΚ λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ φορέων, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας.
Info: Έως την Κυριακή 21 Ιουλίου 2024. Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα, Κριεζώτου 3, 106 71 Αθήνα, 210 361 5702. Ωράριο λειτουργίας έκθεσης: Πέμπτη: 10:00 – 22:00, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή: 10:00-18:00 Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη: κλειστά. [Είσοδος στην έκθεση συμπεριλαμβάνεται στο εισιτήριο γενικής εισόδου στην Πινακοθήκη Γκίκα: €9, μειωμένο €7.]